Ο Άρης Αλεξάνδρου (ψευδώνυμο
του Αριστοτέλη Βασιλειάδη), ο συγγραφέας του περίφημου «Κιβωτίου»[1], που έφυγε πρόωρα από τη
ζωή, στα 56 του, το 1978 κι έχει ταφεί στο Παρίσι, υπήρξε ένας πολύπαθος
άνθρωπος.
Γεννημένος το 1922 στο
Λένινγκραντ, από πατέρα Έλληνα και μητέρα εσθονικής καταγωγής, μετακινήθηκε το
1930 οικογενειακώς στην Αθήνα. Αγώνες στην Κατοχή, μέσα από την κομμουνιστική
αριστερά (στις άνωθεν αποφάσεις της οποίας, όμως, αρνείτο από ιδιοσυγκρασία να
υποταχτεί), του στοίχισαν διώξεις, εξορίες, φυλακίσεις και διπλή απομόνωση -
από την κρατική και την κομματική εξουσία. Και, τέλος, αυτοεξορία με τη σύζυγό
του στο Παρίσι από το 1967, επί απριλιανής χούντας.
Αποδοχή
Εκτός από
έναν ουρανό χωρίς πουλιά
τά μουσκεμένα
ονόματα τών δρόμων
εκτός απ’ τά
νησιά τού παρελθόντος πού βυθίσθηκαν
σάν ένα
μάθημα γεωγραφίας λησμονημένο.
Εκτός από τήν
χαμένη στό ποτέ γλώσσα μου
τά λόγια μου
πού μεταφράζονται μέ τήν βοήθεια λεξικού
χωρίς
ιστορία, χωρίς γή, χωρίς νερό.
Εκτός από τόν
ανεπαίσθητο πόνο
τής τρίτης
μου εξορίας,
όλα πάνε καλά.
ΠΗΓΗ: Acceptation, «Exercices de Redaction» - «Ποιήματα 1941-1974», εκδόσεις ‘’Ύψιλον’’. Η μετάφρασις και απόδοσις ελληνιστί είναι του Γιάννη Αρχοντούλη.
Το μαχαίρι
Όπως αργεί τ’
ατσάλι νά γίνη κοφτερό καί χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν
κ’ οι λέξεις ν’ ακονισθούν σέ λόγο.
Στό μεταξύ
όσο δουλεύεις
στόν τροχό
πρόσεχε μήν
παρασυρθής μήν ξιπασθής
απ’ τήν
λαμπρή αλληλουχία τών σπινθήρων.
Σκοπός σου
εσένα τό μαχαίρι.
Η κάθε μου
λέξι
άν τήν
αγγίξης μέ τήν γλώσσα
θυμίζει
πικραμύγδαλο.
Απ’ τήν κάθε
μου λέξι
λείπει ένα
μεσημέρι μέ τά χέρια τής μητέρας δίπλα στό ψωμί
καί τό φώς
πού έσταζε απ’ τό παιδικό κουτάλι στήν πετσέτα.
Γραμμένο στον Άη-Στράτη, τώ 1951.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Μεγάλη Ανθολογία ελληνικής
ποίησης». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 16.11.2008.
[1] «η πιο σπαραχτική μαρτυρία του Εμφύλιου», κατά τον Δ. Γκιώνη.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook