ΑΤΟΜΩΝ ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ - ΜΕΡΟΣ Α

ΑΤΟΜΩΝ ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ

Υπό Κοσμά Μιλτ. Μαρκάτου, καθηγητού ΤΕΙ,
ιδρυτού της Λεξαριθμικής θεωρίας (kmmarkatos@gmail.com)


Διά τῆς Λεξαριθμικῆς θεωρίας:
(α) Ἡ διάσπασις τοῦ ὑλικοῦ ἀτόμου (ἀνόργανος ὓλη - ἂτομον) προεβλέπετο!
(β) Ἡ διάσπασις τοῦ γενετικοῦ ἀτόμου (ὀργανική ὓλη – ἂτομον, DNA) προβλέπεταΙ
(γ) Ἡ διάσπασις τοῦ ἠχητικοῦ ἀτόμου (ἂναρθρος φθόγγος) προβλέπεται!  
(δ) Ἡ διάσπασις τοῦ φωνητικοῦ ἀτόμου (ἒναρθρος φθὀγγος) μή ἑρμηνευόμενον
(ε) Ἡ διάσπασις τοῦ χρονικοῦ ἀτόμου (χρόνος - ;;;) μή ἑρμηνευόμενον
Ἐν τῆ Λεξαριθμική θεωρία, δέν ὑπάρχει εἰδοποιός διαφορά μεταξύ τῶν «διαφὀρων» ἀτό-μων, ἀλλά ὃλαι αὐταί αἱ μορφαί ἀνάγονται εἰς τήν αὐτήν ἒννοιαν, εἰς τό αὐτό ἂτομον.
Εἷς ὁρισμός (καί ἲσως ὁ ὁρισμός) ἐδημοσιεύθη εἰς τό Α τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ ΠΑΜΜΕΓΑΣ, ἐν τῆ προσπαθεία μου νά διερευνήσω τὀ «Πῶς νοεῖται ἡ σχέσις γράμματος – λέξεως - ἀριθμοῦ» [βλέπε: Μαρκάτος, ΠΑΜΜΕΓΑΣ (ΠΑγκόσμιος Μαθηματική Μελέτη λληνικῆς ΓλώσσΑΣ, Λάρισα 1980, τ.Α, σελ.21]:
«Άτοµον είναι το τέρµα µιας φυσικής διαδικασίας στην οποίαν λαµβάνουν µέρος υπο—ατοµικές ή υποστοιχειώδεις οντότητες υπό καθορισµένη αναλογία και αυστηρά διάταξη και από την οποία διαδικασία αναδύεται ένα όν (κάθε είδος ατόµου από τα ανωτέρω) που θεωρείται η ελαχίστη οντότης (µονάς) διά την δηµιουργία συνθετωτέρων µορφών (µορίων και ενώσεων,ιστών,ονοµάτων και λέξεων, ηθικής οµάδος και κοινωνίας, µουσικής συνθέσεως, δι-αρκείας ή χρόνου)».
Ὁ ὁρισμός οὗτος ἀναφέρεται ἐπί παντός χώρου τοῦ ἐπιστητοῦ (ὓλη ἀνόργανος, ὓλη ὀργανική (DNA), ἦχος (ἂναρθρος φθόγγος), φωνή (ἒναρθρος φθόγγος), χρόνος), καί δύναται νά ταυτισθῆ μέ τούς ἀντιστοίχους τῆς λέξεως «στοιχεῖον» (1), τούς ὁποίους ἒχουν διατυπώσει οἱ ἀρχαῖοι Ἓλληνες φιλόσοφοι:
Þ στοιχεῖον, ἁπλοῦς τις ἦχος τῆς φωνῆς θεωρούμενος ὡς μέρος στοιχειῶδες τῆς γλώσσης, Πλάτ. Κρατ. 424D
Þ στοιχεῖον, ἀδιαίρετον τῶ εἶδει,  Ἀριστ. Μετά τά Φυσ. 4.3,1.
Þ στοιχεῖον. ἒστι φωνή ἀδιαίρετος Ἀριστ. Ποιητ. 20,22
Þ γράμμα, σύμβολον, ψηφίον δι' ἑκαστον φθόγγον τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς (γράμματα λέγονται διότι γράφο-
νται, στοιχεία δέ διότι εἶναι τά ἁαπλούστερα μέρη τῶν λέξεων).
(α) Ἡ διάσπασις τοῦ ἀτόμου τῆς ἀνοργάνου ὓλης(6)
   Διά τήν ἀποδοχήν τῆς προβλέψεως πρέπει νά δειχθῆ ὃτι ἡ ἒννοια ἂτομον συνδέεται δι-αλεκτικῶς(2) μετ’ ἐννοίας, δυνάμει ἢ ἐνεργεία διαιρετῆς. Μία τοιαύτη εἶναι τό ὂνομα γένος: Ἡ διαλεκτική σχέσις ἀνεκαλύφθη κατά τήν ἐξέτασιν τῆς διασχέσεως τῶν δομικῶν ὀνομάτων (μονάς, ἰδέα, εἶδος, γένος, γράμμα, ὂνομα, λέξις), πού ἀφορᾶ εἰς τό «ποῖον δομικόν ὂνομα προ-ηγεῖται καί ποῖον ἓπεται» [ΠΑΜΜΕΓΑΣ, Λάρισα 1980, τ.Δ, σελ.100]:
   Ἀλλά ἡ ἒννοια γένος εἶναι σύνθετος, εἶναι φύσει διαιρετή, ἀφοῦ συνίσταται ἐξ εἰδῶν, τά ὁποῖα ἐν τῶ συνόλω των τήν ἀπαρτίζουν. Ἀποτελεῖ τήν μονάδα τῶν ἐμβίων ὂντων, καί δύναται  νά χαρακτηρισθῆ ὡς «το ἂτομον τῆς συνθετικῆς πορείας των»:
Þ τά στοιχεῖα: τά γένη εἰς εἲδη πλείω καί διαφέροντα διαρεῖται», Ἀριστ. Ματαφ.
   Αἱ δύο ἒννοιαι, ΑΤΟΜΟΝ και ΓΕΝΟΣ ἱκανοποιοῦν τήν «Σχέσιν Χρυσῆς Τομῆς», καί ὡς ἐκ τούτου ἒχουν λόγον μίαν δύναμιν τοῦ μέσου καί ἂκρου λόγου Φ (εἶναι διαλεκτικαί, εἶναι ὃμοιαι μορφαί, ἀνήκουν ἐν τῆ αὐτῆ γνωμονική ἀκολουθία)(3) :

 [... (203), ΓΕΝΟΣ (328), ΑΤΟΜΟΝ (531), ... (859), ...]   ΑΤΟΜΟΝ / ΓΕΝΟΣ = 531 / 328 » Φ1.

   Ἀφοῦ λοιπόν τό «γένος» εἶναι διαιρετόν, τό ἲδιον συνεπάγεται καί διά κάθε ὁμοίαν μορφήν του ἐν τῆ γνωμονικῆ ἀκολουθία, δηλαδή διά τό «ἂτομον».
   Τοιουτοτρόπως, τό ἂτομον εἶναι δυνάμει διαιρετόν, ἀποτελεῖται ἐξ εἰδῶν, ἐκ τῶν ὁποίων συνεστήθη (ὑποατομικαί ὀντότητες) καί τά ὁποία ἀποδίδει κατά τήν διάσπασίν του, τήν διαίρεσίν του ὑπό τοῦ ἀνθρώπου: εἶναι τά πρωτόνια, τά νετρόνια  καί τά ἠλεκτρόνια, κ.α., πού ἀνεκαλύφθησαν τόν 20ον αἰῶνα, κατά τήν διάσπασίν του (ἀτομική ἐνέργεια).
   Ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀνακαλύψεως δέν εἶχε συνειδοτοποιηθῆ ἐκείνην τήν περίοδον. Ἡ πλήρης συνειδοποίησις ἐγένετο μέ τήν ἒκδοσιν τοῦ βιβλίου ΚΟΣΜΟΣ, ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ – Πορίσματα Λεξαριθμικῆς θεωρίας ἢ τῆς δευτέρας ἐκδόσεως ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ [βλέπε: Μαρκᾶτος, Λάρισα 1987, σελ. 49 – 58], ὃπου εἰς τήν τριλογίαν «Αμνός, μονάς μετρήσεως των αμαρτιών / Η έννοια του ατόμου / Η διάσπασις του ατόμου / Γάμος, ένωσις εις Εν» ἐφηρμόσθη ὁ Ἀθροιστικός Νόμος τῆς θεωρίας, ὁ ὁποῖος συνδέει τήν στερητικήν μορφήν τοῦ ὂντος ΑΛ – τό Α=1 εἶναι ἐνεργεία στερητικόν καί Λ τό ὂν) μετά τῆς ἀθροιστικῆς μορφῆς του (ΑΛ – τό Α=1 εἶναι δυνάμει ἀθροιστικόν):

ΑΛ = Α+Λ Þ å(A+Λ) @ Λ
ΑΤΟΜΟΝ Þ Α+ΤΟΜΟΝ Þ å(Α+ΤΟΜΟΝ) @ TOMON

(ὃπου Λ τό ὂν ΤΟΜΌΝ, καί Α+Λ ἡ στερητική του μορφή ΆΤΟΜΟΝ)

Ἡ στερητική μορφή τοῦ ὂντος ἀναφέρεται εἰς πᾶν ὂνομα(5) (λέξιν), τοῦ ὁποίου προτάσσεται τό Α, α=1. π.χ., δυνατός καί δύνατος, τομός καί τομος, θρῆσκος καί θρησκος,  θεός καί θεος,  λόγος καί λογος, λήθεια (λήθη) καί λήθεια.

Ἀθροιστικός Νόμος(4): Μέγα ἂθροισμα τῶν στερητικῶν μορφῶν τοῦ ὂντος καί ὑπό συ-νθήκας ἰσοδυναμεῖ ἐν τῶ ὁρίω μέ τό ἲδιον τό ὂν.

Ἑρμηνεία: Τό ἓν ἂτομον δέν τέμνεται, δέν διαιρεῖται ἀπό μόνον του (ὑπό τῆς Φύσεως), τά πολλά ὃμως καί ὑπό συνθήκας (τό ἀθροιστικόν  σύµβολον «Σ») καί ὃτε τό πλῆθος των φθάση τόν κρίσιμον ἀριθμόν (τόν καθωριζόμενον ὑπό τῆς Φύσεως), καί τέμνονται, (διαι-ροῦνται, διασπῶνται) καί τέμνουν, παράγοντα τήν ἀντίστοιχον καί κατ’ εἶδος ἐνέργειαν.

Επεξηγήσεις
Ÿ Τό «πολλά» ἀντιπροσωπεύει τόν κρίσιµον ἀριθµόν ἀτόµων παντός εἲδους, ὑπό τόν ὁποῖον ἀρχίζει ἡ διάσπασις ἢ ἡ διαίρεσις.
Ÿ Τό «ὑπό συνθήκας» ἀντιπροσωπεύει τάς εἰδικάς συνθήκας (τεχνικάς), ὑπό τάς ὁποίας ἂρχεται ἡ διαίρεσις, ἐν συνδυασμῶ βεβαίως καί µέ τόν ἀπαιτούμενον κρίσιμον ἀριθμόν.
Ÿ Τό «τέµνονται» ἀντιπροσωπεύει αὐτήν τήν ἲδιαν τήν διάσπασιν, τήν διαίρεσιν τῶν πολλῶν καί ὑπό συνθήκας ἀτόµων, κατά τήν ὁποίαν παράγονται αἱ ὑποατομικαί ὀντό-τητες τοῦ κατ’  εἶδος ἀτόµου.
Þ Εἰς τήν παροῦσαν περίπτωσιν ὁ ἀθροιστικός νόµος ἐκφράζει τήν παθητικήν κατεύθυνσιν  της διασπάσεως, ἀντιστοιχοῦσαν εἰς τήν αποστοιχείωσιν τοῦ ἀτόμου.
Ÿ Τό «τέµνουν» ἐκφράζει τήν ἐνεργητικήν κατεύθυνσιν τῆς διαιρέσεως ἢ τῆς διασπάσεως τῶν πολλῶν καί ὑπό συνθήκας ἀτόµων, προκαλοῦσαν τήν ἀποικοδόµησιν ἢ τήν ἀπο-στοιχείωσιν τοῦ δέκτου (τοῦ δεχοµένου τήν ἐκλυοµένην ἐνέργειαν τῶν ὑποατομικῶν ὀν-τοτήτων).
   Τό ἀδιαίρετον τοῦ ἀτόμου, λοιπόν σηµαίνει ἁπλῶς ὃτι τό ἂτομον δἐν ἠμπορεῖ νά διαι-ρεθῆ ἀπό μόνον του (φύσει), διότι ἒχει ὁλοκληρωθῆ, εἶναι τέλειον, αὐτάρκες, συµπλη-ρωµένον· δηλαδή τα ὑποστοιχεῖα του (ὃλαι αἱ ὑποατομικαί ὀντότητες) ἒχουν χρησι-μοποιηθῆ διά τόν σχηµατισµόν του καί οὐδέν ἒχει παραµείνει ἀπ’ έξω, πού νά μήν ἀνήκη εἰς αὐτό.
   Ἂν δέν εἶχε συμβῆ αὐτό, τό διαμορφωθέν δέν θά ἦτο ἂτομον, καί ἑπομένως δέν θά ἠδύνατο νά χρησιμοποιηθῆ διά συνθετωτέρας μορφάς [(μόρια, χημικαί ἑνώσεις, κλπ.), (κύτταρα, ἱστοί, σάρκαι), (μουσικαί συνθέσεις, κλπ.), (ἂσματα, μελοδράματα, κλπ.), (λεπτόν, ὣρα, κλπ.).
Ÿ Ἒτσι, ὑλικόν ἂτοµον εἶναι τό ἐλάχιστον μόριον τῆς ὓλης πού ἠμπορεῖ νά ἑνωθῆ μέ ἂλλα ἂτομα (ἢ καί μέ τόν ἑαυτόν του) διά την δημιουργίαν συνθετωτέρων μορφῶν (Λεύκιππος, Δηµόκριτος, Ἐπίκουρος), καί ὑλικά ἂτομα εἶναι τά ἀδιαίρετα μόρια τῆς ὓλης, τά πρῶτα στοιχεῖα του σύμπαντος [Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. περί. Οὐρανοῦ.

Ὑποδείγματα:
Τά δύο κατωτέρω ὑποδείγματα εἶναι ἀνάστροφα, ἀντιστοιχοῦν δηλαδή εἰς ἀναστρόφους διαδικασίας:
Εἰς τό πρῶτον (ΑΔΥΝΑΤΟΣ καί ΔΥΝΑΤΟΣ), τό ὁριακόν ἂθροισμα τῶν στοιχειωδῶν δυνατῶν (ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ) καί ὑπό συνθήκας ὁδηγεί ἀπό τήν ΔΙΑΙΡΕΣΙΝ εἰς τήν ΈΝΩΣΙΝ, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ ἢ ἐξισώνεται μετά τοῦ ΔΥΝΑΤΟΥ.
ŸΕἰς τό πρῶτον ὑπόδειγμα, ἡ κίνησις τῆς διαδικασίας γίνεται πρός τά δεξιά.
ŸἩ ἀνάστροφος διαδικασία (ΠΡΟΣ Τ’ ΑΡΙΣΤΕΡΑ) ὁδηγεῖ ἀπό τήν ΕΝΩΣΙΝ (ΔΥΝΑΤΟΣ) πρός τήν ΔΙΑΙΡΕΣΙΝ (ΑΔΥΝΑΤΟΣ)
ŸŸΕἰς τό δεύτερον (ΆΤΟΜΟΝ καί ΤΟΜΌΝ), τό ὁριακόν ἂθροισμα τῶν στοιχειωδῶν τομῶν (ΤΩΝ ΑΤΌΜΩΝ) καί ὑπό συνθήκας ὁδηγεῖ ἀπό τήν ΕΝΩΣΙΝ εἰς τήν ΔΙΑΙΡΕΣΙΝ, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ ἢ ἐξισώνεται μετά τοῦ ΤΟΜΟΎ.
ŸŸΕἰς τό δεύτερον ὑπόδειγμα, ἐπίσης ἡ κίνησις τῆς διαδικασίας γίνεται πρός τά δεξιά.
ŸŸἩ ἀνάστροφος διαδικασία (ΠΡΟΣ Τ’ΑΡΙΣΤΕΡΑ) ὁδηγεῖ ἀπό τήν ΔΙΑΙΡΕΣΙΝ (ΤΟΜΟΝ) πρός τήν ΕΝΩΣΙΝ (ΑΤΟΜΟΝ).



ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ:
(1) Τήν λέξιν «στοιχεία» μετεχειρίσθη πρῶτος ὁ Πλάτων): τα πρώτα στοιχεῖα., ἐξ ὧν ἡμεῖς τε ξυγκείμεθα και τ' άλλα (Θεαίτ., 201Ε) / τά τῶν πάντων στποχεῖα (Πολιτ. 278C) / αὐτά τιθέμενα στοιχεῖα τοῦ παντός (Τίμ. 48Β) [βλέπε Μαρκᾶτος, ΤΟ DNA ΟΜΙΛΕΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ! – Πλατωνικοί Διάλογοι, Λάρισα 2006, σελ.37].
(2) Ἡ ἒννοια τῆς «διαλεκτικῆς» ὁρίζεται κατά τό πνεῦμα τῆς Λεξαριθμικῆς θεωρίας: ἐκκινᾶ μέν ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ τῶν Ἀρχαίων (ἡ τέχνη τοῦ διαλέγεσθαι, ἢτοι τοῦ συζητεῖν κατ' ἐρωτοαπόκρισιν – διάλογος μεταξύ προσώπων (ἐλλόγων ὂντων)), διευρύνει δέ,  ὣστε ὁ διάλογος νά συμπεριλάβη καί τά ἂλογα ὂντα: «διαλεκτική»: ἡ μεταξύ δύο ἢ περισσοτέρων ὂντων (ἀλόγων ἢ ἐλλόγων) διάλογος, διά τήν βῆμα πρός βῆμα προώθησιν τῶν δομικῶν στοιχείων μιᾶς ἀξιωματικῆς βάσεως, κατά φύσιν ἢ κατά θἐσιν ἀποδεκτήν, μέ τελικόν σκοπόν τήν ἐξαγωγήν τῆς ἀληθείας.
(3) «Γνωμονική Ἀκολουθία εἶναι μία ἀκολουθία τύπου Fibonacci (1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55, ...), ὃπου τά μέλη της εἶναι  λέξεις - ἀριθμοί, καί κάθε μέλος ἀπό τοῦ τρίτου καί πέραν ἰσοῦται μέ τό ἂθροισμα τῶν δύο προηγουμένων: λέξις(1) + λέξις(2) = λέξις(3), λέξις(2) + λέξις(3) = λέξις(4), ..., λέξις(ν-2) + λέξις(ν-1) = λέξις(ν), καί λέξις(ν) / λέξις(ν-1) = Φ (ἡ χρυσή τομή ἢ ὁ μέσος καί ἂκρος λόγος, ὁ συντελεστής τῆς συνεχείας καί τῆς ὁμοιότητος τῶν ὂντων (παγκόσμιος σταθερά - Ὃμοιαι μορφαί): 203+328 = 531, 328+531=859, ...
   Τά μέλη πάσης Γνωμονικῆς ἀκολουθίας συγκρίνονται μέ τά μέλη ἑνός γενεαλογικοῦ δένδρου: πρόπαππος, πάππος, πατήρ, υἱός, ἐγγονός, δισέγγονος, ..., ἀνήκουν δηλαδή εἰς τό ὶδιον γενεαλογικόν δένδρον ἐννοιὦν. Εἰς κάθε Γνωμονικήν Ἀκολουθίαν (ΓΑ) διακρίνομεν τόν παραγωγόν της (τόν ἐλάχιστον ἐκ τῶν ἀπείρων πρακτικῶς) καί τήν γεννήτορα ἒννοιάν της: π.χ., ἐν τῆ (ΓΑ) 203, 328, 531, ..., ὁ μέν ἀριθμός 328 εῖναι ὁ ἐλάχιστος παραγωγός της, ὁ δέ ἀριθμός 203 εἶναι ἡ γεννήτωρ ἒννοια,
(4) Ὁ Νόμος έἶναι ἰσχυρός, τόσον διά τόν μικρόκοκσμον ὃσον καί διά τόν μακρόκοσμον (ὀργανικόν καί ἀνόργανον), ὃπως ἐπίσης καί διά πᾶσαν δραστηριότητα τοῦ σύμπαντος (κοινωνία, μουσική, ἦχος, φωνή, λόγος, ὁμιλία, χρόνος).
(5) Αἱ ἒννοιαι λέξις  καί ὂνομα διακρίνονται (ὃπου «λέξις» ἀνάγνωσε καί κατανόησε «ὂνομα»: 
   Τό ὂνομα  ἑτυμολογεῖται ἀπό τό γιγνώσκω  (μαθαίνω, καταλαβαίνω), κατά τήν κλασικήν ἑτυμολο-γίαν, καί ἑπομένως μποροῦμε νά ὁρίσωμεν τάς δύο ἐννοίας (λέξις καί ὂνομα), κατά τό σχῆμα:
   Ἀφηγοῦμαί κάτι (λέξις), ἀφοῦ προηγουμένως τό γνωρίσω (ὂνομα), ἢ
I. Ἐρευνῶ κάτι (πρόσωπον ἢ πρᾶγμα) καί φθάνω εἰς τό νά μπορῶ νά τό ὁρίσω, νά τό ὀνομάσω (ὂνομα).
II. Ἒχων γνωρίσει τό πρᾶγμα ἢ τό πρόσωπον, μπορῶ νά τό ἀφηγηθῶ, μπορῶ νά μιλήσω δι’αὐτό (ὂνομα).
   Βλέπομεν λοιπόν ὃτι τό ὂνομα (γνῶσις τοῦ πράγματος) προηγεῖται τῆς λέξεως (ἀφήγησις τοῦ πράγματος).
(6) Αἱ ὑπόλοιποι περιπτώσεις προσεχῶς.
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ