Περί «ιερής» αγυρτείας
και θρησκευτικού ψεύδους[1]
Γράφει ο Κώστας Λάμπος,
«Όλη η θρησκευτική κατάσταση του σύγχρονου κόσμου
οφείλεται
στη έλλειψη ενός τρελοκομείου στην Ιερουσαλήμ».
Thomas Paine[2]
Πίστη σημαίνει να αποδέχεσαι άνευ αποδείξεων τα
λεγόμενα κάποιου,
που μιλά άνευ γνώσεων, για πράγματα άνευ προηγουμένου.
Ambrose Bierce[3]
Από την άγνοια και την μεταφυσική ανησυχία στους θρησκευτικούς
μύθους και στην θεοκρατική αγυρτεία
Όλες ανεξαίρετα οι θρησκείες αποτελούν δημιούργημα, αναγκαίο
ιδεολογικό συμπλήρωμα και χρήσιμο εργαλείο των εκάστοτε εξουσιών με κεντρική
ιδέα την μεταφυσική περί θεού αντίληψη. Ο χωροχρονικά εκάστοτε ‘θεός’ στην
πραγματικότητα αποτελεί το φετίχ, τον ύψιστο συμβολισμό της εκάστοτε εξουσίας,
που λειτουργεί ως προστάτης των εξουσιών που τον δημιούργησαν και ως τιμωρός
των ‘απίστων’ και των εκάστοτε εξουσιαζόμενων.
*
Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, που αγνοεί ακόμα τις αιτίες των φυσικών
φαινομένων, όπως λ.χ. την εναλλαγή της ημέρας με τη νύχτα ή τη διαδοχική σειρά
των εποχών, αλλά και των καιρικών φαινομένων, ζέστη, κρύο, αστραπές, βροντές,
βροχή, χαλάζι, χιόνι, πλημμύρες και πυρκαγιές, φαίνεται λογικό αυτά τα
φαινόμενα να τα αποδίδει σε άγνωστες δυνάμεις που του προκαλούν δέος, του
εξάπτουν τη φαντασία και, επειδή από αυτά τα φαινόμενα καθορίζεται ο ρυθμός της
ζωής του, τον αναγκάζουν να δρα ανάλογα ώστε να αποφύγει ή να εκμεταλλευτεί τις
συνέπειές τους. Η παράλληλη ανάπτυξη συλλογικών δραστηριοτήτων, γιορτών και
συμβολικών τελετουργιών στον κύκλο του χρόνου, που διαφέρουν από τόπο σε τόπο,
αποτελούν έκφραση των ζωτικών σχέσεων της κοινότητας-κοινωνίας με την τροφό
Φύση, φαινόμενα κοινωνικότητας και πολιτισμού και συνεπώς δεν αφήνουν περιθώρια
να χαρακτηριστούν απότοκα θρησκευτικότητας, πίστης και λατρείας μεταφυσικών
δυνάμεων με συγκεκριμένες ιδιότητες και συγκεκριμένη χρησιμότητα.
Όλες οι ιδέες, και ιδιαίτερα οι αφηρημένες, όπως αυτές περί
‘θεού’, ‘αθάνατης ψυχής’ ‘μεταθανάτιας ζωής’, μετενσάρκωσης και νεκρανάστασης,
εμφανίστηκαν πολύ αργότερα στην εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους και
απέκτησαν μια κάποια υποβλητική ικανότητα μέσω του προφορικού και του γραπτού
λόγου, αλλά αυτή είναι περιορισμένη, γιατί οι αφηρημένες ιδέες παρακάμπτουν τις
αισθήσεις, συνεπώς και τη Λογική, και απευθύνονται άμεσα στο θυμικό, δηλαδή στο
συναίσθημα και μάλιστα σ’ αυτό του φόβου και της ανασφάλειας που προκαλείται
από την άγνοια, τη στέρηση, την εξουσία, την ανισότητα και την αδικία. Η
θρησκευτικότητα, ως αφηρημένη, και πέραν της κοινής λογικής, ιδέα περί θεού,
ψυχής και παραδείσου, έρχεται στον άνθρωπο απ’ έξω, από μάγους, ‘σοφούς’,
‘φιλόσοφους’ και ιερατεία, και γι’ αυτό δεν μπορεί ν’ αφήσει ισχυρό αποτύπωμα
στο ανθρώπινο μυαλό, πράγμα που δυσκόλευε και συνεχίζει να δυσκολεύει τη
δουλειά των προσηλυτιστών και των ‘ιεραποστόλων’.
Ως αντίδοτο σ’ αυτήν τη δυσκολία, τα ιερατεία στράφηκαν στο
πέρασμα των αφηρημένων ιδεών μέσω όλων των αισθήσεων και μέσω του εμπλουτισμού
των θρησκευτικών μύθων και των παραμυθιών με κοινωνικά κατασταλαγμένες
εμπειρίες, αρχές και αξίες, με λόγια και εικαστική απεικόνιση του ‘θεού’ ως
αγαθού πατερούλη όλων, αλλά και με τον ατομικά, τοπικά και επαγγελματικά
αποκλειστικό, πολιούχο και προστάτη ‘άγιο’, για να μη μείνει κανένας
‘απροστάτευτος’. Ατομικά, ομαδικά και ταξικά συμφέροντα κατασκεύασαν θρησκείες
και συνεπώς τη λεγόμενη ‘θρησκευτική πίστη’, η οποία όμως είναι αντίθετη προς
την ανθρώπινη φύση που ερευνά, αμφισβητεί και ψάχνει να βρει απαντήσεις στα
προβλήματα της ζωής και λύσεις που οδηγούν σταθερά τον ανθρώπινο πολιτισμό προς
την κοινωνική ισότητα και την καθολική ευημερία και ευτυχία. Γι’ αυτό έστησαν
οι εφευρέτες και κατασκευαστές θρησκειών, θεών και πίστης πρόχειρα τον μύθο
‘κλέφτες κι αστυνόμοι’, ‘καλοί και κακοί’, με αντίστοιχη ονομασία ‘θεοί και
δαίμονες’ γιατί, τι δουλειά θα έκανε ένας θεός, ένας άγιος ή ένας παπάς χωρίς
τον ‘δαίμονα’, τον ‘σατανά’, τον ‘διάβολο’ ή τον αμαρτωλό; Άνοιξαν ‘μαγαζιά
γωνία’, δηλαδή, τους επιβλητικούς και πανάκριβους ‘οίκους του θεού’, δίπλα σε
ετοιμόρροπα και ακατάλληλα σχολεία, τους ναούς ‘του Χριστού[4]’, της
‘Παναγίας της Θεοτόκου’[5],
της ‘Παναγίας’, της Δεξιάς, αλλά όχι της Αριστερής, ακόμα και της ‘Παναγίας η
Αγία Σιών’[6]
και φυσικά όλων των ‘Αγίων’ του εορτολογίου που ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε
ασχήμια, αγυρτεία, ‘θαύματα’, σε πιστούς και σε εισπράξεις. Ονόμασαν μάλιστα
αυτά τα μαγαζιά και εκκλησία, για να παραπέμπουν στις καλές μνήμες της
ανθρωπότητας και της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, με την εμπορική ταμπέλα ‘εν
εκκλησίαις ευλογείτε τον θεόν’, γιατί εκεί υπάρχει παγκάρι και σε αντίθεση με
τον ίδιον τον δικό τους ισχυρισμό ότι ‘ο θεός υπάρχει παντού’. Έκτισαν μεγάλα
και ψηλά καμπαναριά, έβαλαν και μεγάφωνα κι άρχισαν να διαλαλούν, συνήθως με
κομπλεξικούς παπάδες και ιεροκήρυκες, την πραμάτεια τους, παραβιάζοντας, με
ύφος εξουσίας, ξεδιάντροπα τους νόμους, ηχορυπαίνοντας και αδιαφορώντας για το
δικαίωμα των περίοικων στην ησυχία. Μ’ ένα εντυπωσιακό εξωτερικό και εσωτερικό διάκοσμο,
με προσεγμένες ‘χρυσοποίκιλτες’ εικόνες θεών και αγίων, με τεράστιους
πολυελαίους, μανουάλια και θρόνους μπροστά από τα στασίδια των πιστών,
φανταχτερό αμπαλάζ των ιδεών αποτυπωμένο στο μυστηριακό ενδυματολόγιο των
διαχειριστών και ‘δούλων του θεού’, το οποίο γίνεται όλο και εντυπωσιακότερο
όσο πιο ψηλά στέκεται στην ιεραρχία ο εκάστοτε ‘αξιωματούχος του θεού’. Όλα
αυτά, ως αναγκαίο σκηνικό των ‘θείων λειτουργιών’ και των διάφορων μυστηριακών
τελετουργιών, συμπληρώνονται με ύμνους, βυζαντινή θρησκευτική μουσική
καλλίφωνων ψαλτάδων, με χορωδίες και αρμόνια, με κεριά, μεθυστικό λιβάνι με
πολλές ενοχές και πολύ ‘Κύριε ελέησον’.
Επιπλέον, ‘εμπλουτίζονται’ και με τα γνωστά κηρύγματα αγράμματων
και φανατισμένων καλόγερων που μισούν τη ζωή, τον έρωτα και την ελευθερία και
μεθούν τους πιστούς με ψευδαισθήσεις γεμίζοντάς τους απαισιοδοξία, αυτοάρνηση
και υποτακτικότητα στα σύμβολα της εξουσίας του ‘Κυρίου’ και στους κατά κόσμο
εκπροσώπους του. Αν και το μονοπώλιο θρησκευτικότητας, θεών και αγίων δεν
απειλείται τόσο από ανταγωνιστές, τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία
αναγνωρίζουν ως αντίπαλους και εχθρούς τη Λογική, την επιστημονικά έγκυρη και
κοινωνικά χρήσιμη γνώση και την κριτική σκέψη των ανθρώπων και γι’ αυτό
προσφεύγουν στη χρήση των μεθόδων του μάρκετινγκ για την ‘προώθηση των
προϊόντων’, των δυσνόητων και τρομακτικών μύθων τους, μέσω της διαφήμισης, αλλά
και της μαύρης προπαγάνδας με μπόλικο φόβο του θανάτου, με τη δυσμένεια της
εξουσίας και τη ‘θεία τιμωρία’ της κόλασης.
Στήνουν συσσίτια για φτωχούς και άστεγους,
αλλά δεν κάνουν τίποτα για να μην υπάρχουν φτωχοί και άστεγοι, γιατί αν δεν
υπάρχουν φτωχοί και άστεγοι τότε ποιόν θα παρηγορήσουν, σε ποιόν θα κάνουν
ελεημοσύνη, οπότε το ενδιαφέρον της Εκκλησίας είναι να υπάρχουν πολλοί
κατατρεγμένοι που θα είναι αναγκασμένοι να δέχονται τη βοήθειά της, έργο για το
οποίο τα ιερατεία εισπράττουν πολλαπλάσια έσοδα από το υστέρημα των φτωχών που
ταΐζουν τα παγκάρια, από κρατικές και ιδιωτικές επιχορηγήσεις και δωρεές με
σκοπό να αποταμιεύουν εκατομμύρια ‘για τα γεράματά’ τους[7]. Οργανώνουν
κατηχητικά, πιέζουν για περισσότερες ώρες θρησκευτικών στα σχολεία, οργανώνουν
κατασκηνώσεις για τη νεολαία, με σκοπό να την ‘οδηγήσουν στον δρόμο του θεού’,
δηλαδή της υποταγής, διαπράττοντας ταυτόχρονα σωρεία σκανδάλων καταχρήσεων και
παιδεραστίας για τα οποία συνήθως αθωώνονται. Καλλιεργούν τη μοναστηριομανία
και ασκούν τον λεγόμενο ‘θρησκευτικό τουρισμό’, με ένα σύμπλεγμα αντίστοιχων
επιχειρήσεων, για την τρίτη ηλικία, με σκοπό να γεμίζουν τις εκκλησίες και
φυσικά τα παγκάρια τους. Παράλληλα, ιδρύουν εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία,
διακινούν δωρεάν εκατοντάδες χιλιάδες τόμους θρησκευτικών βιβλίων, γραφών και
‘βίους αγίων’, εκδίδουν εφημερίδες και περιοδικά, παράγουν υποβλητικές ταινίες
πίστης με φανταστικές ιστορίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση,
λειτουργούν ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς και προσπαθούν να νικήσουν
τη θρησκευτική παθητικότητα, να εκτοπίσουν την αμφιβολία και την απροθυμία του
κόσμου για ενεργό θρησκευτική στράτευση. Γι’ αυτό δεν δίστασαν να υιοθετήσουν
μεθόδους μαγείας και μόδας φετιχοποιώντας[8], με τη
φροϋδική έννοια, ευτελή ανθρώπινα δημιουργήματα, όπως φυλαχτά, κομποσκοίνια,
βραχιόλια, δακτυλίδια, σκουλαρίκια, μπλε χάντρες και πολλά άλλα, που τα
παρουσίασαν ως σύμβολα της θρησκευτικής πίστης τα οποία τάχα προσθέτουν
γοητεία, σεξαπίλ, φέρνουν γούρι και προστατεύουν από το ‘κακό μάτι’, τα κακά
πνεύματα, την κακιά στιγμή και το κακό συναπάντημα. Μάλιστα κάποιες και κάποιοι
ανεγκέφαλοι[9],
υποτίθεται πιο αφοσιωμένοι από τους άλλους, αυτοστιγματίζονται, όπως οι
πρωτόγονοι, με τη μέθοδο της δερματοστιξίας (τατουάζ), σκαλίζοντας με ανεξίτηλο
χρώμα στο δέρμα τους διάφορα θρησκευτικά και ακαταλαβίστικα σύμβολα λατρείας
και αφοσίωσης, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τους κινδύνους στους οποίους
εκτίθενται[10].
Το χαρακτηριστικότερο, όμως, θρησκευτικό φετίχ είναι το σταυρουδάκι
των λεγόμενων ‘χριστιανών’, που μας το φόρτωσαν με το λεγόμενο ‘μυστήριο της
βάπτισης’. Αν εξαιρέσουμε τα νήπια και τα παιδιά που δεν το επέλεξαν μόνα τους,
το σταυρουδάκι εκθέτει τους φορείς του, που το κρεμάνε επιδεικτικά στο στήθος
για να εντυπωσιάσουν και να δείξουν ότι ανήκουν στο ‘κοπάδι του ποιμένα
Χριστού’, ως αφελείς, αγράμματους, μοιρολάτρες, προληπτικούς, δουλικούς και
θρησκόληπτους, χωρίς ωστόσο να διερωτηθούν ποτέ τι συμβολίζει το να φοράς
εθελοντικά μια αλυσίδα στον λαιμό, σκέτη ή με ένα αντικείμενο που συμβολίζει
φανατισμό, μίσος, βασανισμό και θάνατο. Υπάρχει αναμφισβήτητα και μια κατηγορία
ανθρώπων που, φορώντας από υστεροβουλία επιδεικτικά σύμβολα από όσες
‘κοινωνικές ταυτότητες’ τους προσφέρονται, όπως θρησκευτικές, ιδεολογικές, κομματικές,
ποδοσφαιρικές, προσπαθούν να ξεπεράσουν τον φόβο τους απέναντι στη διαπλεκόμενη
πολιτικοθρησκευτική εξουσία, η οποία προσφέρει κατά προτίμηση σε ‘στρατευμένους
οπαδούς’ και σε ‘δικά μας παιδιά’, ευκαιρίες, και επειδή εκτιμούν ότι τους
ανοίγουν δρόμους στην επαγγελματική τους επιτυχία. Βέβαια, αντίστοιχα
σύμβολα-φετίχ χρησιμοποιούν, για τους ίδιους λόγους, και οι πιστοί όλων των
θρησκευτικών δογμάτων. Κι όλα αυτά γίνονται γιατί οι θρησκειοκατασκευαστές και
θεοδημιουργοί εξουσιαστές γνωρίζουν ότι, αν άφηναν τον άνθρωπο ελεύθερο,
ανεπηρέαστο και ώριμο να επιλέξει, τότε δεν θα επέλεγε τυφλή πίστη σε
παραλογισμούς και ψευδαισθήσεις, αλλά θα επέλεγε την αληθινή γνώση πραγμάτων
και καταστάσεων, που θα του επέτρεπαν να ελέγχει τη ζωή του στο πλαίσιο της αυτοδιευθυνόμενης
κοινωνίας του, για να μην είναι δούλος κανενός αφέντη-θεού και
εργοδότη-εκμεταλλευτή.
Για να πετύχουν όλα αυτά οι θρησκείες χρειάστηκε, και συνεχίζει να
χρειάζεται όλο και περισσότερο, η καθιέρωση μιας ‘στρατηγικής ιερού
μάρκετινγκ’, και συνεπώς η υποστήριξη μιας ολόκληρης στρατιάς ειδικών, όπως
λ.χ. ψυχολόγων, τεχνιτών, καλλιτεχνών, λογοτεχνών, αγιογράφων και πολλών άλλων,
που θα φυτεύουν με σύμβολα και συμβολισμούς πίστη σε τρυφερούς, αδιαμόρφωτους
και ανίκανους να υπερασπιστούν την ακεραιότητά τους εγκεφάλους. Οτιδήποτε
συμβολίζει εικαστικά ανύπαρκτα δημιουργήματα της ανθρώπινης φαντασίας στα οποία
προσδίδονται ‘θεϊκές’ ιδιότητες και χρησιμοποιούνται για λατρευτικούς σκοπούς,
αποτελεί απεικόνιση φετιχοποιημένης κοσμικής εξουσίας και αποσκοπεί στη
διευκόλυνση της παραπλάνησης ανυπεράσπιστων, απελπισμένων, απληροφόρητων και
απαίδευτων ανθρώπων. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο ιουδαιοχριστιανισμός κατηγόρησε
αρχικά τα σύμβολα της αρχαιοελληνικής θρησκείας ως παραπλανητικά σύμβολα
ειδωλολατρίας και αφού οργάνωσε βασανιστήρια ανθρώπων και γενοκτονίες λαών,
προχώρησε στην καταστροφή όσων πρόλαβε, χτίζοντας πάνω στους ‘ναούς των
ειδωλολατρών’ τα δικά του είδωλα, κακότεχνα σύμβολα του σκοταδισμού και της
εξουσίας.
Η μορφή και οι όψιμοι «φωτογράφοι»
του υποτιθέμενου Ιησού Χριστού
Η ιουδαιοχριστιανική παράδοση, ταυτισμένη με την ασχήμια και το
σκοτάδι, μισεί την ωραιότητα και το κάλλος, σε αντίθεση με την αρχαιοελληνική
και ήταν κατηγορηματικά αντίθετη με την υλική απεικόνιση ή την αναπαράσταση του
‘θεού’ και του ‘Χριστού’. Όταν, όμως, ο ιουδαιοχριστιανισμός έγινε, από κίνημα
διαμαρτυρίας, δύναμη εξουσίας και επίσημη θρησκεία του μετασχηματιζόμενου
δουλοκτητικού σε φεουδαρχικό κράτος και προσχώρησαν σ’ αυτό βίαια ή από
υστεροβουλία και συμφέρον οπαδοί άλλων δοξασιών, όπως οι λεγόμενοι ‘εθνικοί’,
χρειάστηκε ο αφηρημένος Ιησούς Χριστός να πάρει μορφή, ν’ αποκτήσει πρόσωπο με
χαρακτηριστικά. Το θέμα αυτό προκάλεσε αντιδράσεις, αλλά τελικά επικράτησε η
άποψη της απεικόνισης του Ιησού, και τότε άρχισαν οι φανταστικές περιγραφές του
από μεταγενέστερους, δεδομένου ότι δεν υπήρχε, αφού δεν μπορούσε να υπάρχει,
αυθεντική αποτύπωση των χαρακτηριστικών προσώπου που ιστορικά δεν υπήρξε:
▪ «Ο Ιουστίνος μας πληροφορεί πως ήταν άσχημος, χωρίς
παρουσιαστικό και χάρη.
▪ Ο Κέλσος γράφει πως το σώμα του ήταν ελαττωματικό ‘μικρόν και
δυσειδές και αγενές’.
▪ Τα ίδια έγραψαν ο Τερτυλλιανός, ο Κυπριανός και ο Ιππόλυτος,
ενώ ο Κύριλλος Αλεξανδρείας[11]
τόνιζε πως ‘ο Ιησούς ήταν ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου’»[12].
Για να τεκμηριώσουν μάλιστα τους ισχυρισμούς τους, επικαλούνταν
την ‘Προφητεία του Ησαΐα’ (53.2-5), σύμφωνα με την οποία ο υποτιθέμενος μεσσίας
«ουκ είχεν είδος, ουδέ κάλλος και είδομεν αυτόν και ουκ είχεν ωραιότητα»[13].
Άρχισε, λοιπόν, σε όλο τον τότε χριστιανικό κόσμο η απεικόνιση του
Χριστού με αποτέλεσμα ο Χριστός να εμφανίζεται με χίλια διαφορετικά μεταξύ τους
πρόσωπα. Άλλα έμοιαζαν με την υποτιθέμενη μορφή του Ορφέα, άλλα με το Δία, άλλα
με κάποιο Ρωμαίο ή Βυζαντινό αυτοκράτορα και άλλα απεικόνιζαν το Χριστό ως
τσομπάνη με ένα αρνί στον ώμο, πράγμα που δημιουργούσε σύγχυση[14].
Ο Ιωάννης της Αποκάλυψης, μάλιστα, με τους περίεργους, τους αυθαίρετους και
ακαταλαβίστικους συμβολισμούς του, τον περιέγραφε ως «Αρνίον ἱστάμενον ὡς ἐσφαγμένον,
ἔχον κέρατα ἑπτὰ καὶ ὀφθαλμοὺς ἑπτά τα οποία είναι τα επτά πνεύματα του Θεού
που αποστέλλονται σε όλη τη γη» (Ιωάννου Αποκάλυψη, 5.6)[15].
Ακόμα και εικόνες του Χριστού χωρίς γένια και με κοντά σγουρά μαλλιά έχουν
βρεθεί[16].
Αυτή η σύγχυση, ενός Χριστού με πολλά πρόσωπα, παράπεμπε σε μεταμφιεζόμενο
απατεώνα, και αυτό γέννησε την ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ορισμένος τύπος της
μορφής του Ναζωραίου που θα τον έχουν ως ‘μοντέλο’ οι ζωγράφοι. Την οριστική
μορφή του υποτιθέμενου Ιησού Χριστού την έδωσε αυθαίρετα και σύμφωνα με τη δική
του αντίληψη και αισθητική, κατά τα μέσα του 8ου αιώνα, ο λεγόμενος
άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός[17]
με την παρακάτω περιγραφή: «Του χάριν χαρακτηριζόμενος, καθώς οι αρχαίοι
ιστορικοί διαγράφουσιν αυτού την εκτύπωσιν, σύνοφρυν, ενόφθαλμον, επίρρινον,
ουλότριχα, επίκυφον, εύχρουν, γενειάδα μέλανον έχοντα, σιτόχρουν τω είδει κατά
την μητρώαν εμφάνειαν, μακρυδάκτυλον, εύφωνον, ηδύλογον, πραότατον, ήσυχον,
μακρόθυμον, ανεξίκακον και τα παραπλήσια της αρετής πλεονεκτήματα περιφέροντα»[18].
Φυσικά, τέτοιες πηγές αρχαίων ιστορικών δεν υπάρχουν και δεν θα μπορούσαν να
υπάρχουν ιστορικές πηγές “περί εύφωνου και ηδύλογου Ιησού”, όταν δεν
υπάρχουν ιστορικές πηγές και αξιόπιστες μαρτυρίες ακόμα και για την ίδια την
ύπαρξή του. Όμως όλοι αυτοί οι απίθανοι και εξωφρενικοί ισχυρισμοί αποδείχνουν
ότι οι θρησκείες, και επί του προκειμένου ο ιουδαιοχριστιανισμός, χρησιμοποιούν
το ψέμα ως μέσον που αγιάζει τον σκοπό, για τον εντυπωσιασμό και την παραπλάνηση,
με στόχο την εκμετάλλευση αφελών αλλά καλοπροαίρετων ανθρώπων.
Έναν αιώνα μετά την έγκριση αυτής της επινοημένης προσωπογραφίας
του Ιησού, η εικονολατρία των χριστιανών ξεπέρασε σε ευτέλεια και ιδιοτέλεια
την ειδωλολατρία των Εθνικών, την οποία κατάγγειλε και δίωξε ανελέητα ο
χριστιανισμός των πρώτων αιώνων. Η οργανωμένη και ευρεία εμπορευματοποίηση των
εικόνων και των άλλων ειδώλων-αντικειμένων λατρείας, άνοιξε τους ασκούς του
Αιόλου, με κατάληξη τη σκληρή δογματική θρησκευτική, αλλά στην ουσία οικονομικοπολιτική,
σύγκρουση μεταξύ εικονολατρών και εικονομάχων-εικονοκλαστών που ξέσπασε στη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, η οποία
έκλεισε οριστικά υπέρ της εικονολατρίας.
Η υποβλητική δύναμη της εικόνας, ψεύτικης βέβαια, αλλά της
μοναδικής υποτιθέμενης απόδειξης ύπαρξης των απεικονιζόμενων, ενισχύει το
δέσιμο των πιστών με την Εκκλησία και δυναμώνει τις εισπράξεις του παγκαριού,
αλλά και το εμπόριο των εικόνων και των άλλων εργαλείων και συμβόλων του
χριστιανισμού, πράγμα που φέρνει πολύ χρήμα στο παγκάρι και σ’ εκείνους που
οργανώνουν αυτό το εμπόριο, που δεν είναι άλλοι από τους μικρούς και μεγάλους,
φανερούς και αφανείς διαχειριστές των ναών και των εργαστηρίων παραγωγής
εκκλησιαστικών ειδών και χριστιανικών ειδώλων. Το εμπόριο της ψευδαίσθησης και
της φρούδας ελπίδας, των παπικών εισιτηρίων για τον παράδεισο και στη συνέχεια
και των εικόνων οδήγησαν τη θρησκεία και τον θεσμό που την εκφράζει, την
Εκκλησία, σε θανάσιμη για την κοινωνία διαπλοκή με τον καπιταλισμό και το
επίσημο κράτος. Γέμισαν τα σχολεία, τα δικαστήρια, οι δημόσιες υπηρεσίες, ακόμα
και το κοινοβούλιο με εικόνες του Χριστού και, στα χρόνια της μοναρχίας, πάντα
δίπλα στον βασιλιά, για να υπενθυμίζεται η στενή σχέση των δύο εξουσιών. Η
ιδιωτική και η κοινωνική ζωή έχει γίνει οριοθετημένα, όπως οι ζωτικοί χώροι των
λιονταριών και των άλλων σαρκοβόρων θηρίων της ζούγκλας, μερίδια αγοράς ‘θείων
μυστηρίων’ για το μικρό και μεσαίο παπαδαριό. Μεγαλοπαπάδες ορκίζουν βουλευτές
και κυβερνήσεις στο όνομα του θεού και της ‘Αγίας Τριάδας’ και όχι του Λαού που
τους εξέλεξε και μαζί, Εκκλησία και εξουσία, περιφέρουν ‘θαυματουργές εικόνες’
και ‘λείψανα αγίων’[19],
για να ξαναπροσκυνήσουν και να ξανακαταθέσουν από το υστέρημά τους οι πιστοί,
οι ‘δούλοι του θεού’ και της εξουσίας. Και για να μην τους ξεχάσει ο πορτιέρης
του παραδείσου, όταν έρθει η ώρα τους, οι πιστοί κάνουν επώνυμες δωρεές στις
εκκλησίες, αγοράζουν ‘εικόνες αγίων’ και προπάντων την εικόνα του Χριστού για
το εικονοστάσι, πληρώνουν τους παπάδες στα νεκροταφεία για δεήσεις και
καταθέτουν τα ‘ψυχοσάββατα’ στον παπά της ενορίας τους σημειώματα με τα ονόματα
των προσφιλών προσώπων τους για να τα διαβάσει και να μεσολαβήσει στον ‘Κύριο’
για την ανάπαυση των ψυχών τους. Μερικές γιαγιάδες μάλιστα γράφουν και τα
ονόματα των εγγονιών τους για να τα διαβάσει ο παπάς και να τα ακούσει ο
‘θεός’, ή έστω ο γιός του, για να τα βοηθήσει να περάσουν τις εξετάσεις στο
πανεπιστήμιο, πράγμα που τονώνει την πίστη τους αν περάσουν τα παιδιά τις
εξετάσεις, ή τις απογοητεύει γιατί ο θεός βοήθησε το γειτονόπουλο και όχι το
δικό της εγγόνι, με συνέπεια κάποιες να κατεβάζουν την εικόνα του Χριστού από
το εικονοστάσι. Κι ας είμαστε στον 21ο αιώνα!
Πάνω σ’ αυτήν την κατασκευασμένη, ψεύτικη και πανούργα ‘παράδοση’
συνεχίζουν και σήμερα τα ιερατεία να απεικονίζουν «τον Θεάνθρωπο και Σωτήρα
μας Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον ωραίον κάλλει
παρά πάντας ανθρώπους»[20], αξιοποιώντας καταχρηστικά και στο έπακρο τις εικαστικές
τέχνες και κύρια τη ζωγραφική διαμορφώνοντας την τέχνη της ‘αγιογραφίας’, για
τους δικούς τους σκοπούς, μερικοί από τους οποίους, όπως τους περιγράφουν
ειδικοί, είναι:
▪ Για την πίστη στον Χριστό και την υποταγή στην εξουσία του,
είναι απαραίτητος ένας ωραίος, ζωγραφιστός, ‘ομορφότερος από όλους τους
ανθρώπους’ Ιησούς Χριστός, γιατί είναι γνωστό πως όλοι οι άνθρωποι αγαπούν,
θαυμάζουν και υποκλίνονται στην ωραιότητα, στην αρμονία και στο κάλλος.
▪ Για τον διάκοσμο των ναών κατά πως υπαγορεύουν λειτουργικοί και
δογματικοί λόγοι και επιβάλλουν οι κανόνες της υποβολής και επιβλητικότητας.
▪ Για την υποβολή με την εικόνα που δεν ‘βοηθά’ απλώς τη μνήμη να
αναπλάθει παλαιά γεγονότα ή πρόσωπα, αλλά δημιουργεί μια αίσθηση παρουσίας.
Φέρνει τον πιστό σε προσωπική σχέση και επαφή με την υπόσταση του εικονιζόμενου
Ιησού ή κάποιου αγίου και συνεπώς η εικόνα δεν είναι απλό έργο τέχνης ή
θρησκευτικός πίνακας, αλλά ένα ιερό λειτουργικό σκεύος.
▪ Γιατί ο σκοπός της αγιογραφίας είναι, διά μέσου του συμβολισμού,
διδακτικός και γι’ αυτό πολύ πετυχημένα ονομάσθηκε ‘η Αγία Γραφή για τους
απλούς και τους αγράμματους’ και μία οπτική θεολογία για τους θεωρούς και τους
ειδήμονες.
▪ Οι ‘θείες εικόνες ομιλούν’ εντός των καρδιών των ανθρώπων και
κάθε ψυχή η οποία θα ατενίσει στις ‘θείες’ αυτές μορφές και παραστάσεις
επιτυγχάνει την επικοινωνία μετά ‘του Θεού και των αγίων του’.
▪ Γι’ αυτό η εικόνα πρέπει να έχει ένταση, κίνηση εντυπωσιακή και
πλούσια χρωματολογία. Τα πρόσωπα και τα ενδύματα πρέπει να είναι πλατιά
φωτισμένα, γιατί η αγιογραφία επιδιώκει πλέον να συγκινήσει, να αγγίξει το
συναίσθημα.
▪ Για να προβάλλεται, κύρια με τα βυζαντινά εικονογραφικά θέματα
και διά της υποβολής να επιβάλλεται, μια ιεραρχική τάξη πραγμάτων με την
ανάλογη διαβάθμιση στην τεχνοτροπία και στην τοποθέτηση των εικόνων στην
εκκλησία, οπότε οι ιεραρχικά ανώτεροι εικονιζόμενοι (όπως λ.χ. ο θεός, ο
Ιησούς, η ‘βασιλομήτωρ’ Παναγία, οι αρχάγγελοι, τα εξαπτέρυγα, οι Ευαγγελιστές,
οι Απόστολοι και οι μεγαλοάγιοι, μια ιεραρχική διάταξη που θυμίζει έντονα ρωμαϊκή
στρατιωτική ιεραρχία αξιωματούχων), έχουν τα ενδύματα, τη στάση και την έκφραση
των πατέρων, των ηγετών και των ρητόρων και τοποθετούνται σε περίοπτες θέσεις.
Σε αντίθεση με τους εικονιζόμενους που βρίσκονται χαμηλότερα στην ιεραρχία της
Εκκλησίας, (όπως λ.χ. οι φτωχοάγιοι, οι όσιοι, οι οσιομάρτυρες, οι απλοί
μάρτυρες κ.λπ.), που εμφανίζονται με λιτότερη ενδυμασία, σε λιγότερο έντονους
χρωματισμούς και σε θέσεις λιγότερο ορατές, μέχρι την περίπτωση «του μοναχού
με το ξηρό, λόγω της αυστηρής νηστείας, πρόσωπό του και τους αμυγδαλοειδείς
οφθαλμούς»[21],
που γεμίζουν τα κενά που αφήνουν οι ‘αξιωματούχοι’ της θρησκείας, όπως ακριβώς
συμβαίνει και στην ταξική κοινωνία με την ιεραρχική εξουσία.
Η λεγόμενη αγιογραφία καταλήγει να είναι διαφημιστική τεχνική για
εμπορικούς σκοπούς και όχι τέχνη, και σε κάθε περίπτωση όχι ‘ιερή τέχνη’, αφού
δημιουργεί σκόπιμα έναν εικονικό κόσμο που δεν υπάρχει παρά για την εξαπάτηση
καλοπροαίρετων ανθρώπων από κακοπροαίρετα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά
ιερατεία. Γι’ αυτό και σπάνια συναντάνε οι ‘πιστοί’ εικόνες κακής αισθητικής,
όμοιες με, ή ακόμα ασχημότερης από, τη δική τους εμφάνιση, όπως κατ’ εξαίρεση
συμβαίνει λ. χ. με την εικόνα του Άγιου Χριστόφορου του επονομαζόμενου και
κυνοκέφαλου ή ‘σκυλομούρη’, γιατί συχνά παρουσιάζεται με κεφάλι σκύλου[22].
Η θρησκευτική πανούκλα
και το "ιερό εμπόριο" ψευδαισθήσεων
Πέραν των ζωγράφων, τα εκκλησιαστικά ιερατεία χρησιμοποιούν τις
ιδέες και την εργασία ενδυματολόγων, γλυπτών, επιστημόνων, επαγγελματιών και
κάθε λογής επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες είναι φανερά εκκλησιαστικές και
πολλές ανήκουν σε παράγοντες του ιερατείου τις οποίες βέβαια διαχειρίζονται
έμπιστοι αχυράνθρωποί τους. Το τελικό αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης όλων αυτών
των μεθόδων απεικόνισης κάνει «αυτή την (πεφωτισμένη!) θρησκεία να διαφέρει
σε λίγα πράγματα από τον (μετριοπαθή) παγανισμό»[23].
Όλοι μαζί οι επαγγελματίες που ζουν από τη συνεργασία τους με την Εκκλησία
αποτελούν ένα ολόκληρο οικονομικό κλάδο παραγωγής εκκλησιαστικών ειδών, και
μέσων παραγωγής και καλλιέργειας θρησκευτικότητας και πίστης, αλλά ταυτόχρονα,
αποτελούν και μια κοινωνική τάξη και πρώτιστα μια σημαντική συντηρητική
πολιτική δύναμη που, ως ‘Δεξιά του Κυρίου’, επηρεάζει την πορεία της κοινωνίας
και της ανθρωπότητας.
Το συμπέρασμα είναι πως, η από το επαγγελματικό ιερατείο
καλλιεργηθείσα τεχνητή θρησκευτικότητα και η υστερόβουλη θρησκειοποίηση της
απόλυτα σεβαστής αυθόρμητης και αυθεντικής υπαρξιακής αγωνίας και αναζήτησης,
ακόμα και της όποιας ανυστερόβουλης προσωπικής πίστης, στηρίζεται σε κάποια
προπατορική ενοχή και στον εξουσιαστικό Φόβο κάποιας τιμωρίας και κόλασης.
Είναι ο εξουσιαστικός Φόβος που αναστέλλει ή καταστέλλει την αναζήτηση
αυθεντικής γνώσης, την καλλιέργεια κριτικής σκέψης και την ανάπτυξη
δημιουργικής δράσης και αμοιβαίας συνεργασίας των ανθρώπων. Αυτή η αναστολή της
αυθεντικής προσωπικής αναζήτησης και η αντικατάστασή της από δοσμένα και
αναλλοίωτα θρησκευτικά δόγματα προκαλεί ψευδαισθήσεις, νόθες συνειδήσεις και
υποταγή σε σκοταδιστικούς και ιδεολογικούς αλλοτριωτικούς μηχανισμούς, που σε
τελική ανάλυση νοθεύουν την ανθρώπινη φύση, οπαδοποιούν τους πιστούς, δένοντάς
τους με κάποιο φετίχ και τελικά οδηγούν την κοινωνία και την ανθρωπότητα στην
ολισθηρή πορεία της καπιταλιστικής βαρβαρότητας[24].
Το αποτέλεσμα αυτής της διαστροφικής διαδικασίας, που επιβάλλουν
με χίλιους δυο τρόπους οι εξουσίες, είναι η αυτοκαταστροφική μανία, ο
φανατισμός και το μίσος καταστροφής του ‘άπιστου’, του ‘εχθρού’, του ‘ξένου’,
που σημαίνει ότι οι όποιες θρησκευτικές ανοησίες φανατίζουν και επενεργούν στον
φορέα τους όπως ακριβώς το αλκοόλ και οι παραισθησιογόνες ουσίες, πράγμα που
εξηγεί και το γεγονός πως οι περισσότεροι πιστοί, οι αλλοτριωμένοι οπαδοί
κρύβουν τη δυστυχία τους κάτω από μια επίπλαστη ικανοποίηση γι’ αυτό που είναι
ή γι’ αυτό που τους έκαναν να πιστέψουν ότι θα είναι μετά τον θάνατό τους. Ο
Βίλχελμ Ράιχ όρισε αυτήν τη μυστικιστική, νοθευμένη, υποταγμένη και μίζερη ζωή,
«που δεν στηρίζεται πάνω στη γνώση, στην εργασία και στον έρωτα, όντας έτσι
παράλογη, ανήκει στο πεδίο της συναισθηματικής πανούκλας […] οι
φασιστικοί φορείς της οποίας […] έβαλαν μέσα στον κόσμο παράλογες, παραπλανητικές,
ρατσιστικές θεωρίες, διαίρεσαν την ανθρωπότητα σε βιολογικά διαιωνισμένες φυλές
υπανθρώπων και υπερανθρώπων»[25].
Όσο, όμως, κι αν η κύρια ευθύνη για την ενδοτικότητα και τη
δουλικότητα των θυμάτων του σκοταδισμού, βαραίνει τους θύτες και το σύστημα της
ταξικής εξουσίας τους, αυτό δεν απαλλάσσει από τη δική τους ευθύνη όσους
εκχώρησαν αδιαμαρτύρητα τη ζωή τους στους θύτες τους, χωρίς να λαχταρήσουν, να
οραματιστούν και ν’ αγωνιστούν για μια αυθεντική, αυτεξούσια, αξιοπρεπή και
πραγματική ζωή και ευτυχία.
Η ζωή, όμως, για να είναι άξια να την ζει κανείς πρέπει να είναι
αυθεντική, που σημαίνει με τα πάνω και τα κάτω της, με τις δυσκολίες και τις
ανέσεις της, με τις ευτυχισμένες και τις δυστυχισμένες στιγμές της, αλλά με
ανοιχτούς τους ορίζοντές της για αγώνα να την κάνουμε καλύτερη με την ατομική
και την συλλογική μας προσπάθεια. Αν και είναι αυτονόητο, ας ξανασκεφτούμε ότι
αυθεντική ζωή και θρησκεία δεν μπορούν να συνυπάρξουν, γιατί η θρησκεία και η
οργανωμένη πίστη, ως ‘εξουσιαστική πανούκλα’, ψευτίζουν τη ζωή και λατρεύουν
τον θάνατο, που τάχα θα πάει τους ‘πιστούς’ γρηγορότερα κοντά στον θεό, δηλαδή
κοντά στο πουθενά και στο τίποτα, ενώ αυθεντική ζωή σημαίνει κοινωνική ισότητα,
ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Οι θρησκευτικές συμμορίες
διαπράττουν εγκλήματα
κατά της
ανθρωπότητας
Πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι διερωτώνται, μήπως η αμφισβήτηση
της θρησκείας και η διάχυση της γνώσης ότι δεν υπάρχει κάποιος παντοδύναμος,
πάνσοφος και πανάγαθος θεός, αθάνατη ψυχή και μετά θάνατον ζωή οδηγήσει με την
έκρηξη ενός καταστροφικού ατομικισμού, στη διάλυση των κοινωνικών δεσμών και
στο χάος που θα ξαναγυρίσει την ανθρωπότητα σε ζωώδη κατάσταση. Η απάντηση
είναι ότι ακριβώς οι θρησκείες είναι που γεννάνε και τρέφουν τον ατομικισμό, με
τον μύθο της ‘αθάνατης ψυχής’, δηλαδή’ το φετίχ της ατομικής ιδιοκτησίας[26],
ο οποίος γεννάει τον ανταγωνισμό μεταξύ πιστών και απίστων, ισλαμιστών και
χριστιανών, ισλαμιστών και βουδιστών, πλούσιων και φτωχών και τελικά γεννάει “ανταγωνισμό
και πόλεμο όλων εναντίον όλων”, οδηγώντας έτσι τους κοινωνικούς δεσμούς στο
ξεχαρβάλωμα και στη ζουγκλοποίηση της ανθρωπότητας. Με αντιλήψεις και πρακτικές
που εξαχρειώνουν τον άνθρωπο στον αδιέξοδο αγώνα “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”,
οι θρησκείες οδηγούν την κοινωνία και την ανθρωπότητα σε επικίνδυνα
αδιέξοδα από τα οποία δεν θα γλυτώσουν ούτε οι δημιουργοί τους και συνεπώς ούτε
οι θρησκείες. Αν οι θρησκείες που κυριαρχούν χιλιάδες χρόνια πάνω στις
κοινωνίες είχαν επιδιώξει την κοινωνική ισότητα, την πρόοδο και την καθολική
ευημερία, τότε η ανθρωπότητα δεν θα βρισκόταν σήμερα στην κατάσταση που
βρίσκεται, και αν οι θρησκείες θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν ως κάτι
διαφορετικό, σύγχρονο και χρήσιμο, οφείλουν:
▪ Να παραδεχτούν ότι το ιδεαλιστικό δημιούργημά τους, ο
υποτιθέμενος ‘παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος θεός’, δεν υπάρχει γιατί αν
υπήρχε δεν θα αδιαφορούσε για τα εγκλήματα κάποιων υποτιθέμενων
‘ανθρώπων-δημιουργημάτων του’, που στο όνομά του εκμεταλλεύονται, μισούν,
καταπιέζουν και καταδικάζουν την πλειονότητα των συνανθρώπων τους στη δυστυχία.
Ούτε θα αδιαφορούσε για τον θάνατο εκατομμυρίων παιδιών κάθε χρόνο από την
πείνα και για το ξεκλήρισμα ολόκληρων λαών, για να πλουτίζουν οι εξουσιαστές,
γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν είναι παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος, αλλά
ένας διεστραμμένος, κακούργος ‘θεός’, σκιάχτρο μιας σχιζοφρενικής εξουσίας που
μισεί τα δημιουργήματά του, οπότε και ως εξουσία είναι επικίνδυνη και συνεπώς
αχρείαστη. Και συνεπώς θα πρέπει να ομολογήσουν δημόσια ότι πράγματι δεν
υπάρχει θεός, οπότε όσοι συνειδητά και εν γνώσει τους υποστηρίζουν το αντίθετο
είναι αγύρτες, απατεώνες, σκοταδιστές, φασίστες και εγκληματίες κατά της
ανθρωπότητας και του ανθρώπινου πολιτισμού.
▪ Να αναγνωρίσουν ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες είχαν από τα
γεννοφάσκια τους διαμορφώσει συναινετικά θεσμούς, δομές, ήθη, έθιμα, κώδικες
συμβίωσης, ατομικής και κοινωνικής ηθικής που ρύθμιζαν σχέσεις ισοτιμίας και
ισοκατανομής μεταξύ των ανθρώπων και μάλιστα χωρίς τον φόβο του θεού και της
εξουσίας, που τις οδήγησαν, αιώνες πριν από την εμφάνιση των θρησκειών, από την
αγριότητα στον πολιτισμό και δεν περίμεναν κανένα φανταστικό Μωυσή ούτε κανένα
υποτιθέμενο Μεσσία να υφαρπάξει την ευθύνη της κοινωνίας για τα της κοινωνίας,
προκειμένου να την παραδώσει στα θρησκευτικά και εξουσιαστικά ιερατεία.
▪ Να παραδεχτούν ότι η εμφάνιση και η εξέλιξη της ζωής ήταν και
συνεχίζει να είναι υπόθεση των φυσικών νόμων της γήινης βιόσφαιρας και όχι
κάποιας μεταφυσικής δύναμης, στην οποία μάλιστα οι δημιουργοί της φόρτωσαν, ως
‘θέλημα θεού’, όλα τα εγκλήματα των εκάστοτε εξουσιών, όπως την ανισότητα, την
αδικία, την πείνα, τους πολέμους, τις γενοκτονίες και το μίσος ενάντια στην
επιστήμη, στην έρευνα και στη γνώση.
▪ Να αγωνιστούν ώστε να είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι και
ευτυχισμένοι σε συνθήκες αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας που θα εγγυώνται την
κοινωνική ισότητα στη βάση της κοινοκτημοσύνης και της ισοκατανομής.
▪ Να αποβάλουν και να καταδικάσουν τον μισογυνισμό των θεμελιωτών
τους[27]
και των ιερατείων, που δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο φύλων, καταδικάζει εκ
προοιμίου σε δυστυχία τη μισή ανθρωπότητα και εμποδίζει την ευδοκίμηση της
αγάπης στο κοινωνικό κύτταρο και στην αφετηρία της ζωής, με άμεσο αποτέλεσμα
την ενστάλαξη μίσους στα μυαλά των ανδρών ενάντια στη μάνα, στην αδερφή, στη
σύζυγο και στην κόρη τους και συνεπώς τη διάχυση της δυστυχίας σε ολόκληρη την
κοινωνία-ανθρωπότητα.
▪ Να ενώνουν τους ανθρώπους και τους λαούς και όχι να τους
χωρίζουν σε πιστούς και απίστους, σε ανώτερους, περιούσιους και σε κατώτερους
κολασμένους, καταραμένους και εχθρούς.
▪ Να μειώνουν και να αγωνίζονται στην πράξη, και όχι ‘στα ψεύτικα
τα λόγια τα μεγάλα’, ενάντια στην ανισότητα και όχι να ευλογούν την οικονομική
και κοινωνική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων και των λαών.
▪ Να περιορίζουν την αδικία, την καταπίεση, τη φτώχεια και τη
δυστυχία, και να εργάζονται με τις δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του
Πολιτισμού για την πραγματική ευτυχία όλων των ανθρώπων, καταδικάζοντας τη
βίαιη εκμετάλλευση των ανθρώπων από μια μικρή μειονότητα.
▪ Να καταδικάσουν τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια λίγων
πλουτοκρατών, οι ίδιες να πάψουν να εκμεταλλεύονται οικονομικά τους πιστούς, να
αποδώσουν αμέσως όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σε αυτοδιαχειριζόμενους
θεσμούς ανακούφισης των φτωχών, αντί να τα κάνουν καταθέσεις δισεκατομμυρίων
και πακέτα μετοχών σε ανώνυμες εταιρείες.
▪ Να στέκονται πραγματικοί υπερασπιστές και αλληλέγγυες των
φτωχών, των αδύνατων και των κατατρεγμένων και όχι να τους εκμεταλλεύονται
πνευματικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, συνεργαζόμενες με φασίστες,
φονταμενταλιστές και εξουσιαστές, ευλογώντας αποικιοκρατικούς, ιμπεριαλιστικούς,
κατακτητικούς «ιερούς πολέμους».
▪ Να δείξουν εμπιστοσύνη στην κρίση των ανθρώπων και να σεβαστούν
την πνευματική τους αυτονομία, την ελεύθερη αναζήτηση της γνώσης, χωρίς την
κατήχησή τους από τα γεννοφάσκια τους, χωρίς την εκμετάλλευση του φόβου του
θανάτου και χωρίς την καλλιέργεια της απατηλής υπόσχεσης για μεταθανάτια ζωή,
για κολάσεις και παραδείσους.
▪ Να εγκαταλείψουν την υποκρισία και τον μύθο για τη δήθεν
‘αθάνατη ψυχή’, να αντιμετωπίσουν τον άνθρωπο ως ενιαίο όλον και να του
αναγνωρίσουν το δικαίωμα να χαρεί τη ζωή του στα πλαίσια μιας κοινωνίας της
ισότητας, της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας, αντί να τον φορτώνουν με
παραλογισμούς περί προπατορικών αμαρτημάτων και να τον εγκλωβίζουν σε μια
γελοία, απάνθρωπη και αντικοινωνική ‘ηθική’ με σκοπό να την παραβιάζει για να
έχει στη συνέχεια ενοχές και να καταφεύγει στους ‘αντιπροσώπους’ του θεού για
να του συγχωρήσουν τις ‘αμαρτίες’.
▪ Να εκτιμήσουν σωστά και να στηρίζουν, αντί να αφορίζουν, τους
κοινωνικούς αγώνες των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης[28]
και του Πολιτισμού ενάντια στις σκοταδιστικές και εξουσιαστικές δυνάμεις, ως τη
μοναδική δύναμη που μπορεί να αναθεμελιώσει τις κοινωνίες στη βάση μιας
σύγχρονης ουμανιστικής κοσμοαντίληψης και ενός συστήματος αρχών και αξιών με
στόχο την οριστική εξάλειψη της κοινωνικής ανισότητας, που αποτελεί τη μήτρα
όλων των δεινών της ανθρωπότητας.
▪ Να σεβαστούν την προσωπικότητα των παιδιών και να σταματήσουν
αμέσως τη θρησκευτική κατήχησή τους, αφού αυτά λόγω ηλικίας αδυνατούν να
διακρίνουν τον παραλογισμό και τις αντιφάσεις, να συγκρίνουν και να κρίνουν τη
σκοπιμότητά της, σε συνδυασμό με τη σαδιστική ενοχοποίηση αλλά και την
εκμετάλλευση της σεξουαλικότητάς τους, που οδηγούν τους νέους σε νευρώσεις, σε
διανοητική ατροφία και σε παραίτηση απέναντι στις αυθεντίες και στις εξουσίες.
Αντίθετα, οι θρησκείες όλες και χωρίς καμιά εξαίρεση, αρνούνται να
δουν και να δεχτούν αυτήν την πραγματικότητα, λειτούργησαν και συνεχίζουν να
λειτουργούν ως σκοταδιστικοί μηχανισμοί και ως στηρίγματα των πιο άδικων,
ανήθικων, απάνθρωπων, αντικοινωνικών και καταστροφικών εξουσιών και συνεπώς
δρουν συνειδητά ως εμπόδια στον αγώνα των δημιουργικά εργαζόμενων ανθρώπων για
ένα καλύτερο κόσμο[29].
Για όλους αυτούς τους λόγους, καταλήγει ο Φρόυντ, «η διατήρηση
της σημερινής σχέσης με τη θρησκεία αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο για τον
πολιτισμό από το ξεπέρασμά της»[30].
Η απελευθέρωση των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, η
απελευθέρωσή μας από τις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις και η ανάκτηση της αυτοπεποίθησής
μας θα απελευθέρωνε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις μας, πράγμα που θα μας
καθιστούσε σταδιακά ικανούς να αντιμετωπίσουμε συνεργαζόμενοι με μεγαλύτερη
επιτυχία τα προβλήματα της μοναδικής, επίγειας ζωής μας, για κοινωνική ισότητα
και καθολική ευημερία, χωρίς ψευδαισθήσεις και καταπίεση. Προς αυτήν την
κατεύθυνση μας οδηγεί βήμα-βήμα μόνο η επιστήμη και παρά τα όσα εμπόδια της
βάζουν οι θρησκείες και οι εξουσίες.
Να απελευθερώσουμε την Επιστήμη
από την θρησκευτική
και την
εξουσιαστική αγυρτεία
Είναι η επιστήμη και όχι η θρησκεία που κάνει θαύματα, αλλά
θαύματα αληθινά, σπουδαία επιτεύγματα, όλο και σημαντικότερα, όλο και
περισσότερα που σώζουν εκατομμύρια ανθρώπους, χωρίς να ρωτάει αν αυτός που
σώζεται είναι ιουδαίος, χριστιανός, βουδιστής ή μουσουλμάνος, μαύρος, κίτρινος
ή λευκός, θρήσκος ή άθεος, απατεώνας, φονιάς ή μαζικός εγκληματίας, Αμερικανός,
Κινέζος, Αφρικανός ή Ρώσος. Γι’ αυτό και τα θρησκευτικά ιερατεία είναι καιρός
να σταματήσουν τον πόλεμο ενάντια στην επιστήμη κατηγορώντας την πως άλλα λέει
ο ένας επιστήμονας και άλλα λέει ο άλλος, ή άλλα έλεγε χτες και άλλα λέει
σήμερα, ενώ οι θρησκείες είναι τάχα καλύτερες επειδή είναι σταθερές, αφού ό,τι
έλεγαν πριν από δυο χιλιάδες χρόνια τα ίδια λένε και σήμερα. Είναι καιρός να
αποδεχτούν και όλοι οι θρησκευόμενοι πως ακριβώς εκεί βρίσκεται η διαφορά
μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. Η δύναμη και η αίγλη της επιστήμης βρίσκεται
ακριβώς στην έρευνα, αφού η επιστήμη εξελίσσεται χτίζοντας με κόπο, χρήσιμη για
τον άνθρωπο, την κοινωνία και την ανθρωπότητα γνώση πάνω στη γνώση, για μια
αξιοπρεπή και ευτυχισμένη ζωή όλων των ανθρώπων, σε αντίθεση με τα θρησκευτικά
και εξουσιαστικά ιερατεία που εκτρέπουν την επιστήμη από δύναμη απελευθέρωσης
του ανθρώπου από την πείνα και τη δυστυχία σε δύναμη εξουσίας και σκλαβιάς.
Κι ας αναρωτηθούν πώς θα ήταν η ζωή τους αν ζούσαν ακόμα σε
σπηλιές κι έτρωγαν ρίζες, βλαστάρια και καρπούς, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς
φάρμακα, χωρίς συγκοινωνίες, χωρίς τα τόσα μηχανήματα που διευκολύνουν τα
ειρηνικά έργα, χωρίς τηλεπικοινωνίες και τόσα άλλα επιτεύγματα της επιστήμης,
όταν όπως τότε, θα πέθαιναν οι περισσότεροι από το κρύο, από την πείνα ή από
επιδημίες πριν ακόμα προλάβουν να χαρούν το μεγάλο δώρο της ζωής τους. Κι ας
σταματήσουν να υποκρίνονται πως η μόρφωση και η επιστήμη είναι αμαρτία κι ας
ομολογήσουν πως θέλουν αμόρφωτους τους ανθρώπους για να πιστεύουν στις ανοησίες
τους και να τους προσκυνάνε ενώ τους εξαπατούν και τους εκμεταλλεύονται.
Η προσπάθεια να αποδομηθεί η αξιοπιστία της επιστήμης, αποδίδοντας
σ’ αυτήν τον ρόλο του συνεργάτη της εξουσίας και του εργαλείου της καταστροφής
και του πολέμου, ρόλου δηλαδή που ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στη θρησκεία και
στη θεσμική της έκφραση, την Εκκλησία, δεν είναι αντικειμενική, γιατί η επιστήμη
δεν ασκεί η ίδια άμεση εξουσία όπως άσκησε και ασκεί η θρησκεία-Εκκλησία.
Άλλωστε, ο προσανατολισμός της επιστήμης σε συνθήκες καπιταλισμού και οι
πρακτικές και τεχνολογικές εφαρμογές της εξαρτώνται από την απόφαση και τη
χρηματοδότηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και ασκούνται από
‘επιστήμονες’ που συνειδητά επιλέγουν να συνεργαστούν με την εξουσία ή επειδή
την φοβούνται και συμβιβάζονται. Γιατί δεν θέλουν να έχουν την τύχη της
Υπατίας, του Τζιορντάνο Μπρούνο, του Γαλιλαίου και τόσων άλλων επώνυμων και
ανώνυμων επιστημόνων που έχασαν και χάνουν καθημερινά τη δουλειά τους ή ακόμα
και τη ζωή τους, ή για άλλους προσωπικούς οικονομικούς, ιδεολογικούς και
θρησκευτικούς λόγους που δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τον
κοινωνικό-επαναστατικό χαρακτήρα της επιστήμης, ούτε με την επιστημονική
δεοντολογία. Η απελευθέρωση της επιστήμης από την εξουσία της κοινωνικής
ανισότητας και η κοινωνικά υπεύθυνη ανάπτυξη και διάχυσή της σε όλα τα κύτταρα
της κοινωνίας, θα οδηγήσει στον σταδιακό μαρασμό της θρησκείας και της
εκμεταλλευτικής εξουσίας, ανοίγοντας τον δρόμο για το πέρασμα από τις δομές της
κοινωνικής ανισότητας στις αρχιτεκτονικές δόμησης της κοινωνικής ισότητας και
της άμεσης, της αταξικής δημοκρατίας[31].
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ κείμενα του Κ. Λάμπου, ΕΔΩ.
ΠΗΓΗ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Για μια
διεξοδικότερη ανάλυση της σχέσης μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, βλέπε: Λάμπος
Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.
[4] Για την ύπαρξη του οποίου δεν
υπάρχει καμιά ιστορική μαρτυρία, πέραν των λεγόμενων ‘ευαγγελίων’, τα οποία
βεβαίως γράφτηκαν πολύ αργότερα από την εποχή κατά την οποίαν υποτίθεται ότι
έζησε, μετά την λεγόμενη πρώτη Σύνοδο της Νικαίας, το 325 νέας χρονολογίας και
δεν θεωρούνται ιστορικές πηγές με την επιστημονική έννοια, βλέπε Λάμπος Κώστας,
Θεός και Κεφάλαιο…, ό. π., σελ. 149 και επόμενες.
[5] Ούτε
και περί «Θεοτόκου παρθένου Μαρίας» δεν αποφάνθηκαν οι ιστορικές πηγές, αλλά
αποφάσισε τελικά, και παρά τις πολλές αμφισβητήσεις και αντιρρήσεις, η Σύνοδος
της Εφέσου το 431, δηλαδή περίπου τεσσερισήμισι αιώνες μετά την υποτιθέμενη
γέννηση του Χριστού και εκατό και πλέον χρόνια μετά τη συνωμοσία του
Κωνσταντίνου και του Ευσέβιου, ότι η «Παρθένος Μαρία εγέννησε τον θεάνθρωπον
Χριστόν». Μέχρι τότε κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξή της, Bushby Tony, The
Bible Fraud, (Η Βίβλος της απάτης), Pacific Blue Group 2001.
[6] Μεταξύ
των άπειρων ονομάτων συναντάμε ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά «θεοτοκονύμια»,
όπως λ.χ.: Παναγία η Αγία Σιών, Παναγία η Αγία Υπακοή, Παναγία η Αληθινή,
Παναγία η Αμόλυντος, Παναγία η Γερόντισσα, Παναγία Γιάτρισσα, Παναγία η Γκαβή,
Παναγία η Γουρλομάτα, Παναγία η Εθνοφρουρούσσα, Παναγία η Κακιά Μέλισσα,
Παναγία η Κουνίστρα, Παναγία η Μαχαιριώτισσα, Παναγία του Πάθους, Παναγία η
Στρατηλάτισσα, Παναγία η Τριχερούσα, Παναγία η Ψυχοσώστρια κ.λπ. Βλ. Τα 500
ονόματα της Παναγίας.
[7] Οικονομίδης
Γιώργος, Φυλακίστηκε ο «διάδοχος» των Αποστόλων,
Βλέπε επίσης, Ανώνυμο, Παντελεήμονας Αττικής: 1,5 δισ. δραχμές για ταγεράματά του αλλά ελεύθερος και αθώος!
[8] Οι
ψυχολόγοι συγκλίνουν στην άποψη ότι ο φετιχιστής είναι ένα άτομο που προσπαθεί
να ξεπεράσει τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και τα αισθήματα σεξουαλικής ανικανότητας
με τη χρήση ενός άψυχου αντικειμένου, του φετίχ, ή ακόμα και για να
αντιμετωπίσει τον φόβο ευνουχισμού. Φρόυντ Σίγκμουντ, Ναρκισσισμός,
μαζοχισμός, φετιχισμός, Επίκουρος, Αθήνα 1991 και Steele Valerie, Fetish:
Fashion, Sex, and Power (Φετίχ: Μόδα, Σεξ και εξουσία), New York: Oxford
University Press 1996.
[9] Η
ανασφάλεια, η νευρικότητα και το άγχος οδηγούν, σύμφωνα με τα στοιχεία
πρόσφατης έρευνας του Πανεπιστημίου Newcastle, ορισμένα άτομα στη χάραξη
τατουάζ στο σώμα τους. Πάνω από το 50 % των ατόμων που έχει κάνει τατουάζ,
αργότερα το μετανιώνει και θα προτιμούσε να μην το είχε κάνει. Αυτό το
εκφράζουν οι νέοι όταν επισκέπτονται έναν δερματολόγο για να αφαιρέσουν ένα
τατουάζ, μία διαδικασία επώδυνη, αλλά και δαπανηρή. Στο τεύχος Ιουλίου του Archives
of Dermatology, ερευνητές από το Κέντρο Επιστημών Υγείας του Texas Tech
University αναφέρουν σε έρευνα, σχετική με το τι οδηγεί κάποιον να αφαιρέσει
ένα τατουάζ: το τατουάζ δεν τον εκφράζει στο παρόν, καθώς αναφέρεται σε
κατάσταση του παρελθόντος, δημιουργεί προβλήματα με τα ρούχα και την εμφάνιση,
προκαλεί αμηχανία, αλλά και ανησυχία ότι το τατουάζ θα μπορούσε να επηρεάσει
αρνητικά τη δουλειά ή καριέρα του. Ίσως, λοιπόν, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι τα
περισσότερα άτομα που ζητούν αφαίρεση τατουάζ είναι γυναίκες, οι οποίες
φαίνεται ότι αισθάνονται περισσότερο ψυχολογική δυσφορία, χαρακτηρίζοντας το
τατουάζ τους στίγμα.
[10] Επιστημονικές
έρευνες διαπίστωσαν ότι τα τατουάζ ενοχοποιούνται για συστηματικές λοιμώξεις,
ενδοκαρδίτιδα, ηπατίτιδα B και C, AIDS, δερματικές αντιδράσεις, αλλεργικές
αντιδράσεις κ.λπ. Συγκεκριμένα, το 34% των ανθρώπων με ηπατίτιδα C είχαν κάνει
τατουάζ συγκριτικά με το 12% όσων δεν είχαν μολυνθεί. Για τα αποτελέσματα της έρευνας που διενεργήθηκε σε 2000 άτομα,
βλ.
στο
Carney Kerrilynn, Dhalla Sameer, Aytaman Ayse Tenner1 Craig T
and Francois Fritz, Association of tattooing and hepatitis C virus infection:
A multicenter case-control study, Journal of Heaptology, June 2013.
[11] Ο
Κύριλλος Αλεξανδρείας (378-444) υπήρξε επίσκοπος Αλεξανδρείας τα έτη 412-444.
Ήταν κεντρική μορφή της Συνόδου της Εφέσου το 431, που οδήγησε στην απομάκρυνση
του Νεστόριου από τον αρχιεπισκοπικό θώκο της Κωνσταντινούπολης. Αν και
αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα, θεωρείται εκ των κορυφαίων δογματικών της
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολυσυζητημένο είναι το θέμα της εμπλοκής του στην άγρια
δολοφονία της άθεης μαθηματικού και φιλοσόφου Υπατίας και στην υποκίνηση
στάσεων και βίαιων εκδηλώσεων.
[12] Κορδάτος
Γιάννης, Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1975,
τόμ. 2ος, σ. 434 (υπογράμμιση Κ.Λ.).
[14] «Οι
ζωγράφοι, μη έχοντας μοντέλο και μια που η παλιοχριστιανική παράδοση δεν
μπορούσε σε τίποτα να τους βοηθήσει, έφτιαχναν εικόνες του Ιησού, που η μια με
την άλλη, από τις πολλές που είχαν φτιαχτεί σ’ Ανατολή και Δύση, δεν έμοιαζαν
ούτε στα κύρια χαρακτηριστικά», ό.π., σ. 440.
[15] Και για
την περίπτωση που δεν καταλαβαίνει κανείς τον συμβολισμό αυτής της περιγραφής,
σπεύδει το ιερατείο (δια του Μοναχού Λεόντιου Διονυσιάτη τον Μάρτη 2012),
να εξηγήσει ότι: «Το αρνίον αυτό έχει ‘επτά κέρατα’, που δείχνουν την
παντοδυναμία Του, και ‘επτά οφθαλμούς’, που δείχνουν την παντογνωσία Του και
την πανσοφία Του». Τώρα στο ερώτημα, γιατί τον αριθμό επτά και όχι έξι ή οκτώ
και αν σ’ αυτήν την περίπτωση θα ήταν λιγότερο δυνατό και σοφό το ‘εσφαγμένον
αρνίον’, δεν προσφέρεται απάντηση, αλλά μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ο
συντάκτης, ή κάποιος από τους συντάκτες, της ‘Αποκάλυψης’, γνώριζε την
αριθμοφιλοσοφία του Πυθαγόρα, μια από τις βασικότερες πηγές του
ιουδαιοχριστιανισμού και επέλεξε το επτά γιατί ήταν ο ιερός αριθμός, όσα κατά
σύμπτωση και τα επτά μυστήρια δια των οποίων γίνεται και παραμένει κάποιος
χριστιανός, που, βέβαια, σημαίνει ότι με ένα λιγότερο, ας πούμε λ.χ. τη ‘θεία
εξομολόγηση’, παύεις να είσαι χριστιανός!
[16] «Ισπανοί
αρχαιολόγοι έφεραν πρόσφατα στο φως ένα γυάλινο δισκάριο που χρονολογείται από
τον 4ο αι. μ.Χ. με την εικόνα του Χριστού που είναι διαφορετική απ’
αυτήν που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Σ’ αυτήν ο Ιησούς απεικονίζεται χωρίς
γενειάδα και με κοντά σγουρά μαλλιά. Το δισκάριο εκτίθεται στο ΑρχαιολογικόΜουσείο του Λινάρες».
[17] Ο
Ιωάννης ο Δαμασκηνός (676-749 μ.Χ.) ήταν Σύρος μοναχός και ιερέας και ανήκε σε
εξέχουσα οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν διοικητής της Δαμασκού, που ήταν τότε
υποταγμένη στους Σαρακηνούς, και «υπουργός» οικονομικών του χαλίφη των Αράβων.
[19] Ο
Ανώνυμος Έλληνας μας πληροφορεί ότι «οι Επίσκοποι έχουν ένα κιβώτιο γεμάτο με
ανθρώπινα κόκκαλα και κρανία ολόκληρα τα οποία ασημώνουν και έπειτα τα
ονοματίζουν, άλλα μεν του αγίου Χαραλάμπους και άλλα του αγίου Γρηγορίου. Με
ένα λόγο δεν αφήνουν άγιο για άγιο χωρίς να έχουν μέρος από τα κόκκαλά του. Εγώ
προσωπικά είδα μέχρι τώρα τέσσερα κρανία του αγίου Χαραλάμπους [...] Οι
περισσότεροι από αυτούς τους κοκκαλοπωλητές προέρχονται από το όρος
Άθως, που το ονόμασαν άγιο όρος και στο οποίο βρίσκεται η πηγή αυτών των
καλογήρων». Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ό.π., σ. 116-117.
Μια από τις βασικές επιχειρηματικές δραστηριότητες της ιταλικής Μαφίας, σύμφωνα
με μια παλιότερη έρευνα του περιοδικού Der Spiegel, είναι η παραγωγή και
η εμπορία εκκλησιαστικών ειδών, εικόνων και ‘λειψάνων αγίων’. Ειδικότερα, η
παραγωγή λειψάνων ‘αγίων’ γίνεται από τη Μαφία με ειδική επεξεργασία
μουμιοποίησης ‘εξαφανισμένων’, από την ίδια, Σικελών, με αποτέλεσμα να έχουν
καταμετρηθεί περισσότερα ολόσωμα λείψανα, κάρες ή άλλα μέρη του σώματος κάποιων
ίδιων ‘θαυματοφόρων αγίων’ στον ‘χριστιανικό κόσμο’. Λείψανα ‘αγίων’, βέβαια,
παράγει και το ίδιο το ιερατείο με ειδικές τεχνικές και σκηνοθετημένα
‘θαύματα’.
[22] Μεταξύ
των πολλών, ανάλογα με τον αγιογράφο, εκδοχών της είναι και αυτή που βρίσκεται
σε ένα παλιό, γνωστό πεδινό μοναστήρι της κεντρικής Λέσβου και τον παρουσιάζει
με τον σταυρό στο ένα χέρι και το όπλο της εποχής του στο άλλο, με το Χ να
παραπέμπει στον αγκυλωτό σταυρό του ναζισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, σ’ ένα
από τα παλιά σύμβολα του ινδουισμού.
[24] Βλέπε σχετικά, Λάμπος Κώστας,
Αμερικανισμός και παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του φόβου και της παρακμής,
ΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2009.
[27] Ένα
μικρό δείγμα του σχεδόν πανομοιότυπου μισογυνισμού των λεγόμενων αβρααμικών,
μονοθεϊστικών πατριαρχικών θρησκειών, αφιερωμένο σε όλες και ιδιαίτερα σ’
εκείνες τις γυναίκες που παρά τη θρησκοληψία και το πνευματικό τους σακάτεμα
από τον θρησκευτικό σκοταδιστικό και τον ιδεολογικό, εξουσιαστικό πατριαρχισμό,
καταφέρνουν ακόμα να μας χαρίζουν ζωή, αγάπη, έμπνευση και ευτυχία:
Παλαιά Διαθήκη: «Kαι ο Mωυσής θύμωσε
εναντίον των αρχηγών του στρατεύματος, των χιλιάρχων, και των εκατοντάρχων, που
ήρθαν από την παράταξη του πολέμου και τούς είπε: Aφήσατε ζωντανές όλες τις
γυναίκες; Δέστε, αυτές έγιναν αιτία στους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με τη συμβουλή
τού Bαλαάμ, να ανομήσουν ενάντια στον Kύριο, στην υπόθεση του Φεγώρ, και έγινε
η πληγή επάνω στη συναγωγή τού Kυρίου και τώρα, θανατώστε από τα παιδιά όλα τα
αρσενικά, θανατώστε ακόμα και όλες τις γυναίκες, όσες γνώρισαν άνδρα, που
κοιμήθηκαν μαζί του, όλα, όμως, τα μικρά κορίτσια, όσα δεν γνώρισαν κοίτη
άνδρα, φυλάξτε τα για τον εαυτό σας ζωντανά», Παλαιά Διαθήκη, κεφ. 31.14-18.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Ιησούς: «Κι εγώ σας λέγω ότι αυτός που βλέπει μια γυναίκα και
την επιθυμεί, ήδη εμοίχευσε μέσα στην καρδιά του» (Κατά Ματθαίον, 5. 28).
Παύλος: «Η γυναίκα δεν εξουσιάζει το ίδιο της το σώμα, αλλά
ο άνδρας» (Πρώτη προς Κορινθίους, 7. 4)
Παύλος: «Ο άνδρας... επλάσθη εξ αρχής ως ο κύριος εκπρόσωπος
της κυριαρχίας του Θεού επί της Γης και είναι διά τούτο περισσότερον από την
γυναίκα εικών και δόξα του Θεού. Η γυναίκα δε ως το εξαιρετικότερον από τα άλλα
κτίσματα, που έχει υπό την εξουσίαν ο άνδρας, είναι δόξα του ανδρός. Πράγματι
δε ο άνδρας είναι υπεροχότερος από την γυναίκα, διότι δεν έγινε ο άνδρας από
την γυναίκα, αλλ’ η γυναίκα έγινεν από τον άνδρα. Και επί πλέον δεν εκτίσθη ο
άνδρας διά να βοηθή την γυναίκα, αλλ’ η γυναίκα επλάσθη προς χάριν και βοήθειαν
του ανδρός» (προς Κορινθίους επιστολές).
Παύλος: Πρώτη Επιστολή προς Κορινθίους: «Διότι εγώ θέλω
να είναι όλοι οι άνθρωποι όπως είμαι και εγώ, δηλαδή άγαμος και αφωσιωμένος
στον Θεόν [...] Ο άγαμος φροντίζει και ενδιαφέρεται δι’ όσα παραγγέλλει και
θέλει ο Κυριος. Φροντίζει πως να αρέση στον Κυριον.[...] Η μείνασα παρθένος
φροντίζει με όλην της την ψυχήν και επιδιώκει εκείνα που αρέσουν στον Κυριον,
δια να είναι αγία και καθαρά κατά το σώμα και την ψυχήν. Λέγω δε αυτό περί της
παρθενικής ζωής αποκλειστικά και μόνον προς το συμφέρον σας, όχι δια να σας
βάλω θηλειά στον λαιμόν και να σας τραβήξω, χωρίς να το θέλετε, στον άγαμον
βίον, αλλά δια να σας δείξω και να σας οδηγήσω εις μίαν σεμνήν ζωήν και
διακεκριμένην θέσιν πλησίον του Κυρίου, χωρίς βιωτικούς περισπασμούς και
φροντίδας».
Αυγουστίνος: «Οι γυναίκες δεν
πρέπει να έχουν απολύτως καμιά διαφώτιση ή παιδεία. Αλλά πραγματικά πρέπει να
απομονώνονται γιατί είναι η αιτία των μισητών και ακουσίων στύσεων στους αγίους
άνδρες»,
Άγιος Βασίλειος: «Η γυναίκα δεν έχει
την άδεια να αφήνει τον άνδρα της, αλλά, κι αν δέρνει αυτήν εκείνος, πρέπει να
υπομένει κι όχι να χωρίζεται, κι αν την προίκα της ξοδεύει, κι αν σε άλλες
γυναίκες πορνεύει, αυτή πρέπει να καρτερεί. Ώστε η μεν γυναίκα, η αφήσασα τον
άνδρα της μοιχαλίς είναι αν πάρη άλλον, ο δε αφεθείς αυτός άνδρας, αν πάρει
άλλη, συγχωρείται» (Πηδάλιο, κανών Θ).
Άγιος Ιωάννης: «Γενικά η γυναίκα
είναι ένα σκουλήκι που σέρνεται, η κόρη του ψεύδους, σκεύος ακαθαρσιών, ο
εχθρός της ειρήνης. Ο κατάλογος των αμαρτημάτων και των αδυναμιών της είναι
ατελείωτος. Eίναι ελαφρόμυαλη, φλύαρη και ακόλαστη. Πάνω απ’ όλα είναι
παθιασμένη με την πολυτέλεια και τις δαπάνες».
Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Τι άλλο είναι η
γυναίκα παρά ένας εχθρός της φιλίας, μια αναπόφευκτη τιμωρία, ένα αναγκαίο
κακό, ένας φυσικός πειρασμός, ένας επιθυμητός όλεθρος, ένας οικιακός κίνδυνος,
μια ευχάριστη καταστροφή, ένα κακό της φύσεως ζωγραφισμένο με όμορφα χρώματα;»
Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Από όλα τα άγρια
θηρία το πιο βλαβερό είναι η γυναίκα».
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ο δολοφόνος της
Υπατίας): «Η γυναίκα πρέπει να αισχύνεται που είναι γυναίκα».
Ισαάκ ο Σύρος: «Είναι καλύτερο να
φας δηλητήριο, παρά να συμφάγεις με μια γυναίκα, και αν ακόμη είναι μητέρα σου
ή αδελφή σου».
Κοσμάς ο Αιτωλός: «Αν σ’ ένα
σταυροδρόμι συναντήσεις το διάβολο και μια γυναίκα, πήγαινε προς τα εκεί που
είναι ο διάβολος και όχι προς τα εκεί που είναι η γυναίκα».
Μέγας Αθανάσιος: «Με τις γυναίκες δεν
είναι ασφαλές ούτε από κοινού ν’ αποφασίζει κανείς».
Τερτυλλιανός: «Γυναίκα! Είσαι η
πύλη του διαβόλου. Εξαιτίας σου αναγκάστηκε να πεθάνει ο γιος του θεού. Θα
έπρεπε να κυκλοφορείς πάντα με μαύρα ρούχα και κουρελιασμένα».
ΙΣΛΑΜ
Μωάμεθ: «Οι άνδρες είναι οι συντηρητές των γυναικών, επειδή ο
Αλλάχ έκανε ορισμένους να υπερέχουν των άλλων, και επειδή εκείνοι ξοδεύουν από
την περιουσία τους. Οι καλές γυναίκες συνεπώς είναι υπάκουες, φυλάγοντας τα
κρυφά πράγματα όπως τα έχει φυλάξει ο Αλλάχ, και όσο για εκείνες εκ μέρους των
οποίων φοβόσαστε την εγκατάλειψη, να τις επιπλήττετε, και να τις αφήνετε μόνες
μέσα στους χώρους του ύπνου, και να τις δέρνετε. Και τότε, αν σας υπακούνε, μην
ζητάτε κάτι εναντίον τους. Είναι βέβαιο πως ο Αλλάχ είναι ύψιστος, είναι
μεγάλος». Κοράνι 4:34
Μωάμεθ: «Οι γυναίκες σας, είναι σαν ένα κομμάτι
καλλιεργημένης γης για εσάς, έτσι, πλησιάστε τη γη σας όποτε και όπως θέλετε».
Κοράνι 2:223.
Μωάμεθ: «Στον Παράδεισο υπάρχει ένα περίπτερο φτιαγμένο από
ένα τεράστιο κούφιο μαργαριτάρι εξήντα μίλια σε πλάτος, σε κάθε γωνία του
οποίου υπάρχουν εταίρες που δεν θα βλέπουν εκείνους που είναι στις άλλες
γωνίες, και που οι πιστοί θα τις επισκέπτονται και θα τις απολαμβάνουν». Sahih
Al-Bukhari 4879 (Το Sahih Al-Bukhari, είναι το δεύτερο σημαντικό ιερό βιβλίο του
Ισλάμ μετά το Κοράνι).
ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ
«Οι εβραίοι αποκαλούνται ανθρώπινα όντα, αλλά οι μη-εβραίοι δεν
είναι άνθρωποι. ΕΙΝΑΙ ΚΤΗΝΗ», TALMUD, Baba Mezia, 114b. Οι εβραίοι δικαιούνται
να ληστεύουν και να φονεύουν μη-εβραίους, TALMUD, Sanhedrin 57a. «Όλα τα παιδιά
των απίστων είναι ζώα. (…) Τα κορίτσια των μη-εβραίων βρίσκονται σε κατάσταση
niddah (ακαθαρσίας) από τη γέννα τους», TALMUD, Abodah Zarah 36b. «Μια έγκυος
εβραία δεν είναι καλύτερη από ένα έγκυο ΖΩΟ», TALMUD, Coschen Hamischpat 405. «Ένας
εβραίος μπορεί να συνουσιαστεί με ένα παιδί, αρκεί το παιδί να είναι λιγότερο
από 9 ετών», TALMUD Sanhedrin 54b. «Δεν είναι σημαντικό όταν ένας άντρας
συνουσιάζεται με ένα μικρό κοριτσάκι», TALMUD, Kethuboth 11b.
ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ
Αν και ο σχετικός νόμος έχει καταργηθεί, εν τούτοις η ισχυρή
θρησκευτική παράδοση επιβάλλει: «Όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως κάστας, οφείλουν
να καούν ζωντανές μαζί με τον θανόντα σύζυγο για να αποδείξουν την αθωότητα,
την πίστη και αφοσίωση στον άντρα τους. Το έθιμο αυτό ονομάζεται sati
(αγιοσύνη). Εξαιρέσεις αποτελούν οι έγκυες και οι μητέρες μικρών παιδιών. Αν
δεν το κάνουν, θα τιμωρηθούν (από τους συγγενείς και αν όχι) στις επόμενες ζωές
θα ξαναγεννιούνται γυναίκες ώσπου να κάνουν σάτι (Garuda Purana ΙΙ 4: 91-100).
[28] «Το
επιστημονικό πνεύμα δημιουργεί ένα συγκεκριμένο τρόπο τοποθέτησης απέναντι στα
πράγματα αυτού του κόσμου, απέναντι στα πράγματα της θρησκείας, σταματάει για
λίγο, διστάζει, τελικά περνάει και εδώ το κατώφλι. Σ’ αυτήν τη διαδικασία δεν
υπάρχει σταματημός, όσο περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν πρόσβαση στους θησαυρούς
της γνώσης, τόσο πιο πολύ θα ξαπλώνεται η αποστασιοποίηση από τη θρησκευτική
πίστη, πρώτα από τις ξεπερασμένες, αντιαισθητικές αμφιέσεις της και στη
συνέχεια και από τις θεμελιακές προϋποθέσεις της». Freud Sigmund, Το μέλλον
μιας αυταπάτης, Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία, Αθήνα 2011, σ. 58.
[29] Λάμπος
Κώστας, Θρησκεία και Εξουσία I. Μύθος και Ιδεολογία, και Λάμπος Κώστας, Θρησκεία και Εξουσία ΙΙ. Κρίση και Απελευθέρωση.
[31] Για μια διεξοδική ανάλυση του
θέματος, βλέπε, Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη
πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ,
Θεσσαλονίκη 2012.
ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΑΓΥΡΤΕΙΑ, ΜΙΣΟΓΥΝΙΣΜΟΣ, ΛΑΜΠΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook