Απομαγνητοφωνημένη η ομιλία της κ. Μαρίας Καραμανώφ, αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, από την εκδήλωση "Μια συζήτηση για τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία" που οργάνωσε το διιδρυματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα Μουσειακές Σπουδές του ΕΚΠΑ την 1Η ΜΑΡΤΊΟΥ 2021. Θυμίζουμε ότι ολόκληρη η εκδήλωση είναι διαθέσιμη στο Διαδικτυακός διάλογος Μια συζήτηση για τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία – ΔΕΙΤΕ την ΕΔΩ και ΕΔΩ.
Μαρία Καραμανώφ
Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου
της Επικρατείας
Η δημόσια συζήτηση για τα Ελληνικά Αρχαιολογικά Μουσεία έγινε την Δευτέρα 1η Μαρτίου 2021, ώρα 18:30-20:30.
Διοργάνωση: Μεταπτυχιακό
πρόγραμμα “Μουσειακές Σπουδές” του ΕΚΠΑ.
Θα εστιάσω μόνο στα σημεία
εκείνα που άπτονται του δικού μου αντικειμένου, δηλ. της νομικής και
διοικητικής επιστήμης. Διευκρινίζω ότι στη συζήτηση μετέχω όχι με τη δικαστική
αλλά με την επιστημονική μου ιδιότητα και εκφράζω απόψεις απολύτως προσωπικές.
Βρίσκεται λοιπόν προ των
πυλών μια θεμελιώδης μεταβολή στο νομικό καθεστώς των κορυφαίων αρχαιολογικών
Μουσείων της χώρας με τη μετατροπή τους σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Πρόκειται για μία ρήξη, στην κυριολεξία της λέξης, ακριβώς γιατί διασπάται η
δομική και λειτουργική ενότητα του Υπουργείου Πολιτισμού ως ενιαίου συστήματος
διοίκησης και διαχείρισης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, κεντρικό συστατικό
στοιχείο της οποίας είναι από καταβολής ελληνικού κράτους τα αρχαιολογικά
Μουσεία.
Με αφορμή την πρόσκλησή σας,
μου γεννήθηκαν τρία ερωτήματα. Δεν τα επινόησα εγώ, τα δανείστηκα από τις
σχετικές μεθοδολογίες της σύγχρονης επιστήμης λήψεως αποφάσεων και σχεδίασης
δημόσιας πολιτικής. Ερώτημα πρώτο: Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα; Τι
συγκεκριμένο θέλουν να κάνουν τα αρχαιολογικά Μουσεία και δεν μπορούν γιατί τα
εμποδίζει η υπάρχουσα οργανωτική δομή; Ερώτημα δεύτερο: Αν υποτεθεί ότι
υπάρχουν κάποια προβλήματα, ποιες εναλλακτικές λύσεις εξετάστηκαν μέσα στο
πλαίσιο της δομής αυτής και γιατί αποκλείστηκαν; Ερώτημα τρίτο: Με ποιο τρόπο
τεκμηριώνεται ότι η επίμαχη μετατροπή είναι και η ενδεδειγμένη λύση για τα
προβλήματα αυτά;
Αναζήτησα τις απαντήσεις στη
σφαιρική επιστημονική μελέτη η οποία στις σύγχρονες έννομες τάξεις καταρτίζεται
με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων και προηγείται κάθε σημαντικής
νομοθετικής μεταβολής. Δεν μπόρεσα να την εντοπίσω, αν υπάρχει θα με ενδιέφερε
πολύ να τη δω. Με βάση πάντως όσα έχουν ανακοινωθεί, σε συνδυασμό και με τις
λέξεις “ευελιξία” και “κερδοφορία”, λέξεις πολύ δημοφιλείς ίσως γιατί το ρευστό
τους περιεχόμενο καλύπτει σχεδόν τα πάντα, συνάγω ότι δεν πρόκειται περί αυτού,
δηλ. για λύση σε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα. Αντίθετα, πρόκειται για μία
ριζική αλλαγή πλεύσης, έναν εκ βάθρων αποπροσανατολισμό των αντιλήψεων της
Πολιτείας σε σχέση με τη φύση, τον προορισμό, εν τέλει το δημόσιο σκοπό που
υπηρετεί η αρχαιολογική μας κληρονομιά, αρχής γενομένης από τα Μουσεία όπου
βρίσκεται και μεγάλο μέρος αυτής.
Για να γίνει κατανοητό το
μέγεθος της αλλαγής, πρέπει να έχει κανείς επίγνωση τι σημαίνει νομικό πρόσωπο
δημοσίου δικαίου, πράγμα όχι τόσο απλό για τον μη νομικό. Ίσως μάλιστα και
μερικοί να θεωρούν ότι στην ουσία δεν αλλάζει και τίποτα σημαντικό. Δημοσίου
δικαίου θα είναι τα Μουσεία, όχι ιδιωτικού, άρα στο Κράτος θα υπάγονται, άρα
προς τι τόση φασαρία;
Δεν είναι όμως καθόλου έτσι.
Το κλειδί για την κατανόηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.)
βρίσκεται στην έννοια του ειδικού σκοπού του. Ο σκοπός αυτός ανάγεται μεν στο
δημόσιο συμφέρον, είναι όμως ειδικός, αυτοτελής και ανεξάρτητος σε σχέση με
τους εν γένει δημόσιους σκοπούς, οι οποίοι κατά το Σύνταγμα είναι ανατεθειμένοι
στη Δημόσια Διοίκηση και κατανέμονται στα καθ’ ύλην αρμόδια Υπουργεία. Ακριβώς
λοιπόν επειδή ο σκοπός αυτός δεν συνδέεται άρρηκτα με το αντικείμενο του
αντίστοιχου Υπουργείου, μπορεί να ανατίθεται σε ένα ξεχωριστό νομικό πρόσωπο,
το οποίο εξοπλίζεται με τη λεγόμενη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Τι
σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το νομικό αυτό πρόσωπο με δικά του όργανα και δικά
του κριτήρια σχεδιάζει και υλοποιεί τη δική του πολιτική εκτελώντας δικό του
προϋπολογισμό, ο οποίος βέβαια κατά κανόνα χρηματοδοτείται από το Κράτος. Τα
όργανα του ν.π.δ.δ. εκδίδουν εκτελεστές διοικητικές πράξεις που δεν υπόκεινται
σε ιεραρχικό έλεγχο από τον Υπουργό, ο οποίος περιορίζεται στην άσκηση απλής
εποπτείας. Κλασικά παραδείγματα ν.π.δ.δ είναι οι Οργανισμοί Τοπικής
Αυτοδιοίκησης, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, η Εκκλησία, οι ασφαλιστικοί
οργανισμοί.
Υπάρχουν όμως τρεις δημόσιοι
σκοποί τους οποίους το ίδιο το Σύνταγμα θεωρεί τόσο θεμελιώδεις, ώστε ρητά τους
επιφυλάσσει αποκλειστικά στο νομικό πρόσωπο του Κράτους. Οι σκοποί αυτοί είναι
η παιδεία, στοιχειώδης και μέση, η χωροταξία και πολεοδομία και η προστασία του
πολιτιστικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς με ιδιαίτερη έμφαση
στα μνημεία. Πρόκειται για το άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος. Υπάρχει
μεγάλη σοφία στη συνταγματική αυτή επιταγή, την οποία δεν είναι του παρόντος να
αναλύσουμε. Θα μπορούσε βέβαια η συζήτηση, από μέρους μου τουλάχιστον, να λήξει
εδώ με την επίκληση του συνταγματικού κωλύματος. Αξίζει όμως, νομίζω, να δούμε
λίγο και την ουσία του προβλήματος, η οποία αποδεικνύει ότι το Σύνταγμα ούτε
παραλογιζόταν όταν θέσπιζε τους περιορισμούς αυτούς ούτε έχει εν τω μεταξύ
καταστεί απαρχαιωμένο και αναχρονιστικό.
Και ερχόμαστε τώρα στο
κρίσιμο ερώτημα: Είναι ο σκοπός των αρχαιολογικών Μουσείων της Ελλάδας ειδικός,
αυτοτελής και αυτόνομος σε σχέση με τη δημόσια πολιτική διοίκησης και
διαχείρισης της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς, ώστε να μπορεί να αποσπαστεί από
το Υπουργείο Πολιτισμού και να ανατεθεί σε αυτοτελές, ανεξάρτητο και
αυτοδιοίκητο νομικό πρόσωπο; Έμφαση στο “αρχαιολογικών” και έμφαση στο
“Ελλάδας”. Δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που αγνοεί ή υποτιμά την ιδιαιτερότητα
των Mουσείων αυτών. Είναι από τα ελάχιστα στον κόσμο που δεν στεγάζουν απλώς
αρχαιολογικούς θησαυρούς πανταχόθεν προερχόμενους, με ποικίλους τρόπους
αποκτηθέντες και παντελώς ξένους προς τη χώρα του Mουσείου. Άρα, καμία αναλογία
με Λούβρο, Βρετανικό Μουσείο, Μετροπόλιταν κ.λπ. Το σύνολο των αντικειμένων που
βρίσκονται στα Αρχαιολογικά μας Μουσεία αποτελούν τα έργα των προγόνων του
ελληνικού λαού, όπως προσφυώς τα χαρακτήρισε ο πρώτος Αρχαιολογικός Νόμος του
1834. Η φράση δεν είναι ποιητική. Υποδηλώνει την ενότητα και συνέχεια ενός
πολιτισμού γηγενούς με μακραίωνη πορεία, η οποία παρακολουθείται και
αντικατοπτρίζεται στα υλικά δημιουργήματά του, τα οποία βρίσκονται, πού αλλού,
στους αρχαιολογικούς χώρους και τα Μουσεία. Όπως είναι αδιάσπαστη η ενότητα του
πολιτισμού αυτού, έτσι είναι αδιάσπαστη και η ενότητα των υλικών έργων, κινητών
και ακινήτων, που τον ενσωματώνουν, έτσι είναι αδιάσπαστη και η ενότητα της
Δημόσιας Υπηρεσίας που είναι επιφορτισμένη με το βαρύ και απαιτητικό καθήκον
της διοίκησης και διαχείρισής τους, δηλ. του Υπουργείου Πολιτισμού.
Οι λόγοι που επιβάλλουν την
ενότητα αυτή δεν είναι ούτε ιστορικοί ούτε συναισθηματικοί, αλλά απολύτως
ουσιαστικοί. Η διοίκηση και διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς αποτελεί
ένα ενιαίο σύστημα που συνίσταται στο πλέγμα των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου
Πολιτισμού. Οι αρμοδιότητες αυτές εκτείνονται σε πολλούς τομείς και ασκούνται
κατά πολλά στάδια, από την ανασκαφή, αποκάλυψη, διάσωση, μελέτη και ερμηνεία
των ευρημάτων μέχρι την ασφαλή φύλαξη, συντήρηση, ανάδειξη και προβολή τους,
ώστε να παραδοθούν εν τέλει αναλλοίωτα στις επόμενες γενιές. Αυτά τα στάδια δεν
συνδέονται μεταξύ τους γραμμικά, δεν υπάρχει πρώτο, δεύτερο και τελευταίο, αλλά
κυκλικά, βρίσκονται σε συνεχή ανάδραση και αλληλεξάρτηση. Το καθένα
επανατροφοδοτείται συνεχώς από τα ευρήματα και τα πορίσματα του άλλου και, άρα,
δεν μπορεί κανείς να αποσπάσει κάποιο από αυτά χωρίς βλάβη και απορρύθμιση των
υπόλοιπων. Με απλά λόγια, τα αρχαιολογικά Μουσεία δεν είναι ο τελευταίος κρίκος
μιας ανοιχτής αλυσίδας, ο οποίος μπορεί να αποκοπεί χωρίς συνέπειες. Η
Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και δεν μπορεί κανείς να
του αποσπάσει ένα κομμάτι και αυτός να συνεχίσει να λειτουργεί ανεπηρέαστος.
Και για να μιλήσουμε με όρους
διοικητικής επιστήμης, προκειμένου να επιτελέσει το έργο της η Αρχαιολογική
Υπηρεσία απαιτείται άμεση, συνεχής και απρόσκοπτη ροή πληροφορίας μεταξύ των
οργανικών μονάδων της. Τι είδους πληροφορίας; Πρώτα απ’ όλα πληροφορίας
επιστημονικής, που αποκτάται επί του πεδίου και διαχέεται σε όλες τις υπηρεσίες
για να αποτελέσει το επιστημονικό έρεισμα των αποφάσεών τους. Γιατί επιτρέπεται
κάτι, γιατί απαγορεύεται κάτι άλλο, με ποιους όρους θα πραγματοποιηθεί ό,τι
επιτρέπεται. Δεύτερον, πληροφορίας διοικητικής, η οποία εκφράζεται με
εισηγήσεις, αντιρρήσεις, εκθέσεις, γνωμοδοτήσεις, αποφάσεις όχι απαραίτητα
εκτελεστές, που προετοιμάζουν όμως την έκδοση της εκτελεστής διοικητικής πράξης
και εγγυώνται την ορθότητά της. Και φυσικά, δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν ασκούνται επί χάρτου, απαιτείται ιδίως ροή των
υλικών αντικειμένων στα οποία αφορά η ανωτέρω πληροφορία. Απαιτείται απρόσκοπτη
και χωρίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις πρόσβαση στα αντικείμενα που φυλάσσονται
στα Μουσεία και αποφασιστική αρμοδιότητα για την τύχη τους. Αν η αρμοδιότητα
αυτή ανατεθεί σε άλλο νομικό πρόσωπο, ο αναγκαίος συντονισμός μεταξύ
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και Μουσείου είτε δεν θα υπάρχει καθόλου, πράγμα
αδιανόητο, είτε θα χρειαστεί να προβλεφθούν τόσοι νέοι κόμβοι αποφάσεων (λ.χ.
προηγούμενες άδειες, συναρμοδιότητες, εγκρίσεις κ.λπ.) ώστε μόνον ευελιξία δεν
θα προκύψει. Για να πούμε ένα απλό παράδειγμα, αν π.χ. προκύψει διαφωνία για τη
μεταχείριση ενός αντικειμένου ή μιας συλλογής, ποιος θα έχει τον τελευταίο
λόγο; Η αρμόδια επαγγελματική Διοίκηση, δηλαδή η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ή το
Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου στο οποίο θα ανήκει πλέον η αποφασιστική
αρμοδιότητα για τη διοίκηση και διαχείριση των αντικειμένων αυτών; Είναι
προφανές ότι η ασφαλής, επιστημονική και αποτελεσματική διαχείριση της
αρχαιολογικής κληρονομίας σύμφωνα με τον προορισμό της απαιτεί ενιαία πολιτική,
η οποία σχεδιάζεται με συνολικά κριτήρια, συνεκτιμά και εναρμονίζει ανάγκες και
ιδιαιτερότητες, ιεραρχεί προτεραιότητες και κατανέμει ανάλογα τους πόρους και
το ανθρώπινο δυναμικό.
Δε θα αναφερθώ στους
κινδύνους που ελλοχεύουν σε βάθος χρόνου για τα Μουσεία, τους εξέθεσαν ήδη οι
άλλοι ομιλητές. Κλείνοντας, όμως, πρέπει να επισημάνω ότι εξίσου, αν όχι
περισσότερο, θα πληγεί η ίδια η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία μοιραία θα
οδηγηθεί σε ατροφία και μαρασμό. Και αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Όχι για λόγους
ηθικούς, σε αναγνώριση των ανεκτίμητων πράγματι υπηρεσιών που έχει προσφέρει
επί 200 περίπου χρόνια στο ελληνικό κράτος. Για λόγους ψυχρού management (ας
μου επιτραπούν κάποιοι σχετικοί όροι). Η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποτελεί ένα από
τα μεγαλύτερα assets της Δημόσιας Διοίκησης. Διαθέτει μακρά και συνεπή
επιστημονική και διοικητική παράδοση, στο πλαίσιο της οποίας εκπαιδεύονται,
περνώντας από όλα τα στάδια, και διαμορφώνονται στελέχη που διακρίνονται όχι
μόνο για την γνώση και την εμπειρία τους (γνώση και εμπειρία έχουν και άλλοι
αρχαιολόγοι εκτός Υπηρεσίας), αλλά για τον ζήλο, την αφοσίωση και το πάθος για
το αντικείμενό τους. Στο σημείο αυτό θέλω να καταθέσω και την προσωπική μου
εμπειρία από την επαφή μου με τα στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας κατά τη
μακρά σταδιοδρομία μου στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεν γνωρίζω τα πρόσωπα,
δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τις τεκμηριωμένες απόψεις
και εισηγήσεις που πάντα συνόδευαν τις υποθέσεις στις οποίες εμπλεκόταν η
αρχαιολογική υπηρεσία. Commitment, corporate values, bonding, όλα αυτά που οι
σύγχρονοι γκουρού προσπαθούν με πολλή δυσκολία να εμφυσήσουν στα στελέχη των
μεγάλων οργανισμών, ιδιωτικών και δημοσίων, εδώ υπάρχουν και στηρίζονται σε
γερά θεμέλια. Ποια αρχή του management μας προτρέπει να τα εξουδετερώσουμε;
Αρχαιολογική Υπηρεσία λοιπόν χωρίς Αρχαιολογικά Μουσεία, ίσως αύριο-μεθαύριο και χωρίς αρχαιολογικούς χώρους; Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έρχονται στο νου εικόνες από ένα μέλλον με κηπουρούς χωρίς κήπους, νοσοκομεία και γιατρούς χωρίς ασθενείς, σχολεία και δασκάλους χωρίς παιδιά. Αν το απαιτεί η πρόοδος, θα μου πείτε, γιατί όχι; Την απάντηση την αφήνω σε σας.
ΠΗΓΗ: ΣΕΑ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.3.2021.
μουσειο, μουσεια, καραμανωφ
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook