Ο νόμος "Κείον το νόμιμον"
στην Κέα και επιβιώσεις του
Με το υποδειγματικό πολιτικό
σύστημα της αρχαίας Κέας / Κέω ασχολήθηκε και ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης
στο σύγγραμμά του «Κείων Πολιτεία». Από αυτό, όμως, διασώζεται ένα μόνον
απόσπασμα.
Από την Κέα καταγόταν κι ο
νομοθέτης Αριστείδης, ένας από τους 7 Σοφούς της αρχαιότητος. Φημιζόταν σε όλην
την επικράτεια για τους πρότυπους κι αυστηρούς του νόμους. Ένας από αυτούς ήταν
το «Κείον το νόμιμον», ένα ιδιάζον έθιμο - μοναδικό στον αρχαίο ελλαδικό χώρο -
που διατηρήθηκε μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. Σύμφωνα με αυτό, όσοι υπερέβαιναν
το 60ό έτος της ηλικίας τους «αυτεκωνιάζοντο», δηλ. αυτοκτονούσαν με κώνειο από
το φυτό μανδραγόρας. Ο πολίτης που ένιωθε ότι δεν είναι πλέον χρήσιμος στην
κοινωνία, λόγω γήρατος, όφειλε να εκθέσει στους άρχοντες της πολιτείας τους
λόγους της αποφάσεώς του, ώστε να του δοθεί άδεια αυτοκτονίας. Παρουσία των
συμπολιτών του και μετά από εορταστική ιεροτελεστία, εκτελούσε το χρέος του,
πίνοντας πρόθυμα το κώνειο. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν
- Η ανάγκη για
εξασφάλιση τροφής για τους νεώτερους - σε μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι έφταναν
σε μεγάλη ηλικία λόγω καλού κλίματος - και
- Η επιθυμία των ίδιων των πολιτών
να αποχωρούν ακμαίοι κι υπερήφανοι.
Τζιώτικο ήταν και το κώνειο που επήρε και ο
Σωκράτης για να φύγει από την ζωή…
ΠΗΓΗ: Δήμος Κέας.
Επιβιώσεις του νόμου αυτού
Αράχωβα: Ο Γεροντόβραχος
μια κορυφή της Λιάκουρας του Παρνασσού
Σύρος: Το Γερούσι
Ύδρα: Ο Ζαστάς και το καλάθι
Το θέμα λοιπόν, φαίνεται να
είναι διαχρονικό.
Ο Έλληνας δεν θέλει έναν ταπεινωτικό και αναξιοπρεπή θάνατο, και προ παντός δεν θέλει κλάματα, λυγμούς και οδυρμούς στον θάνατό του, αλλά χαρές, γέλια και χορούς. Το αποτυπώνει υπέροχα ο θαυμάσιος λαϊκός ποιητής και στιχουργός, Κώστας Βίρβος:
«Ήξεραν για τον θάνατο, όμως δεν
τους τάραζε. Οι γέροι πέθαιναν ήσυχα, όπως όταν κανείς αποκοιμιέται,
τριγυρισμένοι από φίλους, που τους αποχαιρετούσαν και τους κατευόδωναν με
χαμόγελα. Δεν έκλαιγαν, γιατί δεν είχαν απώλεια. Ο θάνατος ήταν γι’ αυτούς το
ήσυχο τέλος των ήσυχων ερώτων τους. Είχαν έτσι, νομίζω μεγάλη επικοινωνία με τους
νεκρούς. Δεν καταλάβαιναν γιατί τους ρωτούσα για την αιώνια ζωή. Ήταν φανερό
ότι δεν τους απασχολούσαν τέτοια ερωτήματα, γιατί πίστευαν ακράδαντα σε αυτήν».
Φ. Ντοστογιέφσκυ «Το όνειρο ενός γελοίου», 1877 - μτφρ. Ά.-Σ. Τζίμα.
Ο Έλληνας δεν θέλει έναν ταπεινωτικό και αναξιοπρεπή θάνατο, και προ παντός δεν θέλει κλάματα, λυγμούς και οδυρμούς στον θάνατό του, αλλά χαρές, γέλια και χορούς. Το αποτυπώνει υπέροχα ο θαυμάσιος λαϊκός ποιητής και στιχουργός, Κώστας Βίρβος:
Όταν πεθάνω σ’ ένα γλέντι μια
βραδιά
να μην κλάψτε, μα τραγούδια
να μου πείτε..
Και στον σταυρό μου να μου
γράψετε, παιδιά,
ένας μπατίρης ευτυχής ενθάδε
κείται.
Ενθάδε κείται ο μπατίρης ο
Λουκάς,
που είπε τούτη την κουβέντα
την μεγάλη:
Πως τα λεφτά σου, όσο ζεις,
αν δεν τα φας,
όταν πεθάνεις, θα στα φάνε
κάποιοι άλλοι…
Γι’ αυτό γλεντήστε μέσ’ στον
ψεύτικο ντουνιά,
μη σας σκλαβώνει η κακία και
το χρήμα
και να θυμάστε την κουβέντα
του Λουκά
πως «ούτε φράγκο δε θα πάρετε
στο μνήμα»…
Τους στίχους αυτού του Κώστα Βίρβου, έντυσε με μουσική ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, και τους ερμήνευσε, το 1972.
ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: ΚΕΑ, ΤΖΙΑ, ΚΥΚΛΑΔΕΣ, ΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΘΙΜΑ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΚΩΝΕΙΟ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, ΑΡΑΧΩΒΑ, ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, ΛΙΑΚΟΥΡΑ, ΓΕΡΟΝΤΟΒΡΑΧΟΣ, ΣΥΡΟΣ, ΓΕΡΟΥΣΙ, ΥΔΡΑ, ΖΑΣΤΑΣ, ΜΩΛΟΣ, ΚΑΛΑΘΙ, ΒΙΡΒΟΣ, ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ, ΜΠΑΤΙΡΗΣ, ΛΟΥΚΑΣ, ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ, ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, 1877, 1972
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook