Ναρκωτικά - Αληθινές
ιστορίες
«Τι να τα λέμε τώρα»!
Γκράφιτι στην οδό Στουρνάρα Αθηνών. |
Επισκέφτηκα
μια πολύ γνωστή μου από ένα χωριό μας (από την Καρδίτσα) που πρόσφατα ήρθε για
λίγο καιρό να μείνει σε κάποιους συγγενείς της, εδώ στη Γερμανία και για λίγο
καιρό να… ξεσκάσει. Μαζί της έφερε και το μικρό εγγόνι της, «ορφανό», όπως το
λέει η ίδια. Πολύ αγαπητή και πολύ αξιολύπητη αυτή η γυναίκα και κάθε φορά που
βρισκόμαστε δε νιώθω καλά. Έτσι σήμερα αφού είπαμε τα περί υγείας, πώς μου ’φυγε
κι άνοιξα κουβέντα για τις εξελίξεις στην Ελλάδα γύρω απ’ τις εφόδους των εισαγγελιών
στην αστυνομία οι οποίες δεν την άφησαν αδιάφορη επειδή το πρόβλημα αυτό το
ζει, ίσως, όσο κανένας. (Μια άλλη διάσταση που η ίδια δίνει στην οδύνη της είναι
και το «Όταν η δυστυχία χτυπά» που αναφέρεται στην ποιητική μου συλλογή, «ψάχνοντας
τ’ αχνάρια σου ζωή». Να λοιπόν τι μου είπε:
«Άι γιε μ’! Τι να λέμε τώρα! Τα ίδια και τα
ίδια! Μπιζέρισα πια ν’ ακούω και να καρτερώ να δω στον ήλιο μοίρα. Ένα παιδί μεσ’
απ’ τη χαροκαμένη μ’ φαμελιά να είναι φυλακή, ε, πάει πολύ. Και να ’ταν αυτό το
κακό δικιολογημένο, κομμάτια να γέν’. Θα ’βγαζα το μαύρο σκασμό και θα σύχαζα.
Άδικα του βάλαν το παιδάκι μ’ στα σίδερα γιατί δεν είχε, λένε, αποδειχτικά
στοιχεία. Γιατί τα στοιχεία που έπρεπε να είχε, ήταν άνθρωποι που τον έσπρωξαν
να φτάσει εκεί που έφτασε. Και να δεις, πρώτα τον γλύκαναν με λίγες παράδες.
Μετά τον έδωκαν πιο πολλές. Και μετά, αφού τον έμαθαν και να φουμάρει, τον
κάναν σαν αυλάκι που δεν τρέχει στα ισάδια, μα αμπ’δάει στα χάσματα, χώνεται
μες στα μπιάδια (πηγάδια), σ’ αδιάβατα περάσματα και στις πλάνης σταυροδρόμια.
Πάνω από χρόνο τράβηξε αυτό το ρεζιλίκι. Εγώ τα μυρίζομαν και φώναζα, η
καημένη. Τίποτα! Τον άρπαξαν οι εμπόροι. Αγνό το παιδάκι μ’, σαν πρόβατο και
καθάριο σαν μια σταλιά άσπρο νερό. Αψηλό σαν κυπαρίσσι και φεγγαρίσιος σμάλτος
στην ψυχή μου που με φώτιζε ούλα τα σκοτάδια. Χρυσαφένιο! Σαν το νήλιο του
σταριού έμπαινε μέσα μου και με χόρταινε από ζεστασιά, χάδι κι αγάπη. Και
τραγούδια έλεγε μαθές. Απ’ ούλα! Τήρα όμως να δεις που έφτασε το παιδάκι μ’!
Πού το ’φτασαν οι αφορισμένοι! Άι γιε μ’, γι’ αυτό σι λέω, τι να τα λέμε τώρα.
Το ’φαγαν το παιδάκι μ’ οι εμπόροι με τα χασίσια και τσι βελόνες. Αμ και να
’ταν μόνο αυτοί, κομμάτια να γένει. Το ’φαγαν κι οι χωροφυλάκοι, τα πολλά
χαρτιά κάτω απ’ τσι μασχάλες και τα κούφια των δικαστών σφυριά … Πού να βρεις
άκρια και πού να ψάξεις τώρα; Άβγαλτο ήταν το καημένο! Πώς στον κόρακα τον
κατάλαβαν ότι θα μπόραε να κάνει τέτοια δουλειά; Να φλάει ο Θεός –κάνει σταυρό-
και τον οχτρός ακόμα. Και να σε πω πως κάμποσα χωράφια τα ’δωκα όσο-όσο για να
τα φάει ο ανθρώπινος τρύγος. Τίποτα! Αποτέλεσμα μηδέν. Πιότερο ανακάτωμα και
μπέρδεμα. Δε λέω, αφού τα’ θελε το ξερό τ’ κι έπεσε σε τέτοιο δρόμο, καλά να
πάθ’ κι να τιμωρηθεί. Αλλά την υγειά τ’ δε θα τη ματαβρει. Άσε που έχει κι ένα
μικρό παιδάκ’, τον παράτ’σε κι η γυναίκα τ’, πρωτευουσιάνα ντε, κι έμεινε σαν
ορφανό σι μένα. Έτσι που να περνούμε μαζί μια μεγάλη ξένων πληγή και μια
αμαρτία. Αλλά θέλω να σε ρωτήσω, μια και το δικό μ’ το ξερό δε νοά κι να μου
πεις τη γνώμη σ’. Βλέπω στην τηληόραση κάθε μέρα, ω Θεέ μ’ και τι δε βλέπω: Να
τσακώνονται και να κατηγοράν ο ένας τον άλλο: -τους μετράει στα δάχτυλα- θες
αστυνομικοί, θες υπουργοί θες, τι δε θες, γιατί κάνα δυο εισαγγελέηδες μπήκαν
κι έψαξαν στα δικητήρια και πήραν χαρτιά. Ένας λέει έτσι, άλλος λέει αλλιώς.
Εδώ να δεις θέατρο κι να γελάς με σηκωμένη τρίχα κι να νιώθ’ σ’ την καρδιάς σ’
σαν ψάρι. Άι γιε μ’, τι να λέμε τώρα. Κάτι δεν πάει καλά. Λένε τάχα για λαθρομιτανάστες.
Μπορεί. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Ποιος τους κοιτάει αυτούς. Αυτοί θένε δ’
λεια, ψωμί κι ένα απόγονο (αποκούμπι, κάτι που να μη το χτυπά ο αέρας) να
σταλιάζουν οι άνθρωποι Σάμπους δεν τσι ξέρω; Καλά κάναν οι εισαγγελέηδες, που
λες, κι όρμησαν σαν λύκοι. Μπράβο τους. Να τους χαίρονται οι μάνες τους κι ο
λαός. Καλά έκαναν και καρτερώ να τους δαγκώσουν. Να τηράξουν γιατί πάνε τα
παιδιά φυλακή κι μένουν απόξω ούλοι οι εμπόροι κι αγουράζ’ ν και φύλακες κι
κράτος. Έτσι μου ’ρχεται κόλπος να παένω και να τσι πω: Άι γιε μ’, εισαγγελέηδες,
ψάχνετε καλά ή ψάχνετε απ’ αψ’λά; Μα αν τύχει κι δώκ’ η Θεός κι ψάχ’ ν’ βαθιά
θα γελάσ’ ν’ ούλα τα γίδια στου χωριό. Να τσι ξεσκεπάσουν όλους αυτούς που γιόμοσαν
την αγορά με φαρμάκια, με βρώμικους παράδες, μ’ έμπορους, ληστές και φονιάδες
κι οι φυλακές με παιδιά. Αυτούς να βάλ’ ν στο χέρι κι να τσι ξαποστείλ’ ν’ στο
κάτεργο και κοντά στον Άδη. Να δούμε κι μεις, οι μανάδες, πώς και γιατί χάνονται
τα παιδιά μας, γιατί χάνονται οι αχτίνες και το φως μας…. Άι γιε μ’, δε θα μου
πεις τη γνώμη σ’; Άι άφκεμε ήσυχια κι μη μα ρωτάς. Τι να λέμε τώρα; Άφκεμε να
σεργιανίσω στις μοίρας μ’ το δρόμο συντροφιά με μια κούπα θολή που μου δώκαν οι
εμπόροι… Να δώκ’ η Θεός να φύγ’ απ’ τα χέρια μ’ και να φτάσ’ στη γλώσσα, σ’
αυτοί τσι τρανοί, όποιοι κι να’ ναι, όπως κι να λέγονται κι όποιες θέσεις κι αν
έχ’ ν’ κι να τσι φαρμακώσ’».
Γερμανία 1998.
ΠΗΓΗ: «ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ» Τρικκάλων, 1.7.1998.
«Ε.Ε».
Ελλάδα, Τρίκαλα, Αύγουστος 31, 2011.
«Ε.Ε».
Ελλάδα, Τρίκαλα, Ιούνης 28 2017
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook