Της θεολόγου Θέκλας Χ. Καβούνη (*)
Ένας σημαντικός παράγοντας ο οποίος συνέβαλε ώστε το Ανατολικό Ρωμαϊκό
Κράτος (Βυζάντιο) να αποκτήσει ελληνικό χαρακτήρα και να αποτελέσει στην
χιλιόχρονη διαδρομή του την συνέχεια του ελληνικού έθνους ήταν η κληρονομιά της
αρχαιοελληνικής παιδείας.
Βυζαντινή έκδοση της ΙΛΙΑΔΟΣ του Ομήρου. |
Η διαμόρφωση της παιδείας κατά τους βυζαντινούς χρόνους εμπεριέχει όλα
εκείνα τα στοιχεία τα οποία την καθιστούν άμεσο κληρονόμο της ελληνικής
γλώσσας, της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και γενικότερα του ελληνικού
πολιτισμού. Γίνεται ένας ακόμη κρίκος στην ελληνική πολιτισμική συνέχεια και
δεν αφήνει περιθώριο στην καλλιέργεια της ιδεοληψίας πως η σύγχρονη Ελλάδα
κατασκευάστηκε ως έθνος – κράτος μέσα από την ρομαντική διάθεση της Δύσης του
19ου αιώνα.
Η μόρφωση, από την ελληνική αρχαιότητα, εθεωρείτο μεγάλο προσόν και ο
πεπαιδευμένος άνθρωπος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Αυτή η νοοτροπία συνεχίστηκε
και στο Βυζάντιο.
Έτσι λοιπόν, η παιδεία στο Βυζάντιο βασίστηκε πρωτίστως στον Όμηρο και
την πνευματική κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας. Στηριζόταν δε σε δύο άξονες: την
Ελληνική Γραμματεία και την Χριστιανική Θρησκεία.
Προσφερόταν στους μαθητές ιδιωτικά και ήταν είτε Εκκλησιαστική, είτε Κοσμική, είτε Μοναστική. Εδώ, θα πρέπει να αναφέρουμε πως, κατά την ίδια ιστορική περίοδο στην Δύση και μέχρι τον 11ο αιώνα, η παιδεία ήταν αποκλειστικά μοναστική, δηλαδή προσφερόταν από την Εκκλησία και μόνο στα μοναστήρια.
Η Πατριαρχική Σχολή. |
ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ – ΠΡΟΠΑΙΔΕΙΑ
Η στοιχειώδης εκπαίδευση ή προπαίδεια ξεκινούσε περίπου στην ηλικία των 7-8 ετών και
διαρκούσε 3-4 χρόνια. Ήταν ιδιωτική
και την διδασκαλία αναλάμβανε ο Γραμματιστής.
Το πρώτο και πολύ σημαντικό πράγμα το οποίο διδασκόταν το παιδί στο
Βυζάντιο ήταν η σωστή χρήση της Ελληνικής Γλώσσας, δηλαδή το: «ΕΛΛΗΝΙΖΕΙΝ
ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑΝ» . Γενικότερα, τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν: ανάγνωση,
γραφή, γραμματική, αριθμητική και τις αριθμητικές πράξεις (Ἐπισώρευσιν, Ἀφαίρεσιν,
Πολλαπλασιασμόν και Ἐπιμερισμόν). Τα θρησκευτικά μαθήματα τα διδάσκονταν
αποκλειστικά από ιερείς και ως εγχειρίδια χρησιμοποιούντο η Αγία Γραφή και το
Ψαλτήρι.
Παιδεία - σχολή στο Βυζάντιο. |
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η εγκύκλιος εκπαίδευση ξεκινούσε περίπου στην ηλικία των 12 ετών με
διάρκεια γύρω στα 4 χρόνια. Ελάμβανε χώρα στις ιδιωτικές σχολές των ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΩΝ. Περιελάμβανε την
διδασκαλία της Τριόδου ή Τριτούς (Trivium), δηλαδή Γραμματική, Ρητορική και Φιλοσοφία . Επίσης,
διδασκόταν η Τετράοδος ή Τετρακτύς (Quadrivium) : Αριθμητική, Μουσική, Γεωμετρία, Αστρονομία. Πολύ
σημαντικό μάθημα ήταν η καλλιγραφία, καθώς βρισκόμαστε ακόμα στην προ τυπογραφίας
εποχή και την αντιγραφή των βιβλίων αναλάμβαναν χειρόγραφα οι καλλιγράφοι.
Μεγάλο βάρος δινόταν στην κειμενική ανάλυση των βιβλίων της αρχαιοελληνικής
γραμματείας, η οποία περιελάμβανε τα εξής βήματα: ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ, ΕΞΗΓΗΣΙΣ, ΚΡΙΣΙΣ. Γραμματική διδασκόντουσαν
κυρίως από το εγχειρίδιο του Διονυσίου του Θρακός (1ος π.Χ. αιώνας) και
στην ρητορική χρησιμοποιούσαν τα 12
Προγυμνάσματα του Ερμογένη (2ος – 3ος μ.Χ. αιώνας).
Ένα βυζαντινό βιβλίο. |
ΑΝΩΤΕΡΗ-
ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Με την μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην
Κωνσταντινούπολη (330), πολλοί σοφοί και ρήτορες της εποχής συνέρευσαν στην
Πόλη για να προσελκύσουν μαθητές και να διδάξουν. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα
εξακολουθούσαν να λειτουργούν οι φιλοσοφικές σχολές, στις οποίες σπούδασαν ο
Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Η πρώτη όμως οργανωμένη
προσπάθεια ίδρυσης Πανεπιστημίου- Πανδιδακτηρίου στην Κωνσταντινούπολη έγινε
από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ (408-450), κατόπιν προτροπής της συζύγου του
Αθηναΐδος – Ευδοκίας. Η Αθηναΐς – Ευδοκία ήταν Αθηναία, κόρη του φιλόσοφου
Λεόντιου και ήταν εξαιρετικά μορφωμένη και καλλιεργημένη για την εποχή της.
Έτσι, στις 27 Φεβρουαρίου 425, ο Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα για την οργάνωση
πανεπιστημίου, στο οποίο τριάντα ένα καθηγητές θα δίδασκαν Γραμματική,
Ρητορική, Δίκαιο και Φιλοσοφία. Από αυτούς, τρείς ρήτορες και δέκα διδάσκαλοι
θα δίδασκαν λατινικά και πέντε σοφιστές και δέκα διδάσκαλοι ελληνικά. Άρα,
βλέπουμε εξαρχής το βάρος να πέφτει περισσότερο στην διδασκαλία της Ελληνικής
Γραμματείας.
Εδώ, αξίζει να αναφέρουμε πως το Πανδιδακτήριο της Κωνσταντινούπολης
είναι το πρώτο ανώτερο - ανώτατο ίδρυμα όλης της Ευρώπης, καθώς τα πρώτα
πανεπιστήμια στην Δύση ( της Βολωνίας και των Παρισίων) δεν θα ιδρυθούν παρά
μόνο γύρω στο 1100.
Επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄(527-565) το Πανεπιστήμιο –
Πανδιδακτήριο αναδιοργανώθηκε με ιδιαίτερη έμφαση στις Νομικές Σπουδές και
ονομάστηκε «Οἰκουμενικόν Διδασκαλεῖον».
Το Πανεπιστήμιο αναβίωσε στην εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641)
και ξαναπήρε την ονομασία «Πανδιδακτήριο».
Κατά την Α΄ περίοδο της εικονομαχίας (726-780) το Πανδιδακτήριο έκλεισε
από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο (717-740) στα 727. Η δε βιβλιοθήκη του
κάηκε και χάθηκαν 36.500 τόμοι.
Με την λήξη της εικονομαχία, το Πανδιδακτήριο επανιδρύεται από τον
Καίσαρα Βάρδα μεταξύ 843-850. Τότε μεταφέρθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας, με
πρώτο σχολάρχη τον Λέοντα Φιλόσοφο ή Μαθηματικό (790-869). Κατά τον 9ο
αιώνα καθηγητές στην Μαγναύρα υπήρξαν ο Άγιος Κύριλλος (827-869) και ο Μέγας
Φώτιος .
Στην διάρκεια της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057), υπήρξαν
αυτοκράτορες με μεγάλο ενδιαφέρον προς την Ανώτατη Παιδεία, όπως ο Βασίλειος
Α΄(867-886), ο Λέων Στ΄ ο Σοφός (886-912) και ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο
Πορφυρογέννητος (913-959). Όμως, ο Βασίλειος Β΄ (976-1025), τον οποίον
ενδιέφεραν περισσότερο τα στρατιωτικά επιτεύγματα, κατήργησε το Πανεπιστήμιο.
Στα 1045, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) έδωσε
νέα πνοή στην ανώτατη παιδεία, επανιδρύοντας το Πανεπιστήμιο, το οποίο πλέον
διέθετε δύο διαφορετικές σχολές: το «Διδασκαλεῖον τῶν Νόμων» (Νομική Σχολή), με
πρώτο «Νομοφύλακα» τον Ιωάννη Ξιφιλίνο και το «Γυμνάσιον», με «Ύπατο των
Φιλοσόφων» τον μεγάλο φιλόσοφο, ιστορικό και θεολόγο Μιχαήλ Ψελλό.
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους και κατά την
περίοδο της Λατινοκρατίας (1204-1261), το Πανεπιστήμιο παρέμεινε κλειστό. Σε
αυτό το διάστημα, υπήρξε προσπάθεια από τον Φράγκο ηγεμόνα Βαλδουΐνο Α΄ να
ιδρυθεί λατινικό πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά το συγκεκριμένο
επιχείρημα εμποδίστηκε από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων. Τότε, η ελληνικού
χαρακτήρα ανώτατη παιδεία συνεχίστηκε στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, στην
Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1204), ο αυτοκράτορας Μιχαήλ
Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282) επανιδρύει το φιλοσοφικό τμήμα του Πανεπιστημίου, με
πρώτο «Ύπατο των φιλοσόφων» τον Γεώργιο Ακροπολίτη (1217 -1282).
Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος προσέθεσε στο Πανεπιστήμιο
Νομικό τμήμα με την ονομασία « Βασιλικόν» ή « Καθολικόν Μουσεῖον». Το 1348
διορίζεται ως «αντικήνσωρ» (κοσμήτωρ όπως θα λέγαμε σήμερα) ο εξαίρετος νομικός
Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος.
Η αυλαία στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης πέφτει μαζί με την Πόλη
, όταν στα 1453 κατακτάται από τους Οθωμανούς.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για το (κακώς λεγόμενο) ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΕΔΩ.
ΑΝΩΤΕΡΗ –
ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Η
ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Υπήρχε και ένα άλλο κομμάτι της
Ανώτερης – Ανώτατης Παιδείας κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους όπου συνεχίστηκε η
αρχαιοελληνική γραμματειακή παράδοση: εκείνο της Εκκλησιαστικής Παιδείας.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος στον προτρεπτικό του λόγο « Πρός τούς νέους, ὅπως
ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», τους παροτρύνει, πριν εντρυφήσουν στην Αγία
Γραφή, να έχουν εμβαθύνει στα σπουδαία αρχαιοελληνικά κείμενα.
Έτσι λοιπόν , ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641) και τον
πατριάρχη Σέργιο και λειτούργησε παράλληλα με το « Πανδιδακτήριο» η
«Πατριαρχική Σχολή». Σκοπός της ήταν να προσφέρει υψηλού επιπέδου μόρφωση στα στελέχη
της Εκκλησίας.
Πρώτος Σχολάρχης – «Οικουμενικός Διδάσκαλος» υπήρξε ο Στέφανος
Αλεξανδρέας ο Φιλόσοφος.
Τα μαθήματα που διδασκόντουσαν από 12 διδασκάλους, με επικεφαλής τον
Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη, ήταν: Γραμματική, Ρητορική, Διαλεκτική, Φυσική,
Ιατρική, Αριθμητική, Γεωμετρία, Μουσική, Νομική.
Οι κορυφαίοι διδάσκαλοι στη
σχολή έπαιρναν τον τίτλο του « Μαΐστορος τῶν Ρητόρων» και του «Μαΐστορος τῶν
Φιλοσόφων». Ο δε «Μαΐστωρ τῶν Ρητόρων» είχε και επίσημο καθήκον να εκφωνεί τους
πανηγυρικούς στις επίσημες εορτές της Αυτοκρατορίας.
Στην Πατριαρχική σχολή γινόντουσαν δεκτοί σπουδαστές και από την ηλικία
της εγκυκλίου εκπαίδευσης.
Για την διδασκαλία των Θεολογικών μαθημάτων υπήρχαν: ο Διδάσκαλος του
Ευαγγελίου, ο Διδάσκαλος του Αποστόλου, ο Διδάσκαλος του Ψαλτηρίου και ο Ρήτωρ
Ερμηνευτής των Γραφών.
Η σχολή κατά την εποχή των Κομνηνών (1057-1185) υπήρξε κέντρο
συνάντησης διανοουμένων.
Η έμφαση που έδινε η σχολή στην Αρχαιοελληνική Παιδεία αποδεικνύεται
από το γεγονός πως στους κόλπους της αναδείχθηκε η μορφή του μεγαλυτέρου
υπομνηματιστή του Ομήρου Ευσταθίου, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ
ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Οι γυναίκες της ανώτερης τάξης στο Βυζάντιο μπορούσαν να αποκτήσουν
παιδεία αντίστοιχη με εκείνη των ανδρών.
Τέτοια εξέχοντα παραδείγματα μορφωμένων γυναικών ήσαν: η φιλόσοφος και
μαθηματικός Υπατία, η αυτοκράτειρα Αθηναΐς – Ευδοκία, η μελωδός Κασσιανή, η
Άννα Κομνηνή, η Άννα Νοταρά, οι πριγκήπισσες του Οίκου των Παλαιολόγων και
αρκετές γυναίκες γιατροί.
Η μεσαιωνική Δύση δεν έχει να παρουσιάσει αντίστοιχα παραδείγματα
μορφωμένων γυναικών.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΥΣΗ
ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στην μεσαιωνική Δύση μέχρι τον 13ο αιώνα η εκπαίδευση
λάμβανε χώρα καθαρά σε εκκλησιαστικά ιδρύματα.
Επίσης, βασιζόταν στον σχολαστικισμό και στην Αριστοτελική
λογικοκρατία, αποκλείοντας την Πλατωνική προσέγγιση στην φιλοσοφική σκέψη.
Από την διανόηση εκλείπουν τα παραδείγματα μορφωμένων γυναικών, τα
οποία υπήρχαν στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Στο Βυζάντιο υπήρχε αυξημένο το αίσθημα της πνευματικής ελευθερίας,
κληρονομιά από τους αρχαιοελληνικούς χρόνους, κάτι που όπως ιστορικά γνωρίζουμε
δεν συνέβαινε στην μεσαιωνική Δύση. Αυτό αποδεικνύεται στην χιλιόχρονη
Βυζαντινή ιστορία από τις έντονες φιλοσοφικές, θεολογικές και πολιτιστικές
διαμάχες!
Τέλος, αντίθετα προς την Δύση, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία,
στην Ελληνική Ανατολή, διατηρήθηκε η συνείδηση της υπεροχής της γνώσης και του
πνεύματος της Αρχαίας Ελληνικής και Ελληνιστικής Φιλολογικής, Φιλοσοφικής και
Πολιτιστικής παράδοσης.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 10.2.2021.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
·
Μέγας Βασίλειος, Πρός τούς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο
λόγων, J.P. Migne, P.G. 31.
·
Hans – Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ, Δ.
Κούρτοβικ, Αθήνα 2009.
·
Κ.
Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός
Πολιτισμός και οι κόσμοι του Βυζαντίου και του Ισλάμ, μτφρ. Π. Χρήστου,
Θεσσαλονίκη 1993.
·
Cyril
Mango, Βυζάντιο – Η
Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ Δ. Τσουγκαράκης, Αθήνα, 2013.
·
Georg
Ostrogorsky, Ιστορία του
Βυζαντινού Κράτους, μτφρ. Ι. Παναγόπουλος, Αθήνα 1989.
·
Κων.
Παππαρηγόπουλος – Π. Καρολίδης, Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τόμος 3ος και 4ος , Αθήνα,
1925.
·
Ευάγγελος
Πονηρός, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, Αθήνα
2010.
·
Steven
Runciman, Βυζαντινός
Πολιτισμός, μτφρ. Δ. Δετζώρτζη, Αθήνα 1961.
·
A. Vasiliev, Ιστορία της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Δ.
Σαβράμη, Αθήνα 1954.
(*) Η Θ. Καβούνη (theklack.olympic@gmail.com) είναι ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΤΜ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Μ.Α (ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ) ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ. ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ «ΦΡΟΝΕΙΝ»ΣΕ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook