ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ - του Γ. Καραμαδούκη

ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ

Του συγγραφέα Γιώργου Καραμαδούκη

 

1.                      ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η εκκίνηση των βυζαντινοβενετικών σχέσεων προέκυψε καθαρά από οικονομικούς λόγους. Οι Βενετοί θεωρητικά βρίσκονταν κάτω από την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης ως τον τέλος του 10ου αιώνα, αλλά στην ουσία είχαν αυτονομηθεί πολιτικά και αναπτυχθεί λόγω του εμπορίου τους[1]. Με την ανάκτηση της Κάτω Ιταλίας (876-892) το Βυζάντιο ξανασυνδέεται με την δυτική αγορά και έτσι προσπαθεί να επωφεληθεί με την διοχέτευση των προϊόντων που εμπορεύεται σε αυτήν[2].

Το 992 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ παραχωρεί μέσω χρυσόβουλου εμπορικά προνόμια στους Βενετούς, με αποτέλεσμα της δημιουργία μιας αξιόλογης εμπορικής παροικίας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία γίνεται ενδιάμεσος στις εμπορικές σχέσεις Ανατολής και Δύσης[3]. Με το χρυσόβουλο αυτό οι Βενετοί πλήρωναν πλέον για τις συναλλαγές τους 17 χρυσά νομίσματα αντί για 30 και ελέγχονταν μόνο από τον λογοθέτη των οικιακών, ώστε να αποφεύγονται οι καταχρήσεις από λοιπές λιμενικές και οικονομικές αρχές του βυζαντινού κράτους εις βάρος τους[4].

Η μετέπειτα εμπλοκή των Βενετών όμως, στα βυζαντινά πράγματα παύει να σχετίζεται μόνο με τους οικονομικούς λόγους, αλλά και με αυτούς των στρατιωτικών συμμαχιών. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των Νορμανδών κατέληξε σε συμφωνία με τους Βενετούς, που επικυρώθηκε με το χρυσόβουλο του 1082[5]. Οι Βενετοί παράλληλα είχαν και αυτοί λόγους να επιζητούν την συμμαχία αυτή, καθώς ήττα των Νορμανδών σήμαινε ότι θα έλεγχαν το εμπόριο στην Αδριατική και θα άνοιγαν τους εμπορικούς δρόμους προς το Βυζάντιο και την Ανατολή[6].

Με το χρυσόβουλο αυτό οι Βενετοί απέκτησαν δική τους συνοικία στην Κωνσταντινούπολη με πολλά καταστήματα, καθώς και τρεις σκάλες, όπου τα πλοία τους μπορούσαν να φορτοεκφορτώνουν ελεύθερα[7]. Τους χορηγήθηκε επίσης δικαίωμα αγοραπωλησίας σε όλη την αυτοκρατορία και απαλλάσσονταν από όλους τους φόρους και τον τελωνειακό έλεγχο[8].

Στο πρώτο τέταρτο του 12ου αιώνα οι αντίπαλοι της Βενετίας, Πίζα και Γένοβα κερδίζουν έδαφος με την υποστήριξη του Αλεξίου[9]. Συγκεκριμένα τα πρώτα προνόμια τα έλαβε η Πίζα με το χρυσόβουλο του 1111 και στόχευαν όχι μόνο στο σπάσιμο του μονοπωλίου των Βενετών, αλλά στην αποφυγή περεταίρω επιδρομών που διεξήγαγαν οι Πιζάνοι μαζί με τους Γενουάτες στα βυζαντινά παράλια[10]. Έτσι οι Πιζάνοι απέκτησαν οικίες στην πρωτεύουσα, σκάλα για τα πλοία τους, μαγαζιά και απόλαυσαν μειώσεις φόρων και ελευθερία αγοραπωλησιών σε όλη την αυτοκρατορία[11]. Οι Γενουάτες θα εγκατασταθούν τελευταίοι στην Κωνσταντινούπολη και θα λάβουν ανάλογα προνόμια επί αυτοκράτορος Μανουήλ του Β΄ Κομνηνού το 1155[12].

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για το ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΕΔΩ.


2.                      ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός με την άνοδό του στον θρόνο αρνήθηκε να επικυρώσει τα προνόμια των Βενετών, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι το 1124 να λεηλατήσουν με τον στόλο τους τα βυζαντινά εδάφη[13]. Έτσι ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε το 1126 να επικυρώσει το αρχικό χρυσόβουλο και επιπρόσθετα απάλλαξε όλους τους βυζαντινούς εμπόρους από το να πληρώνουν το κομμέρκιο στις περιπτώσεις που συναλλάσσονταν με τους Βενετούς, πράγμα που τους ευνόησε ακόμα περισσότερο[14].

Ο διάδοχός του Μανουήλ για να αντιμετωπίσει εκ νέου τον κίνδυνο των Νορμανδών επικύρωσε το 1148 τα προηγούμενα χρυσόβουλα και επεξέτεινε την ελευθερία του εμπορίου για τους Βενετούς στην Κρήτη και την Κύπρο[15]. Επίσης παραχωρήθηκε όλη η περιοχή των Βενετών στην Πόλη στον δόγη και τον λαό του, καθώς και τέταρτη σκάλα[16]. Ωστόσο όταν στον θρόνο της Σικελίας ανήλθε ο Γουλιέλμος ο Α΄ το 1155 οι Βενετοί συνασπίστηκαν μαζί του, καθώς έβλεπαν πως ο Μανουήλ επιθυμούσε να εδραιώσει την επιρροή του στην Ιταλία[17].

Η συνθήκη ειρήνης που υπέγραψε ο Μανουήλ με τους Νορμανδούς το 1158 έπαψε τα όνειρα των Βυζαντινών για κυριαρχία στην Ιταλία και την απειλή κατά των Βενετών[18]. Η χορήγηση προνομιών στους Γενουάτες το 1155 οδήγησε σε έναν ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες δυο ναυτικές ιταλικές πόλεις. Έτσι το 1162 Πιζάνοι και Βενετοί λεηλάτησαν την συνοικία τους στην Πόλη, πράγμα που οδήγησε τους Γενουάτες στην έξοδο από αυτήν και την επαναφορά τους δυο χρόνια αργότερα μέσω νέας συνθήκης με το Βυζάντιο[19].

Ο Μανουήλ επιθυμώντας να εξισορροπήσει τις σχέσεις του με τις άλλες δυο ιταλικές ναυτικές δυνάμεις έκλεισε συμφωνίες με την Γένοβα το 1169 και την Πίζα το 1170[20]. Αυτό οδήγησε σε νέες εντάσεις, με τον δόγη της Βενετίας να απαγορεύει το εμπόριο με το Βυζάντιο το 1171 και τους Βενετούς να επιτίθενται εκ νέου κατά της συνοικίας των Γενουατών[21]. Με την σειρά του ο Μανουήλ εξέδωσε διάταγμα στις 12 Μαρτίου του ίδιου έτους διατάσσοντας τις συλλήψεις όλων των Βενετών και την δήμευση των περιουσιών τους[22].

Σε αντίποινα οι Βενετοί λεηλάτησαν παράλια και νησιά, υποκίνησαν τους Σέρβους κατά του Βυζαντίου και συμμάχησαν τόσο με τον ηγεμόνα της Γερμανίας Φρειδερίκο το 1174 όσο και τους Νορμανδούς το 1175, που ήταν επίσης εχθροί της αυτοκρατορίας[23]. Έτσι ο Μανουήλ υπέγραψε ειρήνη το 1179 με τους Βενετούς με αποτέλεσμα την επαναφορά των Βενετών στην Πόλη, την αναχώρηση πολλών Γενουατών, αλλά και την εκδίωξη πολλών Πιζάνων[24].

Το 1182 πραγματοποιούνται νέες επιθέσεις των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης κατά των Βενετών. Σε αυτό είχε οδηγήσει η φιλολατινική στάση που είχε κρατήσει η αντιβασιλεία του Αλέξιου πρωτοσεβαστού και της χήρας του Μανουήλ Μαρίας[25]. Ο πλούτος και η αυθάδεια των Λατίνων συνιστούσαν μεγάλη πρόκληση, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο ξάδελφος του Μανουήλ Ανδρόνικος Κομνηνός για να ανέλθει στην εξουσία. Η σφαγή αυτή παρόλα αυτά είχε μικρές συνέπειες για τους Βενετούς, καθώς λίγοι είχαν επιστρέψει στην Πόλη μετά την συνθήκη ειρήνης και έτσι η οργή ξέσπασε περισσότερο στους εναπομείναντες Γενουάτες και Πιζάνους[26].

Παρά τα αντιλατινικά συναισθήματα του ο Ανδρόνικος υπέγραψε με τους Βενετούς συμφωνία το 1183 που έφερε άνθηση στο βενετικό εμπόριο. Κατόπιν και ο Ισσάκ Β΄ Άγγελος διατήρησε και επαύξησε τις καλές σχέσεις, καθώς ήθελε την Βενετία ως σύμμαχο κατά σταυροφόρων και Νορμανδών με τρία διαφορετικά χρυσόβουλα το 1187 και ένα τέταρτο το 1189[27]. Με τα χρυσόβουλα αυτά επικυρώνονταν οι Βενετοί ως σύμμαχοι, οι διπλωματικές και στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, καθώς και η έκταση της συνοικίας τους προς τα συμφωνηθέντα του 1148[28].

Το 1192 επικυρώθηκαν και αυξήθηκαν τα προνόμια της Πίζας και της Γένοβας και το 1198 εκδόθηκε το τελευταίο χρυσόβουλο πριν την Δ΄ Σταυροφορία που ρύθμιζε τα θέματα με τους Βενετούς[29]. Στο χρυσόβουλο αυτό οι Βενετοί αποκτούσαν δικαίωμα εγκατάστασης σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό πόλεων από αυτές που όριζε το προηγούμενο του 1082[30].

 

3.                      ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

Οι Βενετοί άρχισαν να επηρεάζουν το βυζαντινό εμπόριο κυρίως τον 12ο αιώνα, καθώς μέχρι και τον 11ο αιώνα η οικονομία της Βενετίας έπασχε από έλλειψη χρηματικών κεφαλαίων[31]. Η τεράστια αύξηση του εμπορικού της στόλου και τα προνόμια απαλλαγής από φόρους, δασμούς και ελευθερίας συναλλαγών στην αυτοκρατορία μεγέθυναν την οικονομική της δύναμη.

Στο εσωτερικό πέραν από την Κωνσταντινούπολη αποκόμισαν βάσεις, μέσω των οποίων ενεργούσαν το διαμετακομιστικό τους εμπόριο. Τέτοιες βάσεις ήταν κυρίως η Δημητριάδα, ο Αλμυρός, η Κόρινθος και η Θήβα[32]. Έτσι οι Βενετοί εκμεταλλεύτηκαν την ντόπια παραγωγή πολλών προϊόντων αποσπώντας πολύ σημαντικά κέρδη από το Βυζάντιο.

Η Θήβα υπήρξε κέντρο παραγωγής μεταξιού και ο Αλμυρός κατέστη σημαντικό εξαγωγικό λιμάνι για όλους τους Λατίνους εμπόρους[33]. Οι Βενετοί κατέστησαν επίσης την Σπάρτη σπουδαίο κέντρο των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, καθώς αγόραζαν λάδι, το οποίο και πωλούσαν στην Πόλη στην Αλεξάνδρεια και στην Βενετία[34].

Οι Γενουάτες όπως και οι Πιζάνοι κέρδισαν και αυτοί από το εσωτερικό εμπόριο αν και περισσότερο στράφηκαν προς στην Αίγυπτο και στην Δυτική Μεσόγειο[35]. Οι Γενουάτες μετέφεραν κυρίως σιτάρι, αλλά αργότερα και υφάσματα από τις βάσεις τους στον Γαλατά και στον Αλμυρό[36].

Η παραχώρηση στους Βενετούς του δικαιώματος ελευθερίας συναλλαγών στην Κύπρο και στην Κρήτη, τους ωφέλησε για την ανάπτυξη του εμπορίου με την Ανατολική Μεσόγειο. Από την Κωνσταντινούπολη οργάνωναν ταξίδια προς το λατινοκρατούμενο βασίλειο των Ιεροσολύμων, την Αντιόχεια, τη Συρία, τη Δαμιέττα και είχαν δημιουργήσει ειδικό δρομολόγιο Κωνσταντινούπολης-Κρήτης-Αλεξάνδρειας[37].

Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν αντιδράσεις για την αυξανόμενη αυτή οικονομική δύναμη των Βενετών από τους Βυζαντινούς, ωστόσο φαίνεται ότι η παρουσία τους έδινε σημαντικά κέρδη στην αυτοκρατορία. Για παράδειγμα μετά τον διωγμό των Βενετών το 1171 η Πόλη έπαψε να λειτουργεί ως διαμετακομιστικό κέντρο χάνοντας έτσι έσοδα[38]. Θα μπορούσαμε όμως να ισχυριστούμε, ότι η ενδυνάμωση των Λατίνων εμπόρων μέσω των προνομίων που τους χορηγήθηκαν, χωρίς την αντίστοιχη συμμετρική συμμετοχή των βυζαντινών σε αυτά, τελικώς συνέβαλλε εις βάρος των τελευταίων[39].

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι ιταλικές ναυτικές πόλεις ξεκίνησαν τις συναλλαγές τους με το Βυζάντιο από τα τέλη του 10ου αιώνα και έπειτα για λόγους οικονομικούς. Αργότερα η ανάγκη αντιμετώπισης κοινών εχθρών ενδυνάμωσε την διείσδυσή τους στο Βυζάντιο, με την παροχή εμπορικών προνομίων και χώρων εγκατάστασης. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους οδήγησε σε εμφύλιες συγκρούσεις και η αυξανόμενη δύναμή τους προκάλεσε διωγμούς από Βυζαντινούς αυτοκράτορες, δίχως όμως να καταστεί εφικτή η οριστική εκδίωξή τους. Οι ιταλικές αυτές δυνάμεις έλαβαν πολύ μεγάλο κομμάτι από τα κέρδη του βυζαντινού εμπορίου και ιδιαιτέρως οι Βενετοί αποτέλεσαν κυρίαρχοι των οικονομικών συναλλαγών στην Ανατολική Μεσόγειο.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1. Γάσπαρης, Χ., Όψεις του βενετροκρατούμενου ελληνισμού, επιστ. διευθ. Μαλτέζου, Χ., Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1993.

2. Παπαρηγόπουλος, Κ., «Ακμή της μακεδονικής δυναστείας. Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 6, Αγγελάκη, Αθήνα 1993, σσ. 256-283.

3. Παπαρηγόπουλος, Κ., «Ιωάννης Κομνηνός. Μανούλ Κομνηνός. Δεύτερη Σταυροφορία», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 7, Αγγελάκη, Αθήνα 1993, σσ. 97-126.

4. Σβορώνος, Ν, «Οικονομία-Κοινωνία», στο Σβορώνος, Ν., κ.α. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, στο Σβορώνος, Ν., κ.α., τ. Η΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979, σσ. 180-211.

5. Σβορώνος, Ν, «Πολιτεία- Κοινωνία- Οικονομία (1071-1204)», στο Σβορώνος, Ν., κ.α. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979, σσ. 50-72.

6. Vasiliev, A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ. Β΄, μτφ. Σαβράμης, Δ., Πάπυρος, Αθήνα 1971.

7. Οstrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Γ΄, μτφ. Παναγώπουλος, Ι., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 19973.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.4.2021.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]Σβορώνος, 1979, σελ. 207.

[2]Στο ίδιο.

[3]Στο ίδιο.

[4]Παπαρηγόπουλος, 1993, σελ. 280.

[5]Ostrogorsky, 1993, σελ. 21-22.

[6]Vasilev, A., 1971, σελ. 18.

[7]Στο ίδιο, 20.

[8]Στο ίδιο.

[9]Γάσπαρης, 1993, σελ. 88.

[10] Σβορώνος, 1979, σελ. 62.

[11] Στο ίδιο.

[12] Στο ίδιο, σελ. 63

[13] Γάσπαρης, ο.π.

[14] Σβορώνος, 1979, σελ. 62.

[15] Στο ίδιο, 62-63.

[16] Γάσπαρης, 1993, σελ. 95.

[17] Vasilev, A., 1971, σελ. 73.

[18] Ostrogorsky, 1993, σελ. 53.

[19] Σβορώνος, 1979, σελ. 63.

[20] Ostrogorsky, 1993, σελ. 57.

[21] Σβορώνος, ό.π.

[22] Παπαρηγόπουλος, 1993, σ. 119.

[23] Στο ίδιο.

[24] Στο ίδιο.

[25] Ostrogorsky, 1993, σελ. 64-65.

[26] Σβορώνος, 1979, ο.π.

[27] Γάσπαρης, 1993, σελ. 90.

[28] Στο ίδιο, σελ. 92.

[29] Σβορώνος, 1993, σελ. 63-64.

[30] Στο ίδιο.

[31] Στο ίδιο, σελ. 64.

[32] Γάσπαρης, 1993, σελ. 96.

[33] Στο ίδιο.

[34] Σβορώνος, 1993, ο.π.

[35] Στο ίδιο, σελ. 65.

[36] Σβορώνος, 1993, ο.π.

[37] Σβορώνος, 1993, σελ. 64.

[38] Στο ίδιο.

[39] Στο ίδιο, σελ. 66.

ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΙΤΑΛΙΑ, Καραμαδουκης, βενετια, πιζα, γενουα, γενοβα
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ