Ξύλα του Λόγγου, παιδικές αναμνήσεις του χωριού της δεκαετίας του 1960 - Του Γ. Σ. Γκανάσου


Ξύλα του Λόγγου

Παιδικές αναμνήσεις του χωριού
της δεκαετίας του 1960


Φθινοπωρινό πρωινό, υγρό και δροσερό. Ο Ήλιος προσπαθεί να ζεστάνει την φωτεινή διάφανη ατμόσφαιρα. Η αιώνια ησυχία των γύρω ψηλών βουνών, Παρνασσού, Ελικώνα, και η απέραντη πολύχρωμη και πολυποίκιλτη πραότητα του κάμπου διαχέει τις φωνές των ανθρώπων και των ζώων και τις περιπλέκει με εκείνες των παντοειδών δραστηριοτήτων τους.
Η απόμακρη αρμονική ηχώ μοιάζει να δίνει ρυθμό και ζωή στις αέρινες στήλες καπνού που ανυψώνονται από τις καιόμενες καντήλες βαμβακιάς στις αυλές, όπως και από τις καμινάδες των τζακιών και των φούρνων, προσπαθώντας, σαν τεράστια φίδια, να κρατήσουν όρθιες και ευθυτενείς τις κορμοστασιές τους χωρίς να κάμπτονται ή να φουσκώνουν.


Το βλέμμα απλανές γλιστράει από την νεφελώδη στέγη που σχημάτισαν και χαϊδεύει τα ινώδη και μακρόσυρτα περιγράμματά τους. Έχει κανείς την αίσθηση ότι, στο σκηνικό του τοπίου, ο χώρος καμπυλώνει και το σώμα αισθάνεται την συνεχή ανύψωση του χωριού προς τον ουρανό, χωρίς ποτέ όμως να αποσπάται από την γη. Ονειρική αιώρηση, ψευδαίσθηση αιωνιότητας και αναπόδραστη πορεία προς το βέλος του χρόνου.
Η πάχνη που έχει σκεπάσει τα πάντα με το λευκό ημιδιάφανο πέπλο της, λειώνει αργά όταν την τοξεύουν οι πρώτες χρυσές ζωογόνες αχτίνες του φωστήρα της ημέρας Ηλίου, γεμίζοντας διαμάντια, ζαφείρια και αστραφτερά πολύτιμα πετράδια τα φύλλα των φυτών, τα πέταλλα των λουλουδιών, κάθε κλαρί και χορταράκι, σχηματίζοντας περίπλοκους ιριδισμούς που προσελκύουν ευχάριστα τα βλέμματα των ανθρώπων. Ο παλιός φωκεύς μάντης Τελλίας θα έδινε ευνοϊκό χρησμό, ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχή σήμερα στην μικρή κοινωνία του χωριού.


Αργεί πολύ ακόμη το μεσημέρι και ήδη ο πατέρας επέστρεψε κιόλας με το άλογο καταφορτωμένο με ξύλα. Το ζωντανό, που ξέρει πολύ καλά την μοίρα του και δεν λαθεύει ποτέ τον δρόμο της επιστροφής, μπήκε με γρήγορο, βαρύ και σταθερό βήμα για να σταθεί στην μέση της αυλής, αφού εκτέλεσε στο έπακρο την αποστολή του, αναμένοντας με αδημονία αυτούς που θα το ξαλαφρώσουν. Είναι ιδρωμένο, όπως και ο πατέρας που το ακολούθησε πεζός με τις βαριές δερμάτινες και λερωμένες από κόκκινη λάσπη αρβύλες, χρήσιμο ενθύμιο από την θητεία του στο στρατό, τα χοντρά μάλλινα ρούχα, το παλιό ζεστό πλεκτό και την χακί στρατιωτική ασήκωτη χλαίνη που είναι ριγμένη πάνω από το φορτίο του αλόγου.
Συναγερμός, θορυβώδης συγκέντρωση, χαρά και πανηγύρι για όλα τα κατοικίδια ζώα της αυλής. Ο πατέρας τραβά την χλαίνη και την πετά με τέχνη επάνω σε μια αγκαλιά ξύλα (δέμα) της προηγούμενης ημέρας. Υψώνει την σκεπαρνιά, που την είχε σφηνώσει για την μεταφορά μεταξύ τριχιάς και ξύλων, πιάνοντας την από το χονδρό στειλιάρι και την αφήνει με προσοχή σε μια γωνιά. Η ίδια αποτελεί συνδυασμό σκαπάνης και πελέκεως. Λύνει διαδοχικά, προοδευτικά και με επιδέξιες κινήσεις, πηγαίνοντας πότε από την μια και από την άλλη μεριά του σαμαριού, την ζυγοσταθμισμένη φόρτωση των δεμάτων που για την επίτευξή της ακολουθήθηκαν πανάρχαιοι εμπειρικοί άγραφοι νόμοι ενταγμένοι αρμονικά στους φυσικούς νόμους της βαρύτητας και του κέντρου βάρους του φορτίου που πρέπει να περνά από εκείνο του ζώου και όχι πολύ κάτω από αυτό για να αντέχει φορτωμένο τις μακρινές διαδρομές χωρίς να υποφέρει. Νόμοι πανάρχαιοι, νόμοι γνωστοί και άγραφοι, εμπειρίες χιλιάδων γενιών στην τέχνη του σαγματοποιού, στα ροζιασμένα χέρια του παππού, στο περίεργο βλέμμα του μικρού εγγονού και στο περπάτημα του αλόγου.
Ποιος είπαν... αλήθεια, ότι ανακάλυψε τους νόμους αυτούς, κυλώντας σφαίρες σε κεκλιμένα επίπεδα ή ρίχνοντας τις ίδιες από πύργους ψηλούς; Αν είχε προσέξει μια φορά... Αν είχε βρεθεί κοντά στην φύση και να φορτώσει ένα ζωντανό του γεωργού ή κτηνοτρόφου, ίσως να τα είχε δει σε αυτό το αγκάλιασμα του ξύλου και στο βάδισμα του αλόγου, στις δυσπρόσιτες πλαγιές και στις κακοτράχαλες ρεματιές των χειμάρρων του λόγγου. Θα του τα είχαν αποκαλύψει οι αμαδρυάδες, οι νεράιδες και οι νύμφες του βουνού. Μα μήπως λίγα αποκάλυψαν οι Μούσες του Ελικώνα στον γεωργό ποιητή Ησίοδο;
Και ενώ τα οκτώ, με μάτι έμπειρο, ζυγοσταθμισμένα δέματα πέφτουν με την σειρά κάτω στην γη, ανάμεσα στα πόδια του αδημονούντος να απαλλαγεί από το βάρος αλόγου και τα ξεφωνητά των κοκοριών, το ίδιο το ζώο αισθάνεται την ανακούφιση και περιμένει την ανταμοιβή του που δεν αργεί να έρθει. Ήδη η μάννα καταφθάνει με τον μάλλινο πυκνοῢφαντο τουρβά που έχει ρίξει μέσα τρεις χούφτες κριθάρι και του περνά στο κεφάλι το πολύχρωμο πλεγμένο χονδρό σχοινί, διπλώνοντας ελαφρά τα αφτιά του. Το βιαστικό και πεινασμένο ζώο εμποδίζει σχεδόν τις κινήσεις της, χώνοντας αμέσως το μεγάλο κεφάλι του και σκύβοντας μέχρι κάτω στην γη, ρουθουνίζοντας αριστερά και δεξιά και αρχίζοντας το χαρακτηριστικό ρυθμικό μάσημα κουνώντας την μακριά θυσανωτή ουρά του σε ένδειξη ευχαρίστησης, αλλά και απομάκρυνσης των μονίμως ενοχλητικών παρασίτων μυγών.
Ο πατέρας έχει μαζέψει, με γρήγορες περιστροφικές κινήσεις του δεξιού χεριού, γύρω από τον αριστερό αγκώνα και αντίχειρα, που επέχει θέση ανέμης, τις τριχιές και από τις δυο μεριές του σαμαριού. Λύνει την ζεύγλα του σαμαριού που ζώνει από κάτω στην κοιλιά του ζώου και αφού το σηκώσει με τα δυο του χέρια, το εναποθέτει στην αυλή πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Οι λείες και σκληρές τρίχες στην ράχη του ζώου αφήνουν λεπτό από τα άλατα του ιδρώτα το αποτύπωμα του σαμαριού.
Τα κοκόρια κρώζουν τις κότες και όλα μαζί τσιμπολογούν σπόρους και μικρά έντομα που ήρθαν με τα ξύλα. Η γίδα τέντωσε όσο μπορούσε το σχοινί της και άρχισε να τρώει με λαιμαργία δίπλα στην καλόβουλη προβατίνα και το αθώο αρνάκι της τα τρυφερά πράσινα φύλλα της κουμαριάς, που μοσχοβόλησαν όλη την γειτονιά. Ο περίεργος σκύλος οσφραίνεται και αυτός τα φύλλα και ανατριχιάζει, φτερνίζεται γελοία και απορεί τι το νόστιμο βρίσκουν οι άλλοι δίποδοι και τετράποδοι συγκάτοικοί του. Ας είναι, θα παίξει με την γάτα που μεγάλωσαν μαζί και έγιναν φίλοι αλλά θα κυνηγήσει και τις ξένες κότες όταν πλησιάσουν.
Περίεργες συμμαχίες και ιδιοτροπίες της αυλής. Την απορία τους έχουν και τα δίδυμα παιχνιδιάρικα και άτακτα γιδάκια, που χοροπηδώντας εδώ και εκεί σαν ελατήρια, ανεβαίνοντας πότε σε στοίβες ξύλα και πότε στα γραφικά χαμόσπιτα ανακατεύουν τα κεραμίδια από τις σκεπές τους. Για τα ίδια το καλύτερο φαγητό είναι το γλυκό γάλα της μάνας τους. Κάθε τόσο γονατίζουν δίπλα της με τα μπροστινά τους πόδια και σε επαφή με αυτήν κατά αντίστροφη φορά, αρπάζουν από μια θηλή στο στόμα τους από τους γεμάτους, σχεδόν σερνόμενους, μαστούς της και με ρυθμικές παλινδρομικές κινήσεις, μάλλον όχι ανώδυνες για την ίδια, βυζαίνουν και ο λευκός αφρός με σάλιο γεμίζει τα χείλη τους, ενώ η υπομονετική γιδούλα στρέφει το λαιμό της, τα μυρίζει και τα γλύφει επιβεβαιώνοντας με αυτό το μητρικό χάδι την στοργική φροντίδα και την αμέριστη αγάπη της μάννας.
Τα δέματα θα μείνουν έτσι σκορπισμένα στην αυλή όλη την ημέρα, ίσως και την επομένη μέχρι να κορέσουν όλοι την πείνα τους και πάρουν το καλύτερο από την τρυφεράδα τους. Ξηρά τα ξύλα, μέρες αργότερα, θα ταΐσουν την φωτιά του τζακιού και του σπιτικού φούρνου.


Ο πατέρας ξεχώρισε μια αγκαλιά τρυφερά κούμαρα και την έστησε όρθια κοντά στις άλλες. Μοιάζει σαν τεράστια ανθοδέσμη από διαλεχτά κλαριά του λόγγου που θα ταίριαζε σε ανθοδοχείο γιγάντων. Το δέμα αυτό είναι για εμάς τα παιδιά, και το ιδιαίτερό του γνώρισμα είναι τα γεμάτα κλαριά με στρογγυλούς και αφράτους ερυθροκίτρινους καρπούς. Τρέχουμε τους κόβουμε με απαλές κινήσεις των χεριών και απολαμβάνουμε την γλυκιά, ελαφρώς υπόξινη γεύση τους που λειώνουν στο στόμα με αίσθηση μαλακού σπόγγου, βαμβακιού ή μεταξωτού κουκουλιού με πολλά μικρούτσικα σποράκια.
Μέσα σε αυτή την πανδαισία των χρωμάτων και των αρωμάτων έρχεται να προστεθεί και η μυρουδιά της ψημένης κουλούρας που μόλις βγήκε από τον φούρνο. Τα καρβέλια, μεγάλα και πιο βαριά, θα αργήσουν ακόμη να ψηθούν. Η αεικίνητη μάννα με γρήγορες κινήσεις του ξύλινου φτυαριού έριξε το ζεστό ψωμί στην ποδιά της, ξανά έκλεισε το στόμιο του φούρνου και έφερε την αχνιστή κουλούρα στο τραπέζι μαζί με σκληρό λευκό πρόβειο τυρί να στάζει βουτυρωμένο γάρο, μαύρες ξιδάτες ελιές, ένα μεγάλο κόκκινο κρεμμύδι και την γυάλινη κανάτα με δροσερό ρετσινάτο κρασί που λίγο πριν τράβηξε από το καλό δρύινο βαρέλι του υπογείου.
Ο κουρασμένος πατέρας που είχε φύγει χαράματα για να κόψει ξύλα πρέπει να βάλλει κάτι στο στόμα του και εμείς να αναπληρώσουμε τις δυνάμεις μας που ξοδέψαμε στο πρωινό παιχνίδι. Και ενώ η μάννα πηγαινοέρχεται στο τραπέζι τσιμπολογώντας και αυτή κάθε τόσο κάτι, ο πατέρας πίνει μια γουλιά κρασί από το ποτήρι με τις ανάγλυφες «εκκλησούλες» και τρώει αργά κρατώντας ένα κομμάτι ψωμί με την πίεση του μικρού δακτύλου επάνω στην αριστερή παλάμη, ένα κομμάτι τυρί στα τρία πρώτα δάκτυλα, ενώ με το δεξί χέρι εναλλάσσει κομμάτι από το κομμένο στα τέσσερα κρεμμύδι, ελιές βουτηγμένες στο λάδι και το ποτήρι με το ξανθό κρασί.


Παίρνει δύναμη και μας διηγείται πως πέρασε στην πρωινή του έξοδο. Που πήγε για ξύλα σήμερα, γιατί έφερε κουμαριά και όχι σκίνα ή πουρνάρια. Ρείκια και χονδρές ρίζες για το τζάκι θα φέρει τις προσεχείς ημέρες. Μας λέει ποιους συνάντησε στον δρόμο για τον λόγγο, από ποιους προηγήθηκε στην επιστροφή.


Γελάσαμε, όταν ακούσαμε, ότι κάποιοι αποφεύγουν τα πουρνάρια που αγκυλώνουν τα δάκτυλα με τα αγκαθωτά φύλλα τους εν αντιθέσει με τα μαλακά φύλλα του σκίνου. Εμείς τον θαυμάζουμε, αισθανόμαστε την σιγουριά από το σφρίγος και την δύναμή του, την ενάργεια του πνεύματός του και αφού διαπράξουμε αναμεταξύ μας κάποια από τις συνηθισμένες σκανδαλιές, δοκιμάζουμε την ετοιμότητα και την δύναμη των χαστουκιών της μάννας μας. Φεύγουμε από το τραπέζι για τους δρόμους και τα σοκάκια με τεράστιες φέτες ψωμιού αλειμμένες ντόπιο γνήσιο θυμαρίσιο μέλι. Τρώγοντας, το μέλι ρέει και κολλά στα μάγουλά μας, στα χέρια και μέχρι τα γυμνά σκονισμένα γόνατά μας ενώ σφήκες και μέλισσες μας γυροφέρνουν σαν να θέλουν να πάρουν πίσω τα αποθέματά τους που τους στερήσαμε.
Και εμείς απτόητα, ανέμελα και χαρούμενα παιδιά θα φτιάξουμε τουφέκια με σκανδάλη να βγάζουν ξηρό κρότο, σπαθιά και δόρατα από βοιωτικό καλάμι, θα χωριστούμε σε ομάδες και αντίπαλα στρατόπεδα και θα πολεμήσουμε γενναία, φιλότιμα και ηρωικά μεταξύ μας μέχρι που κάποιος θα τραυματιστεί στα σοβαρά και έτσι θα πάψει η μάχη για αυτή την ημέρα. Ίσως και απόψε μετά το φαγητό να κοιμηθούμε ξανά, σκονισμένα, άπλυτα και καταταλαιπωρημένα. Η μάννα έχει πολλές δουλειές να φέρει σε πέρας και μάλλον θα μας πάρει ο ύπνος πριν προφτάσει να ανάψει φωτιά στο πλυσταριό, να ζεστάνει νερό που θα φέρει από την βρύση της εισόδου του χωριού, για να μας πλύνει. Να έχει άραγε άλλα καθαρά ρούχα να μας αλλάξει; Τόσες ημέρες λείπει συνέχεια στα χωράφια, πότε να τα πλύνει. Θα αρκεστούμε με χαρά στο ανώδυνο πλύσιμο των χεριών και του προσώπου για να καθίσουμε στο τραπέζι. Και ύστερα προσευχή και ύπνο.
Βεβαίως, το άλλο πρωί στο σχολείο, ο δάσκαλος δεν είναι της ίδιας γνώμης και αφού ελέγξει σχολαστικά νύχια, αυτιά, πόδια και μας ρίξει και μερικές ξυλιές, με το καλογυαλισμένο κοντό ραβδί κυδωνιάς, θα μας στείλει να πλυθούμε και να κόψουμε τα νύχια μας. Άλλο και τούτο πάλι. Τι τον πειράζει αυτόν, αφού το μάθημα που μας έβαλε το ξέρουμε νεράκι; Γράμματα τον στείλανε να μας μάθει, και εμείς δεν έχουμε αντίρρηση, μάλιστα μας αρέσουν πολύ όλα αυτά που μας λέει, αλλά αυτό το πλύσιμο στο πλυσταριό τον χειμώνα μέσα στην σκάφη, να τουρτουρίζεις από το κρύο δεν υποφέρεται, είναι λίγο άβουλο, πώς να το κάνουμε. Το καλοκαίρι δεν έχουμε ενδοιασμούς, βουτάμε στα ρέματα και στο νερό από τις σωλήνες των αντλιών που αρδεύουν τα χωράφια και είμαστε καθαροί. Είναι και εκείνη η βρύση του χωριού με τον άμπλα της (από την επιφανειακή υπερχείλιση του κεντρικού πηγαδιού πλάι στα ριζά αυτού), που όλη μέρα πλατσανάμε ξυπόλητοι με το μαύρο δίμιτο σώβρακο και την αθλητική αμάνικη φανέλα. Και έχουμε και μια απορία. Στις πόλεις οι άνθρωποι έχουν άραγε πλυσταριό και εκείνη την τόσο απαραίτητη γωνιά για την ανάγκη τους στην άκρη της αυλής, φτιαγμένη από αγκαλιές ξύλα, συνήθως άσκεπη και με μια ξεραμένη λινάτσα για πόρτα; Ποιος ξέρει; Ίσως υποφέρουν από την έλλειψή τους, στοιβαγμένοι όπως είναι όλοι μαζί σε εκείνα τα πολυώροφα κουτιά για σπίτια. Μπορεί και να τους λυπάμαι λιγάκι, θα υποφέρουν χωρίς το πλυσταριό. Θα ρωτήσω τον Δημοσθένη και την Αντιγόνη όταν έρθουν ξανά στο χωριό για τις …, να δεις πως τις λένε …, καλοκαιρινές διακοπές τους.


ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: ΠΑΝΟΠΕΥΣ, ΠΑΝΟΠΕΑΣ, ΓΚΑΝΑΣΟΣ, ΧΩΡΙΟ, ΣΚΙΝΟ, ΣΧΟΙΝΟ, ΠΟΥΡΝΑΡΙ, ΠΟΥΡΝΑΡΙΑ, ΒΑΜΒΑΚΙ, ΒΑΜΒΑΚΙΑ, ΚΟΥΜΑΡΑ, ΚΟΥΜΑΡΙΑ
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ