Οι δρόμοι του μπαρουτιού του 1821: Από την Σμύρνη έφτασε μπαρούτι φορτωμένο...


Οι δρόμοι του μπαρουτιού
του 1821:

Από την Σμύρνη έφτασε
μπαρούτι φορτωμένο...

Του Φώτη Καραλή,


Παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ένα καράβι φορτωμένο μπαρούτι και μολύβι από την Σμύρνη φτάνει στο λιμανάκι του Αλμυρού, στη Βέργα. Το φορτίο με άκρα μυστικότητα θα μεταφερθεί στην μονή Μαρδακίου στην Αλαγονία για να διανεμηθεί στους επαναστάτες…
Η ελληνική επανάσταση του 1821 θεωρείται από πολλούς θέμα εξαντλημένο. Υπήρξε, ωστόσο, καταλυτική όχι μόνο για την ιστορία της Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης. Με την ευκαιρία του εορτασμού της παλιγγενεσίας του ελληνικού Έθνους, θα μπορούσα να αναφερθώ εκτενώς σε πάμπολλες σχετικές μελέτες και ομιλίες, καθώς η σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία είναι ιδιαίτερα εκτενείς και αναλυτικές. Οι μελετητές έχουν αναλύσει λεπτομερώς όχι μόνο τις ηρωικές στιγμές, αλλά και τη μιζέρια της εμφύλιας διχόνοιας των Ελλήνων, όχι μόνο τις δόξες, αλλά και τις δίκες των πρωταγωνιστών, τις πολιτικές διαπλοκές και τις δολοφονίες των αγωνιστών. Χαρά, περηφάνια αλλά και λύπη είναι όσα νιώσαμε για όλα όσα έχουμε κάνει, ενώ παράλληλα, είναι αδύνατον να μην έχουμε προβληματιστεί για εκείνα που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει, έχοντας ομόνοια, αν επιδιώκαμε τους κοινούς μας σκοπούς και κατορθώναμε να ξεπεράσουμε την εθνική μας κατάρα, τη διχόνοια, που «βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, παρ’ το λέγοντας και συ», όπως λέει και ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας ποιητής.
Είναι γεγονός, πως όλες οι αναφορές στην ελληνική επανάσταση του ’21 αναφέρονται στον κυρίως κορμό της Ελλάδας, ήτοι την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και το νησιωτικό της τμήμα. Εκτενής είναι η αναφορά σε Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιους, νησιώτες και άλλους στο πλαίσιο των πολιτικών και πολεμικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν στις προαναφερθείσες περιοχές. Είναι παντελής, ωστόσο, -πλην ελάχιστων περιπτώσεων- η έλλειψη αναφορών στη συμβολή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι έδωσαν με σθένος και παλικαριά ό,τι μπορούσαν για την ελευθερία της Ελλάδας, θυσιάστηκαν στο βωμό των γεγονότων πολεμώντας και δίνοντας τη ζωή τους για να ζήσουν οι απόγονοί τους λεύτερη πατρίδα.
Οι πόλεις της Μικράς Ασίας από πολύ νωρίς έγιναν αποδέκτες των μηνυμάτων για οργάνωση, ακολουθώντας τον ξεσηκωμό του Γένους. Η Φιλική Εταιρεία εξαπλώθηκε ταχέως και σε ευρέα στρώματα, τόσο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και στη Σμύρνη, στις Κυδωνίες, στην χερσόνησο της Ερυθραίας, στην Καππαδοκία και τον Πόντο. Ας σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι είχε συσταθεί στη Σμύρνη η «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρία», τα κέρδη της οποίας διετίθεντο υπέρ της ελευθερίας της Πατρίδος, για »αγορά και προώθηση πολεμοφοδίων στην Ελλάδα» κατ’ εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, όπως θα επεξηγήσουμε ακολούθως.
Στις Κυδωνίες, το σημερινό Αϊβαλί, περισσότερα από 600 άτομα ήταν μυημένα στην Εταιρεία, προερχόμενοι από όλες τις τάξεις, όπως περιγράφει ο Ευστράτιος Πίσσας, μετέπειτα αγωνιστής που προήχθη στο βαθμό του Υποστρατήγου.



Είναι αναγκαίο σε αυτό το σημείο να τονίσουμε το γεγονός πως οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας αποτελούσαν πάντα θύματα του Οθωμανικού κράτους και πλήρωναν με τη ζωή τους κάθε κρίση ή σύγκρουση των Ελλήνων με τους Τούρκους. Αναφέρομαι στα Ορλωφικά (1770-74), στην επανάσταση του 1821, αλλά και αργότερα στον ατυχή πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13), στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τη διάρκεια του οποίου έγινε η μεγάλη σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού (Ελλήνων και Αρμενίων) αρχικά από τους Νεότουρκους αρχικά και στη συνέχεια από τον Κεμάλ, φτάνοντας στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όταν και επήλθε ο ξεριζωμός του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί οι Μικρασιάτες δεν επαναστάτησαν όταν ξεκίνησε η επανάσταση από το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας – με τη γνωστή άτυχη κατάληξη - ή όταν πραγματοποιήθηκε η διακήρυξη των Οπλαρχηγών της Επανάστασης στις 23 Μαρτίου 1821 στο ναό των Αγίων Αποστόλων της Καλαμάτας. Η απάντηση τίθεται σε γεωγραφικούς λόγους, την εγγύτητα προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά ακόμη περισσότερο στην αποκάλυψη του «Μερικού περί Κωνσταντινουπόλεως Σχεδίου» του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, το οποίο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, και τον εμπρησμό του τουρκικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη, ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα τον αποκεφαλισμό του επικεφαλής της κινήσεως, Κωνσταντίνου Γκιούστου, Πλοιάρχου του τουρκικού στόλου, καθώς και άλλων ναυτικών, καταλήγωντας στην αποτυχία του συγκεκριμένου εγχειρήματος.

Σχετικά με τον Κωνσταντίνο Γκιούστο να αναφέρουμε τα κάτωθι:
Υπήρξε Κυβερνήτης της τουρκικής ναυαρχίδας και αρχηγός των Υδραίων στον οθωμανικό στόλο. Στο απόγειο της Επανάστασης, ο Κωνσταντίνος Γκιούστος ήταν επικεφαλής 50 Υδραίων μελλάχηδων στον Ναύσταθμον της Κωνσταντινούπολης. Οι μελλάχηδες, αποτελούσαν ναύτες που παρείχε η Ύδρα στον Οθωμανικό Στόλο, πριν την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η ονομασία τους οφείλεται στην επιδέξια ναυτοσύνη τους. Παράλληλα, να σημειώσουμε, ότι η Ύδρα είχε παράσχει στον Στόλο και μικρό αριθμό Υδρέικων πλοίων. Σημειώνεται ότι λόγω των ειδικών προνομίων που είχαν οι Υδραίοι ναυτικοί από τον Καπουδάν Πασά (τον Υπουργό Ναυτικών ή Αρχιναύαρχο της Πύλης), πολλοί από αυτούς ανέβαιναν τα σκαλοπάτια της ναυτικής ιεραρχίας και έφταναν στο βαθμό του Πλοιάρχου ή και του Ναυάρχου.
Πιο συγκεκριμένα, το 1821, όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, Διευθυντής της Οθωμανικής Ναυαρχίας ήταν ο ικανότατος και εμπειρότατος Υδραίος ναύαρχος Κωνσταντίνος Γκιούστος, ένας πατριώτης με έναν μόνο πόθο και καημό: την ελευθερία της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό. Όταν επαναστάτησαν οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό τον Υψηλάντη και έφτασαν τα νέα του ξεσηκωμού των νησιών της Ελλάδας (Μύκονος, Ψαρά, Σπέτσες, Ύδρα, κ.λπ.), με τα νησιά το ένα μετά το άλλο να ξεσηκώνονται και να στέλνουν τα πλοία τους σε ναυτικές επιχειρήσεις, ο Κωνσταντίνος Γκιούστος δεν έκρυβε τη χαρά του και ανέλαβε να εκτελέσει το μεγαλειώδες αλλά συνάμα παράτολμο σχέδιο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.Να πυρπολήσει τον οθωμανικό στόλο εντός του Ναυστάθμου.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ.

Πιθανότατα αν τα είχαν καταφέρει η Οθωμανική αυτοκρατορία θα κατέρρεε και η Ελληνική Επανάσταση θα είχε επικρατήσει από τον πρώτο χρόνο της εκδήλωσής της. Δυστυχώς όμως,από άγνωστο μέχρι σήμερα πληροφοριοδότη,ο Σουλτάνος πληροφορήθηκε το σχέδιο των Υδραίων και διέταξε άμεσα τη θανάτωση του Υδραίου κυβερνήτη της τουρκικής ναυαρχίδας, Κωνσταντίνου Γκιούστου. Ταυτόχρονα οι Τούρκοι προχωρούσαν ανελέητα σε σφαγές στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, του Αϊβαλιού και άλλες πόλεις με ελληνικό πληθυσμό ως αντίποινα για την Ελληνική Επανάσταση.1
Ας περάσουμε τώρα στις περιπτώσεις δύο πόλεων, των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, τις Κυδωνίες και τη Σμύρνη, καθώς και σε μία σημαντική μικρασιατική προσωπικότητα, τον Γιαννακό Καρόγλου.


Οι Κυδωνίες υπήρξε η μόνη αμιγής ελληνική πόλη, η οποία δεν είχε ούτε καν τουρκική διοίκηση ή αστυνόμευση, γεγονός που αξίζει να αναφερθεί στο πλαίσιο του τουρκοκρατούμενου περιβάλλοντος που επικρατούσε στη Μικρά Ασία. Με την έναρξη της Επανάστασης, οι Κυδωνίες αριθμούσαν 30.000 έως 40.000 κατοίκους, μόνο Έλληνες . Η ανάπτυξή της περιοχής οφείλεται στον Ιωάννη Δημητρακέλλη-Οικονόμου, ο οποίος είχε εξασφαλίσει σουλτανικό φιρμάνι το 1773 από τον Χασάν Πασά, κατά ένα μυθιστορηματικό τρόπο. Συγκεκριμένα, μετά την καταστροφή του τουρκικού στόλου υπό τον Χασάν Πασά από τον ρωσικό στόλο στη ναυμαχία της Κρήνης (Τσεσμέ) το 1770, ο Τούρκος Ναύαρχος κατέφυγε αρχικά στη χερσόνησο της Ερυθραίας. Αφού περιπλανήθηκε κατέληξε στον ευρύτερο χώρο των Κυδωνίων, όπου και τον περιμάζεψε ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, ο οποίος τον περιέθαλψε,του πρόσφερε τα αναγκαία είδη ρουχισμού και τροφίμων και τον φυγάδεψε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πρώτα απέσπασε από τον Χασάν Πασά την υπόσχεση να του πραγματοποιήσει ό,τι ζητούσε σε μεταγενέστερο χρόνο, αν αυτό ήταν δυνατό και είχε την εξουσία. Ως αποτέλεσμα, μετά τη νικηφόρο ναυμαχία του τουρκικού στόλου κατά των Ρώσων το 1773 και την ανάδειξη του Χασάν Πασά ως Γαζή (νικητή) και Μέγα Βεζύρη του Οθωμανικού κράτους, ο Οικονόμου μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και απέσπασε φιρμάνι από τον Χασάν Πασά, το οποίο απαγόρευε την παρουσία Τούρκων στις Κυδωνίες.

Ο Οικονόμου, όντας ένας από τους πιο πετυχημένους ηγέτες, αναδιοργάνωσε τις Κυδωνίες, την πόλη των ψαράδων και του λαδιού, σε πρότυπο πόλεως. Στις Κυδωνίες είχε ιδρυθεί Ακαδημία στην οποία δίδασκαν διαπρεπείς επιστήμονες του κινήματος του δυτικού διαφωτισμού, όπως ο Βενιαμίν Λέσβιος, υπήρχαν 10 χριστιανικοί ναοί, θαυμαστά πετρόκτιστα σπίτια, πολλά από τα οποία ήταν με δύο ορόφους, αρχιτεκτονική που επέτρεπε τη φυσική άμυνα σε περίπτωση ανάγκης, διατηρώντας, παράλληλα, ένοπλο σώμα 1.000 περίπου ανδρών και τοπική αστυνομία. Οι διάδοχοί του Οικονόμου, παρότι δεν ακολουθούσαν διαδοχικά την ηγετική του προσωπικότητα, διαχειρίστηκαν καλά τις υποθέσεις της πόλεως, η οποία υπήρξε μία ακμάζουσα πόλη κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου, και ως τέτοια είχε προκαλέσει το φθόνο των γειτονικών τουρκο-κατοικούμενων περιοχών, όχι μόνο λόγω της ανόδου που σημείωναν οι Κυδωνίες σε κάθε τομέα, αλλά ιδιαίτερα για τα ένοπλα τμήματα και την ελληνικότητα που διατηρούσαν.

Όπως αναμενόταν, οι κάτοικοι των Κυδωνιών αγκάλιασαν ομόθυμα την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Πολλοί Κυδωνιείς εντάχθηκαν στα ένοπλα επαναστατικά σώματα, ενώ, παράλλληλα, προετοιμάζονταν για τη δική τους επανάσταση. Οι ενέργειές τους, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσαν τον σουλτάνο Μαχμούτ Β να λάβει δραστικά μέτρα διατάσσοντας τον Ιμπραχίμ Πασά της Προύσας να επέμβει και να καταστείλει τις επαναστατικές αυτές ενέργειες. Την ίδια χρονική περίοδο (αρχές Μαΐου του 1821) μία μοίρα του ελληνικού στόλου κατέλαβε τα Μοσχονήσια, στην είσοδο του κόλπου των Κυδωνιών, παρακινώντας ουσιαστικά τους Αϊβαλιώτες σε εξέγερση.
Στις 3 Ιουνίου 1821 διαδραματίστηκαν έντονες μάχες, με οχυρωμένους Κυδωνιείς στα σπίτια τους, παρακολουθώντας την αποβίβαση του στόλου 1.000 Ελλήνων, οι οποίοι απώθησαν τους Τούρκους του Ιμπραχίμ. Ακολούθησε διήμερη μάχη με απώλειες που έφθασαν τους 1.500 Τούρκους και 150 Έλληνες, νεκρούς και τραυματίες. Δυστυχώς, όμως η πόλη κατέληξε στην κατοχή των Τούρκων, οι οποίοι κυριολεκτικά την ισοπέδωσαν. Ακολούθως, 25.000 Κυδωνιείς μετακινήθηκαν στα Ψαρά και από εκεί σε άλλα νησιά, καθώς και στον χερσαίο κορμό της Ελλάδας, με τη συνδρομή του ελληνικού στόλου, αλλά και με δικά τους μέσα. Μεγάλος αριθμός αυτών εντάχθηκε στα επαναστατικά κινήματα, συμμετέχοντας ενεργά στις επιχειρήσεις, κυρίως υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Νικηταρά, δυστυχώς με εξίσου μεγάλες απώλειες. Ο Κυδωνιάτης Στρατηγός Στέλιος Πίσσας υπολόγισε 5.000 πεσόντες Κυδωνιείς στο βωμό της Ελληνικής Επανάστασης.

ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ

Εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε και στην ιστορία της «Ψωροκώσταινας».
Αλλά, ποια ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»;
Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού, Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζόταν όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της.
Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία του Αϊβαλί, και έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά και κάποια στιγμή έφτασε στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο όπου για να ζήσει, άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα, με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου.
Η «Ψωροκώσταινα» καταγράφηκε στην ιστορική μνήμη, όταν, σύμφωνα με αναφορές της εποχής, προσέφερε τα ελάχιστα υπάρχοντά της στον έρανο που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, το 1826.
«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826.Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή έπεφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά.[1]
Σήμερα, το παρατσούκλι της χρησιμοποιείται απαξιωτικά, για να αποδώσει την κακομοιριά και την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας. Η ίδια όμως, υπήρξε μια ηρωική και αξιέπαινη Ελληνίδα.

Ας περάσουμε, στη συνέχεια, στη Σμύρνη. Μια πόλη πολυπολιτισμική και πολυεθνική, με τα 2/5 του συνολικού της πληθυσμού (περίπου 50.000 κάτοικοι) να αντιστοιχούν σε Έλληνες, που αντικειμενικά δεν μπορούσε να επαναστατήσει ενάντια στους Οθωμανούς. Βοήθησε όμως με χρήματα, εφόδια και μαχητές, ενέργειες που την οδήγησαν στις οργισμένες διαχρονικές αντεπιθέσεις των Τούρκων, όντας παντοτινό εξιλαστήριο θύμα τους:

Στις 27 Ιουνίου 1770, 1.000-1.500 Σμυρνιοί σφαγιάστηκαν μέσα σε μία νύχτα, εξαιτίας της ήττας του οθωμανικού στόλου στη ναυμαχία του Τσεσμέ

Στις 3 Μαρτίου 1797 ακολούθησε η δολοφονία 1.000 περίπου Σμυρναίων, με αιτία μία θεατρική παράσταση από ένα αυστριακό τσίρκο, όπου ένας Επτανήσιος ναύτης, βενετσιάνικης υπηκοότητας σκότωσε έναν γενίτσαρο – φύλακα στην είσοδο του τσίρκου, που δεν του επέτρεψε να εισέλθει χωρίς εισιτήριο. Οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν και ζήτησαν από το προξενείο της Βενετίας στη Σμύρνη να τους παραδώσουν τον εγκληματία, ο οποίος είχε καταφύγει στο προξενείο του αναζητώντας άσυλο. Οι Τούρκοι επανήλθαν με το πέρας 15 ημερών εξοργισμένοι. Αυτή τη φορά εισήλθαν με βία στο προξενείο, καίγοντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Στη συνέχεια ξεχύθηκαν στους δρόμους της Σμύρνης, πράττοντας βιαιοπραγίες κατά του ελληνικού πληθυσμού, οδηγώντας σε τραγικό θάνατο περισσότερους από 1.000 Έλληνες Σμυρνιούς.Το περιστατικό αυτό, που έχει μείνει στην ιστορία ως το «Ρεμπελιό της Σμύρνης», αποδεικνύει τις εκδικητικές διαθέσεις των Τούρκων κατά των Ελλήνων, αφού από μία ασήμαντη στην ουσία αφορμή και 24 χρόνια πριν καν ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση, οι Τούρκοι κατέσφαξαν τον ελληνικό πληθυσμό της Σμύρνης

Παρ’ όλα αυτά……

Μέσα σ’ ένα αρχοντικό σπίτι της Σμύρνης, το Μάρτη του 1820, μια ευγενικιά κυρία, η Κυριακή Ναύτη, γυναίκα του ιατρού Μιχαήλ Ναύτη, βρίσκεται σε μεγάλη ανησυχία.

Ο Μιχαήλ Ναύτης ήταν από τα κύρια μέλη της Φιλικής Εταιρείας, εκείνης της μεγάλης πατριωτικής οργάνωσης που έδωσε το πρώτο κήρυγμα της ελευθερίας στη σκλαβωμένη τότε Ελλάδα.

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ ΝΑΥΤΗ.

Εργαζόταν με ζήλο, με αυταπάρνηση, με θυσίες μεγάλες, για να διαδώσει το Εθνικό Κήρυγμα και να εμψυχώσει τους ήρωες, που αργότερα θα έπαιρναν στα χέρια το ντουφέκι και θα ύψωναν τη σημαία της Επανάστασης.
Η καημένη η Κυριακή Ναύτη έτρεμε χωρίς κι αυτή να ξέρει το γιατί. Κάτι της έλεγε πως οι μυστικές συνεννοήσεις που είχε κάθε τόσο ο σύζυγός της, ήταν εχθρικές για το τουρκικό κράτος, που ήταν τότε πανίσχυρο.
Μόλις ο σύζυγός της βγήκε από το δωμάτιό του για να κατευοδώσει κάποιον ξένο, με τον οποίο εξακολουθούσε να μιλά, ανήσυχη μπαίνει βιαστικά μέσα, πλησιάζει το γραφείο του και φοβισμένη μην τύχει και του έστειλαν κανένα Σουλτανικό έγγραφο για να παρουσιαστεί στις Αρχές- όπως συχνά γινότανε τότες- ψάχνει πάνω στο γραφείο του.
Τα κλειδιά ήταν ακόμα στο συρτάρι. Ανοίγει με χτυποκάρδι και βρίσκει διάφορα χαρτιά. Πάνω στα χαρτιά ήταν μια σφραγίδα με νεκροκεφαλή και δυο οστά, σταυρωτά τοποθετημένα.
Με δάκρυα στα μάτια , τα διαβάζει. Ήταν επιστολές της Φιλικής Εταιρείας για το Μεγάλο Αγώνα της Πατρίδας. Διαταγές και συνεννοήσεις με τον Σκουφά, τον Τσακάλωφ, τον Σέκερη, τον Ξάνθο.
Κατάπληκτη η Κυριακή πληροφορείται πως ο σύζυγός της ήταν από τους μεγάλους πρωταγωνιστές, που φρόντιζαν να ελευθερώσουν τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Τώρα δεν τρέμει, αλλά υπερήφανη σηκώνει το κεφάλι με χαμόγελο και γονατίζει μπροστά στην Παναγία παρακαλώντας την να βοηθήσει τον αγώνα.
Η πόρτα ανοίγει, μπαίνει ο άντρας της. Βλέπει το ανοιχτό συρτάρι, τα έγγραφα απλωμένα στο γραφείο, χλωμιάζει και με σιγανή φωνή της λέει:
-Τι έκανες; Γιατί τόλμησες να εγγίσεις ένα μυστικό που σε καταδικάζει σε θάνατο; Γιατί να το κάνεις αυτό; Γιατί;
Τα μάτια του είναι γεμάτα δάκρυα. Ο όρκος των Φιλικών είχε ένα άρθρο που έλεγε:
«Ορκίζομαι να μην φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της Εταιρείας, μήτε να σταθώ κατ’ ουδένα λόγον η αφορμή του να καταλάβωσιν άλλοι ποτέ ότι γνωρίζω περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου…».
Τώρα που το έμαθεν η γυναίκα του, τι θα γίνει; Πώς μπορεί να είναι ήσυχος την ώρα που ξέρει το φοβερό μυστικό μια γυναίκα;
Αμέσως την κλειδώνει καλά μέσα στο δωμάτιο και τρέχει στους άλλους φιλικούς του τόπου, τους προσκαλεί στο σπίτι του, τους διηγείται τι έγινε και τους λέει:
-Πάρτε το πιστόλι μου αυτό και θυσιάστε την, αν πρόκειται με τη θυσία αυτή να μη διακινδυνεύσει η πατρίδα. Ας θαφτεί το τρομερό μυστικό μαζί της. Την αγαπώ πολύ, γιατί είναι η μητέρα των παιδιών μου, μα πρώτα έρχεται το συμφέρον της Πατρίδας.

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Οι Φιλικοί συσκέφτηκαν κι αποφάσισαν να μην την σκοτώσουν, αλλά να την εγγράψουν μέλος στον κατάλογο των Φιλικών, να δώσει τον όρκο και να είναι κι αυτή συναγωνίστρια και βοηθός στον αγώνα.
-Πάρε το πιστόλι σου, καλέ μας φίλε. Δεν χρειάζεται η θυσία αυτή. Κράτησε την μητέρα των παιδιών σου… θα μας βοηθήσει.
Η Κυριακή Ναύτη, η εκλεκτή αυτή Σμυρναία, ήταν η πρώτη και μόνη γυναίκα της Φιλικής Εταιρείας. Εβοήθησε τον αγώνα σαν άντρας. Πλάι στο σύζυγό της, εργάσθηκε ηρωικά, μυστικά, εχέμυθα.
Έδειξε παραδειγματική στάση για τη σκλαβωμένη πατρίδα. Έκανε μυστικούς εράνους μέσα στην Τουρκοκρατούμενη Σμύρνη κι έστειλε, το Μάρτη του 1821, τα πρώτα πολεμοφόδια για τον αγώνα.
Ως πρώτη συνεισφορά σ’ αυτόν τον έρανο, ο σύζυγός της πρόσφερε 3000 γρόσια, κι εκείνη όσα χρήματα μπόρεσε να πάρει, πουλώντας τα κοσμήματά της.

Συνεχίζοντας ας περάσουμε στον Γιαννακό Καρόγλου. Ο Γ. Καρόγλου υπήρξε Ταξίαρχος του ελληνικού στρατού, ενώ ίδρυσε την Ιωνική Φάλαγγα, ένα από τα πρώτα σώματα του τακτικού στρατού των επαναστατημένων Ελλήνων. Η Ιωνική Φάλαγγα θα μπορούσε σήμερα να συγκριθεί με ένα τάγμα, με 300-400 στελέχη και οπλίτες, με σημαντική δράση στον αγώνα, όπως στη μάχη του Μεχμέτ Αγά στις 18η Ιουνίου 1826, στις επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα, στη μάχη της Αράχωβας, στην πολιορκία της Ακροπόλεως, την αποτυχημένη εκστρατεία προς απελευθέρωση της Χίου υπό τον Φαβιέρο την 8η Οκτωβρίου 1827 και πολλές ακόμη.

Αξίζει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με τα υπάρχοντα έγγραφα του 1821, ο Ιωάννης ή Γιαννακός Καρόγλου (ή απλά και Καρά) καταγόταν από τη Σμύρνη ή, κατ’ άλλους, από τα Βουρλά. Στη μερίδα του, στην οποία μπορεί κανείς να ανατρέξει στο «Μητρώο των κατά τον Ιερόν Αγώνα Αξιωματικών», που διατηρείται στην Εθνική Βιβλιοθήκη με αύξ. αρ. 348, σημειώνεται ότι «ήταν ταξίαρχος από το 1824 και υπηρέτησε καθ’ όλον τον Αγώνα ως οπλαρχηγός των Σμυρναίων».
Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ τις περισσότερες φορές ο Γ. Καρόγλου χαρακτηρίζεται ως Σμυρνιός, σε δύο μισθοδοτικές καταστάσεις που σώζονται στα ΓΑΚ (Υπ. Πολ., Φ. 29/36 και Φ. 30/44), εμφανίζεται ως Βουρλιώτης. Αντίστοιχα, ο γραμματικός του, Ανδρέας Αντωνίου ήταν και αυτός Βουρλιώτης, και ως υπέγραφε ως Βουρλιώτης. Το 1836 ο Γ. Καρόγλου τιμήθηκε με το Αργυρό Αριστείο του Αγώνος, διάκριση που είχαν λάβει και άλλοι μεγάλοι Καπεταναίοι του 1821, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Ν. Μπότσαρης, ο Π. Μαυρομιχάλης, ο Κ. Κανάρης, ο Νικηταράς. Να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει ιστορική αναφορά σε χρυσό αριστείο(προφανώς δεν υπήρχε). Όσον αφορά τον Ανδρέα Αντωνίου τον Βουρλιώτη, πού τραυματίστηκε στον Αγώνα, του απεδόθη ο βαθμός του Υπολοχαγού.
Έτσι ήταν τότε η κατάσταση στην καθ’ ημάς Ανατολή. Και αυτή ήταν με λίγα λόγια η σημαντική προσφορά των Μικρασιατών στην Επανάσταση, ένα δείγμα της οποίας αποτελεί και η αποστολή μπαρουτιού για την απελευθέρωση της Καλαμάτας.

ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ,
Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ

Στην ηπειρωτική Ελλάδα από τις αρχές Μαρτίου 1821, η δράση των Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά και Κολοκοτρώνη είχε προκαλέσει πολεμικό αναβρασμό στη Μάνη. Οι Τούρκοι υποπτευόμενοι τον επερχόμενο κίνδυνο έστειλαν, στα μέσα Μαρτίου, τις οικογένειές τους στα κάστρα της περιοχής, ενώ ο ανήσυχος διοικητής της Καλαμάτας, Σουλεϊμάν Αγάς Αρναούτογλου κάλεσε σε συνέλευση τους προκρίτους της πόλης, οι οποίοι τον έπεισαν ότι οι 150 Τούρκοι φρουροί της πόλης δεν ήταν αρκετοί για να προστατευτεί η Καλαμάτα από τους επικίνδυνους ληστές που δρούσαν στην περιοχή και πως χρειαζόταν να λάβει ενισχύσεις από τους Μανιάτες. Τις φήμες περί ληστών είχαν διαδώσει, επίτηδες, ο Παπαφλέσσας και οι συνεργάτες του. Επίσης, προκειμένου να καθησυχάσουν τον Αρναούτογλου, μερικοί πρόκριτοι του παρέδωσαν τα παιδιά τους ως ομήρους.
Στο μεταξύ ο Παπαφλέσσας, όντας κοντά στην Καλαμάτα την ίδια περίοδο άρχισε να διαδίδει τη φήμη ότι θα κατέφθανε ένα καΐκι στον Αλμυρό, που μετέφερε λάδι και αλάτι. Στην πραγματικότητα ανέμενε το πολύτιμο φορτίο, που θα έφερνε ο καπετάν Μέξης, με αγωνία από τη Σμύρνη και κατέστρωνε το σχέδιό του με πλήρη ακρίβεια. Ακολουθώντας τη στρατηγική του Παπαφλέσσα, ο καπετάν Χριστόδουλος Μέξης φόρτωσε, με απόλυτη μυστικότητα και μεγάλη προσοχή, στη σκούνα που διέθεσε ο Φιλικός Ποριώτης Μάνεσης Χατζηαναστάσης τα πολεμοφόδια (270 βαρέλια των 12 οκάδων το ένα μπαρούτι και έξι καντάρια μολύβι, όπου το κάθε καντάρι ισούται με 57 κιλά) που προσφέρθηκαν δωρεάν από τους Αϊβαλιώτες και τους Σμυρνιούς ,με προορισμό την Πελοπόννησο.
Το πλοίο ΔΗΜΗΤΡΑ κατάφερε και πέρασε όλα τα θαλάσσια μπλόκα και αγκυροβόλησε στην Καρδαμύλη, αναμένοντας τις οδηγίες του Παπαφλέσσα. Ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου, ο Αρχιμανδρίτης είχε αποστείλει οδηγίες στους Φιλικούς της Σμύρνης για το ακριβές σημείο που θα ξεφορτωνόταν το μπαρούτι. Στις 17 Μαρτίου, ο καπετάν Μέξης αγκυροβολεί τελικά στο λιμανάκι του Αλμυρού. Την ίδια ημέρα ο Παπαφλέσσας, αφού πείθει τον Πετρόμπεη να δώσει άδεια εκτελωνισμού του φορτίου, ειδοποιεί τον αδελφό του Νικήτα και τον Νικηταρά ότι το πολύτιμο φορτίο κατέφτασε στον Αλμυρό δίνοντάς τους οδηγίες.



Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αλαγόνιου αγωνιστή Παπα-Πολυζώη Κουτουμάνου, που έλαβε μέρος στα ακόλουθα γεγονότα, στις 17 Μαρτίου 1821 ο Νικηταράς τον κάλεσε να μεταβεί στη μονή Μαρδακίου, που αποτελούσε ισχυρό καταφύγιο κλεφταρματολών και βάση Φιλικών, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ο Αναγνωσταράς, ο Κεφάλας και άλλοι Καπεταναίοι σχεδιάζοντας μυστικά τον τρόπο μεταφοράς των μπαρουτοβόλων, που μετέφερε ο καπετάν Μέξης. Το μπαρούτι κατέφτασε μέσα στη νύχτα πάνω σε μουλάρια, από τον Αλμυρό της Βέργας στη Μονή Μαρδακίου στη Νέδουσα, για να ετοιμάσουν φυσέκια για τον Αγώνα.

Παράλληλα, ο Αρναούτογλου, στην Καλαμάτα, ζήτησε τις ενισχύσεις που ήθελε από τον Πετρόμπεη. Έτσι στις 20 Μαρτίου έφτασαν στην πόλη 150 Μανιάτες με αρχηγό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη. Ακολουθώντας τον ίδιο στόχο, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης κατόρθωσε να πείσει τον Αρναούτογλου ότι ήταν απαραίτητες επιπλέον ενισχύσεις, καθώς κλέφτες επρόκειτο να επιτεθούν στην Καλαμάτα για να τη λεηλατήσουν. Στο μεταξύ, οι Έλληνες Καπετάνιοι είχαν πείσει τον Πετρόμπεη να γίνει Αρχηγός του αγώνα τους, ενώ περίμεναν συγκεντρωμένοι στις Κιτριές, περιοχή έξω από την Καλαμάτα.

Ήδη, στις 17 Μαρτίου είχε προηγηθεί δοξολογία για την επανάσταση στην Αρεόπολη, στον ναό των Ταξιαρχών. Το κάλεσμα του Αρναούτογλου για ενισχύσεις ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι επαναστάτες για να καταλάβουν την πόλη. Από το απόγευμα της 22ας Μαρτίου έως τα χαράματα της επόμενης ημέρας 2.000 ένοπλοι πήραν θέσεις στα υψώματα γύρω από την Καλαμάτα, με αρχηγούς τον Κολοκοτρώνη, τους Μούρτζινους και άλλους οπλαρχηγούς.

Παράλληλα, από την άλλη πλευρά της πόλης κινήθηκαν ένοπλοι υπό τους Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Κεφάλα και Αναγνωσταρά, συνδράμοντας στον αποκλεισμό της πόλης. Τότε, και μόνο τότε, ο Αρναούτογλου συνειδητοποίησε την παγίδα που του είχαν στήσει. Αποκλεισμένος, όπως ήταν, δεν μπορούσε πια να διαφύγει προς την Τριπολιτσά και αποφάσισε να συγκεντρωθούν οι Τούρκοι στα σπίτια της πόλης, που προσφέρονταν για άμυνα. Ωστόσο, στις 23 Μαρτίου, οπότε σημειώθηκε η είσοδος των επαναστατών στην Καλαμάτα, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συμβούλεψε τον Αρναούτογλου να εγκαταλείψει τις σκέψεις του για αντίσταση, αφού αυτή θα ήταν μάταιη, και να παραδοθεί.

Την ίδια ημέρα ο Τούρκος διοικητής παρέδωσε με έγγραφη συμφωνία την πόλη και τον οπλισμό της φρουράς της. Το ίδιο μεσημέρι, συγκεντρώθηκαν 24 ιερείς και ιερομόναχοι φέροντες τα ιερατικά άμφια και τις άγιες εικόνες κοντά στον βυζαντινό ναό των Αγίων Αποστόλων (κατά την επικρατούσα άποψη) και ευλόγησαν τις επαναστατικές σημαίες ψάλλοντας δεήσεις υπέρ του αγώνα. Εκεί ο Πετρόμπεης, όπως όλοι οι παρόντες πολεμιστές, έδωσαν όρκο ότι θα αγωνισθούν μέχρι θανάτου για την ελευθερία της πατρίδας, σηκώνοντας το χέρι.

Ακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών κατά την οποία συστάθηκε επαναστατική επιτροπή με το όνομα «Μεσσηνιακή Γερουσία», η οποία θα συντόνιζε τον αγώνα. Ηγέτης της, τιμητικά, διορίστηκε ο Πετρόμπεης στον οποίο δόθηκε ο τίτλος «Αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών δυνάμεων».

Σε αυτό το σημείο έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του μεγάλου Έλληνα ποιητή Κ. Παλαμά:
«Τούτο το λόγο θα σας πω,
δεν έχω άλλο κανένα,
μεθύστε με τ’ αθάνατο
κρασί του Εικοσιένα!»


ΠΗΓΕΣ:
Λιακάκη Μ. «Το μπαρούτι του Αλμυρού που απελευθέρωσε την Καλαμάτα», ομιλία για την εκδήλωση «Δρόμοι του Μπαρουτιού», Βέργα 18.3.2017.
Παπαδοπούλου Αρχ. «Η Συμβολή των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής στην Παλλιγγενεσία του 1821», Αθήνα 2012, εκδόσεις Λεξίτυπον.
Πύργαρης Γ. «Στρατηγού Ευστράτιου Πίσσα – Απομνημονεύματα 1821», 2017.
Σαλκιτζόγλου Τ. Α. «Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821, Η Συμβολή των Μικρασιατών στον Εθνικό Αγώνα», Αθήνα, 2010.
Τσίρκας Ευαγ. στρατηγός ε.α. πόνημα.
Πληροφορίες από τη σελίδα της Μέλιας: Ηρωικές γυναίκες, Κυριακή Ναύτη.



[1] Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13.



ΑΚΟΥΣΤΕ και την σχετική ραδιοφωνική εκπομπή ΕΔΩ.

ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: 1821, ΣΜΥΡΝΗ, ΚΥΔΩΝΙΕΣ, ΑΙΒΑΛΙ, ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ, ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ, ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ, ΒΕΡΓΑ, ΑΛΜΥΡΟΣ, ΜΑΝΗ, ΚΑΡΟΓΛΟΥ, ΝΑΥΤΗ, ΝΑΥΤΗΣ, ΠΙΣΣΑΣ, ΓΚΙΟΥΣΤΟΣ, ΥΔΡΑ, ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ, ΚΑΛΑΜΑΤΑ, ΤΣΕΣΜΕΣ, ΚΑΡΑΛΗΣ, ΤΣΕΣΜΕ, ΚΡΗΝΗ, ΚΟΥΤΟΥΜΑΝΟΣ, ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ