Η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Θεσσαλονίκη. Από επιστολικό δελτάριο, του 1912. |
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Του Ιωάννη Πολέμη
Η Σαλονίκη ποὺ ἔσβηνε μὲ τοῦ καιροῦ τὸ διάβα
(καντήλι ποὺ τρεμόφωτο γιὰ λάδι λαχταρᾶ)
ἀπο βραδύς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα,
καὶ τὴν αὐγούλα ξύπνησεν ἀρχόντισσα κυρά.
Τί νά ᾽βλεπε στον ὑπνο της, τί νάταν τ' όνειρό της;
– Τὸν Ἅη Δημήτρην ἔβλεπε στ’ ἄτι του τὸ γοργό,
ποὺ ροβολώντας ἔκραζε μὲ τὴ φωνὴ τῆς νειότης:
«Ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ Λευθεριὰ εἶμ’ ἐγώ!»
Κι ἄνοιξ’ ἡ πόρτα ὀρθάνοιχτη μπροστὰ στὸν καβαλλάρη
καὶ μπῆκ’ ἐκεῖνος κι ἔλαμψε σὰν τὸν αὐγερινο
κι ὑψώνοντας καὶ παίζοντας τ’ ἀστραφτερὸ κοντάρι
ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τοῦ ᾽Ολύμπου τὸ βουνό.
Κι ἔστρεψ ἐκεῖ τὰ μάτια της ἡ σκλάβα ἡ πονεμένη
κι ἀγνάντεψε ἀστραπόλαμπρη τοῦ ᾽Ολύμπου τὴν κορφὴ
κι εἶδε ἀπ’ τὴ ράχη στὴν πλαγιὰ γοργὰ νὰ κατεβαίνη
ἡ ὄμορφη, ἡ πεντάμορφη τοῦ Ήλιου ἡ ἀδερφή·
῾Η κόμη της ἀνέμιζεν, ἰτιὰ χρυσοκλωνάτη,
τὰ στήθη της χιονόλευκα, τὰ μάτια γαλανά,
στὸ χέρι της τὴ φλογερὴ γυμνὴ ρομφαία ἐκράτει,
κι ὁλόχρυσα ἀντιφέγγιζαν τ᾽ ἀπόμακρα βουνά.
Κατέβηκε καὶ διάβηκε τὴν διάπλατη τὴν πόρτα
ἡ ὄμορφη, ἡ πεντάμορφη τοῦ Ήλιου ἡ ἀδερφή
κι ὅπου πατόῦσε εὐώδιαζε καὶ τ’ ἄνανθα τὰ χόρτα
ρόδα καὶ κρίνους ἄνθιζαν σε κάθε της στροφή.
Κι ἔπεσε ἡ σκλάβα ταπεινὰ μπρὸς στὴν ὡραία παρθένα
γονατισμένη, ἀμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή·
κι ἐκείνη τὴν ἀνάγειρε μὲ χέρια ἀνδρειωμένα
καὶ τὴν ἐσφιχταγκάλιασε μ’ ἀτέλειωτο φιλί.
Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ σμίξανε γιὰ τὸ φιλὶ τὰ χείλια,
ἔπεσαν, βροντοκόπησαν τὰ σίδερα βαρειά,
οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν, στόματ’ ἀγγέλων χίλια
ἀθώρητα ετραγούδησαν τὸ « Χαῖρε ᾽Ελευθεριά!».
Κι ἡ σκλάβα ξύπνησε μὲ μιᾶς· πετιέται ἀπ’ τὸ κρεββάτι,
τὰ ξαφνιασμένα μάτια της στὰ κάστρα της κολλᾶ -
Ὄχι, δὲν ἦταν ὄνειρο, νά τη ἡ Παρθένα, νά τη!
ὄμορφη, γαλανόλευκη μὲ τὸ Σταυρὸ ψηλά.
(*) Το ποίημα εδημοσιεύθη και στο περιοδικό «Διάπλασις τῶν
Παίδων».
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 26.10.2019.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook