Του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
μιλάει στον λαό του για «γαλάζια πατρίδα». Και εννοεί το Αιγαίο. Θέλει ο
Ερντογάν, κάθε πολίτης Τούρκος όταν λέει «Αιγαίο», να το εννοεί τουρκικό. Αν οι
σημερινοί Τούρκοι πιστέψουν σαν «γαλάζια πατρίδα Τουρκία» το μισό Αιγαίο, τα
παιδιά τους ή, το πολύ, τα εγγόνια τους θα το έχουν ολόκληρο δικό τους. Στην
Ελλάδα πιστεύουμε, και το προπαγανδίζουμε μέρα-νύχτα, ότι οι «πατρίδες» είναι
τελειωμένη ιστορία, όπως είναι και οι επιχώριες γλώσσες γραφικό φολκλόρ.
«Πατρίδες» είναι πια οι πολυεθνικές εταιρείες, για τις οποίες άμεσα ή έμμεσα
εργαζόμαστε, αυτές που μας συντηρούν με δάνεια σαν προσχηματικό «κράτος» και
ορίζουν τους υπουργούς-κλειδιά σε κάθε κυβέρνησή μας δήθεν από τον λαό
εκλεγμένη. Συντηρούνται στις «πατρίδες» μας και οι επιφάσεις του «σχολείου» και
του «πανεπιστημίου», μόνο για να ποδηγετείται με προσχήματα ο αναγκαίος
«καταμερισμός της εργασίας».
Σνομπάρουμε, λοιπόν, τις
αναχρονιστικές, παλιομοδίτικες κορώνες του Ερντογάν για «γαλάζια πατρίδα» και
ξεπουλάμε, με ξέφρενη μανία, την αιγαιοπελαγίτικη αρχοντική ομορφιά αιώνων στη
διεθνοποιημένη «μπίζνα» της «τουριστικής αξιοποίησης». Όλο και περισσότερο, οι
ιδιοκτησίες των απρόσωπων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων είναι ξένες και άσχετες
με την ντόπια ή την ευρύτερη ελλαδική κοινωνία. Το προσωπικό τους
στρατολογημένο από τη διεθνή αγορά εργασίας. Αποκλειστική γλώσσα συνεννόησης,
τα αγγλικά. Το φαγητό που σερβίρεται στα μεγάλα ξενοδοχεία (και όχι μόνο) των
«ελληνικών» νησιών, είναι εισαγόμενο, «σε βαθειά κατάψυξη», από την Κίνα –
κινέζικος ο «ελληνικότατος» μουσακάς, μαζί και το διεθνοποιημένο στρογγυλό
άσπρο ψωμάκι.
Τούρκοι και Έλληνες,
σαρκώσαμε ιστορικούς ρόλους παράλληλους και εναλλακτικούς – δοκιμάστηκε η
συλλογική του κάθε λαού ποιότητα, και είναι μάλλον φανερή η διαφοροποιημένη
ιστορική μας κατάληξη. Οι Έλληνες φθίνουμε δημογραφικά με ρυθμούς ακατάσχετους
– οι Τούρκοι είναι ογδόντα σφριγηλά εκατομμύρια, με το 50% του πληθυσμού κάτω
των 25 ετών. Οι Έλληνες έχουμε χρεοκοπήσει ανεπανόρθωτα στο πεδίο της
Οικονομίας, κάθε στοιχείο κοινωνικής περιουσίας είναι ταπεινωτικά ξεπουλημένο ή
εξευτελιστικά υποθηκευμένο – οι Τούρκοι έχουν αξιοποιημένες στο έπακρο πηγές
φυσικού πλούτου και ζηλευτούς μηχανισμούς παραγωγής, αποκλείοντας οι
περιστασιακές κρίσεις να γίνονται μόνιμες.
Αν παρακάμψουμε την καταφανή
υπεροχή σε εξοπλισμούς και σε διπλωματική αγερωχία, φτάνουμε στην κρισιμότερη
διαφορά των Τούρκων από τους Έλληνες σήμερα: Ό,τι ο κάθε Τούρκος, ανεξάρτητα
από το επίπεδο καλλιέργειας και ευμάρειας, είναι περήφανος που είναι Τούρκος –
ενώ ο Έλληνας, το αντίθετο: ντρέπεται που είναι Έλληνας. Οι Τούρκοι παρά την
περιπέτεια του Κεμαλισμού (του μιμητισμού που φάνταζε «εκσυγχρονισμός»), δεν
αφέθηκαν ποτέ να αλλοτριωθούν σε μετα-αποικιακή της Δύσης κοινωνία. Όπως άλλοτε
ο Ελληνισμός της Αιγύπτου, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών ή των μεγάλων αστικών κέντρων
της Ευρώπης έζησε και μεγαλούργησε εξευρωπαϊσμένος αλλά όχι αφελληνισμένος, το
περίπου ανάλογο πέτυχε και ο Κεμαλισμός στη μετα-οθωμανική Τουρκία.
Ο Κεμαλισμός έδυσε
φυσιολογικά και σχεδόν αθόρυβα, για να επανέλθει, μάλλον αυτοματικά, δηλαδή
αυτονόητα, η απόλυτη κυριαρχία του Ισλάμ: μαντίλα στους δρόμους, προσευχητικές
εκφωνήσεις δημόσιες από τον μιναρέ, οι άνθρωποι της εξουσίας σε συχνή επίδειξη
ευσεβούς γονυκλισίας στα τζαμιά, χριστιανικοί ναοί, κορυφώματα αρχιτεκτονικής
και ζωγραφικής μεγαλουργίας, να μεταποιούνται σε τεμένη ισλαμικά για χρήση της
θρησκοληψίας.
Η Τουρκία έχει τον «αέρα» και
τη συμπεριφορά (επομένως και τη γλώσσα) περιφερειακής Υπερδύναμης. Ψάχνει, όπου
αυτή θέλει, σε όποιες θάλασσες αυτή προτιμάει, για φυσικό αέριο ή πετρέλαιο,
σιωπώντας αφ’ υψηλού όταν οι Διεθνείς Οργανισμοί χαϊδευτικά τη «μαλώνουν».
Δηλώνει απερίφραστα ότι το Διεθνές Δίκαιο το καθορίζει αυτή, όπως τη βολεύει
και όποια αντίρρηση τη δυσαρεστεί, απειλεί να τη θεωρήσει casus belli. Μέσα σε
μια γενιά, υποδούλωσε, με πολεμική εισβολή, τη μισή Κύπρο, απέσπασε κρίσιμη
εδαφική έκταση από τη Συρία, εγκαταστάθηκε «φιλικά» στη Λιβύη, με «ευσεβή»
κριτήρια προστασίας του Ισλάμ ποδηγετεί την εξωτερική πολιτική κρατών ισλαμικής
πλειονότητας πληθυσμού στα Βαλκάνια.
Το 1821, ξαφνιάστηκαν οι
«Μεγάλες Δυνάμεις» της Ευρώπης με την ιστορική επαναβίωση του Ελληνισμού. Πρώτη
αντίδρασή τους ήταν η οργή, η αποδοκιμασία του ξεσηκωμού. Δεύτερο στάδιο, ο
αναγκαστός συμβιβασμός, θωρακισμένος με ακαταγώνιστη πανουργία: Ναι, να
ξαναϋπάρξει οργανωμένη ελληνική συλλογικότητα, αλλά δεσμευμένη στο θεσμικό
καλούπι του δυτικού-νεωτερικού «έθνους-κράτους»: Σχήματος θεμελιωμένου σε
νομική σύμβαση, όχι σε λειτουργική ομοείδεια (πολιτισμό) – με αλλοδαπό
(«βαρβαρικό») βασιλέα και απόλυτη εξάρτηση (οικονομική, διοικητικών και
εκπαιδευτικών θεσμών) από τη Δύση. Να αποκλειστεί στεγανά κάθε παραμικρό
ενδεχόμενο να ξαναπάρουν οι Ελληνες τη διαδοχή της «κατά την Ανατολήν»
αυτοκρατορίας των Ρωμιών («Ορθοδόξων»), να ζωντανέψει ο εφιάλτης των Δυτικών:
το «Βυζάντιο».
Ο σχεδιασμός πέτυχε: πουλώντας συνεχώς τους Έλληνες η Δύση «χαλιναγωγεί» τους Τούρκους. Ταυτόχρονα, αποδομεί μεθοδικά τις προϋποθέσεις ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού: Έχουν ανεπίστροφα τελειώσει οι αυτοδιαχειριζόμενες «κοινότητες» των Ελλήνων. Προδιαγεγραμμένα έχει τελειώσει η γλώσσα (χάρη στο μονοτονικό). Εξέλιπε οριστικά το λαϊκό ήθος «σώματος» εκκλησιαστικού.
ΠΗΓΗ: ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, 28 Μαρτ.
2021. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 29.3.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook