ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ - του Κ. Μπιζάνου


ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΟΡΦΕΣ
ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ


Κατά μίαν εκδοχή, ο τάφος του Ποντίου Πιλάτου
ευρίσκεται στην ΒΙΕΝΝΗ της Αυστρίας.
Τον σημαίνει μια πυραμίδα.
Έργο του Josef Resch, 1867.

Για την εποχή που έζησε στην Ιουδαία, δίδαξε, μαρτύρησε και Αναστήθηκε ο Ιησούς ο Ναζωραίος υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία.
Ειδικώς δε για τον Ιησού ελάχιστα, και κυρίως τα Ευαγγέλια.
Η Ιουδαία ήταν μια φτωχή, ταραχώδης, απομεμακρυσμένη από τα κέντρα Εξουσίας περιοχή, με αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι Ιστορικοί να καταπιαστούν ελάχιστα μαζί της, και μόνον όταν υπήρχε αναταραχή ή εξέγερση ή πόλεμος. Παρ’ όλον δε που με τον Ιησού και τον περίγυρό του έχουν ασχοληθεί μετέπειτα πάρα πολλοί ερευνητές, στην ουσία αναμασούν τα ίδια καταγεγραμμένα γεγονότα και τις ίδιες ελάχιστες πληροφορίες, τις οποίες απλώς παρουσιάζουν ο καθένας με διαφορετικό φως, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία, την πίστη του, διάφορες σκοπιμότητες, ακόμη και τις πολιτικές του πεποιθήσεις.
Για τον Πόντιο Πιλάτο υπάρχουν μεν ορισμένα στοιχεία, αλλά δεν είναι επίσημα. Είναι αλληλοσυγκρουόμενα και τόσον αντιφατικά ώστε νομίζει κανείς ότι πρόκειται για διαφορετικούς ανθρώπους. Το βέβαιο είναι ότι διορίστηκε από τον Αυτοκράτορα Τιβέριο και υπηρέτησε ως 5ος Ρωμαίος Επίτροπος με τον τίτλο του Ηγεμόνα στην Ιουδαία, αυτή την προβληματική, ανήσυχη και φτωχή επαρχία του Ρωμαϊκού Κράτους. Υπηρέτησε επί δέκα χρόνια, από το 26 μέχρι το 36 μ.Χ. Δεν ανέλαβε ποτέ κανένα άλλο σπουδαίο αξίωμα και δεν αναφέρεται σε κανένα σημαντικό έγγραφο των Αρχείων της Ρώμης. Ωστόσο είναι πασίγνωστος στον Χριστιανικό και μη Κόσμο γιατί συνδέεται με την πλήρωση του δράματος του Θεανθρώπου Ιησού και η τελετουργική -Αραμαϊκής προελεύσεως- σκηνή του «νίπτω τας χείρας μου», την οποία υιοθέτησε ο Πιλάτος για λόγους εντυπωσιακής σκοπιμότητας, έχει καταστεί κλασσική και σημαίνει ότι «απεκδύομαι πάσης ευθύνης».
Ο Πιλάτος, κατά μία εκδοχή ανήκε σε ισχυρή οικογένεια των Πιλάτων του Πόντου η οποία όμως είχε πέσει στην δυσμένεια του Αυτοκράτορα Τιβερίου γιατί είχε υποστηρίξει τον αντίζηλό του στον θρόνο, τον Αγρίππα Πόστουμον. Για τον λόγο αυτό ο Πόντιος Πιλάτος τοποθετήθηκε ως Επίτροπος στην Ιουδαία και όχι κάπου καλύτερα. Εκεί, κατά την εκδοχή αυτή, ο Πιλάτος βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τον Τιβέριο μέσω του Διοικητού της Συροπαλαιστίνης Βιτελίου. Ο Τιβέριος φοβόταν μήπως μηχανορραφεί εναντίον του και περίμενε το παραμικρό ολίσθημα για να τον εξοντώσει, όπως και έκανε αργότερα, και ο Πιλάτος βρέθηκε στραγγαλισμένος σ’ ένα πανδοχείο στην Κυρηναϊκή. Σε αυτή του τη συνεχή ανησυχία οφείλεται – κατά τους Χριστιανούς - το ότι ο Πιλάτος υπεχώρησε στις αξιώσεις των Εβραίων να θανατωθεί ο Ιησούς, ενώ φαινόταν να έχει διαφορετική γνώμη, την οποία μπορούσε να επιβάλει γιατί είχε απόλυτη εξουσία Αρνησιδικίας. Η περικοπή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου υποστηρίζει αυτή την άποψη ξεκάθαρα: ««Και λέγει αυτοίς ο Πιλάτος: Εγώ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αμαρτίαν....οι δε Ιουδαίοι εκραύγαζον λέγοντες: εάν αυτόν απολύσεις ουκ εί φίλος του Καίσαρος.. πάς ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι...τότε ουν ο Πιλάτος παρέδωσεν αυτόν αυτοίς ίνα σταυρωθεί...»
Κατ’ άλλην εκδοχή, ο Πιλάτος αυτοκτόνησε στη Βιέννη όταν κατά διαταγή του Διοικητού της Συρίας Βιτελλίου πήγαινε στην Ρώμη ν’ απολογηθεί στον διάδοχο του Τιβερίου, αυτοκράτορα Καλιγούλα, κατηγορούμενος από τους Εβραίους για αντιλαϊκή πολιτική.
Κατά τρίτη εκδοχή ο Πιλάτος ανήκε σε ιστορική μεν, αλλά όχι πλούσια οικογένεια από το Σάμνιον της Κεντρικής Ιταλίας και βρισκόταν υπό την προστασία του πανίσχυρου διοικητού των Πραιτοριανών Σεϊάνου με αποτέλεσμα, όταν ο Σεϊάνος εκτελέστηκε για προδοσία, να διωχθούν και οι προστατευόμενοί του.
Και κατά τέταρτη εκδοχή, οι Εβραίοι και οι Ζηλωτές Χριστιανοί των πρώτων χρόνων, συστηματικώς εξαφάνισαν τα βιογραφικά στοιχεία του Πιλάτου. Και τούτο διότι επιθυμούσαν να αποκρύψουν ότι ο Πιλάτος ήταν Ελληνικής καταγωγής εκ του Πόντου, όπως Ελληνίδα ήταν ή σύζυγός του Πρόκλη, ή οποία υπεστήριξε τον Χριστό.
Για την προσωπικότητά του υπάρχει επίσης διχογνωμία.. Κατ’ άλλους ήταν άνθρωπος ανίκανος, πρόθυμος να υπηρετήσει συμφέροντα με το αζημίωτο, υποχείριο των Σανχεντρίν (Ιουδαίων αρχιερέων) οι οποίοι τον διατήρησαν στη θέση του επί πολύ γιατί εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Κατά την αντίθετη γνώμη ο Πιλάτος πρέπει να ήταν ικανός άνθρωπος αν κρίνουμε από το έργο του στην Ιουδαία, και επίσης μορφωμένος και καλλιεργημένος αν κρίνουμε από την φιλία του και αλληλογραφία του με τον φιλόσοφο, ποιητή και συγγραφέα Σενέκα.
 Για να ανασυστήσω την προσωπικότητά του χρησιμοποίησα, μεταξύ πολλών άλλων πηγών, εγκυκλοπαιδειών και άρθρων στο Internet, τα εξής:
(a)        Τα τέσσαρα Ευαγγέλια τής Καινής Διαθήκης,
(b)       Συμπληρωματικώς το ονομαζόμενο Evangelium Nicodimi, το οποίο περιλαμβάνει τις περιγραφές του κρυφού μαθητή του Ιησού, Νικοδήμου,
(c)        Την Anaphora Pilati, ένα έγγραφο το οποίο από το Βατικανό θεωρείται ότι είναι η αναφορά του ιδίου του Ποντίου Πιλάτου προς τον Καίσαρα Τιβέριο αλλά έχει διασωθεί μόνον σε περίληψη, και
(d)       Το έργο «Paradosis Pilati» το οποίο περιλαμβάνει τις παραδόσεις γύρω από το έργο του Πιλάτου όπως τα ανωτέρω κείμενα εκδόθηκαν από τον Γερμανό καθηγητή Θεολογίας Κωνσταντίνο Τίσσεντορφ (Constantine Tischendorf) βάσει των σχετικών Ελληνικών και Λατινικών Κωδίκων, εκδόσεων Λειψίας.

Για την περισσότερο αντικειμενική θεώρηση χρησιμοποίησα επίσης:

(e)        Τα έργα του Εβραίου συγγραφέως Ιωσήπου Φλαβίου με τίτλο «De Bello Judaico» (Εβραϊκός Πόλεμος) και «Antiquitates Judaicae» (Εβραϊκές Αρχαιότητες),
(f)         Όπως επίσης το έργο «Πρεσβεία προς τον Καλιγούλα» του Εβραίου Φίλωνος του Αλεξανδρέως. Τα έργα αυτά έχουν αναφορές σχετικές με τον Ιησού και τον Πιλάτο.
(g)        Τέλος στηρίχτηκα πολύ και στην αλληλογραφία του Πιλάτου με τον φιλόσοφο και διδάσκαλο του Νέρωνος Σενέκα, μολονότι η αυθεντικότητα αυτής αμφισβητείται από τους Προτεστάντες κληρικούς.
(h)       Για να γίνει μάλιστα η έρευνα ακόμη πιο πολύπλευρη έλαβα ιδιαιτέρως υπόψη και την γνώμη ενός από τους Λατίνους Πατέρες της Εκκλησίας, του Τερτυλλιανού, ο οποίος στο έργο του «Didascalia Αpostolarum» χαρακτηρίζει τον Πιλάτο ως «εν τη καρδία Χριστιανόν»,
(i)          αλλά και το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Αιθιοπική Εκκλησία, (μια από τις αρχαιότερες Χριστιανικές Εκκλησίες) θεωρεί ότι ο Πιλάτος βαπτίστηκε Χριστιανός και μαρτύρησε, με αποτέλεσμα να έχει κηρυχθεί Άγιος και η μνήμη του να εορτάζεται από την Αιθιοπική Εκκλησία την 25η Ιουνίου.

Πάντως εκ καθήκοντος θα πρέπει να προειδοποιήσω ότι κανένα από τα έργα αυτά, ούτε κάν τα Ευαγγέλια, θεωρείται απολύτως αντικειμενικό ούτε απολύτως αξιόπιστο για τους λόγους που θα σας παραθέσω. Και μόνο από τη σύνθεση των στοιχείων θα αποπειραθώ να βγάλω κάποιο συμπέρασμα.
Τα Λατινικά ιστορικά στοιχεία λοιπόν παρουσιάζουν τον Πιλάτο ως έναν αδέκαστο, συνετό, δυναμικό αλλά και ταυτοχρόνως σκληρό Ρωμαίο Διοικητή, κατά το πλείστον επιτυχημένο στο έργο του το οποίο ήταν:
(a)              Η τήρηση της PAX ROMANA, δηλαδή της Ρωμαϊκής Ειρήνης, Τάξεως και Ασφαλείας στην Επαρχία του και η με κάθε θυσία αποφυγή ταραχών ή επαναστάσεως κατά της Αυτοκρατορίας, ώστε να μην αναγκαστεί η Ρώμη να στείλει στρατεύματα καταστολής, τα οποία θα αποσπούσε από άλλα πολεμικά μέτωπα.
(b)             Η τακτική και χωρίς προβλήματα είσπραξη των Φόρων ώστε να συντηρηθεί το υδροκέφαλο τέρας που ήταν η Ρωμαϊκή Διοίκηση, και
(c)              Η πρόοδος της Επαρχίας του ώστε ο λαός να αποδέχεται τη Ρωμαϊκή Διοικητική Μέριμνα.
Το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να ήταν ένας μάλλον επιτυχημένος Ηγεμών προκύπτει από το γεγονός ότι παρέμεινε στην θέση του επί μια ολόκληρη δεκαετία (26-36 πΧ) παρά τις εναντίον του δυσμενείς αναφορές των Εβραίων προς τον Τιβέριο, και παρά το γεγονός ότι η τακτική της Αυτοκρατορίας ήταν να αλλάζουν οι Επίτροποι ανά διετία ώστε να αποφεύγεται ο εκμαυλισμός τους ή η απόκτηση τοπικής δυνάμεως.
Οι δυσμενείς αναφορές των Εβραίων κατά του Πιλάτου αναφέρονται κυρίως σε δυο γεγονότα.
Το πρώτο ήταν το επεισόδιο με τα εμβλήματα της Ρώμης που έφεραν ανάγλυφο το μπούστο του Αυτοκράτορα τα οποία εισήγε μια Λεγεώνα Ρωμαίων η οποία εισήλθε στην Ιερουσαλήμ και τα εγκατέστησε κοντά στον Ναό του Σολομώντος. Κατά τους Εβραίους συγγραφείς, τον Ιώσηπο (ο οποίος ασχολείται διεξοδικά)[1] και τον Φίλωνα, ο Πιλάτος διέταξε αυτή την ενέργεια ωθούμενος από αντισημιτικά αισθήματα και με σκοπό να εξευτελίσει τους Εβραίους και την θρησκεία τους, διότι εγνώριζε ότι οι Εβραίοι θεωρούσαν βλασφημία την οποιαδήποτε απεικόνιση. Κατά τους συγγραφείς αυτούς ο Πιλάτος αρνήθηκε να τα αποσύρει, παρά τις διαμαρτυρίες των Ισραηλιτών, με αποτέλεσμα να απειληθεί σύρραξη και σφαγή. Τέλος, κατά τον Φίλωνα, ο Πιλάτος υποχώρησε και τα απέσυρε μόνον όταν, κατόπιν αναφοράς των Εβραίων προς τον Ποτενστά, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Τιβέριος τον διέταξε να το κάνει.
Τα Αρχεία της Ρώμης δεν αναφέρουν το γεγονός αυτό, ούτε βρέθηκε ποτέ οποιαδήποτε επιστολή του Τιβέριου προς τον Πιλάτο. Το γεγονός αναφέρει μόνον ο ίδιος ο Πιλάτος σε τρεις επιστολές του προς τον Σενέκα, την 15η, 17η και 18η. Κατά τον Πιλάτο μια Λεγεώνα με τα εμβλήματά της εισήλθε, μετά από μακρά πορεία, στην Ιερουσαλήμ την νύχτα και στρατοπέδευσε στην μεγάλη πλατεία της αγοράς εμπρός στον Ναό του Σολομώντος. Το γεγονός αυτό αγνοούσε ο Πιλάτος του οποίου η Έδρα δεν ήταν στην Ιερουσαλήμ, αλλά πολλά χιλιόμετρα μακρύτερα, στην Καισάρεια της Ιουδαίας.
Το πρωί τα πλήθη των πιστών που συνέρρεαν στο Ναό είδαν τα εμβλήματα και έγιναν έξω φρενών. Απαίτησαν την άμεση απομάκρυνση, ο Διοικητής της Λεγεώνος το θεώρησε προσβολή, περιχαρακώθηκε και απειλήθηκε σύρραξη. Ο Αρχιερέας Καϊάφας ειδοποίησε αμέσως τον Πιλάτο, αλλά αυτός βρέθηκε παγιδευμένος. Ήταν αδύνατο να διατάξει τον Διοικητή της Λεγεώνας να υποστείλει ή να καλύψει τα Εμβλήματα της Ρώμης γιατί αυτή η πράξη θα ήταν προσβολή του Imerium της Ρώμης και ο Διοικητής, ο οποίος διοικητικώς δεν υπαγόταν στον Ηγεμόνα, θα αρνείτο να υπακούσει. Έσπευσε λοιπόν αμέσως στην Ιερουσαλήμ, δωροδόκησε τον Διοικητή της Λεγεώνας και τοποθέτησαν τους Λεγεωνάριους κυκλικά στην μεγάλη Πλατεία και κάλεσε το πλήθος να συναχθεί. «Η πλατεία ήταν τεράστια», περιγράφει ο Πιλάτος στην 18η επιστολή του, «χώραγε περίπου 20.000 ανθρώπους και γέμισε ασφυκτικά. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Μιλούσαν ή φώναζαν όλοι μαζί και κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, νομίζω ούτε και οι ίδιοι. Έκανα σήμα ησυχίας και σώπασαν. Τους μίλησα ευγενικά και με διαλλακτικότητα. Τους είπα ότι τα Εμβλήματα της Ρώμης δεν είναι Θρησκευτικά, αλλά Κρατικά, ανήκουν σε μια Αυτοκρατορία της οποίας και οι ίδιοι είναι μέλη, οπότε είναι και δικά τους εμβλήματα. Τους είπα ότι είναι αδύνατο να υποσταλούν παρά μόνον αν η Λεγεώνα νικηθεί σε μάχη και σκοτωθούν όλοι ανεξαιρέτως οι λεγεωνάριοι, γεγονός που θα σήμαινε μεγάλη αιματοχυσία. Στο σημείο αυτό σήκωσα το αριστερό χέρι ψηλά και οι λεγεωνάριοι, σύμφωνα με τις διαταγές που είχα δώσει, ξιφούλκησαν και άρχισαν να περισφίγγουν το πλήθος χτυπώντας με τα γυμνά ξίφη τις ασπίδες τους. Τότε τι νομίζεις ότι έγινε καλέ μου φίλε, φιλόσοφε και ανθρωπιστή Σενέκα; Οι συγκεντρωμένοι ούτε έφυγαν τρέχοντας, ούτε επετέθησαν. Απλώς γονάτισαν μπροστά στους Λεγεωνάριους και γύμνωσαν τους λαιμούς τους, έτοιμοι για σφαγή! Έγινε μια τέλεια σιωπή. Ο Διοικητής της Λεγεώνας με κοίταξε απορημένος περιμένοντας την απόφασή μου. Η αλεπού ο Καϊάφας με κοίταξε με ειρωνεία καταλαβαίνοντας το αδιέξοδο που βρισκόμουν. Και εγώ συνειδητοποίησα ότι είχα ηττηθεί και έπρεπε να υποχωρήσω. Απευθύνθηκα λοιπόν στο σιωπηλό πλήθος και τους είπα ότι, εκτιμώντας το γεγονός ότι διαμαρτυρήθηκαν ειρηνικά, θα έλυνα το πρόβλημα. Διέταξα λοιπόν την Λεγεώνα να στρατοπεδεύσει εκτός της πόλεως Ιερουσαλήμ και έτσι ησύχασαν τα πνεύματα. Κατάλαβα όμως ότι την υποχώρησή μου την σημείωσε ο Καϊάφας και οι Σανχεντρίν, δηλαδή το Συμβούλιο των Αρχιερέων, και κάποτε θα την εκμεταλλευτούν».
Από το επεισόδιο αυτό εξάγονται αμέσως χρήσιμα συμπεράσματα:
·        Ότι οι Εβραίοι συγγραφείς κρίνουν τον Πιλάτο με εμπάθεια και κακοπιστία. Θα ήταν βλακεία του Πιλάτου να δημιουργήσει εκ του μη όντος ένα τέτοιο επικίνδυνο πρόβλημα από στείρο Αντισημιτισμό, όταν αποστολή του ήταν η διατήρηση της ηρεμίας και ευταξίας στην Επαρχία του.
·        Ότι ο Πιλάτος διοικούσε με σύνεση και διπλωματία, μη διστάζοντας να μειώσει το προσωπικό του κύρος προκειμένου να αποφύγει μια σφαγή, και
·        Ότι θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να διατηρήσει την ηρεμία.
            Το δεύτερο περιστατικό αφορά το Υδραγωγείο της Ιερουσαλήμ. Η Ιερουσαλήμ ήταν μια ουσιαστικώς άνυδρη πόλη, χωρίς αποχετεύσεις, εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη με πληθυσμό άνω των 200.000. Έλεγαν ότι μπορούσες να «οσμιστείς την μπόχα» της Πόλεως από απόσταση 30 έως 50 χιλιομέτρων, αναλόγως της διευθύνσεως του ανέμου. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ενδημεί ο τύφος, η δυσεντερία, τα δερματικά νοσήματα και τα τραχώματα. Ο Πιλάτος θεώρησε καθήκον του να λύσει το πρόβλημα αυτό χτίζοντας ένα Υδραγωγείο το οποίο θα μετέφερε στην πόλη άφθονο τρεχούμενο νερό από μια πλούσια πηγή. Το κακό ήταν ότι η πηγή βρισκόταν σε απόσταση 70 χιλιομέτρων, με αποτέλεσμα η δαπάνη να είναι μεγάλη. Ζήτησε λοιπόν από τον Καϊάφα να χρηματοδοτήσει το έργο ο Κορβανάς, δηλαδή το πάμπλουτο Ταμείο του Ναού του Σολομώντος, αλλά ο Καϊάφας και οι άλλοι Αρχιερείς αρνήθηκαν λέγοντας ότι τα χρήματα του Κορβανά, από την στιγμή που εισέρχονται στο Ναό, είναι ιερά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για σκοπό ιερό. Αντείπε τότε ο Πιλάτος ότι η υδροδότηση της Πόλεως και η αποφυγή των ασθενειών είναι σκοπός ιερός, αλλά οι Αρχιερείς ήταν ανένδοτοι και απαιτούσαν το έργο να χρηματοδοτηθεί από την Ρώμη. Τότε ο Πιλάτος έκανε το εξής. Κατέσχεσε, πριν εισέλθει στην Ιερουσαλήμ, ένα καραβάνι με χρήματα τα οποία αποτελούσαν την ετήσια εισφορά των διαφόρων Συναγωγών προς τον Κορβανά. Τα χρήματα αυτά, είπε στους διαμαρτυρόμενους Σανχεντρίν, δεν είχαν εισέλθει ακόμη στο Ναό και δεν είχαν καθαγιαστεί, συνεπώς μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το καλό των κατοίκων της Ιερουσαλήμ. Οι Σανχεντρίν κάλεσαν το Λαό σε διαδήλωση οπότε, κατά τον Ιώσηπο, ο Πιλάτος έβαλε ανάμεσα στο πλήθος στρατιώτες με πολιτικά και, ξαφνικά, έδωσε σήμα για επέμβαση. Οι στρατιώτες είχαν διαταγή, μας λέγει ο Ιώσηπος στο έργο του «Ο Εβραϊκός Πόλεμος», να χτυπήσουν το πλήθος με «σκυτάλας»[2] και όχι με δόρατα ή ξίφη. Παρ’ όλα ταύτα πολλοί σκοτώθηκαν από τα χτυπήματα ή ποδοπατήθηκαν στον πανικό που επακολούθησε. Ο ίδιος συγγραφέας, στο έργο του «Εβραϊκή Αρχαιότητα» λέγει ότι οι στρατιώτες έδωσαν χτυπήματα «πολύ περισσότερο βίαια απ΄όσο τους είχε διατάξει ο Πιλάτος» (oƒ dݝ kaˆ polÝ meizÒnwj ½perpštaxen Pil©tojcrînto plhgaj), με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί και να διαλυθούν οι υπόλοιποι.
Τα αρχεία της Ρώμης δεν αναφέρουν το γεγονός. Τουναντίον τα γεγονότα επιβεβαιώνει ο Πιλάτος στην 23η επιστολή του προς τον Σενέκα, αλλά και το χρονικό της κατασκευής του υδραγωγείου.: «Η εξέγερση για τα εμβλήματα δεν ήταν τίποτε εμπρός στον χαμό που έγινε για τα χρήματα του Κορβανά», λέγει ο Πιλάτος. «Όλη η Ιερουσαλήμ μαζεύτηκε μέσα σε μια ώρα. Η απώλεια των χρημάτων τους πόνεσε πολύ περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Φώναζαν και ούρλιαζαν και απειλούσαν ότι θα κατεδάφιζαν το Υδραγωγείο. Τότε, σύμφωνα με το σχέδιο που είχα καταρτίσει, μια σάλπιγγα ήχησε και, με το σύνθημα αυτό, οι χίλιοι περίπου στρατιώτες που είχα αναμείξει στο πλήθος με ρούχα πολιτικά, άρχισαν να χτυπούν με κορύνες και ρόπαλα. Οι κραυγές θυμού και τρόμου του πλήθους μπορούσαν να ακουστούν ως την Ρώμη. Άρχισαν να διαλύονται με πανικό αλλά οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ είναι στενοί και πολλοί ποδοπατήθηκαν. Δεν γνωρίζω πόσοι πέθαναν αλλά έκτοτε επικρατεί ησυχία.».
            Από το γεγονός αυτό επίσης εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την προσωπικότητα του Πιλάτου.
·        Ότι επιμένει να κατασκευάσει το χρήσιμο υδραγωγείο, παρ’ όλη την κοντόφθαλμη αντίδραση των Σανχεντρίν.
·        Ότι ελίσσεται με ευρηματικότητα σχετικά με τον χαρακτηρισμό των χρημάτων ως «ιερών» με αποτέλεσμα να αποστομώσει τους Αρχιερείς.
·        Ότι επιβάλλει αποτελεσματικά την τάξη με σχετικώς ήπια μέσα, αποφεύγοντας όσο μπορεί την αιματοχυσία, κάτι που αναγνωρίζει ο Ιώσηπος.

            Αλλά εκεί που υπάρχει η μεγαλύτερη διχογνωμία είναι το θέμα του Ιησού και ο χειρισμός του από τον Πιλάτο.
            Για το θέμα αυτό υπάρχουν τρεις εκδοχές:
            Η πρώτη εκδοχή υποστηρίζεται από τους Εβραίους συγγραφείς και βασίζεται στην αλληλογραφία του Πιλάτου με τον Σενέκα, την οποία αναγνωρίζουν ως έγκυρη. Κατ’ αυτήν ο Πιλάτος μεθόδευσε ο ίδιος την σύλληψη και την εκτέλεση τόσον του Ιωάννη του Βαπτιστή, όσον και του Ιησού, αλλά με πονηρή μαεστρία κατάφερε να χρεωθούν οι Εβραίοι τις πράξεις αυτές. Τα στοιχεία αυτά όπως και η αυθεντικότητα των επιστολών αμφισβητούνται από τους Χριστιανούς μελετητές.
Η δεύτερη εκδοχή υποστηρίζεται από τους Χριστιανούς. Κατ’ αυτήν ο Πιλάτος δεν ανακατεύτηκε ποτέ στο θέμα του Ιωάννη του Βαπτιστή γιατί η σύλληψη και εκτέλεσή του έγινε από τον αυτόνομο Βασιλιά Ηρώδη, ο οποίος δεν υπαγόταν στην εξουσία της Ρώμης. Όσον αφορά τον Ιησού ο Πιλάτος, λένε οι Χριστιανοί, είχε πειστεί για την αθωότητα του Ιησού, έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τον ελευθερώσει, αλλά εν τέλει αναγκάστηκε να τον εκτελέσει διότι τον εξεβίασαν οι Αρχιερείς. Τα Ευαγγέλια, τα οποία αναφέρουν το γεγονός, αμφισβητούνται από τους Εβραίους μελετητές οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι Χριστιανοί, δια των ευαγγελιστών, ηθέλησαν να απαμβλύνουν την ευθύνη της Ρώμης ώστε να μην είναι εχθρικώς διακείμενη κατά την προσπάθεια διαδόσεως του Χριστιανισμού, γεγονός μάλλον απίστευτο!
Η τρίτη εκδοχή προκύπτει από την σύνθεση των παραπάνω δύο και θα φανεί κατά την εξέταση των εκδοχών αυτών.
Για να βγάλουμε όμως τα κατάλληλα συμπεράσματα πρέπει να βρεθούμε νοερά στην Γαλιλαία και την Ιερουσαλήμ τον καιρό των γεγονότων. Στο ταξίδι μας αυτό δεν θα πρέπει να πάρουμε καμιά αποσκευή, καμιά προκαθορισμένη ιδέα ή πίστη ή συμπάθεια ή αντιπάθεια. Και το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε τι αντιπροσώπευε ο Ιησούς ο Ναζωραίος για τον Εβραϊκό λαό, τους Αρχιερείς και τον Πιλάτο.
Η Εβραϊκή Θρησκεία ήταν και είναι μια απολύτως Θεοκεντρική Θρησκεία και, την στιγμή της εμφανίσεως του Ιησού, λέγεται ότι είχε ήδη μιαν ιστορία 1200 ετών. Λόγω της μυστηριακής φύσεως της Θρησκείας αυτής, αλλά και της ψυχολογικής τάσεως των Εβραίων προς την Μεταφυσική, στα χρόνια αυτά είχαν παρουσιαστεί εκατοντάδες Προφήτες και κάθε ημέρα παρουσιάζοντο νέοι οι οποίοι, εκτός από τις προφητείες, έδιναν και διαφορετικές αιρετικές ερμηνείες τόσον στις προηγούμενες προφητείες, όσον και στην Παλαιά Διαθήκη.
Μια βασική λοιπόν αποστολή των Εβραίων Αρχιερέων, Γραμματέων και Νομομαθών, οι οποίοι ανήκαν στην άρχουσα τάξη των Σαδδουκαίων και Φαρισαίων, ήταν να προλαμβάνουν ώστε να μη δημιουργηθεί χάος και να «καυτηριάζουν», τρόπον τινά εν τη γενέσει τους, τα προβλήματα και τους υπαίτιους δημιουργούς των προβλημάτων.
Αυτή η τακτική της δυναμικής άμυνας των επισήμων Θρησκειών κατά παντός αιρετικού δεν πρέπει να μας ξενίζει γιατί και στην άκρως φιλελεύθερη Αθήνα του Χρυσού Αιώνα, όπου όμως η θρησκεία του Δωδεκαθέου ήταν επίσημη θρησκεία του Δήμου, υπήρξαν φοβερές διώξεις για θρησκευτικά θέματα. Υπενθυμίζω ότι ο Σωκράτης καταδικάστηκε διότι θεωρήθηκε πως διδάσκει την ανυπαρξία του καθιερωμένου Δωδεκαθέου εισάγοντας «καινά δαιμόνια», δηλαδή την ύπαρξη ενός και μόνου Θεού ο οποίος βρίσκεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και ταυτίζεται με την συνείδησή του. Τον ίδιο κίνδυνο καταδίκης διέτρεξε και ο Αισχύλος για την Τραγωδία «Προμηθεύς Δεσμώτης» όταν προέβλεψε την πτώση του Δωδεκαθέου. Επίσης ο Αριστοτέλης για τον «Παιάνα» όταν θεωρήθηκε ότι απέδιδε θεϊκές τιμές σε θνητό, ο Αναξαγόρας γιατί θεώρησε τον «Νου» ως ανώτατη θεότητα, ο Πρωταγόρας γιατί πρέσβευε τον Αγνωστικισμό («για τους θεούς δεν έχω ιδέα, ούτε αν υπάρχουν, ούτε αν δεν υπάρχουν»), και τα συγγράμματά του ρίχτηκαν στην πυρά. Αλλά και ο Πυθαγόρας καταδικάστηκε σε θάνατο, όπως και ο Διαγόρας για τις ριζοσπαστικές διδασκαλίες του. Ο κατ’ εξοχήν μονοθεϊστής Ξενοφάνης την γλίτωσε γιατί δεν δίδαξε στην Αθήνα.
Η εποχή του «Διαφωτισμού» η οποία άρχισε στην Αθήνα περίπου το 432-430 πΧ. και κράτησε περίπου τριάντα χρόνια, κατά τη διάρκεια της οποίας η πίστη στο «Υπερφυσικό» άρχισε να τίθεται υπό αμφισβήτηση από τους Σοφιστές και Φιλοσόφους, αμαυρώθηκε από μια σειρά δικών με κατηγορία την «αιρετική διδασκαλία», στις οποίες δίκες παραπέμφθηκαν όλοι οι ανωτέρω επώνυμοι, αλλά και πολλοί άλλοι μη διάσημοι των οποίων τα ονόματα δεν διασώθηκαν, με αποτέλεσμα η εποχή του Διαφωτισμού να αποκληθεί από τους μελετητές και ως εποχή των «Διώξεων». Από τους ανωτέρω επώνυμους κατηγορούμενους –πλήν του Αριστοτέλη ο οποίος αυτοεξορίσθηκε και του Ευριπίδη στον οποίο επεβλήθη, επιεικώς, μόνο πρόστιμο- οι περισσότεροι καταδικάστηκαν και, ή εξορίστηκαν, ή δραπέτευσαν για να αποφύγουν την εκτέλεση, με εξαίρεση τον Σωκράτη ο οποίος επέλεξε το κώνειο.
Όταν λοιπόν εμφανίστηκε στην Γαλιλαία εντελώς ξαφνικά ο Ιησούς ο Ναζωραίος που ήταν ένας άγνωστος άνθρωπος του Λαού, γόνος μιας άσημης οικογένειας ενός μικρού χωριού και μάλιστα της εξελληνισμένης Γαλιλαίας,[3] ο οποίος μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να δημιουργήσει μυστήριο περί την ταυτότητά του, θεωρήθηκε σαν ένας ακόμη αιρετικός, και μάλιστα βλάσφημος καθόσον δεν εμφανιζόταν απλώς ως Προφήτης, άλλα είχε την τόλμη να υποστηρίζει ότι ήταν ο Υιός του Θεού! Ο Ιώσηπος, στο βιβλίο του «Εβραϊκή Αρχαιότητα» σε εκείνο που αποκαλείται στους θεολογικούς κύκλους Testimonium Flavianum περιγράφει ως εξής τον Ιησού:
«Τον καιρό εκείνο παρουσιάστηκε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος (μάγος). Ήταν κάποιος ο οποίος έκανε εκπληκτικές πράξεις, ένας διδάσκαλος που δίδασκε στους ανθρώπους την αλήθεια. Και απέκτησε πολλούς οπαδούς τόσο μεταξύ των Ιουδαίων, όσον και μεταξύ των Ελληνικής καταγωγής κατοίκων. Και όταν ο Πιλάτος, εξ αιτίας κατηγορίας η οποία διατυπώθηκε από τους άρχοντες (Αρχιερείς), τον καταδίκασε να σταυρωθεί, εκείνοι οι οποίοι τον είχαν αγαπήσει όσο ζούσε, δεν σταμάτησαν να τον αγαπούν διότι εμφανίστηκε εις αυτούς την τρίτη ημέρα πάλι ζωντανός όπως είχαν προείπει οι θείοι προφήτες μαζί με πολλά άλλα θαυμάσια περί αυτού. Και μέχρι αυτήν την ημέρα η ομάδα των Χριστιανών που ονομάστηκαν από αυτόν έτσι, εξακολουθεί να υπάρχει».[4]
            Όπως βλέπουμε ο Ιώσηπος αντιμετωπίζει τον Ιησού με αξιοσημείωτη αντικειμενικότητα. Ταυτοχρόνως είναι χαρακτηριστικό το ότι δεν αναφέρει την αιτία της καταδίκης του, αλλά μόνον ότι κατηγορήθηκε από τους Αρχιερείς (™nde…xei tîn prètwn ¢ndrîn par' ¹m‹n). Από το σημείο αυτό φρονώ ότι προκύπτει αβιάστως το συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας δεν θεωρεί ότι ο Ιησούς ήταν ένοχος οποιουδήποτε συγκεκριμένου αδικήματος, αλλά ότι η καταδίκη του ήταν αποτέλεσμα της κατηγορίας των Αρχιερέων. Τέλος ο Ιώσηπος συμπλέει με τα Ευαγγέλια διότι δέχεται ότι ο Πιλάτος καταδίκασε τον Ιησού με βάση την κατηγορία των Αρχιερέων και όχι με δική του γνώση των γεγονότων. Συνεπώς όταν περιγράφει τον Ιησού ως «σοφό άνθρωπο», χρησιμοποιώντας έκφραση η οποία ισοδυναμούσε με «μάγο», μάλλον απεικονίζει με αντικειμενικότητα την κοινή αντίληψη.
Αλλά και ο Ματθαίος στους στίχους 27-30 του Ευαγγελίου του περιγράφει αδρά την σύγχυση η οποία επικρατούσε σχετικά με τον Ιησού:
«Και ηρώτα ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού και τους έλεγε: Τι λέγουν δι εμέ οι άνθρωποι και ποίος φρονούν ότι είμαι; Οι μαθηταί δε απεκρίθησαν: Λέγουν ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, και άλλοι λέγουν ότι είσαι ο Ηλίας, άλλοι δε σε θεωρούν ως ένα από τους προφήτας. Και αυτός του είπε: Σείς δε ποίος λέγετε ότι είμαι;. Απεκρίθη δε ο Πέτρος και του είπε: Συ είσαι ο Χριστός τον οποίο προανήγγειλαν οι προφήται. Και ο Ιησούς παρήγγειλε εις τους μαθητάς με αυστηρότητα να μην λέγουν εις κανένα ποίος είναι».

Εδώ θα πρέπει να ανοίξω μια παρένθεση σχετικά με την σημασία των ονομάτων και επιθέτων. Το κατά κόσμον όνομα του εξανθρωπισθέντος Λόγου του Θεού ήταν «Εμμανουήλ» (Η Παρθένος έτεκεν υιόν τον Εμμανουήλ). Εμμανουήλ στα Εβραϊκά σημαίνει «μεθ’ ημών ο Θεός» και χρησιμοποιήθηκε από τον Προφήτη Ηλία για να προσαγορευθεί ο αναμενόμενος Μεσσίας. Το «Ιησούς» είναι ανθρώπινο όνομα και στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «ο Κύριος σώζει». Το «Χριστός» προέρχεται από το Ομηρικό ρήμα «χρίω» το οποίο σημαίνει αλείφω αλλά και απονέμω. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί εννοιολογική απόδοση του Εβραϊκού Μασιάχ ή του Αραμαϊκού Μεσιχά και χαρακτηρίζει τον Ιησού ως «κεχρισμένον από τον Θεόν με Πνεύμα», ως Θεόπεμπτο Σωτήρα. Ο συνδυασμός του Εμμανουήλ με το Ιησούς και το Χριστός μας δίδει την έννοια του «Μεσσία».
Έτσι το σύνολο του ονόματος «Ιησούς Χριστός» αποτελεί την ταυτότητα του «Λόγου», του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος όπως ενανθρωπίστηκε.
Ως «Ιησούς» ανήκει σε μία εποχή, ενώ ως «Χριστός/Μεσσίας» ανήκει διαχρονικά σε όλες της εποχές. Ο Μεσσίας τέλος, κατά την Εβραϊκή θρησκευτική μυθολογία/παράδοση, ήταν ο «Λυτρωτής» του οποίου η έλευση αναγγέλθηκε από το λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιον» της Γενέσεως. Ο Μεσσίας θα ήταν ταυτοχρόνως Βασιλεύς και Αρχιερεύς του Ισραήλ ο οποίος θα λύτρωνε τους πιστούς από την Κατάρα των Πρωτοπλάστων.
‘Όμως την εποχή της εμφανίσεως του Ιησού ο ρόλος του αναμενόμενου Μεσσία είχε διαφοροποιηθεί. Από τον Λαό εθεωρείτο ότι ο Μεσσίας θα είναι όχι μόνον θρησκευτικός, αλλά και κοσμικός-στρατιωτικός ηγέτης, ένας Άνθρωπος-Βασιλιάς ο οποίος θα κήρυττε και θα ηγείτο αιματηρής επαναστάσεως η οποία θα λύτρωνε το Ισραήλ όχι μόνον Ηθικώς, από την Προγονική Κατάρα, αλλά και Πολιτικώς, από τον ζυγό των Ρωμαίων. Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι αποκαλούσαν τον Ιησού «Βασιλέα» αναφέροντο σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητα του Μεσσία.
 Στην παραπάνω παρεξήγηση του ρόλου του Μεσσία οφείλεται, κατά την άποψη ορισμένων ερευνητών, και η προδοσία του Ιούδα. Ο Ιούδας, κατ’ αυτούς, ήταν ένας Εθνικιστής πατριώτης ο οποίος είχε θεωρήσει τον Ιησού ως Μεσσία-απελευθερωτή. Μετά την θριαμβευτική είσοδό του στην Ιερουσαλήμ περίμενε ότι θα κήρυττε την Επανάσταση. Όταν τον είδε να εφησυχάζει, θεώρησε την στάση του ως δισταγμό και πρόδωσε το κρησφύγετό του για να τον αναγκάσει να εκδηλωθεί, ή τους πιστούς του να δράσουν. Ενήργησε δηλαδή σαν «αγκιτάτορας-προβοκάτορας». Όταν κατάλαβε το λάθος του, «απελθών απήγξατο», πρωτίστως από απογοήτευση και δευτερευόντως από τύψεις.
            Έχοντας λοιπόν υπόψη την σύγχυση σχετικά με το πρόσωπο και την ιδιότητα του Ιησού, είναι απολύτως κατανοητό ότι οι Αρχιερείς και οι Πρεσβύτεροι ανησύχησαν από την εμφάνισή του και ασχολήθηκαν με σοβαρότητα μαζί του. Μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι είχαν καθήκον να το κάνουν, και το έκαναν με την μεγαλύτερη δυνατή σοβαρότητα. Έστειλαν τους πλέον αρμόδιους παρατηρητές, Γραμματείς, Νομοδιδασκάλους, ακόμη και μέλη της Συνόδου να τον συναντήσουν και να συζητήσουν πολλές φορές τις ιδέες του. Και το αποτέλεσμα ήταν επίσης φυσικό. Τον χαρακτήρισαν όλοι –πλην του Νικοδήμου-
·        ως αναρχικό/ταραχοποιό διότι συνήγειρε τα πλήθη εναντίον των Αρχιερέων και των Πρεσβυτέρων,
·        ως αιρετικό διότι δίδασκε την ύπαρξη ενός Θεού εντελώς διαφορετικού από τον Γιαχβέ. Ενός Θεού ο οποίος επιθυμούσε να τον προσαγορεύουν «πατέρα» (κάτι αδιανόητο για την Εβραϊκή θρησκευτική νοοτροπία όπου ο Γιαχβέ ήταν Δυνάστης και ο άνθρωπος «δούλος θεού»),
·        ο οποίος προσέφερε και επιζητούσε Αγάπη (ενώ ο Γιαχβέ σεβασμό και φόβο), θεωρούσε όλους τους ανθρώπους «τέκνα Του» και όχι μόνον τους περιούσιους Εβραίους και ο οποίος συγχωρούσε εβδομηκοντάκις επτά φορές (ενώ ο Γιαχβέ ουδέποτε) και,
·        το σοβαρότερο –το οποίο εθεωρείτο σχεδόν αδιανόητο και οπωσδήποτε απολύτως απαράδεκτο ως αβυσσαλέα βλάσφημο- διότι ισχυριζόταν ότι ήταν Υιός του Θεού.
Αποφάσισαν λοιπόν ότι έπρεπε να δράσουν εναντίον του.

Στο σημείο αυτό υπάρχει ένα μυστήριο: Γιατί δεν στράφηκαν εναντίον και των Μαθητών του Ιησού οι οποίοι θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για βαρύτατα αδικήματα; Είτε ότι είχαν συστήσει με τον Ιησού συμμορία με σκοπό την ανατροπή του θρησκευτικού και πολιτικού κατεστημένου είτε, τουλάχιστον, ότι ήταν ένοχοι αιρετικής διδασκαλίας και διασποράς ειδήσεων ικανών να διασαλεύσουν την τάξη. Προφανώς όμως οι Αρχιερείς δεν πίστεψαν ούτε οι ίδιοι ότι ο Ιησούς ήταν ένας πολιτικός Μεσσίας, αλλά ότι ήταν ένας αποπροσανατολισμένος και επικίνδυνος αιρετικός. Συνεπώς δεν έδωσαν σημασία στους ολιγάριθμους μαθητές του. Ευτυχώς διότι εάν είχαν συλληφθεί και εκτελεσθεί μαζί με τον Ιησού, τότε ο Χριστιανισμός θα είχε κινδυνεύσει να χαθεί εν τη γενέσει του).

            Εκτός όμως από τους Σανχεντρίν, υποχρεωμένος να ασχοληθεί με το θέμα του Ιησού ήταν και ο Πιλάτος διότι, όπως είπαμε, κύριο καθήκον του ήταν η διατήρηση της Ευταξίας.
Τα Ευαγγέλια στο σημείο αυτό εμφανίζουν κάτι το παράξενο το οποίο εγγίζει τα όρια του απιστεύτου! Παρουσιάζουν τον Πιλάτο να έχει τελεία άγνοια της υπάρξεως του Ιησού, να αγνοεί την δράση του και να ειδοποιείται από τους Αρχιερείς ότι κάποιος άγνωστος «περιπατεί εις την πόλιν». Μάλιστα εμφανίζεται ο Πιλάτος να προσπαθεί να πληροφορηθεί τις απόψεις του Ιησού από τον ίδιο τον Ιησού, όταν τον ανέκρινε στο Πραιτόριο. Αλλά κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο! Ο Ιησούς περιόδευε την Ιουδαία ήδη σχεδόν ένα χρόνο, είχε δημιουργήσει αίσθηση με τα θαύματα και την διδασκαλία του, και η θριαμβευτική είσοδός του στην Ιερουσαλήμ ήταν γεγονός που δεν μπορούσε να είχε περάσει απαρατήρητο από τον Ηγεμόνα ο οποίος διέθετε ένα πλούσιο δίκτυο πληροφοριοδοτών. Συνεπώς, ακόμη και εάν δεν υπήρχαν τα υπόλοιπα ιστορικά στοιχεία, και κυρίως οι Επιστολές του Πιλάτου προς τον Σενέκα οι οποίες αναφέρουν ότι ο Πιλάτος παρακολουθούσε τον Ιησού από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεώς του, πάλι αυτή η δήθεν άγνοια του Πιλάτου θα πρέπει να μας γεννήσει απορίες.
Ο Πιλάτος λοιπόν ήδη στην 12η επιστολή του προς τον Σενέκα αναφέρει ότι «Την περασμένη εβδομάδα πληροφορήθηκα ότι κάποιος Ιωάννης έχει εμφανιστεί στην έρημο νοτίως της Ιερουσαλήμ, προκαλεί αναστάτωση και ενδεχομένως να εξελιχθεί σε πρόβλημα. Έστειλα τον ακόλουθό μου Ιωσήφ να συγκεντρώσει πληροφορίες». Στην 14η επιστολή του αναφέρει ότι ο Ιωσήφ επέστρεψε και τον πληροφορεί ότι η διδασκαλία του Ιωάννη προκαλούσε ενδιαφέρον και κοσμοσυρροή αλλά ήδη είχε προσελκύσει τους κατασκόπους του Ηρώδη Αντύπα γιατί ο Ιωάννης σκόπευε να διαβεί τον Ιορδάνη και να εισέλθει στην επικράτεια του Ηρώδη. Ο Πιλάτος ρώτησε τον κατάσκοπό του εάν ο Ιωάννης παρουσιάζεται ως ηγέτης επαναστάσεως ή ως Μεσσίας, και ο Ιωσήφ του είπε ότι ο Ιωάννης προφητεύει την επικείμενη εμφάνιση του Μεσσία, κάτι το οποίο έκανε τον Πιλάτο να ανησυχήσει. «Είναι, όπως θα συμφωνήσεις αγαπητέ Σενέκα, αδύνατον τέτοιες ιδέες να αφεθούν να κυκλοφορήσουν με ευρύτητα. Απ’ όσο φαίνεται θα αναγκαστώ να λάβω μέτρα».
Στο θέμα του Ιωάννη επανέρχεται ο Πιλάτος στην 19η επιστολή του και εκφράζει την λύπη του γιατί ο Ιωάννης «μου ξέφυγε περνώντας στην επικράτεια του Ηρώδη» και στην 22α επιστολή του αναφέρει ότι ο Ηρώδης εξετέλεσε τον Ιωάννη και, ναι μεν απάλλαξε τον Πιλάτο από ένα πρόβλημα, «αλλά μου στέρησε την ευκαιρία να το κάνω εγώ και να δείξω την ισχύ της Ρώμης». Στην ίδια επιστολή του πληροφορεί τον Σενέκα ότι «ένας νέος αγκιτάτορας εμφανίστηκε στην Γαλιλαία ονομαζόμενος Ιησούς, ο οποίος αμφισβητεί τον Μωσαϊκό Νόμο» και ότι ειδοποίησε τον Καϊάφα να τον παρακολουθεί και να τον ενημερώνει.
Ενδιαφέρουσα είναι η 26η επιστολή του στην οποία αναφέρει ότι η σύζυγός του Πρόκλα, σ’ ένα ταξίδι της, συνάντησε τον Ιησού, γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του και έμεινε έκπληκτη διότι, ενώ πολλές εκατοντάδες πιστών τον επευφημούσαν και τον ονόμαζαν «Βασιλέα των Ιουδαίων» αυτός φαινόταν αμήχανος και τους επιτιμούσε αρνούμενος τον τίτλο. «Είδα τον Ιησού καθαρά» του έγραφε η Πρόκλα. «Είναι ένας παράξενος άνθρωπος, αδύνατος και νευρώδης, σαν να καίγεται εσωτερικά από το ίδιο του το πάθος. Όταν παρατηρείς το πρόσωπό του και τον ακούς να ομιλεί εντυπωσιάζεσαι γιατί είναι γεμάτος αυτοπεποίθηση, φλόγα και δύναμη».
Αλλά και ο ακόλουθος του Πιλάτου, ο εξελληνισμένος Ιουδαίος Αλέξανδρος, ανέφερε ότι «Ολόκληρη η Γαλιλαία θα εξεγειρόταν με μια λέξη του Ιησού, αλλά αυτός δεν φαίνεται διατεθειμένος να πει την λέξη αυτή. Έτσι οι ακροατές του ταυτοχρόνως ελκύονται αλλά και απορούν. Το πλήθος που τον ακούει είναι σαν πηλός στα χέρια του. Θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, αλλά αυτός προσπαθεί να τους πείσει να είναι πράοι, καρτερικοί και ολιγαρκείς, κάτι τελείως αδύνατο για ένα Εβραίο».
Και ο Πιλάτος καταλήγει λέγοντας στον Σενέκα: «Βλέπεις φίλε μου, ένας νέος λαϊκός ήρωας εμφανίστηκε για να με κάνει να ανησυχώ. Βέβαια, «βασιλέα» τον αποκαλούν οι άλλοι και αυτός το αρνείται. Αλλά για πόσο καιρό θα το αρνείται; Και τί σημασία έχει η άρνησή του για τον Ηγεμόνα που είναι υποχρεωμένος να φροντίζει την ευταξία, με πρόβλεψη καλλίτερα και όχι με των υστέρων καταστολή; Όταν είναι πλέον νεκρός ας τον αποκαλέσουν όπως θέλουν».
Ακολούθως, στις επόμενες επιστολές του περιγράφει στον Σενέκα την επίθεση του Ιησού κατά των Γραμματέων και Φαρισαίων, την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ, το επεισόδιο στον Ναό με τους αργυραμοιβούς και εμπόρους, και τις πιέσεις των Αρχιερέων να συλλάβει η Ρωμαϊκή φρουρά τον Ιησού και να τον θανατώσει. Και στην 30η επιστολή του καταλήγει: «Όμως δεν είμαι τόσο βλάκας ώστε να βγάλω εγώ τα κάστανά τους από την φωτιά και να αναλάβω ένα μη αναγκαίο ρίσκο». Στην 31η επιστολή του λέγει ότι θα εξαναγκάσει τους Σανχεντρίν να δράσουν και θα προσπαθήσει να εμπλέξει τον Ηρώδη τον Αντύπα διότι η Ναζαρέτ απ’ όπου κατάγεται ο Ιησούς ανήκει στη δικαιοδοσία του Ηρώδη. «Αλλά ο Ηρώδης είναι μεγάλη αλεπού» λέγει παρακάτω «και αρνήθηκε να ανακατευτεί λέγοντας ότι ο Ιησούς κατάγεται μεν από τη Ναζαρέτ αλλά τις επικίνδυνες για την δημόσια ασφάλεια πράξεις του τις έκανε στην Γαλιλαία και την Ιουδαία, δηλαδή στην δική μου περιοχή ευθύνης».
Κατόπιν, στις επόμενες επιστολές του 32α και 33η περιγράφει την σύλληψη του Ιησού, την ανάκριση του Ιησού από τον Άννα και τον Καϊάφα και την παραπομπή του Ιησού ενώπιόν του για κρίση βάσει Κατηγορητηρίου που είχε συνταγεί από τους Αρχιερείς. Περιγράφει επίσης την ανάκριση την οποία έκανε προσωπικώς και δίνει έμφαση στο γεγονός ότι, όταν ρώτησε τον Ιησού εάν είναι Μεσσίας, αυτός αποκρίθηκε «αυτοί το λένε» εννοώντας ότι ουδέποτε αυτός το ισχυρίστηκε, αλλά οι Αρχιερείς. Όταν δε τον ρώτησε αν είναι Βασιλεύς των Ιουδαίων απάντησε ότι «Συ το λέγεις» χωρίς να το αρνηθεί. Τις απαντήσεις αυτές του Ιησού τις θεωρεί υπεκφυγές και εξάγει το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς δεν μπορούσε να απαντήσει αρνητικά γιατί οι εναντίον του κατηγορίες ήταν ξεκάθαρα θεμελιωμένες. Τέλος θριαμβολογεί διότι κατάφερε τα εξής:
·        Να εμφανιστεί ότι αρνείται την καταδίκη και ότι υποκύπτει μόνον κατόπιν πιέσεως των Αρχιερέων ώστε να μη χρεωθεί η Ρώμη την εκτέλεση.
·        Να καταστρέψει εντελώς την εικόνα του Μεσσία με την δημόσια μαστίγωση του Ιησού, ώστε οι τυχόν εναπομείναντες οπαδοί να αποκαρδιωθούν βλέποντας τον υποτιθέμενο πανίσχυρο Μεσσία να εξευτελίζεται χωρίς αντίδραση, και
·        Να θέσει επί του σταυρού την επιγραφή «Βασιλεύς Ιουδαίων» παρά την αντίδραση των Αρχιερέων που δεν ήθελαν να τεθεί μια τέτοια επιγραφή για λόγους σκοπιμότητας, και να αρνηθεί να την αλλάξει λέγοντας το περίφημο «ό γέγραφα, γέγραφα».
Και οι επιστολές του Πιλάτου καταλήγουν ως εξής: «Αλλά πολύ ασχολήθηκα με τον Ιησού στις επιστολές μου, αγαπητέ Σενέκα, και θα σε έχω κουράσει. Το θέμα ούτως ή άλλως έκλεισε οριστικά. Άλλωστε τι σημασία έχει αν ήταν αθώος ή ένοχος; Απλώς είναι ένας Εβραίος λιγότερος».

Εδώ θα πρέπει να ανοίξω μια δεύτερη παρένθεση. Οι μετέπειτα διωγμοί των Χριστιανών βασίστηκαν στην ίδια αιτιολογία. Δεν έγιναν για λόγους θρησκευτικούς. Στην Ρώμη επικρατούσε μια απόλυτη αλλά και ιδιότυπη ανεξιθρησκία. Καθένας ήταν ελεύθερος να λατρεύει όποια θεότητα ήθελε ή να είναι άθεος, υπό τον όρο ότι θα θεωρούσε τον εκάστοτε Αυτοκράτορα ως θεό ή «ελέω θεού» κυβερνήτη και θα θυσίαζε Τιμής ένεκεν. Επειδή οι Χριστιανοί δεν δέχονταν να αποτίσουν θεϊκές τιμές στον Αυτοκράτορα, η πράξη τους θεωρείτο είτε εξύβριση Αρχής, είτε αναρχική συμπεριφορά και η δίωξή τους γινόταν για Πολιτικό αδίκημα και όχι για Θρησκευτικό.

Αυτή η κυνική και άκρως περιληπτική εξιστόρηση των πεπραγμένων από τον Πιλάτο στις επιστολές του έρχεται σε τελεία αντίθεση με την γεμάτη πάθος εξιστόρηση των Ευαγγελίων τα οποία, στην συγκεκριμένη περίπτωση της δίκης του Ιησού, θυμίζουν «στενογραφημένα πρακτικά». Αν μάλιστα συνδυαστεί η εξιστόρηση των τεσσάρων Ευαγγελίων με τη διήγηση του Νικοδήμου και τις άλλες πηγές που ανέφερα στην αρχή της Μελέτης μου, τότε τα γεγονότα εμφανίζονται συναρπαστικά. Με εργώδη προσπάθεια ανασυνέστησα, στιγμήν προς στιγμήν, το σενάριο του Θείου Δράματος, το οποίο ουδόλως συνάδει προς την προσωπικότητα και τα έργα του Ποντίου Πιλάτου, όπως τον γνωρίσαμε ως τώρα.
Κατά τις Χριστιανικές πηγές λοιπόν τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής:
Πριν ακόμη οδηγήσουν τον Ιησού στον Πιλάτο οι Εβραίοι επεδίωξαν με διαφόρους Ιερείς τους (Λευί, Νεφθαλείμ κ.α.) να επηρεάσουν τον Ηγεμόνα ψυχολογικά κατηγορώντας τον Χριστό. Οι εκπρόσωποι του Εβραϊκού Ιερατείου επισκέφθηκαν τον Πιλάτο και του κατήγγειλαν ότι κάποιος άνθρωπος «περιπατεί έν τη πόλει ταύτη» και ονομάζει τον εαυτό του υιόν του θεού και βασιλέα. Κατήγγειλαν επίσης ότι τον βρήκαν «διαστρέφοντα το έθος και κωλύοντα Καίσαρα φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι». Δηλαδή στην κατηγορία περί θρησκευτικής βλασφημίας προσέθεσαν και πολιτικό και οικονομικό έγκλημα στις πράξεις του Ιησού. Το «υιόν του Θεού» εντυπωσίασε τον προληπτικό Πιλάτο και ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του μας λέγει ότι «μάλλον εφοβήθη». Κατήγγειλαν επίσης ότι επί πλέον «καταλύει τα Σάββατα» δηλαδή την Εβραϊκή θρησκευτική απαγόρευση ενασχολήσεως με οτιδήποτε πλην προσευχής («σάββατα κυρίω τω θεώ σου»). Ο Πιλάτος ζήτησε πληροφορίες και έλαβε την απάντηση ότι «τους ασθενείς ιατρεύει έν σαββάτω». Τότε ο Πιλάτος παρατήρησε ότι, εάν θεραπεύει ασθενείς, ουδέν κακόν ποιεί. Ναι, συμφωνούν οι Εβραίοι, αν θεράπευε «καλώς» τους άρρώστους, μικρόν θα ήταν το κακόν, άλλα τους θεραπεύει μεταχειριζόμενος μαγείας και επικαλούμενος δαίμονας. Ο Πιλάτος δεν πείθεται. «Το ιατρεύειν άρρωστον», τους λέγει, «διαβολικόν έργον ούκ έστίν, άλλα χάρισμα Θεού» και απορρίπτει την κατηγορία. Ωστόσο παρέμεναν οι κατηγορίες, ότι ο Χριστός ονόμαζε εαυτόν υιόν Θεού και Βασιλέα.
Το «υιόν του Θεού» εξ ίσου δεν ενδιέφερε τον Πιλάτο. Πάντως και εδώ αποστόμωσε τους Ιουδαίους. Κάποιος υπηρέτης του είπε ότι οι «εν τη Ιερουσαλήμ παροικούντες», μόλις προ ολίγου, είχαν υποδεχθεί τον Ιησού με κλάδους και έστρωναν τα ιμάτιά των στην οδό, από όπου διερχόταν «καθήμενος επί πώλου όνου» εν μέσω του πλήθους των Ιουδαίων, που κραύγαζαν « Ωσαννά». Μόλις άκουσαν οι παριστάμενοι Εβραίοι τον υπηρέτη να διηγείται την υποδοχή του Χριστού, τον διέκοψαν. «Συ, που είσαι Ρωμαίος, του είπαν, πως κατενόησες τα λεγόμενα παρά των Εβραίων;». «Ερώτησα έναν Ιουδαίο, και μου εξήγησε τι έλεγαν», αποκρίθηκε ο υπηρέτης. Τότε επεμβαίνει ο Πιλάτος: «Τι σημαίνει "Ωσαννά";» ερωτά. «Σώσον ημάς, Κύριε», ερμηνεύουν οι ιερείς. «Αφού λοιπόν παραδέχεσθε ότι ονομάζατε τον Χριστό «σωτήρα», πως έρχεσθε τώρα και τον κατηγορείτε»; Τότε οι ιερείς έμειναν άφωνοι: «έσιώπησαν οι Ιουδαίοι και ούδέν είχον άντειπείν».
Στη συνέχεια άρχισαν να ψεύδονται κατά του Ιησού. Συκοφαντούσαν τη μητέρα του λέγοντας ότι ο Ιησούς ήταν «εξ αμαρτίας γεγενημένος». Αιφνιδίως ο Πιλάτος σηκώνεται και κραυγάζει: «ψεύδεσθε υμείς». Παρουσιάζεται να έχει σχηματίσει την πεποίθηση ότι «τον άνθρωπον αυτόν φαίνεται ότι από φθόνου και μανίας θέλουσιν οι Ιουδαίοι ίνα φονεύσωσιν αυτόν». Αποφασίζει να μη συνεργήσει στο έγκλημα, που του ζητούν να διαπράξει. Εξέρχεται του Πραιτορίου «μετά οργής και θυμού» και αποτεινόμενος προς τον Άννα, τον Καϊάφα και τον εβραϊκό όχλο επικαλείται τον Θεό "Ήλιο. «Μάρτυρα έχω τον "Ήλιον, ότι ουδέν πταίσμα ευρίσκω εις τούτον τον άνθρωπον», δηλώνει χωρίς δισταγμό. Οι Ιουδαίοι από κάτω ωρύονται. Αν δεν ήτο «γόης και μάγος και βλάσφημος, δεν θα τον φέρναμε προς εσέ», του φωνάζουν. Εκνευρισμένος ο Πιλάτος τους προτείνει: « Ανακρίνατε εσείς τον Ιησού και εφαρμόσατε επ’αυτού τον νόμο σας». «Ο νόμος μας», ανταπαντούν, «δεν μας παραχωρεί το δικαίωμα να θανατώσωμεν». «Αν λοιπόν σεις δεν θέλετε να φονεύσετε, πολύ περισσότερο εγώ δεν θέλω να φονεύσω», λέγει ο Πιλάτος.
Το συγκεντρωμένο Εβραϊκό πλήθος εξακολουθεί να διαμαρτύρεται εναντίον του Πιλάτου. Φωνές, χειρονομίες, ύβρεις. Πρωτοστατούν ο Αρχιερεύς Iωσήφ Καϊάφας και ο βαθύπλουτος πενθερός του -πρώην Αρχιερεύς- Άννας (το ορθόν Χαννά). Η Ρωμαϊκή Φρουρά τους συγκρατεί μετά βίας. Θέλουν να σκοτώσουν τον Ιησού, άλλα την ευθύνη να την έχει ο Πιλάτος. Εγκαταλείπουν λοιπόν τις θρησκευτικές αιτιάσεις και προσφεύγουν στις πολιτικές. Ρίπτουν όλο το βάρος στην κατηγορία ότι ο Ιησούς υποστηρίζει πως είναι Βασιλεύς των Ιουδαίων. Τώρα ο Πιλάτος δεν μπορεί να αδιαφορήσει. Επιστρέφει στο Πραιτώριο, πλησιάζει τον Χριστό και τον ερωτά «Είπέ μοι, σύ εί ο βασιλεύς τών ίουδαίων;» «Εσύ με ρωτάς», του λέγει ο Χριστός, «ή οί Εβραίοι σου είπαν να με ρωτήσεις;» Ο Πιλάτος δεν έχει διάθεση για συζήτηση. «Ξέρεις», λέγει στον Χριστό, «ότι ο Λαός σου και οί Αρχιερείς σε παρέδωσαν εις τας χείρας μου. Είπέ μου λοιπόν, αν υποστηρίζεις, ότι είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» Η συνομιλία γίνεται κατά πρόσωπον και στα Ελληνικά, «ενώπιος ενωπίω». Ο Χριστός αποκρίνεται: «ή βασιλεία ή έμή ούκ έστιν εv τω κόσμω τούτω. Αν ή βασιλεία μου άνηκε σ’ αυτόν τον κόσμο, θα είχα στρατιώτες να με υπερασπίσουν». «Είσαι βασιλεύς;» επιμένει ο Πιλατος. «Σύ είπας», άποκρίνεται ο Ιησοϋς. «Εγώ» συνεχίζει «εις τούτο εγεννήθην, του μαρτυρείν την άλήθειαν...». Σκεπτικός ο Πιλάτος διερωτάται: «Τί έστιν η άλήθεια»!
Χωρίς να περιμένει απάντηση βγαίνει πάλι έξω και απευθύνεται προς το πλήθος: «Εγώ ουδέν ευρίσκω πταίσμα εις τούτον τον άνθρωπον». Οι Ιουδαίοι τότε προσθέτουν και άλλη κατηγορία, ότι ό Ιησούς είπε ότι μπορεί να γκρεμίσει τον ναό του Θεού κα! να τον οικοδομήσει εντός τριών ήμερων. «Καί ποίον ναόν είπεν ίνα καταλύση;» ερωτά ό Πιλάτος. «Τον ναόν του Σολομώντος», απαντούν οι Εβραίοι, αλλά ο Πιλάτος δεν δίνει σημασία. Τουναντίον, προειδοποιεί «μηδέν ποιήσατε κακόν εις τούτον τον άνθρωπον. Ει γαρ ποιήσετε κακόν εις τούτον, άδικα μέλλετε ποιήσειν. Ού γάρ έστιν δίκαιον άποθανείν τοιούτον άνθρωπον, όστις εποίησεv αγαθά μεγάλα προς πολλούς ανθρώπους..,».
Οι Αρχιερείς εξακολουθούν να πιέζουν τον Πιλάτο. Του επισημαίνουν ότι όποιος προσβάλλει τον Καίσαρα είναι άξιος θανάτου, πολύ δε περισσότερο όποιος προσβάλλει τον Θεό, κι ο Ιησούς προσέβαλε τον Θεό. Ο Πιλάτος αντικρούει τις αιτιάσεις των Ιουδαίων, αποδεικνύεται γνώστης της Παλαιάς Διαθήκης διότι αναφέρεται στα Προφητικά Βιβλία, τα επικαλείται και αρνείται να καταδικάσει τον Ιησού. Την απόφασή του ενισχύει και ή σύζυγός του Πρόκλη, η οποία τού έστειλε μήνυμα, πως είδε «την νύκτα φοβερούς όνείρους» και του ζητεί να μην εγκρίνει να γίνει «κακόν εις τον Ιησούν τον καλόν ανθρωπον».
Ο Πιλάτος ακολούθως διατάζει να έξέλθουν του Πραιτωρίου όλοι. Μένει μόνος με τον Ιησού και τον ερωτά:. «Τί θέλεις ποιήσαι σοι;». «όπως εστίv ωρισμένον», άπαντα ο Χριστός. «Τί είναι ορισμένο;» απορεί ο Πιλάτος. «Σταυρωθήναί με καί άναστήναι», λέγει ο Ιησούς.
Πραγματικώς ή στιχομυθία είναι συναρπαστική. Ο Πιλάτος καλεί πάλι τους Αρχιερείς: «Εάν ο Ιησούς προσέβαλε τον Θεόν σας, κρίνατέ τον εσείς σύμφωνα με τον νόμο σας». «Εμείς θέλομε να τον σταυρώσεις!» «Ούκ έστιν τούτο καλόν», λέγει ο Πιλάτος. Τότε ο Νικόδημος και μια γυναίκα ονόματι Βερενίκη ηθέλησαν να υπερασπιστούν τον Χριστό. Οι Εβραίοι τους απειλούν και τους υβρίζουν. Για την Βερενίκη μάλιστα είπαν στον Πιλάτο, να μη την λάβει υπ’όψιν, διότι «μαρτυρίαν γυναικός ο νόμος ού παραδέχεταυ». Ο Πιλάτος στρέφεται προς το πλήθος και ερωτά: «Διά τί θέλετε νά χύσητε αίμα άνθρώπου δικαίου;» Αντί απαντήσεως ο όχλος επαναλαμβάνει: «Σταύρωσον, σταύρωσον».
Στό σημείο αυτό ο Πιλάτος επιχειρεί να έκμεταλλευτεί το έθιμο, κατά το οποίο συνηθίζετο στην εβραϊκή εορτή των άζύμων να απελευθερώνεται ένας κατάδικος. Εξέρχεται για μια ακόμη φορά και αποτείνεται στους συγκεντρωμένους: «Έχω στη φυλακή "κακούργον ληστήν λεγόμενον Βαραββάν", έχω και τον Ιησού, ο οποίος "κακόν ούκ έποίησεν", Ποιόν από τους δύο θέλετε να απολύσω;» Η απάντηση ήταν: «Απόλυσον Βαραββάν», «Και τον Ιησού τί να τον κάνω;» «σταυρωθήτω»! εβόησε το πλήθος, ενώ ταυτοχρώνως μερικοί εφώναζαν ότι «αν άπολύσης τον Ιησου, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος» και «εάν ελευθερώσης αύτόν, γίνεται βασιλεύς και μέλλει λαβείν τήν βασιλείαν τού Καίσαρος»,
            Τότε «έθυμώθη ουν ο Πιλάτος» και απαντά: «πάντοτε ή γενεά ύμών ήν διαβολική καί άπιστος καί άεί προς τους εύεργέτας ύμών ήστε άντίδικοι». «Ποίοι ήσαν οι ευεργέται μας;» τον ερωτούν οι Αρχιερείς. «Πρώτον ο Θεός σας, πού, όπως λέγετε, σας ελευθέρωσε «έκ τών χειρών Φαραώ» και σας διεπέρασε από την Ερυθρά Θάλασσα και σας έδωσε τροφή, και νόμους, αλλά σείς τον απηρνήθητε και τον κατελύσατε αντί να του είσθε ευγνώμονες.». Κατόπιν τους κατηγόρησε ότι δεν αγαπούν τον Καίσαρα, αλλά τον μισούν και ότι επιβουλεύονται την βασιλεία του. Όταν τελείωσε, σηκώθηκε από τον θρόνο του «μετά θυμού, θέλων φυγείν έξ αύτών».
Εξαγριωμένοι «έκραξαν ουν οί ίουδαίοι: Ημείς τον Καίσαρα θέλομεν βασιλεύειν ήμών, ού τον Ιησούν». «Άλλωστε», συνέχισαν «εξ αίτίας του Ιησού ο Ηρώδης εφόνευσε τα βρέφη στην Βηθλεέμ». Μόλις άκουσε αυτό ο Πιλάτος, αμέσως επωφελήθηκε της ευκαιρίας. Ύψωσε το χέρι για να σιωπήσουν όλοι. «Λοιπόν αυτός είναι ο Ιησούς, τον όποίον ήθελε να φονεύσει ο Ηρώδης; Τότε τον στέλνω στον Ηρώδη, για να τον κρίνει. Άλλωστε, ως Γαλιλαίος, ανήκει στη δικαιοδοσία του Ηρώδου, που ήγεμονεύει της Γαλιλαίας.
Έτσι ο Χριστός οδηγείται στον Ηρώδη, ο οποίος, όταν τον είδε, «έχάρη μεγάλως» προς απογοήτευσιν των Εβραίων. Η φήμη του Ιησού ήταν γνωστή στον Ηρώδη, ο οποίος τον παρακαλεί να πραγματοποιήσει ένα θαύμα. Ο Χριστός δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του, ούτε και απαντά στις ερωτήσεις του, οπότε ο Ηρώδης, αφού του προσφέρει πολυτελέστατο ιμάτιο λευκό, τον στέλλει πίσω στον Πιλάτο, με την παραγγελία ότι δεν εύρε αιτία καταδίκης του Ιησού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η «λαμπρά έσθήτα", ο περίφημος «χιτών» του Ιησού που χάρισε ο Ηρώδης στον Χριστό, και δια τον οποίο «έβαλον κλήρον» οι λεγεωνάριοι, ήταν η toga candida, που φορούσαν οι υποψήφιοι συγκλητικοί της Ρώμης, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν ότι η ύφανσίς της ήταν μονοκόμματη, χωρίς ραφές.
Έτσι φθάνομε στην τελευταία φάση της τραγωδίας, η οποία είναι και ή πλέον φημισμένη.
Απηυδισμένος ο Πιλάτος διατάσσει να του φέρουν ύδωρ και, πλένοντας με αυτό τας χείρας του, λέγει: «Αθώος ειμί άπό του αίματος του καλού άνθρώπου τούτου, ύμείς όψεσθε ότι άδίκως φονεύεται, έπεί ούτε έγώ εύρον έν αυτώ αιτίαν, άλλ’ ούτε ο Ηρώδης, διά τούτο έπεμψεν αύθις τούτον προς έμέ όπισθεν...". Τότε οι Εβραίοι με φωνές μεγάλες κραύγαζαν: "Τό αίμα αύτού έφ’ ήμας καί έπί τά τέκνα ήμών"!

Στο σημείο αυτό θα σταματήσω την αναφορά μου στα πασίγνωστα άλλωστε Ευαγγέλια γιατί η συνέχεια δεν έχει πλέον ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει ο διάλογος του Πιλάτου με τον Ιησού, στον οποίο επανέρχομαι:
«Τί θέλεις ποιήσαί σοι;» τι θέλεις να κάνω μ’ εσένα, ρωτάει ο Πιλάτος.
«Να κάνης ό,τι είναι ορισμένο», άπαντα ο Χριστός «όπως εστίv ώρισμένον».
«Τί είναι ορισμένο;» απορεί ο Πιλάτος.
 «εστίν ορισμένον σταυρωθήναί με και αναστηθήναι». Είναι καθορισμένο να σταυρωθώ και να αναστηθώ!
Το νόημα γίνεται ξεκάθαρο εάν η ρήσις αυτή συνδυαστεί με τον στίχο 31 του κατά Μάρκον Ευαγγελίου κατά τον οποίο ο Ιησούς «…ήρξατο διδάσκειν τοις μαθηταίς ότι δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και (δει) αποδοκιμασθήναι… και (δει) αποκταθήναι και μετά τρεις ημέρας αναστάναι…». Δηλαδή, χρησιμοποιώντας το ρήμα «δεί» που σημαίνει «πρέπει» ή «είναι αναγκαίον να γίνει» άρχισε να λέγει στους μαθητές του (με δευτερεύουσες προτάσεις εξαρτημένες από το βασικό ρήμα «δει») ότι ο υιός του ανθρώπου, (όπως αποκαλούσε τον εαυτό του), πρέπει να υποφέρει, να πάθει πολλά, (πρέπει) να αποδοκιμασθεί και (είναι αναγκαίο) να θανατωθεί ώστε να αναστηθεί μετά τρεις ημέρες. Μάλιστα, όταν ο Πέτρος τον πήρε κατά μέρος και προσπάθησε να τον πείσει να αποφύγει τον θάνατο, ο Ιησούς τον επετίμησε σφοδρότατα λέγοντας «ύπαγε οπίσω μου σατανά ότι ού φρονείς τα του Θεού» δηλαδή «μη με βάζεις σε πειρασμό διότι εσύ δεν γνωρίζεις τα σχέδια του Θεού».
Και αυτή την άμεση πορεία του Ιησού προς τον σταυρικό θάνατο και την ανάσταση θα την συναντήσουμε να αναφέρεται, αμέσως ή εμμέσως σε πολλά σημεία των τεσσάρων Ευαγγελίων, στις προφητείες αλλά και στις επιστολές των Αποστόλων.

Ο Ιησούς, εφ’ όσον αποφάσισε να έλθει στη Γη ως τέλειος άνθρωπος, έπρεπε όχι μόνο να γεννηθεί κατά τρόπον ανθρώπινο, από μήτρα ανθρώπινη και με ανθρώπινο τοκετό, όχι μόνο να ζήσει ζωή ανθρώπου – διατρεφόμενος, κοιμούμενος και εργαζόμενος- αλλά και να αποθάνει. Να γευτεί δηλαδή όχι μόνο την Ζωή, αλλά και το εξόχως ανθρώπινο τέλος: τον Θάνατο. Ακολούθως, εφ΄όσον θα είχε πλέον απεκδυθεί δια του θανάτου της ανθρωπίνης υποστάσεως, θα ήταν πλέον δυνατό να αποκαλύψει την θεϊκή υπόσταση δια της εκ νεκρών Αναστάσεως, μιας πράξεως υπερφυσικής και υπερβατικής η οποία ήταν δυνατή μόνον δια τον θεό. Ήταν λοιπόν αναγκαίο να αποθάνει ο Ιησούς, και μάλιστα με τον εξόχως συμβολικό θάνατο δια του Σταυρού, ώστε να εμφανιστεί ότι ακόμη και την τελευταία στιγμή εναγκαλίζεται τον Κόσμο.
Ήταν επίσης αναγκαίο ο θάνατός του να λάβει τη μεγίστη δυνατή δημοσιότητα! Να συμβεί κατά τη διάρκεια της εορτής του Πάσχα στην κατάμεστη από προσκυνητές Ιερουσαλήμ οι οποίοι, επιστρέφοντας στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, θα μετέδιδαν την είδηση. Και η ανάγκη αυτή καταγράφεται ως ανάγκη μεταφυσική, ως ένα σχέδιο του υπερπέραν. Μάλιστα η άποψη αυτή ενισχύεται και από την περικοπή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου κατά την οποία, όταν ο Πιλάτος είπε στον Ιησού ότι έχει εξουσία να τον ελευθερώσει ή να τον θανατώσει, ο Ιησούς του απάντησε ότι «ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού ειμή ήν σοι δεδομένον άνωθεν» δηλαδή έχεις τόση εξουσία να καθορίσεις την τύχη μου, όση σου έχει δοθεί από τον Θεό.
Ας απομακρυνθούμε όμως λίγο από το πεδίο το Υπερφυσικό και ας σταθούμε στο Φυσικό πεδίο, στα Ανθρώπινα μέτρα. Ήταν δυνατό το δράμα του Χριστού να έχει διαφορετική εξέλιξη; Και η απάντηση είναι:
Πράγματι, ήταν δυνατόν να συμβούν με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα. Αλλά αυτό δεν θα ήταν ούτε λογικό, ούτε λυσιτελές.
Ας εξετάσουμε λοιπόν το ακόλουθο σενάριο: Ας δεχθούμε ότι ο Πιλάτος, (είτε είχε ενορχηστρώσει ο ίδιος το σχέδιο συλλήψεως και καταδίκης του Ιησού, είτε όχι), όταν βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με τον Κύριο και την εκπληκτική προσωπικότητά Του, έστω ότι κατελήφθη από δέος.
Ας θεωρήσουμε ότι ο Πιλάτος αντέστη εις την πίεση των Αρχιερέων και του όχλου, ότι αγνόησε τον εκβιασμό και ότι αθώωσε τον Ιησού.
Ποια θα ήταν η συνέπεια;
Ο Ιησούς θα καλυπτόταν από τον άτρωτο μανδύα του «non bis in idem» (ουχί δις επί τω αυτώ), του Ρωμαϊκού Δεδικασμένου το οποίο απαγόρευε οποιαδήποτε μελλοντική του Δίωξη για τα Αδικήματα για τα οποία είχε κατηγορηθεί, είχε παραπεμφθεί ενώπιον του αρμοδίου προς έκδοσιν αποφάσεως Ηγεμόνος, είχε Δικαστεί και είχε νομίμως Αθωωθεί. Συνεπώς δεν ήταν δυνατόν πλέον να διωχθεί για τα αδικήματα της αιρέσεως, της θρησκευτικής προσβολής, της αντιποιήσεως αρχής, της θρησκευτικής και πολιτικής προπαγάνδας και της εξωθήσεως εις επανάστασιν. Με την κάλυψη αυτή θα μπορούσε να διατρέχει την Ιουδαία και να διδάσκει, κυριολεκτικώς «χωρίς τον φόβον των Ιουδαίων».
Τι θα γινόταν όμως τότε;
Οι Ιουδαίοι τον είχαν εκλάβει ως Μεσσία-Απελευθερωτή, Επαναστάτη και Αρχιστράτηγο, Πολιτικό ηγέτη, Αρχιερέα και Βασιλέα. Μέχρι την στιγμή εκείνη του είχαν συγχωρήσει την άρνηση δημόσιας παραδοχής του ρόλου του Μεσσία, όπως τον καταλάβαιναν αυτοί, διότι θεώρησαν την επιφύλαξη ως κάλυψη, ως προπέτασμα καπνού έως ότου ωριμάσουν οι συνθήκες για να κηρυχθεί η Επανάσταση.
Αν όμως ο Ιησούς απελύετο από τις φυλακές και συνέχιζε την πορεία του, θα έπρεπε να αναλάβει τον ρόλο του Μεσσία ευθέως πλέον. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν εξακολουθούσε το κήρυγμα της πραότητος και ταπεινοφροσύνης, οι οπαδοί του θα υπέφεραν από το ίδιο «σόκ» με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη με πολύ επικίνδυνα ή έστω άδηλα αποτελέσματα. Καραδοκούσε δηλαδή ο κίνδυνος να περιπέσει το κίνημα του Ιησού σε τέλμα και, εάν απέθαινε από γηρατειά ή ασθένεια χωρίς την καθοριστική πράξη του δημοσίου Μαρτυρίου, του Σταυρικού Θανάτου επί του Γολγοθά και της Αναστάσεως, να καταλήξει ο Χριστός σε μια ακόμη «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» την οποία θα εκάλυπτε ταχύτατα η άνυδρη σκόνη της Ιουδαίας.
Ο Ιησούς λοιπόν έπρεπε να φύγει από την σκηνή με τρόπο όσον το δυνατόν περισσότερο θεαματικό, δραματικό και πειστικό προς τις εξαγγελίες του. Να υποστεί μαρτυρικό θάνατο ως Άνθρωπος και ακολούθως να υπερβεί την ανθρώπινη φύση και να Αναστηθεί εκ νεκρών! Να αφήσει τους λόγους του να ζήσουν χωρίς δυνατότητα αντιλόγου. Να φυτρώσουν και να βλαστήσουν φωτισμένοι από την λάμψη της Αναστάσεώς του.
Ήταν η στιγμή που ο ρόλος του ως Ανθρώπου έπρεπε να τελειώσει οριστικά και να εμφανιστεί, αλλά και να αποδειχθεί η Θεϊκότητα του. Έτσι, μόνον δια του δημοσίου Θανάτου και της Αναστάσεως θα έπειθε, αλλιώς θα γινόταν κουραστικός, ενδεχομένως γραφικός, αλλά ποτέ Θεϊκός.
Πόσες και πόσες φορές η ιστορία έχει καταγράψει Ανθρώπους σπουδαίους, οι οποίοι ξέπεσαν επειδή έζησαν πολύ ή δεν σώπασαν όταν είχαν πει όλα εκείνα που είχαν να πουν.
Έτσι και με τον Ιησού. Λίγα ή πολλά χρόνια επιπλέον ζωής όχι απλώς δεν θα προσέθεταν τίποτε, αλλά θα αφαιρούσαν και θα κατέστρεφαν.
Το μεταφυσικό λοιπόν θέλημα Θεού της μαρτυρικής θανατώσεως και Αναστάσεως του Ιησού αποδεικνύεται ότι ήταν και με τα ανθρώπινα μέτρα μονόδρομος. Ο Ιησούς έπρεπε να πεθάνει εκεί και τότε, όπως το είχε προβλέψει, και μετά τρεις ημέρες να αναστηθεί όπως είχε υποσχεθεί.
Ναι, αλλά αυτή η συλλογιστική ενδεχομένως μας οδηγεί σε ένα τεράστιο πρόβλημα:
Υπάρχει η άποψη ότι, εάν το Θείο Μαρτύριο και ο Θάνατος του Ιησού ήταν πρόβλεψη Θεού, ή ήταν Ιστορική Αναγκαιότητα, ή ήταν θέληση και επιδίωξη του ιδίου του Χριστού, τότε οι Αρχιερείς κι ολόκληρη η σπείρα τους, αλλά και ο Πιλάτος αθωώνονται. Κατά την ίδια άποψη απαλλάσσονται και οι Εβραίοι από το μίασμα της αποδοχής της ενοχής τους με την φρικτή φράση «Το αίμα αυτού επί των κεφαλών μας και επί των τέκνων ημών». Όλοι πλέον θα φαίνεται να έδρασαν ως ουσιαστικώς άβουλα όργανα, είτε της θελήσεως του Θεού, είτε της Ιστορικής Αναγκαιότητας είτε των επιδιώξεων του ιδίου του Ιησού.
Αλλά τα άβουλα όργανα δεν είναι δυνατόν να έχουν οποιαδήποτε ευθύνη!
Με αυτές τις σκέψεις οδηγούμαστε στο πρόβλημα το οποίο έθεσε πρώτος ο Σοφοκλής στην Τραγωδία «Οιδίπους επί Κολωνώ» και, εικοσιπέντε αιώνες αργότερα, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Το πρόβλημα του Indeterminismus και Determinismus δηλαδή το πρόβλημα της «Αυτοπροσδιοριστίας» και «Ετεροπροσδιοριστίας». Με απλά λόγια το θέμα έχει ως εξής: Άραγε ο άνθρωπος έχει ελευθερία Βουλήσεως, έχει την δυνατότητα να αυτοπροσδιορίσει και να αυτοκαθορίσει την πορεία του στην Ζωή με ελεύθερη εκλογή, είναι κύριος των πράξεών του; Ή μήπως ο καθένας άγεται και φέρεται από μια προκαθορισμένη Μοίρα ανεξάρτητη από την βούλησή του, ένα Πεπρωμένο το οποίο τον οδηγεί εκεί που θέλει εκείνο αναπότρεπτα, χωρίς ο άνθρωπος να μπορεί να λοξοδρομήσει;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει τεράστια σημασία. Γιατί εάν δεν υπάρχει αναπόδραστη μοίρα (Indeterminismus) αλλά ο άνθρωπος αυτοπροσδιορίζει και καθορίζει με ελεύθερη βούληση την πορεία του, τότε είναι υπεύθυνος για τις επιλογές και τις πράξεις του, οπότε μπορεί να κληθεί σε απολογία και να τιμωρηθεί ή να επιβραβευθεί. Αν όμως καθένας γεννιέται με ετεροπροσδιορισμένη, προκαθορισμένη και αναπόδραστη μοίρα υπό την έννοια του Πεπρωμένου, αν η forza del destino οδηγεί και καταδυναστεύει την Ζωή του (Determinismus), τότε είναι ανεύθυνος για τις επιλογές και πράξεις του και, συνεπώς, δεν μπορεί να είναι υπόλογος τιμωρίας εάν παραβεί οποιοδήποτε Ηθικό η Νομικό ή Θρησκευτικό κανόνα, αλλά ούτε και επιβραβεύσεως. Έτσι ο Σοφοκλής παρουσιάζει τον Οιδίποδα να αναρωτιέται γιατί τιμωρείται εφ’ όσον οι πράξεις του να σκοτώσει τον πατέρα του και να νυμφευτεί την μητέρα του είχαν προαναγγελθεί από τον Μαντείο των Δελφών πριν ακόμα αυτός γεννηθεί.

Γιατί - μάθε μου αλήθεια - αν οι χρησμοί
προφήτευαν πως ήθελε πεθάνει
ο πατέρας μου από παιδιών του χέρια,
πώς θάταν δίκαιο επάνω μου να ρίχνεις
το έγκλημα αυτό, που ακόμη εγώ δεν είχα
δεχτεί το σπέρμα της ζωής μου, μήτε
 από πατέρα, μήτε από μητέρα
παρά ήμουν τότε αγέννητος..!

Με την ίδια λογική θα μπορούσαν όλοι οι παράγοντες του Θείου Δράματος, οι Αρχιερείς, οι Γραμματείς, οι Φαρισαίοι, ο Πιλάτος, ο Ιούδας και ο Όχλος να ισχυριστούν ότι η συμμετοχή τους και ο ρόλος που έπαιξε ο καθένας ήταν προκαθορισμένος από Δυνάμεις έξωθεν, μεταφυσικές, δεδομένου ότι όχι μόνον η Γέννηση, αλλά η πορεία του Ιησού, η Σταύρωση και η Ανάστασή Του είχαν προαναγγελθεί από τους Προφήτες, αλλά και από τον ίδιο. Συνεπώς οι παραπάνω, Ιουδαίοι και Ρωμαίοι παράγοντες της πληρώσεως του Θείου Δράματος, ήταν απλά εκτελεστικά όργανα της Θεϊκής Θελήσεως, δεν ημπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, άρα δεν είχαν συμμετοχή στην ευθύνη.
Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Όταν ο Ιησούς προέβλεψε στον Πέτρο ότι «εν τη νυκτί ταύτη πρίν ή δις αλέκτορα φωνήσει, τρίς απαρνήσει με» δεν εγκαθίδρυσε αναπότρεπτη Μοίρα ούτε υπενόησε ότι η άρνηση του Πέτρου θα ήταν Θέλημα Θεού. Απλώς, επειδή γνώριζε τις ανθρώπινες αδυναμίες του χαρακτήρα του Πέτρου, ήταν σε θέση να προβλέψει με βεβαιότητα ποια θα ήταν η αντίδρασή του στην συγκεκριμένη κρίση την οποία γνώριζε ότι θα ερχόταν. Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν δυνατόν να προβλεφθεί η συμπεριφορά των ατελών ανθρωπίνων υπάρξεων, των Σαδδουκαίων και Φαρισαίων, όπως και του Ρωμαίου Ηγεμόνα με την συγκεκριμένη νοοτροπία κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Η Πρόβλεψη όμως η οποία βασίζεται στην γνώση των δεδομένων και των παραμέτρων δεν υποδηλώνει την ύπαρξη αναπόδραστου Πεπρωμένου το οποίο να είναι ικανό να δεσμεύσει την Βούληση και να εξαφανίσει την ευθύνη.
Αυτό το ξεκαθάρισε ο Ιησούς στην παραπάνω συνομιλία του με τον Πιλάτο. Όταν του είπε ότι έχει «τόση» εξουσία επάνω του «όση» του δόθηκε από τον Θεό, προσέθεσε το εξής σημαντικό: «δια τούτο ο παραδιδούς με σοί, μείζονα αμαρτίαν έχει», δηλαδή οι Σανχεντρίν οι οποίοι με παρέδωσαν σ’ εσένα και σε πιέζουν να με καταδικάσεις έχουν μεγαλύτερη αμαρτία από εσένα ο οποίος υποκύπτεις και με καταδικάζεις.
Εδώ ο Ιησούς λοιπόν διευκρινίζει ότι όλοι έχουν ευθύνη και προσδιορίζει το μέγεθος της αμαρτίας εκάστου· δεν αθωώνει κανένα, πολύ δε περισσότερο τον Πιλάτο.
Έτσι λοιπόν ο Ιησούς, μέσα από αυτό το σύμπλεγμα των πράξεων και των παραλείψεων των ανθρώπων που τον περιτριγύριζαν, βάδισε τον δρόμο της θυσίας.
Τον μόνον δρόμο ο οποίος με βεβαιότητα θα οδηγούσε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα που ήταν η γνωριμία των Ανθρώπων με ένα Θεό πρωτόγνωρο, πρωτάκουστο και πρωτοφανέρωτο.
Ως τότε όλοι οι θεοί που είχαν επινοήσει η άνθρωποι ήταν θεοί-Δυνάστες οι οποίοι απαιτούσαν από τους πιστούς απεριόριστη υποταγή, απαιτούσαν αποδοχή από τους πιστούς της παντοδύναμης θεϊκής Βίας, απαιτούσαν θυσίες ανθρώπων και αγαθών στον βωμό του μεγαλείου τους.
Ο Ιησούς απεκάλυψε την ύπαρξη ενός άλλου Θεού ο οποίος θυσιαζόταν ο ίδιος ώστε να αποκτήσουν μεγαλείο οι ατελείς άνθρωποι. Ενός Θεού οποίος δεν απαιτούσε να λάβει, αλλά προσέφερε Αγάπη, αφειδώλευτη, ατελείωτη, χωρίς προϋποθέσεις ή δεσμεύσεις. Ο οποίος το μόνο που ζητούσε ήταν να απλώσει ο άνθρωπος το χέρι του και να πάρει την Αγάπη αυτή σαν τάλαντο ή σπόρο. Και να την εκμεταλλευτεί σαν τάλαντο ή να την σπείρει σαν σπόρο για να δώσει τόκους και καρπούς και να πολλαπλασιαστεί ώστε να καλύψει τον Κόσμο.
Και να επιτευχθεί έτσι η μόνη, η αληθινή παγκοσμιοποίηση.
Η παγκοσμιοποίηση της Αγάπης.
                                                                                   
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ,
Ας μου επιτραπεί μία προσθήκη, απολύτως σύγχρονη, του Απριλίου 2019 Από το τον μυθιστορηματικό «Κώδικα Ντα Βίντσι» και το «Ευαγγέλιο του Ιούδα», μέχρι την «ανακάλυψη» του τάφου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ (αυτής της φύσεως τα έργα εμφανίζονται πάντοτε όποτε πλησιάζει Πάσχα) αποδεικνύεται πόσο πολύ δίκαιο είχα στην Μελέτη μου. Πράγματι, οι εχθροί του Χριστιανισμού και οι Ιουδαίοι δεν στράφηκαν ποτέ κατά της Γεννήσεως του Ιησού, ούτε κατά των γνωστών γεγονότων της Ζωής Του –που είναι ιστορικά γεγονότα τα οποία αποδεικνύονται- ούτε κάν κατά των θαυμάτων Του, τα οποία απέδωσαν σε υποβολή-αυθυποβολή.
Στράφηκαν αποκλειστικώς κατά της Θεϊκής του υποστάσεως αμφισβητώντας το φυσικό γεγονός του θανάτου επί του Σταυρού και του ενταφιασμού, τα μεταφυσικά γεγονότα της Αναστάσεως, της Επιφανείας και της Αναλήψεως και, δευτερευόντως, κατά της συνακόλουθης ευθύνης ενός ολόκληρου Λαού για την εκτέλεσή Του.
Πράγματι, εάν αφαιρεθεί η Ανάστασις, η Επιφάνεια και η Ανάληψις από την εικόνα του Ιησού, τότε αυτομάτως ο «Χριστός» μετατρέπεται σε έναν αιρετικό θρησκευτικό μεταμορφωτή, ή έστω ένα ριζοσπάστη κοινωνικό επαναστάτη, οπαδό της «μη βίας» ά λα Γκάντι. ΄Εναν άνθρωπο ο οποίος επεδίωξε την «μαρτυροποίηση» ώστε να «περάσει» τις ιδέες του, είτε αποδεχόμενος τον θάνατο με φανατισμό ώστε να κερδίσει την υστεροφημία, είτε έχοντας προετοιμάσει το σκηνικό ενός ψευδούς θανάτου ή μιας εικονικής αναστάσεως. Ένα τέρας, έναν άνθρωπο με αληθινά δαιμονική ψυχοσύνθεση και ευφυΐα ο οποίος –λένε οι εχθροί του Χριστιανισμού μέσω «κωδίκων» και «αποκρύφων»- έστησε και επέτυχε την μεγαλύτερη απάτη των αιώνων και μετά αποσύρθηκε λαθραίως με την Μαγδαληνή, τεκνοποίησε και έζησε τη ζωούλα του γελώντας με τις χιλιάδες θύματα που μαρτύρησαν και πέθαναν στο όνομά του!
Σε μια τέτοια περίπτωση οι Ιουδαίοι εξετέλεσαν ή φυγάδευσαν και εξαφάνισαν (χωρίς ποτέ να αναφέρεται ποιοι το έκαναν) έναν αιρετικό-αγκιτάτορα, ή έστω ένα ψευδοπροφήτη –τίποτε το ιδιαίτερο.
Εδώ λοιπόν εντάσσεται η «αξία» φια τους αρνητές της θεϊκότητος του Ιησού των παλαιοτέρων «αποκρύφων ευαγγελίων», των ιστοριών τύπου «Κώδικας Ντα Βίντσι», του νεόκοπου «Ευαγγελίου» του Ιούδα και της «ανευρέσεως» του τάφου. Εάν ο Ιησούς είχε ανάγκη να παρακαλέσει τον Ιούδα να τον καταδώσει για να προκαλέσει την εξέλιξη των γεγονότων, δηλαδή να ζητήσει την θυσία ενός μαθητού Του για να επιτύχει την τεράστια αυτή απάτη, τότε η «θεϊκότητα» πάει περίπατο! Ο Ιησούς φυγαδεύτηκε, απέθανε και ετάφη οπότε αποδεικνύεται εκείνο που ισχυρίζονται οι Εβραίοι: Ότι ήταν ένας άνθρωπος υπερφίαλος ενώπιον του οποίου ο Ηρόστρατος ωχριά, ή ένας ψευδοπροφήτης ή…μισότρελος! Και ενθυμούμεθα της ρήσεως του Αποστόλου των Εθνών, Πέτρου: «…Εἰ δέ Χριστός οὔκ ἐγείρεται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν,, κενή καί ματαία ἡ πίστις ἡμῶν…εὑρισκόμεθα δέ καί ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν ὅτι ἤγειρε τον Χριστόν…ἐλεεινότεροι δε πάντων τῶν ἀνθρώπων ἐσμέν.» (Α΄ Προς Κορινθίους, 12-18.)
Η ιστορία όμως του Ευαγγελίου του Ιούδα, μεταξύ των άλλων, πάσχει και από ένα λογικό σφάλμα το οποίο κλονίζει αμέσως την σοβαρότητά της: Εάν ο Ιούδας είχε ενεργήσει κατά παράκλησιν, τότε γιατί αυτοκτόνησε; Ή μήπως έζησε και αυτός και έγινε…κουμπάρος του Ιησού και της Μαγδαληνής!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Ιωσήπου Εβρ. Αρχαιότητες 18.55.1. Pil©toj dݝ Ð tÁj 'Iouda…aj ¹gemën strati¦n ™k Kaisare…aj ¢gagën kaˆ meqidrÚsaj ceimadioàsan ™n `IerosolÚmoij ™pˆ katalÚsei tîn nom…mwn tîn 'Ioudakîn ™frÒnhse, protom¦j Ka…saroj, a‰ ta‹j shma…aij prosÁsan, e„sagÒmenoj e„j t¾n pÒlin, e„kÒnwn po…hsin ¢pagoreÚontoj ¹m‹n toà nÒmou. kaˆ di¦ toàto oƒ prÒteron ¹gemÒnej ta‹j m¾ met¦ toiînde kÒsmwn shma…aij ™poioànto e‡sodon tÍ pÒlei. prîtoj d Pil©toj ¢gno…v tîn ¢nqrèpwn di¦ tÕ nÚktwr genšsqai t¾n e‡sodon ƒdrÚetai t¦j e„kÒnaj fšrwn e„j t¦ `IerosÒluma. oƒ d' ™peˆ œgnwsan kat¦ plhqÝn parÁsan e„j Kais£reian ƒkete…an poioÚmenoi ™pˆ poll¦j ¹mšraj ™pˆ metaqšsei tîn e„kÒnwn. kaˆ m¾ sugcwroàntoj di¦ tÕ e„j Ûbrin Ka…sari fšrein, ™pe…per oÙk ™xanecèroun lipare‹n kat¦ ›kthn ¹mšran ™n Óploij ¢fanîj ™pikaq…saj tÕ stratiwtikÕn aÙtÕj ™pˆ tÕ bÁma Âken. tÕ d' ™n tù stad…J kateskeÚasto, Óper ¢pškrupte tÕn ™fedreÚonta stratÒn. p£lin d tîn 'Iouda…wn ƒkete…v crwmšnwn ¢pÕ sunq»matoj perist»saj toÝj stratiètaj ºpe…lei q£naton ™piq»sein zhm…an ™k toà Ñxšoj, e„ m¾ paus£menoi qorube‹n ™pˆ t¦ o„ke‹a ¢p…oien. oƒ d prhne‹j ·…yantej ˜autoÝj kaˆ gumnoàntej t¦j sfag¦j ¹donÍ dšxasqai tÕn q£naton œlegon À tolm»sein t¾n sof…an parab»sesqai tîn nÒmwn. kaˆ Pil©toj qaum£saj tÕ ™curÕn aÙtîn ™pˆ fulakÍ tîn nÒmwn paracrÁma t¦j e„kÒnaj ™k tîn `IerosolÚmwn ™panekÒmisen e„j Kais£reian.

[2] Ιωσήπου. ε.α. 18.60.1 Ud£twn dݝ ™pagwg¾n e„j t¦ `IerosÒluma œpraxen dap£nV tîn ƒerîn crhm£twn ™klabën t¾n ¢rc¾n toà ·eÚmatoj Óson ¢pÕ stad…wn diakos…wn, oƒ d' oÙk ºg£pwn to‹j ¢mfˆ tÕ Ûdwr drwmšnoij polla… te muri£dej ¢nqrèpwn sunelqÒntej katebÒwn aÙtoà paÚsasqai toà ™pˆ toioÚtoij proqumoumšnou, tinέj dݝ kaˆ loidor…v crèmenoi Ûbrizon e„j tÕn ¥ndra, oŒa d¾ file‹ pr£ssein Ómiloj. Ð dݝ stolÍ tÍ ™ke…nwn polÝ plÁqoj stratiwtîn ¢mpecÒmenon, o‰ ™fšronto skut£laj ØpÕ ta‹j stola‹j, diapšmyaj e„j Ö perišlqoien aÙtoÚj, aÙtÕj ™kšleusen ¢nacwre‹n. tîn dݝ ærmhkÒtwn e„j tÕ loidoren ¢poddwsi toj stratiètaij Ö prosunškeito shmeon. oƒ kaˆ polÝ meizÒnwj ½perpštaxen Pil©tojcrînto plhgaj toÚj te qoruboàntajnsJ kaˆ m¾ kol£zontej oƒ d' esefšronto malakÕn oÙdšn, éste ¥oploi lhfqšntej Øp' ¢ndrînk paraskeuÁj piferomšnwn polloˆ mέn aÙtîn taÚtV kaˆ ¢pšqnhskon, oƒ dݝ kaˆ traumatai ¢necèrhsan. kaˆ oÛtw paÚetai ¹ st£sij.


[3] Αντιθέτως, κατά τους Χριστιανούς ήταν απόγονος του Αβραάμ και ανήκε στην πλέον εξέχουσα βασιλική οικογένεια διότι ήταν κατ’ ευθείαν γραμμήν γόνος του Δαυίδ.

[4] Ιώσήπου, ως άνω, 18,63.1 [G…netai dݝ kat¦ toàton tÕn crÒnon 'Ihsoàj sofÕj ¢n»r, e‡ge ¥ndra aÙtÕn lšgein cr»· Ãn g¦r paradÒxwn œrgwn poiht»j, did£skaloj ¢nqrèpwn tîn ¹donÍ t¢lhqÁ decomšnwn, kaˆ polloÝj mέn 'Iouda…ouj, polloÝj dݝ kaˆ toà `Ellhnikoà ™phg£geto· Ð cristÕj oátoj Ãn. kaˆ aÙtÕn ™nde…xei tîn prètwn ¢ndrîn par' ¹m‹n staurù ™pitetimhkÒtoj Pil£tou oÙk ™paÚsanto oƒ tÕ prîton ¢gap»santej· ™f£nh g¦r aÙto‹j tr…thn œcwn ¹mšran p£lin zîn tîn qe…wn profhtîn taàt£ te kaˆ ¥lla mur…a perˆ aÙtoà qaum£sia e„rhkÒtwn. e„j œti te nàn tîn Cristianîn ¢pÕ toàde çnomasmšnon oÙkpšlipe tÕ fàlon.]


ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: Ιησους Χριστος, Ποντιος Πιλατος, Ιουδαια, Γαλιλαια, πυραμίδα
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ