Ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης, που είχε προταθεί για Βραβείο Νόμπελ


Μόντης Κώστας

…Ελάχιστοι μας διαβάζουν, ελάχιστοι ξέρουν την γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι σ΄αυτή τη μακρυνή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά
(«Έλληνες ποιητές», Β,456)

Ένας από τους πιο καταξιωμένους και χαρισματικούς πνευ­ματικούς ανθρώπους της Κύπρου.
Ο Κώστας Μόντης εγεννήθη στην Αμμόχωστο, το 1914. Ετελείωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας.
Εσπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά σε μια εποχή που οι Άγγλοι δεν επέτρεπαν την άσκησι του δικη­γορικού επαγγέλματος, για όσους είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα! Επίστευε πως, έως ότου να τελειώσει το Πανεπιστήμιο, θα γινόταν η Ένωσις… και δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα εργασίας… Έτσι αναγκάσθηκε να στραφεί προς την δημοσιογραφία.
Έλαβε ενεργό μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου 1955-59[1]. Ήταν πολιικός καθοδηγητής της ΕΟΚΑ για την επαρχία Λευκωσίας. Με την ποίησί του πέρασε στην αθανασία και τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη:

Όταν διάβασα την ιστορία σου
το βράδυ είχα πυρετό…
(Β,424)

Ο Κώστας Μόντης δρασκέλισε την πύλη των συνόρων την Δευτέρα, 1 Μαρτίου 2004, σε ηλικία 90 χρόνων. Άφησε πίσω του ανεκτί­μητο έργο. Είχε μιαν αδιάκοπη λογοτεχνική δραστηριότητα για 70 ολόκληρα συναπτά έτη…

Το έργο του

Ο Κ. Μόντης εξεκίνησε το λογοτεχνικό του έργο αρχικώς ως πεζογράφος: Πρώτη συλλογή διηγημάτων «Η Γκαμήλα και άλλα διηγήματα» (1939).
Το 1942, μαζί με άλλους δυο πνευματικούς ανθρώπους της Κύπρου (τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη και τον Φοίβο Μουσουλίδη) ιδρύουν το πρώτο επαγγελματικό θέατρο στην Μεγαλόνησο, το «Λυρικό». Τότε γράφει πλήθος επιθεωρήσεων κ.α. θεατρικών κειμένων.
Ακολουθεί η σειρά διηγημάτων «Ταπεινή ζωή». Και το θεατρικό «Ο αντάρτης της Όσσας» (1942 αμφότερα). Παραλλήλως εκδίδει και το θεατρικό περιοδικό «Θέατρο».
Το 1946 ξεκινά την έκδοσι μιας καθημερινής εφημερίδος, της «Ελευθέρας Φωνής», η οποία πρέσβευε την ένωσι της Κύπρου με την Ελλάδα.
Είχε ήδη εκδώσει και δυο ποιητικές συλλογές («Μίνιμα» 1946, «Τραγούδια της ταπεινής ζωής» 1954), όταν το 1958 εκδίδει την ποιητική συλλογή, η οποία θα αποτελέσει όχι μόνον σταθμό για την ποιητική πορεία του ιδίου, αλλά θα επηρε­άσει καθοριστικά την ποίησι και πολλών νεωτέρων. Με την ποιητική συλλογή «Στιγμές» εγκαινιάζει έναν καινούργιο, εντελώς πρωτότυπο τρόπο εκφράσεως. Και αφιερώνεται ολοκληρωτικώς στην τέχνη της ποιήσεως.
Ακολουθούν: «Συμπλήρωμα των Στιγμών» (΄62), «Ποίηση του Κώστα Μόντη» (΄64), «Αγνώστω Ανθρώπω» (΄68).
Το έργο του είναι τεράστιο: Εξέδωσε δεκάδες ποιητικές συλλογές, ποιήματα για παιδιά, διηγήματα, μυθιστορήματα, επιθεωρήσεις, μεταφράσεις (κυρίως για το θέατρο).
Έγραψε στην κυπριακή («στη γλώσσα που πρωτομίλησε») και το λεγόμενο κυπριακό ποιητικό ιδίωμα. αλλά και στην πανελλήνια δημοτική.
Ποιήματά μου μελοποιήθηκαν κι αγαπήθηκαν και μελοποιημένα από τον κυπριακό λαό, όπως η «Δροσούλα», αφιερωμένο στην γυναίκα του. Η ζωή και το έργο του είναι στενά συνυ­φασμένα με την Κύπρο. Διαφαίνεται και από τους τίτλους των συλλογών του: «Εξ Ιμερτής Κύ­πρου» (΄69), «Εν Λευκωσία τη», «Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω», «Κύπρος εν Αυλίδι», «Κύπρια ειδώλια».
Αλλά τα «Γράμματα στη Μητέρα»[2] (΄65) θεωρείται η κορύφω­σις αυτού του έργου. Πρόκειται για τρεις εκτενέστατες ποιη­τικές συνθέσεις, οι οποίες απευθύνονται ως επιστολές στο συμβολικό πρόσωπο της «Μητέρας» (= πατρίδας, Ελλάδος). Στην έκδοσι των Απάντων του (το 1987) ο Μόντης τοποθετεί ως μία ενότητα τα τρία «Γράμματα στη Μητέρα», παρ’ όλο που συνελήφθησαν με 7-8 χρόνια διαφορά[3] το ένα από το άλλο. Η «Μικρή Ανθολόγηση» από την ποίησί του αρχίζει και αυτή με τα «Γράμματα», ως ένδειξι, της σημασίας που αποδίδει σ’ αυ­τά ο ποιητής. Γραμμένα με ασθμαίνοντα ρυθμό, λαχανιαστά θα έλεγε κα­νείς, σε πάνω από 2.000 στίχους. Με, με ζοφερά χρώματα που ζωγραφίζουν κάποτε σουρεαλιστικές εικόνες, με κάποιες σπάνιες πινελιές χαράς.
Το 1968 εξέδωσε, μαζί με τον Ανδρέα Χριστοφίδη, μια ανθολογία της «Κυπριακής Ποιήσεως».
Έχει μεταφράσει στην κυπριακή διάλεκτο, το γνωστό έργο του Αριστοφάνους «Εκκλησιάζουσες»[4].
Τον Φλεβάρη του 2003, εξέδωσε το τελευταίο του βιβλίο: Μια επιλογή 500 ποιημάτων του!
«Προσπά­θησα να δίνω τον πυρήνα του ποιήματος και να αφή­νω τον αναγνώστη να βρίσκει τα σκαλιά που οδη­γούν στον πυρήνα και τα σκαλιά που οδηγούν πέ­ρα από τον πυρήνα. Κι όπως καταλαβαίνετε, τα σκαλιά είναι διαφορετικά για τον κάθε αναγνώστη», λέει ο ίδιος.

Βραβεία

Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποιήσεως. Με το βραβείο συνολικής λογοτεχνικής προσφοράς. Το 2000 ο Κώστας Μόντης είχε προταθεί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ανακηρύχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Τα βιβλία του έχουν μεταφρασθεί σε αρκετές γλώσσες. Η τελευταία διάκρισις που ήταν το βραβείο «Γιάννος Κρανιδιώτης 2003», το οποίο του απενεμήθη για την αυθεντική του δημιουργι­κότητα.
Τα Πανεπιστήμια Κύπρου και Αθηνών παρέχουν διδακτορικά στο όνομα του μεγάλου ποιητού.
Η ποίησίς του αποπνέει την ελληνικότητα της Κύπρου. Και μόνο τα κείμενα του Κώστα Μόντη είναι αρκετά για να αποδείξουν πως η Κύπρος είναι ελληνική!… Ο Κώστας Μόντης χαρακτηρίσθηκε ως «ο πιο σωκρατικός ποιητής που γέννησε ο ελληνισμός»

Σταχυολογήματα

Σταχυολογούμε από την ατελείωτη ποίησι αυτού του μεγάλου Κυπρίου:

Ποιο «κράτος», κύριοι, ποιο «κράτος»;
Σ’ αλλεπάλληλους σωρούς «κρατών» πατάμε.
Δεν καταλαβαίνετε πως με τεχνητά μέσα
κρατάμε την Ιστορία στη ζωή;
(«Στιγμές»)

Γράφει απογοητευμένος από την μη-«Ένωσι»:
Και τι θα γίνει τώρα;
Θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια
που ΄ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,
θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια,
που ΄ταν γεμάτα «Ένωση»
διακοσμημένη με γιασεμιά, και λεμονανθούς, και μαργαρίτες,
θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας
με τις ελληνικές σημαίες,
θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου,
με την «Ένωση» στο γείσο,
θα πετάξουμε τον χάρακά τους
και την τσάντα και την μπάλλα και το ποδήλατο,
που ΄γραφαν «Ένωση»;
Αλήθεια, πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;
(«Κύπρος 1974-1976», Β,605)

Τραγούδι για τον μεγάλο αδελφό μας

Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να βάψουμε το δικό μας
να μη μπορέσει πια ποτέ να το ξεθωριάσει ο φόβος.
(Β,424)

Σπαρακτικός ο λόγος του με την τουρκική εισβολή το 1974:

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας,
που πρέπει να αποσύρουμε πια
τους στίχους που σου γράψαμε ...
(Α, 229)

Για τις φωτογραφίες αγνοουμένων

Αυτές οι φωτογραφιούλες
ήταν απλώς για να βγει το διαβατήριο τους,
τότε που θα ΄φευγαν για σπουδές.
Πού να φανταζόντουσαν
πως θα παρέμεναν να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της μάνας τους,
πού να φανταζόντουσαν
πως θα παρέμεναν να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους,
τα χέρια της γυναίκας τους,
νάν’ στις σχολικές τσάντες των παιδιών τους;
Πού να φανταζόντουσαν
να μην έβαζαν
τουλάχιστο
έτσι στραβά το σκουφί να επιτείνει,
να μη χαμογελούσαν
αυτό το χαμόγελο να επιτείνει;
(Ανθ. 101)

Από τα Γράμματα στην Μητέρα» (= Ελλάδα), μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από το τρίτο «γράμμα». Περιγράφει τα συναισθή­ματα, με τα οποία η Κύπρος περίμενε το 1974 την βοή­θεια της Ελλάδος, όταν έγινε η εισβολή και την πι­κρή απογοήτευσι, που ακολούθησε:

Την περιμέναμε μέσ’ απ’ τους καπνούς
και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων.
Την περιμέναμε[5] απ’ το ξάγναντο του Τρίπυλου.
Την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας.
Συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.

Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ, κι εδώ, κι εδώ» -
και την περιμέναμε,
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε.
Κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε.
Κι όπου να ΄ναι άκου την
με τους Σπαρτιάτες της
και τα «υπό σκιάν!» και τα «μολών λαβέ!»
και τον «Αέρα!»,
κι όπου να ΄ναι άκου την!

Και πραγματικά, μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε!
Τι νύχτα ήταν εκείνη, Μητέρα!
Τι αντίλαλος ήταν εκείνος!
Τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περι­λούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κι η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
Οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κι έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κι έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα.

Κι έλεγαν οι δάσκαλοι: «Είδατε;».
Και λέγαμε όλοι: «Είδατε;».

Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό.
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό.
Ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο.
Ώσπου την άλλη μέρα
πισωπάτησε σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθήσει.
Ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια.
Ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κι οι αγχόνες της Λευκωσίας.
Γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί
και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.

Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,
κάτι πανηγυρισμούς,
κι ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.

Κι οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα.
Κι οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια,
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών
και τα περί Σαλαμίνος…

Δεν κάνω ποίηση, Μητέρα,
έχω αντίγραφα.

Μάρτιος

Απ’ τ’ όνομά σου ξεκινά η άνοιξη,
απ’ τις συλλαβές σου κρέμουνται κόκκινα κεράσια.

Ζωή
Μη μου τ' αποσυνθέτετε αυτά, μη,
όλα τ’ αγάπησα γραμμή.

Αν ήταν να ξανάρχιζα

δεν θα ΄θελα να λείψει
ούτε ένα δάκρυ απ’ όσα δάκρυσα
ούτε μια, απ’ όσες ήπια, θλίψη.

Χριστός
Γιατί να επικαλεσθεί πως ήταν γιος του Θεού;
Δεν χρειαζόταν τον Θεό,
ο Θεός τον χρειαζόταν.

Κάθοδος Μυρίων
Μας σκότωσαν τους αρχηγούς
κι επιστρέφουμε ακέφαλοι
μ’ οδηγό (τι να κάναμε;) έναν γραφιά.
Όμως η αλήθεια είναι πως αυτοί οι γραφιάδες
ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα.

Κηδεία
Δεν θέλω να πω πως δεν τον πένθησαν,
πως τυπικώς το πλήθος ήρθε.
Όλως αντιθέτως. Έβλεπες άλλωστε έκδηλη τη θλίψη τους.
Παιδί εικοσιοχτώ χρονώ κι αγαπητός πολύ.
Μονάχα που έτυχε
να ΄ν’ το νεκροταφείο στον κάμπο
και να ΄ν’ ο κάμπος πράσινος μέσ’ στον Απρίλη
και να ΄ν’ η ώρα της κηδείας τέτοια
που δεν γινόταν, σκόρπισε έπειτα ο κόσμος
και γέμισαν οι αγροί
κι αργά γύρισαν πια όλοι στα σπίτια τους
μ’ αγκαλιές αγριολούλουδα κι ήλιο.

Νύχτες

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι.
Και θα μπόρεσης υστέρα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.

Όμως, όταν τελειώσουν όλα,
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσης πια στο σπίτι, τι θα γίνη;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεββάτι σου η έγνοια...
θα ΄σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δεν θες, θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε!..
Θα ΄σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεββάτι σου η έγνοια.
Θα ΄ρθη - δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι' αυτό -
και περιμένει
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει...

Ένα αστεράκι

Ξέκοψεν ένα αστεράκι,
κάθησε στ’ απέναντι βουνό,
κι έγινε σπιτάκι αληθινό,
μ’ ένα τόσο δα φωτάκι,
ίδια ως τ’ άλλα φωτεινό!

Κι απ’ την αυγουστιάτικη βεράντα
όσοι τα μετρούσαν όπως πάντα
του μικρού χωριού τα φώτα
- η Ντινούλα, η Στάλω, η Γιώτα,
ο Γιωργάκης κι η Λιλή -
απορούσαν κι απορούσαν
πούβρισκαν, όσο αν μετρούσαν,
ένα απόψε πιο πολύ!...

ΣΑΒΒΙΔΗΣ Γ. Π.:
«... αποτελεί μιαν από τις πιο αποκαλυπτικές και συνάμα νικηφόρες μαρτυ­ρίες που διαθέτει η νεώτερη ευρωπαϊκή τέχνη, μετά την μουσική του Μπαχ, για τον καθημερινό αγώνα του συνειδητού τεχνίτη, να δώσει θετικό νόημα και νέα μορφή στη διασπαστική, ασυνάρτητη εποχή μας».

ΚΟΝΟΜΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ, καθηγητής:
«Ο Κώστας Μόντης είναι ένας από τους μεγαλύτερους ζώντες Έλληνες ποιητές κι ο κατ’ εξοχήν ποιητής της μοντέρνας λυ­ρικής ποιήσεως».

ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, δοκιμιογράφος:
«Εάν πρόκειται να κριθούμε έξω από τα σύνορα του νησιού με ό,τι καλύτερο έχου­με να δείξουμε στην ποίησι, αναπόφευκτα και άφο­βα ακόμα, θα παρουσιάσουμε το έργο του Μόντη».

ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ:
Τα ποιήματά του ομοιάζουν με την «στιγμιαία λάμψη του φωτογραφικού φλας».

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ και ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ:
Ολυμπίου Κ. «Κώστας Μόντης: Η ποιητική συνείδηση της Κύπρου», εφημ. «Σημερινή», «Ελευθερία» (Λονδίνου).

ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκη «Μεγάλη ανθολογία ελληνικής ποιήσεως».


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Τον κατέγραψε στην νουβέλα του, λυρικό χρονικό του κυπριακού επελευθερωτικού αγώνος, «Κλειστές πόρτες» (΄64).
[2] Εξ αυτών το ποίημα «Νύχτες», είναι το μοναδικό που ανθολογείται στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» της Γ΄ Λυ­κείου.
[3] Τα χρόνια αυτά είναι:
q  1965: Μόλις έχει προηγηθεί η τουρκική ανταρσία, ο βομβαρδισμός της Τηλλυρίας και η πρώτη απειλή της Τουρκίας για εισβολή.
q  1972: Μέσα στην δίνη του αδελφοκτόνου σπαραγμού, ο οποίος προοιωνιζόταν τα δεινά τα οποία θα επα­κολουθούσαν, και
q  1980: Με την Κύπρο υπό κατοχήν.
[4] Επαρουσιάσθηκε από το θέατρο «Σκάλα», τον Ιούλιο του 2003.
[5] Οι επαναλήψεις του – και δη σε αυτά τα ποιήματα – «μοιάζουν με το κοπιαστικό ανέβασμα μιας απότομης βουνοκορφής», έγραψε η Κ. Ολυμπίου.


ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: ΚΥΠΡΟΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΜΟΝΤΗΣ, ΛΑΠΗΘΟΣ, ΜΠΑΤΙΣΤΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΕΘΝΟΣ, ΒΕΝΕΤΙΑ, ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΚΑΜΗΛΕΣ, ΘΕΑΤΡΟ, ΜΑΥΡΟΦΟΡΕΜΕΝΗ, ΑΚΑΔΗΜΙΑ, ΚΕΡΥΝΕΙΑ, ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ, ΤΟΚΑΣ, ΝΤΑΛΑΡΑΣ, 1914, 2004
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ