Ένας αρχαίος… κουμπαράς στο Σύνταγμα… Πώς λέγεται στα αρχαία ελληνικά ο κουμπαράς;

Ένας αρχαίος… κουμπαράς
στο... Σύνταγμα…

Πώς λέγεται στα αρχαία ελληνικά
ο κουμπαράς;


Όλοι βιαστικοί…
Όλοι «τρέχουν»…
-Τι κάνεις;
-Τρέχω…

Και δίπλα τους υπάρχουν θησαυροί, που επειδή τρέχουν ή νομίζουν ότι τρέχουν δεν τους βλέπουν…
Και δεν μιλώ για θησαυρούς-σχήμα λόγου…
Ομιλώ για αληθινούς θησαυρούς…

Στο Μετρό στην Πλατεία Συντάγματος (πιο κέντρο και πιο εύκολα δεν γίνεται) λ.χ. όλοι «τρέχουν» (κάτι απροσδιόριστο) να προλάβουν… και κανείς Έλλην απ’ ό,τι παρατήρησα δεν έχει δυο λεπτά χρόνο να ιδεί κάποια μικρά, αλλά υπέροχα εκθέματα-κληρονομιά του, από αυτά που ευρέθησαν κατά την διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του – όσα δηλαδή μας επέτρεψε το Υπουργείο Πολιτισμού να ιδούμε κι εμείς οι ταπεινοί θνητοί…
Γι’ αυτό σκέφτηκα, γι’ αυτούς τους βιαστικούς, αλλά και για όλους όσοι δεν έχουν την ευκαιρία να περάσουν από το Μετρό της Πλατείας Συντάγματος, να δείξω μερικά από αυτά τα ευρήματα…


Λ.χ. έναν αρχαίο πήλινο κουμπαρά, του 1ου-2ου αι. μ.Χ.
Σπάνιο εύρημα.
Η έννοια, η πρόνοια και η ανάγκη της αποταμιεύσεως, γνωστή από τα αρχαία χρόνια, λοιπόν. Δεν είναι σημερινό εφεύρημα.
Μόνο, που τον κουμπαρά, στα αρχαία χρόνια τον έλεγαν… θησαυράριον
Τι ωραία λέξις, μα την αλήθεια!
Ας την υιοθετήσουμε, και ας την μάθουμε στα παιδιά μας…
Γιατί η αρχαία Ελλάδα μας, η γλώσσα μας, είναι θησαυρός
Και χρειάζεται – φευ! – θησαυράρια…


Και μια υποσημείωσις: Όλα τα επεξηγηματικά πινακίδια των ευρημάτων του Μετρό είναι λιτά, απλά, παιδικά, πρωτοετούς μαθητού, σαν κάποιος να τα έγραψε κάνοντας αγγαρεία και με καμμιά διάθεση ενημέρωσης του φιλίστορα επισκέπτη τους…




Μη γνωρίζοντας τι είναι… θησαυρός, οι άλλες γλώσσες απλώς δανείστηκαν την ελληνική λέξη για να εννοήσουν το πολύτιμο, το βαρύτιμο, ό,τι παρέχει, διατρέφει, ασφαλίζει, εξασφαλίζει, ό,τι άξιο διαφύλαξης, αποθήκευσης, φύλαξης, αφού ο θησ[1]-αυρόςθέει[2] την αύρα… (βλ. Ετυμ. Λεξ. Χόφμαν).

Η λέξις θησαυρός… αποθησαυρίζεται σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου, από την ελληνική γλώσσα (την μάνα των γλωσσών και των διαλέκτων):

Treasure (αγγλικά και λάο)
Trésor (γαλλικά) και tresor (καταλανικά)
Trezoro (εσπεράντο)
Trezò (κρεόλ Αϊτής)
Trysor (ουαλικά)

Tesoro (ιταλικά, ισπανικά και κορσικανικά)
Tesouro (γαλικιακά και πορτογαλικά)
Teżor (μαλτέζικα)
Thesar (αλβανικά)
Taisce (ιρλανδικά)
iṣura (γιορούμπα), κλπ.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Η αρχαία ελληνική ρίζα θη- δίνει λέξης για άξια αποθήκευσης αγαθά:

θησ- >  θης, μισθωτός εργάτης, δούλος - παρέχω εργασία) > Θησεύς
θηκ- (> θήκη, αποθήκη - παρέχω ασφάλεια),
θηλ- (> θηλή, θηλασμός, θηλέω > θάλλω - παρέχω ζωή, ενέργεια, τροφή),
θηρ- (> θηρίο, θήρα, θηρεύω - παρέχω κρέας, τροφή),
θητ- (> θητεία, θητεύω = εργάζομαι - παρέχω εργασία, υπηρεσία), κλπ.

[2] θέω = τρέχω, βοηθώ (< θεός, θέατρο, κλπ.).

ΛΕΞΕΙΣ: κουμπαρας, ευρημα, αποταμιευση, θησαυραριον, θησαυραριο, γλωσσα, θησαυρος, μετρο, Συνταγμα, πλατεια Συνταγματος, cashbox
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ