Πώς ένας
Έλληνας καλλιτέχνης,
ενέπνευσε τον Σαρλώ
να εκφράσει τα φιλελληνικά του
αισθήματα το 1940,
και τους Αμερικανούς
να στείλουν χρήματα
υπέρ του ελληνικού
στρατού
Σήμερα δεν υπάρχει οδός ούτε στον Πειραιά
ούτε στην Αθήνα με το όνομά του!
Του Στέφανου Μίλεση
Στις αρχές της δεκαετίας του
1930 ένας βαθύφωνος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του εμφανιζόμενος στο Δημοτικό
Θέατρο Πειραιώς, η φήμη του οποίου έμελλε να κατακτήσει όλο τον κόσμο. Πρόκειται για τον
Νικόλαο Μοσχονά (*).
Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας βαθύφωνος που κατέκτησε το
παγκόσμιο κοινό και έφθασε να γίνει πρωταγωνιστής στην Μητροπολιτική Όπερα της
Νέας Υόρκης.
Στις 17 Δεκεμβρίου του 1940 (**),
ενώ ο πόλεμος εξελίσσεται δραματικά στις βουνοκορυφές της Αλβανίας, ο Νικόλαος
Μοσχονάς καλείται από την λαίδη Άστορ η οποία διοργανώνει μεγάλο γκαλά στημ Νέα
Υόρκη στο ξενοδοχείο «Ριτς Κάρλτον» να μαγέψει τους επίσημους προσκεκλημένους, ώστε να συγκεντρωθούν όσα περισσότερα χρήματα γίνεται υπέρ της ενίσχυσης των
Ελλήνων στρατιωτών που μάχονται, λίγοι ενάντια σε πολλούς, σε εκείνα τα πρώτα
πολεμικά Χριστούγεννα που πλησιάζουν. Το άστρο του Μοσχονά είναι που φέρνει σε
εκείνην την εκδήλωση τον γιο του Ρούζβελτ, του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον διάσημο Σαρλώ!
Ο Μοσχονάς την βραδιά εκείνη
είχε ειδικά ετοιμάσει να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα εθνικού θα λέγαμε
περιεχομένου, συνοδεία Βυζαντινής χορωδίας, ενώ έκλεισε ψέλνοντας το «Τη
Υπερμάχω». Η ερμηνεία του ήταν τόσο μεγαλειώδης που όλοι οι Αμερικανοί
προσκεκλημένοι στην εκδήλωση στάθηκαν όρθιοι σε θέση προσοχής.
Ο Σαρλώ επίσης,
αφού πρώτα σηκώθηκε όρθιος, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, φανερά συγκινημένος,
προσέφερε χίλια δολλάρια στην υπόθεση του ελληνικού Αγώνα,
«Γνωρίζετε» είπε
«ότι ούτε στον κινηματογράφο μιλώ.
Οι ομιλούσες ταινίες μου είναι μια ή δύο και
σε αυτές ακόμα δεν μιλώ από την αρχή ως το τέλος αλλά σε ορισμένα σημεία μόνο.
Αυτό σημαίνει ότι δεν είμαι καλός ομιλητής.
Σήμερα όμως με εμπνέει και με
καθιστά εύγλωττο, η θρυλική γενναιότητα των Ελλήνων.
Οι φίλοι μου Έλληνες που
ζουν εδώ, μου είπαν ότι στην Ελλάδα ο κόσμος με γνωρίζει και με αγαπά.
Ας μάθει
λοιπόν ο κόσμος της Ελλάδας ότι θαυμάζω την ηρωική αυτή χώρα.
Αν προβληθεί
καμιά ταινία μου μπροστά στους Έλληνες στρατιώτες ας γνωρίζουν τα παιδιά αυτά
ότι όχι μόνο η σκιά μου στην οθόνη, αλλά η ψυχή μου ολόκληρη είναι κοντά τους.
Ζήτω η Ελλάς!».
Έτσι, με αυτό τον παράξενο
τρόπο, η οκταετία του Μοσχονά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, απέδωσε την κρίσιμη
στιγμή του 1940 πολλά χρήματα και δωρεές των Αμερικανών που μετατράπηκαν σε
εφόδια και εξοπλισμό για το στρατό που πολεμούσε.
Ο Μοσχονάς ουδέποτε ξέχασε
την πόλη που τον ανέδειξε, αλλά ούτε και οι Πειραιώτες που ένοιωθαν υπερήφανοι
που η σταδιοδρομία του ξεκίνησε από το δικό τους θέατρο.
Γι’ αυτό κάθε φορά που
κατέπλεε από την Αμερική στον Πειραιά με το πλοίο «Πατρίς» τα καλλιτεχνικά και
τα φιλολογικά σωματεία της πόλης τον υποδέχονταν με λουλούδια…
ΠΗΓΗ: ΠΕΙΡΑΙΟΡΑΜΑ, 10.1.2020.
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 10.1.2020.
ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη:
Σήμερα δεν υπάρχει οδός Νικολάου Μοσχονά στον Πειραιά... μήτε και στην Αθήνα, βέβαια...
(*) Ο μονωδός, βαθύφωνος Νίκος
Μοσχονάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23/9/1907. Σπούδασε φωνητική στο Ελληνικό
Ωδείο (1925) και στο Εθνικό Ωδείο (1928-1929). Πρωτοεμφανίστηκε το 1930
τραγουδώντας Σπαραφουτσίλε [Ριγολέττος/Rigoletto] και Ντον Μπαζίλιο [Ο κουρέας
της Σεβίλλης/Il barbiere di Siviglia]. Ακολούθησαν ρόλοι από την Κάρμεν
[Carmen] και το Στοιχειωμένο γεφύρι του Σακελλαρίδη. Το 1934 συμμετείχε στην
αιγυπτιακή περιοδεία του Εθνικού Μελοδραματικού Ομίλου υπό τον Καλομοίρη. Το
1936 μετέβη στην Ιταλία με υποτροφία του Δήμου Αθηναίων για περαιτέρω σπουδές.
Εκεί τον άκουσε σε ακρόαση ο διευθυντής της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας
Υόρκης (ΜΕΤ) και του προσέφερε συμβόλαιο συνεργασίας. Ξεκίνησε την 25χρονη
συνεργασία του με τη ΜΕΤ το 1937 ως Ράμφις [Αΐντα/Aida] και καθιερώθηκε ως διάδοχος
του κορυφαίου Ιταλού βαθύφωνου Έτσιο Πίντσα. Το 1938 τραγούδησε στο Ρέκβιεμ
[Requiem] του Βέρντι εγκαινιάζοντας μακρόχρονη συνεργασία με τον Αρτούρο
Τοσκανίνι. Ερμήνευσε ευρύτατο ρεπερτόριο πρωταγωνιστικών ρόλων βαθύφωνου δίπλα
σε κορυφαίους μονωδούς, σε σημαντικά λυρικά θέατρα των Η.Π.Α. Παράλληλα,
τραγουδούσε στην Ιταλία: Φεστιβάλ Φλωρεντινού Μάη, Σκάλα του Μιλάνου, Βασιλικό
Θέατρο Ρώμης, Τορίνο κ.α. Συμμετείχε σε συναυλίες με κορυφαίες ορχήστρες ανά
τον κόσμο. Το 1945 απέκτησε αμερικανική υπηκοότητα. Το 1950 τραγούδησε με τη
Μαρία Κάλλας στο Μεξικό, στις όπερες Αΐντα και Ο τροβαδούρος [Il trovatore].
Φημισμένες υπήρξαν οι ερμηνείες του στις όπερες Οθέλλος [Otello], Τζοκόντα [La
Gioconda], Ο τροβαδούρος [Il trovatore], Λουτσία ντι Λαμμερμούρ [Lucia di
Lammermoor], Φάουστ [Faust], Μποέμ [La bohème]. Με την ΕΛΣ συνεργάστηκε την
τετραετία 1959-1963, ερμηνεύοντας τους ρόλους: Μεφιστοφελής [Φάουστ/Faust],
Πατέρας Γκουαρντιάνο [Η δύναμη του πεπρωμένου/La forza del destino] και Φιέσκο
[Σιμόν Μποκκανέγκρα/Simon Boccanegra]. Δίδαξε στην Ακαδημία Φωνητικών Τεχνών
της Φιλαδέλφειας (Η.Π.Α.). Τιμήθηκε με το Βασιλικό Παράσημο του Φοίνικα. Πέθανε
στις Η.Π.Α. στις 17/9/1975.
Διαθέτει αρκετή δισκογραφία.
ΠΗΓΗ: ΕΛΣ. Γ. Λεκάκης "Λεξικό της Μουσικής".
(**) ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την Κατοχή βλ.
βιβλία του Γ. Λεκάκη:
- «Ντοκουμέντα
Γενοκτονίας», 2016.
- «Οι
σφαγές, οι λεηλασίες και οι ιεροσυλίες των ναζί κατά της ορθόδοξης Ελλάδας»,
2016.
- «Οι
ελληνικές απαιτήσεις ισχύουν. Ντοκουμέντο: Η απόρρητη έκθεση του γερμανικού
Κοινοβουλίου για τις οφειλές προς την Ελλάδα», εκδ. «Επίκαιρα-Α. Α.
Λιβάνης», 27.3.2014.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook