Του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά
Υπάρχουν άνθρωποι που η λέξη
«πατρίδα» τους φοβίζει, η λέξη και μόνο. Ποια η αιτία του φόβου; Μάλλον η
απειλή του εθνικισμού, ο εφιάλτης της πατριδοκαπηλίας, ο φασιστικός σωβινισμός.
Φοβίζει, επίσης, και το ενδεχόμενο του οιηματικού απομονωτισμού, οι δεσμεύσεις
και οι περιορισμοί που συνοδεύουν το ανήκειν, ο εγκλεισμός σε στενούς
ορίζοντες, οι επιβεβλημένοι ενδεχομένως έλεγχοι των ατομικών προτιμήσεων τόπου
εγκατάστασης.
Πρωταρχικά, όμως, και
αυτονόητα, όλοι, αναντίρρητα, ονομάζουμε «πατρίδα» τον τόπο καταγωγής μας – το
πού (γεωγραφικά) γεννηθήκαμε, πού ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια, ποια γλώσσα
πρωτομιλήσαμε, σε ποια συλλογικά ήθη και έθιμα πρωτο-ενταχθήκαμε, ποια
«νοο-τροπία» (καθολικό τρόπο του «νοείν τε και είναι») μάς μετάγγισε το
κοινωνικό μας περιβάλλον. «Πατρίδα» είναι η «πατρώα» γη, τοπίο, περιβάλλον και
σχέσεις – αναστροφές – συνήθειες που έζησαν οι γεννήτορές μας και διαμόρφωσαν
τα αυτονόητα και αυθόρμητα αντανακλαστικά της συμπεριφοράς μας, τις ευαισθησίες
και προτιμήσεις μας.
Τυπικό ψυχολογικό σύνδρομο
είναι και η αυθόρμητη – αυτονόητη σύνδεση της πατρικής παρουσίας και αυθεντίας
(του «πατρικού αρχετύπου») με τη συνείδηση ή ανάγκη «πατρίδας». Και στις δύο
περιπτώσεις, της πατρότητας και της πατρίδας, το άτομο προσπορίζεται,
αυτονόητα, τις προϋποθέσεις ετερότητας/ταυτότητας, που του επιτρέπουν την
«κοινωνικοποίησή» του: την ενεργό μετοχή στο γίγνεσθαι των σχέσεων συγγένειας,
φιλίας, γειτονίας, πολιτικής.
Επειδή η πατρική παρουσία
συνδέεται καταγωγικά με ρόλους – ευθύνες αυθεντίας και κανονιστικών αρχών
συμπεριφοράς, η είσοδος του κάθε ατόμου στη φάση της ενηλικίωσης συνοδεύεται,
συνήθως, με μια «ρήξη» (προσπάθεια αυτονόμησης του εφήβου) στη σχέση με την
πατρική «αυθεντία». Έχει ανάγκη ο νέος άνθρωπος για αυτεπιβεβαίωση της ύπαρξής
του, αυτονόμηση της λογικής και της θέλησής του.
Τις δυο προηγούμενες
Κυριακές, 6 και 13 Φεβρουαρίου, η «Κ» δημοσίευσε διαδοχικά δύο κείμενα του
μόνιμου συντάκτη της Παντελή Μπουκάλα, που αφορούσαν στη δική μου «συλλήβδην»
επιφυλλιδογραφία. Ο Π.Μ. κατέθετε απερίφραστα ότι τα κείμενά μου στην «Κ» είναι
τόσο αυθαίρετα και διαστρεβλωτικά, ώστε να τον προσβάλλουν προσωπικά («νιώθω να
προσβάλλομαι προσωπικά» λέει). Αλλά προσβάλλουν εμπρόθετα (σκόπιμα, εκ
προθέσεως) και όλους τους Ελλαδίτες «γνώριμους και άγνωστους, που έτυχε να γεννηθούν
σε τούτα τα μέρη». Και παραθέτει φραστικά αλιεύματα, διάσπαρτα σε διάστημα
πενήντα περίπου χρόνων επιφυλλιδογραφίας, στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
Τα επιχειρήματα και το
λεξιλόγιο των δύο άρθρων του Π.Μ. ομολογώ ότι με ξάφνιασαν, δεν είχα ξαναδεί
στην «Κ» τέτοιο είδος επιθετικότητας. Περιθώριο για απάντηση δεν υπάρχει, θα
μου επιτραπεί μόνο να παραθέσω «σποράδην» θραύσματα της εκφραστικής του Σεφέρη,
από τις «Δοκιμές», σαν έμμεση απάντηση που αποκλείει οπωσδήποτε το ενδεχόμενο
να «προσβληθεί προσωπικά» (άλλη μια φορά, αθέλητα) ο Π.Μ. Αντιγράφω, λοιπόν,
από τον Σεφέρη:
«Πάει καιρός που θα έπρεπε να
είχα τελειώσει. Κι όμως, μολονότι ξεπέρασα το μέτρο, έχω την εντύπωση πως δεν
έκανα τίποτα παρά να δώσω λίγες ενδείξεις (μαζί με πολλά χάσματα) που μπορεί να
χρησιμοποιήσουν άλλοι, αν τους ενδιαφέρει, για να υποστηρίξουν αυτές ή τις
αντίθετες απόψεις, με περισσότερη ακρίβεια…
…Είμαστε ένας λαός με παλληκαρίσια
ψυχή, που κράτησε τα βαθειά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε
αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να
θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε
άραγε αυτή τη μνήμη; Θα παραδεχθούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε
το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω. Γυρεύω το νου, την ευαισθησία και
το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός…
…Ο Θεός μάς χάρισε μια γλώσσα
ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα και χαριτωμένη, που αντέχει ακόμη, μολονότι έχουμε
εξαπολύσει όλα τα θεριά για να τη φάνε… Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη αυτό.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει… Δεν είναι καινούργια τα σημεία
που δείχνουν πως αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, αν αφεθούμε μοιρολατρικά στη
δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος μπροστά σε μια γλώσσα εξευτελισμένη,
πολύσπερμη και ασπόνδυλη…
…Ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν… Οταν ένας τόπος δε δείχνει προκοπή μέσα σε σαράντα χρόνια, αυτό σημαίνει πως πέφτει κατακόρυφα… Δεν ξέρω αν η Ελλάδα θα σωθεί ποτέ μόνο με την αηδία…».
ΠΗΓΗ: Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, Θριαμβική ασυνεννοησία, 20.2.2022. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 21.2.2022.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook