ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ οι ΔΙΑΦΟΡΕΣ στα «Παγανά» του Στράτη ΜΥΡΙΒΗΛΗ, από το κείμενο ΠΟΥ ΤΕΛΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ


ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ οι ΔΙΑΦΟΡΕΣ
στα «Παγανά»
του Στράτη ΜΥΡΙΒΗΛΗ,
από το κείμενο
ΠΟΥ ΤΕΛΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ


Ο Λέσβιος πεζογράφος Στράτης ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (και όχι Στρατής, όπως τον γράφουν μερικοί, 1892-1969) κυκλοφόρησε το 1945 το διήγημά του «Τα παγανά».


Το παραπάνω, όμως, είναι ένα αυτόγραφο του διηγήματός του, μια ΠΡΩΙΜΗ ΜΟΡΦΗ, που έχει ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΤΕΛΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ...

Ποιος επενέβη;
Ποιος άλλαξε το κείμενο;

Το αυτόγραφο είναι γραμμένο σε 29 λυτά φύλλα, αριθμημένα 1-2, 2[bis] - 14 & 17-30, 228 x 168 χλστ. Έχει αυτόγραφες διορθώσεις και συμπληρώσεις…

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΜΥΡΙΒΗΛΗ, ΕΔΩ.

Το βιβλίο "Τα παγανά" του Στρατή Μυριβήλη εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο 1945 από τις εκδόσεις "Οι Φίλοι του Βιβλίου", σε 3.500 αντίτυπα, με ξυλογραφίες του Ι. Μόραλη.
Η δεύτερη έκδοση, με τις ίδιες ακριβώς ξυλογραφίες της πρώτης, αλλά με διαφορετική γραμματοσειρά και σελιδοποίηση, έγινε από το "Βιβλιοπωλείον της Εστίας", σε 4.100 αντίτυπα, το 1962.
Η τρίτη έκδοση του βιβλίου, σε 1.500 αντίτυπα, αποτελεί φωτομηχανική ανατύπωση της πρώτης έκδοσης.

Υπενθυμίζω ότι το όνομά του ήταν Στράτης, όχι Στρατής...

Αποσπάσματα

Για τη νύχτα

 Σαν απόμεινε μόνος και ξεμάκρυνε ο θόρυβος και τα γέλια της συντροφιάς, ένιωσε με ευχαρίστηση τη σιωπή της νυχτωμένης Αθήνας να τον τυλίγει με την ησυχία της. Από τα φοιτητικά του χρόνια του άρεσε να περπατά τις μικρές ώρες μέσα στα έρημα σοκάκια, ν’ ακούει τα βήματά του ένα – ένα. Έβλεπε δεξά – ζερβά σε παράταξη τα σπίτια να σωπαίνουν τυλιγμένα στον ίσκιο τους, τα ένιωθε στέρεα και στοργικά πάνω από τον ύπνο των απροστάτευτων ανθρώπων. Σαν σωπάσουν και ακινητήσουν οι άνθρωποι, τότε είναι που ξυπνάνε τα σπίτια, ξαναβρίσκουν όλη τη συγκινητική τους υπόσταση και ζουν την προσωπικότητά τους μέσα στη νύχτα και τη σιωπή.

 Από πάνω του οι αστερισμοί βλεφάριζαν γυαλιστεροί, ψυχροί μέσα στο ξάστερο στερέωμα.

 Από παιδί την αγαπούσε τη νύχτα. Το κλίμα της ψυχής του ήτανε στην πνευματικότητα, την ησυχία και την περισυλλογή της. Η μέρα σέρνει μέσα στον ασυνάρτητο θόρυβό της όλες τις υψωμένες φωνές της δημοκοπίας, το αλαλητό της μάχης για το κέρδος. Εκφράζεται με τα μεγάφωνα της δημοσιογραφίας, που είναι η «λαϊκή αγορά» της Ιδέας και του Στοχασμού. Το ίδιο θορυβούν μέσα στο αδιάντροπο φως της τα χρώματα και οι γραμμές. Ο παραλογισμός και το απρόσωπο κοπάδι τη γεμίζει με το θρίαμβο του αριθμού.

 Όμως η νύχτα ξαναδίνει το άτομο στον εαυτό του, τον άγιο και πολύτιμον εαυτό του, που τον είχε χαμένο μέσα στο σπρώξιμο της αγοράς. Μόνο τη νύχτα μπορεί να βρεθεί κανείς καταπρόσωπο με τον έναστρον ουρανό του Θεού, να τόνε δει κατάματα, ν’ ανεσάνει τη δροσερή και αγνήν αναπνοή του Απείρου.

Καλλικάντζαροι

..."Από τα Γέννα ως τα Φώτα αυτή 'ταν η μυστική λαχτάρα ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους. Θα τα δούνε φέτος τα Παγανά; Κάθε βράδι γι' αυτά μιλούσαν. Για τα συνήθια και για τα καμώματά τους.

Η μάνα, σαν έγερναν να κοιμηθούν, έριχνε μια φούχτα αλάτι στη σκεπασμένη χόβολη. Τσατ, πατ, έσκαγε κάθε λίγο και λιγάκι τ'αλάτι, να τρομάζουν οι καλλικαντζάροι, να μη σβήνουν τη φωτιά με τον τρόπο πούξεραν. Τρόμαζαν τα Παγανά, τρόμαζαν και τα παιδιά πάνω στον ύπνο τους και ξεπετιόνταν. Πριν πέσει να κοιμηθεί στρίμωχνε και μια ρίζα αφάνες μπροστά στη σταχτοθυρίδα, μην κατεβούν και κατουρήσουν τη στάχτη κ' ύστερα λιώνουν και τρυπάνε τα ρούχα στη μπουγάδα.

Κρέμαζαν οι γυναίκες μάτσα τρικοκκιές και γύρω στο ψωμοσάνιδο, να μη μπορούν να μαγαρίσουν τη ζυμωσιά.

Όμως κάποιο βράδυ έρχονται πλια οι Καλλικαντζάροι, και μάλιστα με τον πιο πίσημον τρόπο.

Κει που καθόντανε κουλουριασμένα τα παιδιά μέσα στο παραγώνι κι άκουγαν νυσταγμένα τα παραμύθια της γριάς, πατημασιές έτριζαν πάνω στο χιονισμένο δώμα, γέλια πνιγμένα και μικρά ουρλιαχτά.

Κόβονταν τότε στη μέση οι κουβέντες, οι καρδιές χτυπούσαν με λαχτάρα, τα μάτια καρφώνονταν στο ταβάνι.

-Αυτοί είναι, μάνα!

Τα παιδιά πετάγονταν έξω από το παραγώνο, χλωμά-θειαφοκέρι.

-Εμ, Αυτοί θάναι, έλεγαν οι μεγάλοι, και κοιτάζονταν με νόημα. Ποιός άλλος, μέρες πούναι!

Είτανε αλήθεια οι Καλλικαντζάροι.

Σε λίγο γινόταν μια μικρή φασαρία από σιδερικά εκεί ψηλά, μέσα στα μαύρα βάθια της καμινάδας. Τσάγκα, τσούγκα! Οι καπνιές πλια μαδούσαν και πέφτανε πάνω στα κούτσουρα, και σε λίγο να και κατέβαινε σιγά-σιγά ένα λανάρι κρεμασμένο από ψιλό σκοινί. Το λανάρι κουνιότανε πέρα-δώθε πάνω από τη φωτιά, και μεσ' από την καμινάδα ακούγονταν οι Καλλικαντζάροι που τραγουδούσαν το τραγούδι τους:

Λαγκούρ, λουγκούρ τα λανάρια
του παπά τα καλεντάρια!
Για μια πίτα με τυρί
για σαράντα σαραϊλί!

Είτανε κάτι που δε λέγεται το τί νιώθαν οι μικροί. Μια γλυκιά φρίκη έτρεχε μέσα στα φυλλοκάρδια, στύλωναν τα μάτια, κ' η καρδιά χτυπούσε να σπάσει.

Η μάνα πήγαινε έφερνε τυρόπιτα και την κάρφωνε στα καρφιά του λαναριού. Που να βρεθούν "σαράντα σαραϊλί" στο φτωχικό τους.

Οι Καλλικάντζαροι ανασέρνανε πάλι το λανάρι, και πριν να φύγουν κατέβαινε ακόμη μια φορά η φωνή τους μέσ' από τον μπουχαρή.

-Και του χρόνου Χριστιανοί!

-Αμήν! έλεγαν σοβαρά, σιγανά όλοι οι μεγάλοι. Και του χρόνου νάμαστε γεροί."....

ΠΗΓΗ: ΒΕΡΓΟΣ, 1.11.2014. ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.12.2014.

Για ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΘΙΜΑ, ΔΙΑΒΑΣΤΕ Γ. Λεκάκης "Τάματα και αναθήματα".


Παγανα, ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ, πεζογραφος, 1945, διηγημα, αυτογραφο, διορθωση, Οι Φιλοι του Βιβλιου, ξυλογραφια, Μοραλης, Βιβλιοπωλειον της Εστιας, Εστια, Αθηνα, δημοσιογραφια, Ιδεα, Στοχασμος, Απειρο, Καλλικαντζαροι, Γεννα, Χριστουγεννα, Φωτα, αλατι, χοβολη, καλλικαντζαροι, ριζα αφανες, σταχτοθυριδα, κατουρημα, σταχτη, ρουχα, μπουγαδα, τρικοκκια, ψωμοσανιδο, ψωμι, ζυμωσια, παραγωνι, παραμυθι, πατημασια, θειαφοκερι, κουτσουρα, λαναρι, σκοινι, φωτια, καμιναδα, Λαγκουρ, λαναρι, παπας, καλενταρι, πιτα, τυρι, πιττα, τυροπιτα, τυροπιττα, σαραντα σαραιλι, φρικη, μπουχαρη, Λεσβος, παγανο, παγανισμος, σαραγλι ποιος θελει να γινει εκατομμμυριουχος, αντενα αντεννα αρναουτογλου παιγνιδι παιχνιδι γνωσης γνωσεως γνωσεων τηλεπαιγνιδι τηλεπαιχνιδι
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ