Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ
(Η διαχρονικότητα της ελληνικής)
Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου, antonakos@kadmos.org
Καθηγητού – Κλασσικού Φιλολόγου, Ιστορικού – Συγγραφέως
Ανάγλυφος εικόνα του Ομήρου (του 2ου-1ου αι. π.Χ.). Από μπρούντζο και χαλκό. Ευρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά βρέθηκε το 1620 στην Σμύρνη! |
Σε ένα ποίημα – τραγούδι, το οποίο είχα γράψει προ τριακονταετίας, σχετικό με την συνέχεια των Ελλήνων, ο στίχος έλεγε «Όμηρο λέγαν τον παππού, Όμηρο λεν κι εμένα». Ο συμβολικός αυτός στίχος είχε σαφή αναφορά στην διαχρονικότητα τής ελληνικής γλώσσας. Πράγματι η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει μια μοναδική διαχρονικότητα. Λέξεις, εκφράσεις και ρηματικές σημασίες, πού τις συναντούμε σήμερα ευρέως στην νεοελληνική γλώσσα, είναι ίδιες κι απαράλλαχτες από την εποχή του Ομήρου, του Ησιόδου, των μεγάλων τραγικών, του Μενάνδρου, του Πλουτάρχου, του Αριστοφάνους, του Επικτήτου, του Ανακρέοντος, βρίσκονται δε σήμερα σε ευρύτατη λαϊκή χρήση.
Ή περίφημη ρήση του Α. Κοραή: «Όποιος
χωρίς την γνώσιν τής Αρχαίας επιχειρεί να
μελετήσει και ερμηνεύσει την νέαν,
ή απατάται ή απατά», την
οποία επανέλαβε και ο Γ. Χατζιδάκις (και πού
ισχύει προφανώς και αντιστρόφως), επιβεβαιώνει
αυτό πού υποστηρίζει και ή σύγχρονη έρευνα: Ότι δηλαδή υπάρχει στενή σχέση της Αρχαίας με την νέα
Ελληνική.
«Το γλωσσολογικό
"μοντέλο" της παρομοίωσης των ποικιλιών και των γλωσσικών περιόδων με
οικογενειακό δέντρο, επιτρέπει
να κάνουμε λόγο για μία ενιαία Ελληνική Γλώσσα, τόσο στο συγχρονικό, όσο και στο διαχρονικό
επίπεδο», όπως έχει τονίσει σε σχετικό άρθρο του ο καθηγητής
Γλωσσολογίας κ. Χαραλαμπάκης. Η ενότητα της
ελληνικής γλώσσης και ή διαχρονικότητά
της πιστοποιείται ανάμεσα στα άλλα και από το πλήθος αρχαϊσμών πού διασώζουν οι
νεοελληνικές διάλεκτοι.
Ή προφορική παράδοση είναι
γεγονός ότι υπήρξε αν όχι ισχυρότερη,
τουλάχιστον εξ ίσου ισχυρή με την γραπτή. Ποιος απλός Νεοέλληνας θα φανταζόταν ότι λέξεις
όπως «γειτόνισσα»,
«κατακέφαλα», «μάγουλα» έχουν
ζωή δύο χιλιάδων τουλάχιστον χρόνων;
Και αναφέρω στην συνέχεια τρία
μόνο ενδεικτικά παραδείγματα, πού δείχνουν την
μεγάλη σημασία τής προφορικής παράδοσης
και, μέσω αυτής, της διαχρονικότητας τής ελληνικής γλώσσης:
Πρώτο παράδειγμα αποτελεί το γεγονός
ότι ο κρητικός χρησιμοποιεί ακόμα την δωρική
έκφραση «Μα το Ζα», ή την ομηρική λέξη «λύθρος» με την ίδια
σημασία (δηλαδή «αίμα ανάμικτο με σκόνη και
ιδρώτα», το αίμα της μάχης). Δεύτερο ότι ο Πόντιος χρησιμοποιεί την προφορά τού
αρχαίου, -η- (ήτα) ως -ε- (εψιλον) [νύφε = νύφη] και, τρίτον,
ότι ο Κύπριος τονίζει μέχρι
σήμερα την προφορά των διπλών συμφώνων της Αρχαίας Ελληνικής.
Ο διαπρεπής και εξαίρετος εκ
Σκύρου ελληνιστής Κ. Φαλτάιτς,
στο έργο του «Η αρχαιότης τής
λεγομένης νεοελληνικής» [Αθήναι 1929], έχει γράψει τα εξής:
«Η γλώσσα, αυθόρμητον αλλά και
λογικόν τού ανθρώπου κατασκεύασμα, έχει
φυσικούς νόμους και τεχνητούς,
η ανακάλυψις και εξέτασις των οποίων δύναται να μας οδηγήση ασφαλώς και βεβαίως εις την εύρεσιν της αρχής και εξελίξεως της γλώσσης.
Εκ των νόμων τούτων - ο κυριώτερος
μάλιστα όλων - ο νόμος τής ονοματοποιίας,
μας οδηγεί χωρίς δυσκολίαν
εις το να ανακαλύψωμεν ποίος εκ των δύο τύπων μιας και της αυτής λέξεως είναι ο
αρχαιότερος. Ποίος επομένως είναι πρωτότυπος και ποίος
παράγωγος ή μεταγενέστερος.
Το αν εγράφησαν τα Ομηρικά έπη
προ δυόμιση ή δύο χιλιάδων οκτακοσίων ετών, δεν
σημαίνει ότι ή ομηρική
γλώσσα είναι αρχαιοτέρα τής γλώσσης την οποίαν ομιλούν σήμερα οι ποιμένες εις
τα βουνά τής Πίνδου ή εις τον κάμπον της
Θεσσαλίας οι γεωργοί. Σημαίνει
απλώς ότι κείμενα της γραφομένης ελληνικής γλώσσης διετηρήθησαν από της εποχής αυτής,
ενώ η ομιλούμενη, ως ανεπίσημος και
χυδαία θεωρούμενη δεν εχρησιμοποιείτο
από τους γράφοντας. Αλλά η ομιλουμένη
αυτή διατηρουμένη μέχρι σήμερον, είναι απολύτως λογικόν να δεχθώμεν ότι είναι αρχαιοτέρα
τής λογίας ή γραφομένης ή «αρχαίας» και
διότι είναι άτεχνος και ανεξέλικτος, και διότι φθογγολογικώς φέρει τας λέξεις πλησιέστερον προς την ονοματοποιΐαν,
και διότι, τέλος, η κοινή λογική και
πλείστα ιστορικά γεγονότα την
άποψιν αυτήν μας υποχρεούν να δεχθώμεν».
Και λίγο παρακάτω συνεχίζει...
«Θα έτυχε πολλάκις να ακούσετε
ανθρώπους τού λαού, οι οποίοι θέλοντες να ομιλήσουν εις την καθαρεύουσαν λέγουν: "Φέρτε τα καπινά
σας" ή "την σήμερον
τα λεπιτά..." και άλλα παρόμοια... Τα
ίδια δε κάνουν όλοι οι συγγραφείς και οι
πλέον δόκιμοι και αρχαίοι.
Ο Όμηρος μάλιστα το παρακάνει μιμούμενος τον τρόπον τών σημερινών ανθρώπων του λαού, οι οποίοι δια να σχηματίσουν
κομψοτέραν την λέξιν λέγουν καπινά,
λεπιτά, πετυχείον, περιπιλέον και τα παρόμοια. Όντως εις τον Όμηρον και
εις άλλους ποιητάς βλέπομεν τάς
λέξεις: πυκινός αντί πυκνός, αλεγεινός αντί αλγεινός, κλεεινός
αντί κλεινός, σκόροδον αντί σκόρδον
κ.ο.κ.
Ή τάσις, επομένως, του
προσθέτειν φωνήεντα εις τας λέξεις είναι τάσις παναρχαία, παρατηρουμένη όχι μόνον εις τον πολύν λαόν, τόν μη
νεωτερίζοντα, αλλά εις
τους ποιητάς, τους πεζογράφους, τους ρήτορας και τα θέλοντα να μιμηθούν αυτούς άτομα.
Εδώ, όπως εξηγείται, ομιλούμεν
περί προσθήκης φωνήεντος εις λέξεις μη εχούσας το
φωνήεν τούτο, ομιλούμεν δηλαδή περί νεωτεροποιήσεως μιας παλαιάς λέξεως δια της προσθήκης ενός ή περισσοτέρων
φωνηέντων. Και εφ' όσον θεωρούμεν
την προσθήκην φωνήεντος
τεχνητόν ή νεώτερον φαινόμενον, πρέπει και πάλιν να συμπεράνωμεν ότι μεταξύ ενός τύπου λέξεως
τής λεγομένης νεοελληνικής γλώσσης και
του τύπου τής αυτής
λέξεως τής λεγομένης αρχαίας, αρχαιότερος είναι ο τύπος τής δημοτικής, εφ’ όσον ο
λόγιος τύπος θα
είχε περισσότερα φωνήεντα».
Από όλες αυτές τις αξιόλογες
παρατηρήσεις κατανοούμε την
μοναδική διαχρονικότητα τής Ελληνικής, όπου η λαϊκή νεοελληνική γλώσσα φαίνεται να ανήκει στις
απαρχές της δημιουργίας της γλώσσης μας.
Αξίζει, επομένως, να μελετηθεί
συστηματικώτερα η λαϊκή γλώσσα τής Αρχαίας Ελληνικής, η οποία έχει
παραμεληθεί, ακριβώς επειδή την επεσκίασε η
αίγλη τής επικής και της μεταγενέστερης
λογοτεχνικής γλώσσης. Πολλές από τις βρισιές λ.χ. των Αρχαίων Ελλήνων επιβιώνουν ως σήμερα:
Π.χ. «αιγύπτιος» (Υπερείδης,
«Κατά Αθηνογένους» 2.2 - σήμερα λέμε «ρε τον γύφτο»), «άνανδρος», «ανάξιος», «άτιμος», «αχάριστος», «άχρηστος», «γελοίος», [Δημοσθένης «Ολυνθιακός II» 19.7], «μαλακός» (Ισοκράτης «Φίλιππος» 124.4), «παμπόνηρος»,
«πόρνη»,
«ταλαίπωρος»,
«ουδέ καθαρός τας χείρας» (Λυσίας «Περί της Ευάνδρου
δοκιμασίας» 8.4), «νεόπλουτος»
(Δημοσθένης
«Περί των προς Αλέξανδρον συνθηκών» 23.5).
Ίσως εδώ έχουμε και νεώτερη επίδραση του
γαλλικού nouveau
riche, γερμ.
neureih - νεοπλουτισμός στον Κουμανούδη, 1898, εφημ.
Ακρόπολις).
Ο Αριστοφάνης, επίσης, στις
Νεφέλες (στίχ. 1382-1390) χρησιμοποιεί
τις παιδικές λέξεις βρυν, μαμμάν, κακκάν, οι οποίες σώζονται ως σήμερα, και σημαίνουν: μπρου-μπρου =
«κράζω ζητών ύδωρ, επί παιδιών», μαμ = κάνε μαμ, και κακά («το μωρό έκανε τα κακά του»). Συγκεκριμένα
λέει:
«...ει μέν γε βρυν είποις, εγώ γνούς αν πιείν
επέσχον μαμμάν δ’ αν αιτήσαντος, ηκόν σοι φέρων αν άρτον κακκάν δ’ αν ουκ έφθης φράσας, καγώ λαβών θύραζε εξέφερον αν και προυσχόμην σε συ δε με νυν απάγχων, βοώντα και
κεκραγόθ’ ότι χεζητιώην, ουκ έτλης έξω ’ξενεγκείν, ω μιαρέ, θύραζέ
μ’, αλλά πνιγόμενος αυτού ’πόησα
κακκάν».
Αυτό σημαίνει «...κι όταν μου ’λεγες «μπου» καταλάβαινα
πως διψάς και σου ’δινα να πιεις νερό,
κι όταν γύρευες «μαμ», πήγαινα
και σου ’φερνα ψωμί, και δεν πρόφταινες να πεις «κακά» μου και σ’ έφερνα έξω από
την πόρτα και σ’ έβαζα να τα κάνεις. Και συ
τώρα, σφίγγοντάς μου το λαρύγγι, ενώ σου φώναζα κι
έσκουζα πώς θα «λερωθώ» («χεζητιώην» = θα χεσθώ), δεν
πήγες να με βγάλεις έξω, άθλιε, παρά μ’ έσφιξαν και εκεί, επί τόπου (=
αυτού) τ’ αμόλησα («’πόησα κακκάν»= έκανα κακκά / κακά μου)».
Η τελευταία αυτή λέξη, την οποία
αποφεύγουν να καταγράψουν πολλά νεοελληνικά λεξικά,
σώζεται στον Πόντο με την απαρεμφατική της μορφή και με την ίδια φυσικά σημασία.
Βεβαίως ή λέξη «κακά», που
λένε τα μικρά παιδιά, με την σημασία πού έχει μέχρι
σήμερα, παρουσιάζει απολύτως επιστημονική
εξήγηση. Διότι επεξηγεί πώς ο οργανισμός, αφού δια της τροφής κρατήσει τα καλά, δηλαδή τα χρήσιμα
γι’ αυτόν συστατικά, αποβάλλει τα «κακά» και τα άχρηστα. Το ίδιο
δείχνει και η αρχαιότατη λέξη (το) σκωρ» [γενική:
του σκατός (αντί σκαρτός), πληθυντικός: τα σκατά], που σημαίνει «περίττωμα (κάτι το περιττόν), αποπάτημα, κόπρος», κατά το λεξικό Liddell – Scott, η οποία λέξη δεν σώζεται σήμερα στην
ονομαστική, παρά μόνο εν συνθέσει στην λέξη «σκωραμίς», που είναι
ιατρικός όρος και σημαίνει την «νοσοκομειακή πάπια».
Αν αφήσουμε τις λέξεις και πάμε
σε εκφράσεις θα διαπιστώσουμε εκπληκτικά πράγματα. Η φράση π.χ. «την
βάψαμε», οι περισσότεροι νομίζουν ότι αποδίδει κάτι σχετικό με βάψιμο!
Ξεχνούν όμως ότι στην ελληνικά υπάρχει και η λέξη «βάπτισμα», η οποία
προέρχεται από το ρήμα βάπτω (= βυθίζω εις το νερό). Άρα η φράση «την βάψαμε»,
σημαίνει «βυθιζόμαστε» ή όπως λέει ο λαός «την κάτσαμε την βάρκα»!
Και αυτή η φράση προέρχεται από τον "Ορέστη"
του Ευριπίδη (στ. 705 - 707), και λέει «η ναυς έβαψεν»,
δηλαδή «το πλοίο βυθίσθηκε», όπως λέει σήμερα ο λαός μας!
Εκτός όμως από αυτήν την φράση, υπάρχουν πολλές εκατοντάδες ακόμη
διαχρονικές. Ίδιες κι απαράλλακτες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα! Ας
δούμε κάποιες από αυτές: Λες τρίχες (Τριχολογείν και τρίχας
αναλέγεσθαι.) Δεν με μέλει (Ουδέν μοι μέλει). Τον αράπη κι
αν τον πλένεις... [Αιθίοπα σμήχεις (Πλούταρχος)]. Πάρ’ το αυγό
και κούρευτο [Ωόν τίλλεις (Πλούταρχος)]. Μπλέξαμε τα μπούτια μας
[Πλέξαντες μηροίσι πέρι μηρούς (Ανακρέων Fragmenta. Fr.94)] Και
κάτι πολύ ... επίκαιρο: Η διαχρονική από την αρχαιότητα φράση «αεί τα πέρυσι
βελτίω», που σημαίνει «κάθε πέρυσι και ... καλύτερα»!
Αυτή λοιπόν την διαχρονική, την μία και μοναδική ελληνική γλώσσα,
έχουν προσπαθήσει να την αλλοιώσουν, να την διαστρεβλώσουν, να την
παραποιήσουν. Άλλαξαν με νόμους την ιστορική γραμματική, υποστήριξαν με
«υμετέρους» καθηγητές την αλλαγή τής ιστορικής ορθογραφίας, κατήργησαν την γ΄
κλίση των ονομάτων, μία κλίση που περιλαμβάνει εδώ και 3000 τουλάχιστον χρόνια,
το 70% περίπου των ελληνικών ονομάτων. Την χώρισαν σε αρχαία και νέα ελληνική!
Κι ενώ ο υπεραιωνόβιος Κριαράς δεν βαρέθηκε δηλώνει συνεχώς και ανερυθριάστως
ότι «η αρχαία είναι άλλη γλώσσα, δεν είναι μία γλώσσα με την ελληνική» ο νομπελίστας μας Οδυσσέας
Ελύτης δήλωνε: «Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα. Η Ενιαία Ελληνική Γλώσσα...
Το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, "ο
ουρανός", "η
θάλασσα", "ο
ήλιος", "η
σελήνη", "ο
άνεμος", όπως
το έλεγαν η Σαπφώ και ο Αρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι πολύ σπουδαίο.
Επικοινωνούμε κάθε στιγμή μιλώντας με τις ρίζες που βρίσκονται εκεί. Στα
Αρχαία».
Ο Μανώλης
Τριανταφυλλίδης επίσης, τόνισε ότι «Η
νέα μας γλώσσα είναι η ίδια η αρχαία, αδιάκοπα μιλημένη από το Ελληνικό Έθνος
για χιλιάδες χρόνια, από χείλη σε χείλη και από πατέρα σε παιδί...».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωνε... «Ακραδάντως πιστεύω ότι η
γλώσσα τού Ελληνικού λαού και η καθαρά και η δημοτική είναι μία γλώσσα
ελληνική, αυτή αύτη η αρχαία εν τη εξελίξει την οποίαν υπέστη».
Ο Νίκος Εγγονόπουλος
ακολουθούσε με την ίδια σκέψη: «Πιστεύω
ότι η Ελληνική γλώσσα είναι μία. Η αρχαία, η νεωτέρα, οι ντοπιολαλιές είναι
γλώσσα μία».
Και
τελειώνω με μία από τις πολλές δηλώσεις τού Γιώργου Σεφέρη πάνω σ΄ αυτό το θέμα, την οποία άντλησα από το
πνευματικό φρέαρ των «Δοκιμών» του (Τόμος 1, σελ. 177, εκδόσεις
Ίκαρος, Αθήνα 1974 ): «Από την εποχή που
μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια
γλώσσα».
Βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με
πρόσφατη έρευνα οι Έλληνες δεν ξέρουν ποιος είναι ο Ελύτης και ο Σεφέρης σε
ποσοστό άνω του 50%. Δυστυχώς!
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook