ΜΟΥΡΑΔΙΕ: ΕΝΑ ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ - του Στ. Μαρασλή


ΜΟΥΡΑΔΙΕ:
ΕΝΑ ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ

Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΑΡΑΣΛΗ


Αφορμή στην παρακάτω ενθύμησι και διήγησι, μού στάθηκε ένας χωροφύλακας που ήλθε τις προάλλες στο σπίτι μου και εζητούσε επίμονα να πληροφορηθή «τον τόπον της παρούσης διαμονής και την επακριβή διεύθυνσιν τού ανυποτάκτου γυιόκα μου, τού Γιαννάκη μου, που χρόνια τώρα τον άρπαξε απ’ την αγκαλιά της μαννούλας του, ο Χάρος σταλμένος από τον αχόρταγο Βαάλ της ελονοσίας, που αιώνες εμάστιζε και κατερήμωνε τον τόπον μας, την περιοχή μας. Εκτελούσε, μού είπε, εντολή τού στρατολογικού γραφείου, που, όπως έμαθα αργότερα, δεν είχε ενημερωμένα τα μητρώα αρρένων του, με διαγραφή των πεθαμένων, και με την τωρινή μόνιμη διεύθυνσι των παιδιών των προσφύγων κυρίως, που σε αρκετά χρόνια ύστερα από την προσφυγιά και την ανταλλαγή, συχνά μετεκινούντο, άλλαζαν τόπους και χωριά, ώσπου, κάποτε και κάπου να κατασταλάξουν και να ριζώσουν.

Το στρατολογικό γραφείο του Μεσουδιέ της Ανατολίας δεν ήταν κι’ αυτό καθόλου εν τάξει. Δεν είχε καν έστω την πιο μικρή και στοιχειώδη ενημερότητα και εταλαιπωρούσε αφάνταστα τους πολίτες και ας είχε πλούσιο προσωπικό.
Μιά δεκάδα είμεθα μόνον οι στρατιώτες γραφιάδες του. Ανάμεσα τους ήμουν ο μόνος Χριστιανός και ο μοναδικός με τον βαθμό του επιλοχία, που πήρα, όταν ετοποθετήθηκε διευθυντής τού γραφείου αυτού ο συγχωριανός μου Μπαχριελή Νουρή - βέης. Τον λέγανε Μπαχριελή, γιατί ήταν απόστρατος του πολεμικού ναυτικού και ανακλήθηκε για να οργανώση την υπηρεσία αυτή.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΜΙΚΡΑΣΙΑ, ΕΔΩ.

Ήταν ένας άνδρας πενηντάρης, υψηλός, καλοφτιαγμένος, με πρόσωπο ευγενικό, και μέτωπο στοχαστικό. Φορούσε πάντα πολιτικά. Το ντύσιμό του ήταν πάντοτε αψεγάδιαστο και γενικά το παρουσιαστικό του πολύ εντυπωσιακό άλλα και επιβλητικό. Είχε πασσάδικη καταγωγή και εσπούδασε στην Ευρώπη. Ήταν αντίποδας του προκατόχου του, πούταν ένας αγροίκος, άξεστος και αγράμματος σχεδόν Τουρκαλάς, μιά φυσιογνωμία στυγνή και αποκρουστική και πολύ μισητή απ’ όλους ημάς τους υφισταμένους του.
Ο Μπαχριελής Νουρή - βέης από τις πρώτες εβδομάδες του, ως διευθυντού μας, απέκτησε το σεβασμό και την αγάπη όλων μας.
Είχαμε μακραίνει αρκετά από την έδρα μας, το Μεσουδιέ. Προηγούνταν ο προϊστάμενός μου ο Νουρή - βέης καβάλλα σ’ ένα γέρικο, απόμαχο τού στρατού, μαύρο, υψηλό και ευρύστερνο άλογο, αμίλητος και σοβαρός και σε κάμποση απόστασι πίσω του ακολουθούσα εγώ, πάνω σ’ ένα μουλάρι, φορτωμένο και με δυο δισάκκια (> δισάκια) με τα μητρώα αρρένων τριάκοντα χωριών. Σ’ αυτά τα χωριά πηγαίναμε να επισκεφθούμε, ένα, ένα, για να ενημερώσουμε επιτόπια και με σιγουριά τα μητρώα αρρένων των, από τα οποία, όπως μας έλεγε, γελώντας πλατειά και καλόκαρδα ο Νουρή - βέης, είχαμε διαγράψει τους ζωντανούς κι αφήσαμε τους πεθαμένους. Η περιοδεία μας αυτή διετάχθηκε από το υπουργείο, πώμεινε κατάπληκτο από τον μεγάλο αριθμό των ανυποτάκτων, που παρουσίαζε το γραφείο μας.
Περνούσαμε τώρα καταμεσής, με την άκρα σιωπή και σοβαρότητα τ’ αφεντικού μας, και με την αυστηρή τυπικότητα της απόστασης την δικιά μου, απ’ ένα κάμπο, στολισμένο αυτή την εποχή, στερνά του Μάη, με τα πιο πολύχρωμα λουλούδια, με χρυσοκίτρινες μαργαρίτες και κατακόκκινες τουλίπες, που αργοσάλευαν, με την πνοή του αέρα, τα κεφαλάκια τους, σαν ένας ατέλειωτος στρατός.
Έξαφνα, εσταμάτησε το άλογό του ο Νουρή - βέης και με επρόσταξε να περάσω δίπλα του, γιατί, έλεγε, δεν είχε κανένα σκοπό και έννοια η τυπικότητα της απόστασης στην ερημιά και προ παντός μέσα σε τέτοια σωστή πανδαισία, που παρουσίαζε ο κάμπος. Πέρασα αμέσως στο πλευρό του και αφού ποιητικώτατα μού περιέγραψε την άφταστη ομορφιά του κάμπου και την βαθειά συγκίνησι και τον ενθουσιασμό που ένοιωθε διασχίζοντάς τον, και με ωμίλησε για τις τουλίπες της Ολλανδίας επρόσθεσε:
-Προτού νυχτώση θάχουμε φθάση στο πρώτο χωριό, το χωριό των γυναικών, το γυναικοκρατούμενο χωριό το Μουραδιέ. Είναι το πιο καθαρό και το πιο νοικοκυρεμένο απ’ όλα τα χωριά της περιφερείας μας τουρκικά και χριστιανικά. Θα σού πω την ιστορία του και θα σού δώσω, νεαρέ μου, μερικές συστάσεις, που αυστηρά να τηρήσης όλο τον καιρό, που θα χρειασθή να παραμείνουμε σ’ αυτό.


Πάνε πολλά χρόνια, που το χωρίο αυτό ήταν πιο φτωχό, κακομοιριασμένο και άσημο του νομού μας. Τότε είχε άλλη ονομασία. Αι εκατόν πενήντα οικογένειές του –τώρα είναι διπλάσιες- ζούσαν μέσα σε χωματένιες τρώγλες χωρίς καμμιά προκοπή. Οι άνδρες ήσαν πλανόδιοι πωλητές μικρών πηλίνων λυχναριών και πλεκτών φυτιλιών, που παρασκεύαζαν και έπλεκαν αι φιλότιμες και φιλόπονες γυναίκες των. Κι’ έφερναν γύρω, χρόνους και καιρούς, χωριά και πολιτείες και σε πολύ μακρυνές περιοχές, μα δεν εξασφάλιζαν οι αχαΐρευτοι ούτε ψωμί χορταστικό στα παιδιά τους.
Η ονομασία πώχει τώρα το πολιτισμένο και προκομμένο αυτό χωριό, με τα άφθονα νερά του, τους κατακάθαρους λιθόστρωτους δρόμους, τα πέτρινα και ρυθμικά σπίτια και τους κήπους με τα πανύψηλα οπωροφόρα δένδρα, έργο και δημιούργημα της γυναίκας, που της δόθηκε η διοίκησι και η πρωτοβουλία, είναι το όνομα τού μεγάλου ευεργέτη του, τού σωτήρα του, τού Μουράτ, που τον προσκυνάνε σήμερα σαν άγιο και προφήτη οι κάτοικοί του στον τρανόν Τουρμπέν – τάφον - που τού έστησαν.
Ο Μουράτ ήτο εκείνος, που ανακάλυψε το πλουσιώτερο στην Ανατολή αλατωρυχείο τού Αζιζιέ, περιτρέχοντας τον ομώνυμο νομό, για διάθεσι και πούλημα των λυχναριών του.
Το αλατωρυχείο αυτό του Αζιζιέ ο Μουράτ το παραχώρησε στο δοβλέτι με τους παρακάτω σοφούς όρους:
α.΄) Προνομιακά όλοι οι άνδρες τού χωριού του από 12 χρόνων και επάνω να εργάζωνται σ’ αυτό.
β.΄) Το μισό ημερομίσθιό των παρακρατούμενο να πληρώνεται στις οικογένειες των.
γ.΄) Μιά φορά μόνο τον χρόνο, στο μπαϊράμι και για δέκα ημέρες νάχουν άδεια για επίσκεψι των σπιτικών των.
δ.΄) Η διοίκησι και κυβέρνησι τού χωριού του να δοθή ολοκληρωτικά στις γυναίκας του,
και
ε.΄) Χριστιανικό ποδάρι να μη πατήση στο χωριό του.
Οι οροί αυτοί έγιναν δεκτοί και επικυρώθηκαν με σουλτανικά φιρμάνια. Για τον τελευταίο όρο, πρόσθετα βγήκε και φετβάς του Μουφτή, που χαρακτηρίζει την παρουσία γκιαούρη στο χωριό ως βεβήλωσι και σατανά βδέλυγμα.
Την τήρησι αυτού του όρου, νεαρέ μου γκιαούρη, που δεν είσαι καθόλου βδέλυγμα, αφορούν αι συστάσεις μου και ιδού αυτές:
Το όνομά σου είναι Μπεκήρ. Θα με ακολουθής και θα μιμήσαι κάθε μου κίνησι στες καθωρισμένες ημερήσιες μουσουλμανικές προσευχές, τόσο στην προετοιμασία τους όσο και στην εκτέλεσί τους. Και να διασφαλίσης το δωμάτιο του ύπνου σου από κάθε εύκολο άνοιγμα ή αθόρυβη παραβίαση της θύρας του, γιατί αδυναμίες και ορμές ζώνουν ανελέητα τές γυναίκες τού Μουραδιέ.

«Αλλάχ Εκπέρ... Αλλάχ εκπέρ...» μακρόσυρτη και βραχνή η φωνή τού μουεζίνη υψηλά από τον κάτασπρο μιναρέ, που καλούσε τους πιστούς στην προτελευταία προσευχή της ημέρας, ακούονταν όταν φθάσαμε στο χωριό. Ήταν στα σωστά ένα πανώρηο χωριό που η περιγραφή τού αφεντικού μου ήταν φτωχή εμπρός στην πραγματικότητα και που όμοιό του δεν αντίκρυσα στην Ανατολία που τη διάβηκα όλη, ως δεκανέας του εργατικού τάγματος. Στο Μεσοχώρι, πετροστρωμένο, πεντακάθαρο και στεφανωμένο με οπωροφόρα δένδρα μάς υποδέχθηκαν ένας γεροντάκος και πέντε γυναίκες με πρόσωπο ακάλυπτο. Ένα πρασινωπό γιασμάκι τές σκέπαζε μόνο τον λαιμό και τα μαλλιά. Όλες ήσαν όμορφες, γεροδεμένες, γεμάτες υγεία και... ορμητικότητα.
Ο γεροντάκος τές συνέστησε στον Νουρή - βέη. Αποτελούσαν το συμβούλιο τού χωριού με επί κεφαλής την πρόεδρόν του, μιά ώριμη γυναίκα, ίσως πενηντάρα με υψηλό στητό κορμί και μάτια γαλανά, κάπως ψυχρά και λίγο σκληρά. Ξεκινήσαμε από το μεσοχώρι, παίρνοντας ένα από τους πέτρινους δρόμους, που το πλαισίωναν ακτινωτά, όλους λιθοστρωμένους και με ρείθρα.
Ωδεύαμε στον τάφο του Μουράτ, που εζήτησε να διή και να προσκυνήση ο προϊστάμενός μου. Ο δρόμος ήταν ίσιος και ολίγο ανηφορικός και στα διμερή του επρόβαλλαν ασβεστωμένα μονόπατα και κάπου - κάπου δίπατα πέτρινα ευρύχωρα σπίτια, τα περισσότερα μέσα σε φραγμένους κήπους - οπωρώνας. Στο βάθος του φαίνονταν σε ύψωμα πιθανώς τεχνικό επιβλητικός ο θολωτός Τουρμπές. Προπορεύονταν αι γυναίκες έχοντας στη μέση τον Μπαχριελή και ακολουθούσα στην τυπική απόστασι εγώ, παρέα με τον γεροντάκο, που μού αυτοσυστήθηκε ως δάσκαλος τού χωριού. Να τί συμπληρωματικά επληροφορήθηκα από τον δάσκαλο, περπατώντας και ρωτώντας τον για το Μουραδιέ.
Το Μουραδιέ εβδομήντα χρόνια το κυβερνάνε αι γυναίκες του και άλλα τόσα όλοι οι άνδρες του δουλεύουν στο αλατωρυχείο που είναι ανεξάντλητο. Φτωχούς δεν έχει, αντίθετα προς το γειτονικό χωριό τού δασκάλου, που το κυβερνάνε οι αγάδες και όπου οι περισσότεροι είναι φτωχοί και κάμποσοι ζητιάνοι.
Για τα χρειαζούμενα έξοδα στη λειτουργία των βακουφιών και του σχολείου, στην συντήρησι των δρόμων και του υδραγωγείου και για την καθαριότητα τού Μουραδιέ, αι γυναίκες βαρύνονται με μιά όχι βαρειά φορολογία επάνω στους αργαλειούς τους, στις καμινάδες των σπιτιών των και στα παράθυρα, που βλέπουν στους μεγάλους δρόμους. Στο Μουραδιέ σήμερα δουλεύουν τετρακόσιοι αργαλειοί. Τα προϊόντα των, τα υφαντά περίφημα και ξακουστά, γίνονται ανάρπαστα και μοσχοπουλιούνται από τές νοικοκυρές του Μουραδιέ στα μαγαζιά του Μεσουδιέ.
Έτσι κουβεντιάζοντας ζυγώναμε στο τέλος του δρόμου, οπότε ο Νουρή - βέης επρόσταξε να αφήσω την συνοδεία και να μεταφέρω το δισάκκι με τα μητρώα στο σπίτι τής κ. Προέδρου και να ετοιμάσω όλη την προκαταρκτική εργασία για να αρχίση από το αυριανό πρωινό η πραγμάτωσι της αποστολής μας.
Η προσταγή αυτή συμπληρώθηκε με όμοια, μα με ύφος πιο έντονο και τραχύ, στον διπλανό μου δάσκαλο, της κ. προέδρου της πρωτόγονης αυτής χειραφετημένης Τουρκάλας.
-Δάσκαλε, τού είπε, να συνοδεύσης και σύ τον επιλοχία και με την βοήθεια και των νυφάδων μου να τον εγκαταστήσετε στο μικρό δωμάτιο τού δευτέρου πατώματος, παραχωρώντας τον όλα τα χρειαζούμενα για την δουλειά και την άνεσί του.
Η φωνή τού μουεζίνη, που καλούσε τους πιστούς στην τελευταία προ του ύπνου προσευχή με βρήκε ετοιμάζοντας και συμπληρώνοντας λογής - λογής ατελείωτες καταστάσεις για το αυριανό μας έργο.
Έξαφνα άνοιξε η θύρα της κάμαράς μου και παρουσιάστηκε μ’ ένα δίσκο στα χέρια μιά πανέμορφη κοπέλλα με ακάλυπτο πρόσωπο και χωρίς γιασμάκι. Ήταν δεν ήταν εικοσάχρονη, πολύ μελαχροινή σαν μιγάδα, με κατάμαυρα μαλλιά και μαύρα λαμπερά μάτια. Με εχαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο και αποθέτοντας τον δίσκο στο τραπέζι:
-Σας παρακαλούμε, είπε, η πενθερά μου κι’ εγώ να τιμήσετε τα φαγητά μας, αφού με την ευγενική σας συγκατάβασι ετιμήσατε το σπίτι μας.
Είπε αυτά τα λόγια ζεστά και χαρούμενα καθώς εγώ την εκύτταζα μαγεμμένος.
Ρίχνοντάς με ύστερα μιά γλυκειά και προκλητική ματιά και χαιρετώντας με μέ υπόκλισι, απεχώρησε αφίνοντας την θύρα μισάνοιχτη. Τότε ενθυμήθηκα την σύσταση τού Νουρή - Βέη, εσηκώθηκα και αφού κατέκλεισα την θύρα με τον σύρτη τής κλειδαριάς της και τον ξύλινο μικρό μάνδαλό της εκάθησα και εδείπνησα.
Περασμένα μεσάνυχτα όταν ετελείωσα την δουλειά που ήθελε ο προϊστάμενός μου και ετοιμάσθηκα να κοιμηθώ. Η δύναμις τής συνηθείας με ώθησε τότε μηχανικά και ασυναίσθητα να σταυροκοπηθώ προτού κατακλιθώ, αλλά πριν προλάβω να σβήσω το φώς, ακούσθηκε μιά υστερικιά γυναικεία φωνή «Αλλάχ, Αλλάχ!» πίσω από την θύρα μου και ακολούθησαν δυνατοί και πανωτοί κτύποι σ’ αυτήν. Μαντεύοντας τί έχει συμβή και αβέβαιος για τις συνέπειες, εντύθηκα στην εντέλεια και άνοιξα την θύρα.
Τότε ορθώθηκε μπροστά μου αγέρωχη και αγριεμμένη, μα με έκδηλη προσπάθεια να συγκρατηθή η κυρία Πρόεδρος και δείχνοτάς με την σκάλα με χέρι τρεμάμενο είπε:
-Έχε χάρι στον Νουρή - βέη που κι’ αυτόν ασφαλώς εξαπάτησες δόλιε γκιαούρη. Κρημνίσου, φεύγα από το σπίτι μου που μου το εμόλυνες και από το αγνό χωριό μου. Η αυριανή ανατολή μή σ’ εύρη σ’ αυτό, γιατί δεν εγγυώμαι και για την ζωή σου.
Κατέβηκα και πήρα τον δρόμο. Κατοπινά μου και σε απόστασι με ακολουθούσε η Πρόεδρος, ώσπου διαβαίνοντας το μεσοχώρι εμπήκα στη στράτα τού κάμπου. Επροχώρησα αρκετά και παραβιάζοντας την θύρα ενός μονωμένου αχυρώνα έπεσα και εκοιμήθηκα πάνω στ’ άχυρά του.
Τα χαράγματα με εξύπνησαν φωνές που με καλούσαν με το όνομά μου. Ήσαν τού αφεντικού μου και του γέρου δασκάλου που τους αντάμωσα λίγο παρέκει από τον αχυρώνα. Ο δάσκαλος κρατούσε το μουλάρι μου και ο Μπαχριελής με επρόσταζε:
-Ανέβα γρήγορα στο μουλάρι προτού ξυπνήση το χωριό και γύρισε στον Μεσουδιέ, δίνοντας το σημείωμα αυτό στον βοηθό μου.
Ιδού τί έγραφε στο σημείωμα:

Προς τον βοηθόν διευθυντήν
του στρατολογικού γραφείου Μεσουδιέ
Παρακαλώ να δοθή δεκαήμερος άδεια εις τον αιφνιδίως ασθενήσαντα επιλοχία Μαράσογλου Ιστύργιανο(*) και να αντικατασταθή ούτος δια του στρατιώτου Τσεμάλ όστις θέλει με συναντήση εντός της αύριον εις Μωραδιέ.
Μπαχριεζή Νουρή-Βέης

Περάσανε τώρα πενήντα χρόνια, που επισκέφθηκα το γυναικοκρατούμενο χωριό - θαύμα, το Μουραδιέ.
Περάσανε τώρα μερικές εβδομάδες, που εδιάβασα την παρακάτω γνώμη και διακήρυξι Αμερικανού ανθρωπολόγου-κοινωνιολόγου :
«Η τύχη του κόσμου θα ήταν πολύ καλύτερη, αν τον κυβερνούσαν αι γυναίκες, που είναι πιο έξυπνες, πιο δυνατές, και έχουν καλλίτερη υγεία από τους άνδρες».
Δεν ξεύρω τί φρονείτε σεις, αναγνώστες μου, εγώ πιστεύω στην διακήρυξι και παραδέχομαι την γνώμη τού σοφού ανθρωπολόγου για την ικανότητα, που αποδίδει στη γυναίκα, αρκεί αυτή να είναι και απηλλαγμένη από προλήψεις και προκαταλήψεις.

Σέρραι.

ΠΗΓΗ: Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1959. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 23.11.2019.

(*) σ.σ.: Ιστύργιανος < Στεργιανός, Στέργιος, Στέλιος, Στυλιανός.


ΛΕΞΕΙΣΜΟΥΡΑΔΙΕ, ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΕΙΑ, ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΙΑ, ΤΟΥΡΚΙΑ, ΜΑΡΑΣΛΗΣ, χωροφυλακας, ελονοσια, Μεσουδιε, Ανατολια, επιλοχιας,  Μπαχριελη Νουρη βεης, αποστρατος, πολεμικο ναυτικο, Μπαχριελης, Νουρηβεης, Μουραδιες, Μικρα Ασια, ευεργετης, Μουρατ, αγιος, προφητης, Τουρμπες, ταφος, αλατωρυχειο Αζιζιε, λυχναρι, Μεσοχωρι, αδεια, Μαρασογλου Ιστυργιανος, Στεργιανος, Στεργιος, Στελιος, Στυλιανος, Τσεμαλ, Μωραδις, Μπαχριεζη Νουρημπεης, γυναικα, γυναικες, στρατος, στραιωτης, στρατολογικο γραφειο, Σερρες
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ