Ο γαλλικός Μάης του ’68...
τέσσερα χρόνια μετά!
Με τις υποβλητικές ερμηνείες δύο «ιερών τεράτων»
του σινεμά, του Υβ Μοντάν και της Τζέιν Φόντα.
«Μια σπουδή για τον έρωτα, μια ελεγεία για την
επανάσταση»
Μπορεί ο έρωτας να επιβιώσει μέσα από
μία σχέση;
Μπορεί η ιδεολογία μία επιβιώσει μέσα από μία
επανάσταση;
«Ο Γκοντάρ, πέρα από το ότι ξέρει να κάνει σινεμά,
δείχνει ότι ξέρει και να αυτοσαρκάζεται...».
Ο πατέρας της νουβέλ βαγκ, με το γνωστό ανατρεπτικό του στυλ, αποδεικνύει πως όλα... δεν πάνε καλά!
«Είναι ο αντίλαλος της εργατικής τάξης, η απεικόνιση των κινήτρων και των αξιών της».
Ένα σαφές και οικείο μήνυμα προς όλους...
«Όλα πάνε καλά άρα γε; Η διαχρονικότητα του ερωτήματος είναι αυτό ακριβώς που κάνει τη ταινία να ξεπερνάει τις εποχές, ακόμα κι αν τα κοινωνικά ζητήματα που έθιξε ο Γκοντάρ έχουν πια εξελιχθεί».
Μια ιδιαίτερα γοητευτική ταινία που παρακολουθείται με διαρκή αγωνία και αμείωτο ενδιαφέρον.
«Ο Γκοντάρ ανατέμνει τη δομή της κοινωνίας, τις ταινίες, την αγάπη, την επανάσταση».
Όλα πάνε καλά - «Tout va bien»
Γαλλία - 1972 – Έγρωμο - 95΄min
Σκηνοθεσία: Ζαν-Λικ
Γκοντάρ
Σενάριο: Ζαν
Πιερ Γκορίν
Παραγωγή: Ζαν
Πιερ Ρασάμ
Φωτογραφία: Αρμάντ Μάρκο
Μουσική: Πολ Μποσέρ
Μοντάζ: Κλοντίν
Μερλίν, Κενού Πελτιέ
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Ιβ Μοντάν, Τζέιν Φόντα, Βιτόριο Καπριόλι, Ελιζαμπέτ Σοβίν, Ερίκ Καρτιέ,
Καστέλ Καστί, Λουί Μπουκέ, Ιβ Γκαμπριέλι, Πιερ Ουντρέ.
Σύνοψη
Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την καταστολή
του Μάη του’ 68 στη Γαλλία. Ο στρατηγός Ντε Γκολ έχει καταστείλει
την «επανάσταση» και, υπό την προεδρία του διαδόχου του Ζορζ Πομπιντού, όλα
δείχνουν πλέον να είναι υπό έλεγχο… Όλα, φαινομενικά
τουλάχιστον, «πάνε καλά», σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιταγές της
καθεστηκυίας τάξης.
Κι εκεί, μέσα στη φαινομενική
«κοινωνική νηνεμία», οι εργάτες ενός εργοστασίου αλλαντικών ξεσηκώνονται,
κηρύσσουν απεργία και το καταλαμβάνουν. Η κοινωνική «τάξη και ασφάλεια» ξάφνου
απειλούνται και έρχονται στο μυαλό όλων εικόνες που ήταν καθημερινές πριν από
μία τετραετία.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι το ίδιο...
Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν αλλάξει. Μία απεργός τηλεφωνεί στο σπίτι
της και λέει στο σύζυγό της να προσέχει τα παιδιά. Ένα μέλος του Κομμουνιστικού
Κόμματος μοιράζει φυλλάδια στο σούπερ μάρκετ και οι νέοι δεν του δίνουν την
παραμικρή σημασία...
Ο Μάης του ’68 - τέσσερα χρόνια μετά
Σε γενικές γραμμές, βλέπουμε το ζευγάρι των Jane Fonda και Yves Montand να βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα εργοστάσιο σαλαμιών μετά από την
απεργία που έχουν κυρήξει οι εργάτες του και την κατάληψή του. Στην ουσία όμως
είναι μια προσπάθεια να αποτυπώσει ο Godard τις σκέψεις του
γύρω από το Μάη του '68 (τέσσερα χρόνια αργότερα), τις αριστερές ιδεολογίες του
και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι... όλα δεν πάνε τόσο καλά. Κυρίως θα λέγαμε ότι είναι μια (απαισιόδοξη;) αποτύπωση για την
αποτυχία εγκαθίδρυσης των ριζοσπαστικών ιδεολογιών της δεκαετίας του '60. Όλα
αυτά μέσα από το γνωστό ανατρεπτικό κινηματογραφικό στυλ του Godard, για να
ξέρετε τι περίπου να περιμένετε.
Ένα σαφές και οικείο μήνυμα
Η ταινία, ιδεολογικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι
τοποθετείται στα... αριστερά της αριστεράς και αποδίδει ακόμα την αίσθηση της
μαοϊκής περιόδου του Γκοντάρ. Από αυτή την άποψη η ταινία είναι
ιδεολογικά ακραία και ριζοσπαστική αλλά στη πραγματικότητα ο Γκοντάρ μαζί με το
Γκορέν θέλησαν να κάνουν τη ταινία τους προσιτή και πράγματι, απλοποιώντας και
εικονοποιώντας τις ιδέες τους, κατάφεραν να κερδίσουν ένα ευρύ κοινό. Έτσι
εξηγείται και η εντύπωση καρικατούρας που αποδίδει το έργο, άλλα έπρεπε το
μήνυμα να είναι σαφές και οικείο σε όλους.
Από μία άλλη άποψη, η ιδέα της διάσπασης του
εργοστασίου στα δύο έδωσε μία πολύ ευχάριστη αίσθηση ρευστότητας, περνώντας από
σκηνή σε σκηνή με απλά οριζόντια και κάθετα πλάνα παρακολούθησης, κάτι το οποίο
δίνει ακόμα περισσότερη γοητεία στο έργο, ένα έργο που παρακολουθείται με
διαρκή αγωνία και αμείωτο ενδιαφέρον.
Η διαχρονικότητα του ερωτήματος...
Όλα πάνε καλά άραγε; Αυτό αναρωτιόταν και ο
Γκοντάρ τo 1972, και απολύτως δικαιολογημένα το ερώτημα
συνεχίζει να αιωρείται μέσα στο πνεύμα της δικιάς μας εποχής. Αυτή η διαχρονικότητα του ερωτήματος είναι αυτό ακριβώς που κάνει τη
ταινία να ξεπερνάει τις εποχές ακόμα κι αν τα κοινωνικά ζητήματα που έθιξε ο
Γκοντάρ έχουν πια εξελιχθεί.
Η ταινία, αποδίδει πολύ καλά το τι
γινόταν, πίσω στις δεκαετίες ‘60 και ‘70. Πρόκειται για μια ταινία που
ταιριάζει καλά στην εποχή της, ειδικά στην κινηματογραφική της μορφή. Και εκτός
αυτού, η ταινία "Όλα πάνε καλά" είναι πολύ περισσότερα από μία απλή
αριστερή προπαγάνδα.
Ο Γκοντάρ ανατέμνει τη δομή της
κοινωνίας, τις ταινίες, την αγάπη και την επανάσταση. Θέτει αναγκαστικά
ζητήματα: Μπορεί ο έρωτας να επιβιώσει μέσα από μία σχέση; Μπορεί η ιδεολογία μία επιβιώσει μέσα από μία επανάσταση;
Εξετάζει επίσης τις γαλλικές φοιτητικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960 με
προσεκτικό μάτι, και καταντά στο να σατιρίζει τις σύγχρονες απόψεις της
ιστορίας.
Χαρακτηριστική η ατάκα που είχε
γραφτεί για την ταινία σε γαλλική εφημερίδα: «Είναι ο αντίλαλος της εργατικής
τάξης, η απεικόνιση των κινήτρων και των αξιών της»
Μια σπουδή για τον έρωτα, μια ελεγεία για την επανάσταση
Εν κατακλείδι, ναι, ίσως όντως είναι
μια «ακροαριστερή» ταινία, αλλά για μία ακόμα φορά ο Γκοντάρ δείχνει πως, πέρα
από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι ξέρει να κάνει σινεμά, ξέρει πολύ καλά και να
αυτοσαρκάζεται. Όσοι γνωρίζουν τις ταινίες του αλλά και τις πολιτικές του
θέσεις, μπορούν αυτό να το παρατηρήσουν σε αρκετές σκηνές της ταινίας... Μιας
ταινίας που έχει χαρακτηριστεί «μια σπουδή για τον έρωτα, μια ελεγεία για την
επανάσταση...»
Αξιοπρόσεκτα ειδικά τα τελευταία
δεκαπέντε λεπτά της ταινίας. Ίσως είναι από τις πιο όμορφες στιγμές που έχουν
γυριστεί ποτέ στον κινηματογράφο.
Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ
Το τρομερό παιδί της νουβέλ βαγκ: Ζαν-Λικ Γκοντάρ (1930-2022)
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ υπήρξε ο ποιητής του γαλλικού
–και όχι μόνο σινεμά. Ο θαμώνας των καφέ της αριστερής
όχθης, ο επαναστάτης με την αριστοκρατική καταγωγή, ο σκηνοθέτης που διάβαζε το
φως πίσω από τα χρώματα, ο άνθρωπος που έχει κάνει την περίφημη δήλωση «Κάνω
ταινίες με αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι απαραίτητα με αυτή την σειρά...», μα
πάνω απ’ όλα εκείνος που είδε στο σινεμά μια προοπτική που ξεπέρασε το στείρο
νόημα της μονοσήμαντης θέασης.
Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1930. Πέρασε
τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας. Γιος Γάλλου μεγαλογιατρού
και Ελβετίδας μητέρας - κόρης τραπεζιτών, ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά
μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Λίγο μετά την ενηλικίωση του οι γονείς του
αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο, και ένα χρόνο αργότερα μετακομίζει μόνιμα πλέον
στο Παρίσι για να παρακολουθήσει μαθήματα εθνολογίας στη Σορβόννη.
Στις συχνές επισκέψεις του στην
Ταινιοθήκη θα γνωρίσει και θα συναναστραφεί τους Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τρυφώ,
Ερίκ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ, τους κινηματογραφιστές δηλαδή που μετέπειτα θα
στελεχώσουν το κίνημα της νουβέλ βαγκ.
Το 1951 ο πατέρας Γκοντάρ απειλεί το
γιο του ότι αν δεν εγκαταλείψει την ενασχόληση με το σινεμά και δεν αφοσιωθεί στις
σπουδές του, θα διακόψει την χορήγηση του μηνιαίου εισοδήματος που του παρείχε.
Τους μήνες που ακολουθούν οι ανάγκες του για σίτιση και στέγη καλύπτονται από
περιστασιακές δουλειές του ποδαριού, δανεικά και κλοπές μικροποσών. Το 1952
δίνει τα πρώτα του άρθρα στο θρυλικό περιοδικό «Les cahiers du cinéma», ιδρυτής
του οποίου υπήρξε ο θεωρητικός του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν. Με βήμα το
περιοδικό και όπλο την πένα του, εγκαινιάζει ένα σχεδόν λυρικό είδος κριτικής -
παρουσίασης, μέσα από το οποίο κατακεραυνώνει το Χόλυγουντ και αποκαθηλώνει την
μπουρζουαζία του κινηματογράφου, που σύμφωνα με την άποψη του ευνουχίζει τον
δημιουργό, και καθιστά άχρηστη την προς πάσα κατεύθυνση κριτική αντίληψη που θα
είχε την δυνατότητα να αναπτύξει το κοινό.
Την ίδια χρονιά επιστρέφει στην
Γενεύη για να δουλέψει στην κατασκευή του φράγματος του Grande-Dixence. Με τα
χρήματα που συγκεντρώνει, θα γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το
ντοκιμαντέρ Επιχείρηση Μπετόν (1954). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα
γυρίσει άλλες τέσσερις ταινίες μικρού μήκους: Une Femme Coquette (1955), Tous
les Garcons s’appellent Patrick (1957), Charlotte et son Jules (1958) και Une
Histoire d’ Eau (1958).
Οι ταινίες του Γκοντάρ δεν έχουν
θεματικό περιεχόμενο πέρα από τον ίδιο τον κινηματογράφο και τον τρόπο του να
χειρίζεται τα πράγματα. Είναι ταινίες έρευνας (Λυμιέρ) με τη μορφή θεάματος
(Μελιές), που σαν στόχο έχουν να αποκαλύψουν, όπως χαρακτηριστικά είπε κάποτε
και ο ίδιος, «την κρυμμένη πλευρά του παγόβουνου». Έντονα επηρεασμένος από
σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι
και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής, σε αντίθεση με τον συνάδελφό
του Τρυφώ, να βάλει την προσωπική του ζωή στις ταινίες του αλλά και να δείξει
ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται»: αυτοσχεδιασμός, κάμερα στο χέρι,
αυτοαναφορικότητα, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών
κειμένων. Το σινεμά μετατρέπεται έτσι σε ένα νέο είδος μουσείου, που λειτουργεί
ως μια παρακαταθήκη ιστορικών γεγονότων και μαρτυριών.
«Να ανακατασκευάσω ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον
κινηματογράφο...»
Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, το 1960, θα γυρίσει την
πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το πρωτοποριακό «Με κομμένη την ανάσα», με
πρωταγωνιστή τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, στο ρόλο που τον έκανε διάσημο.
«Ήθελα να ξεκινήσω από μια ιστορία
συμβατική και να ανακατασκευάσω, με διαφορετικό τρόπο, ό,τι είχε γίνει μέχρι
τότε στον κινηματογράφο. Ήθελα επίσης να δώσω την εντύπωση ότι τα
κινηματογραφικά μέσα ανακαλύπτονταν ή δοκιμάζονταν για πρώτη φορά», θα πει για
την ταινία σε μια συνέντευξή του στα Cahiers το 1962.
Το «Με κομμένη την ανάσα» εγκαινιάζει
το κίνημα της γαλλικής νουβέλ βαγκ το οποίο, σύμφωνα με τον Γκοντάρ, ορίζεται
από «τη θλίψη, τη νοσταλγία για τον κινηματογράφο που έπαψε πια να υπάρχει,
καθώς και από την καινούρια σχέση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας».
Πριν καν αρχίσει να προβάλλεται η
πρώτη του ταινία είχε τελειώσει τον «Μικρό Στρατιώτη», μια ταινία που αφενός
υποδηλώνει μια νοσταλγία για τον ισπανικό εμφύλιο και αφετέρου συνιστά ένα
καυστικό σχόλιο για τον πόλεμο στην Αλγερία και τις ηθικές του επιπτώσεις.
To 1961 παντρεύεται την ηθοποιό Anna
Karina, η οποία θα πρωταγωνιστήσει συνολικά σε επτά ταινίες του. Το 1963 ο
Γκοντάρ θα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την «Περιφρόνηση» του συγγραφέα Αλμπέρτο
Μοράβια, ταινία που παραμένει η πιο «χολιγουντιανή» του. Απεναντίας, ο «Τρελός
Πιερό» του 1965 είναι περισσότερο «απόπειρα ταινίας» παρά ταινία. Άλλες ταινίες
αυτής της περιόδου είναι οι «A Woman is a Woman» (1961), «Vivre sa Vie» (1962),
«Οι Καραμπινιέροι» (1963), «Band of Outsiders» (1964) και η επιστημονικής
φαντασίας «Αλφαβίλ» (1965).
H κοινή του ζωή με την Καρίνα έλαβε
τέλος το καλοκαίρι του 1965 μετά την ολοκλήρωση του "Αλφαβίλ", και
λίγο πριν τελειώσουν τα γυρίσματα για το "Ο τρελός Πιερό". Κατά τη
διάρκεια των γυρισμάτων της "Κινέζας", ο Γκοντάρ βρίσκει την δεύτερη
κατά σειρά σύζυγό του και πάλι στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας του. Αυτή τη
φορά σύντροφος του θα γίνει η Anne Wiazemsky, με την οποία θα παραμείνει
παντρεμένος για τα επόμενα δώδεκα χρόνια.
Στη συνέχεια, ο Γκοντάρ αρχίζει και
εκδηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μέσο της τηλεόρασης («Όλα είναι δυνατά
στην τηλεόραση», είχε δηλώσει σχετικά), πράγμα που φαίνεται καθαρά στις
επόμενες ταινίες του. Από το 1966 ως το 1968, κάνει ταινίες έντονα επηρεασμένες
από τα πολιτικά γεγονότα της δεκαετίας και τα ρεύματα που γεννήθηκαν από τις
ταραχές του Μάη του '68: Masculine-Feminine (1966), Two or Three Things I Know
About Her (1966), La Chinoise”(1967, με πρωταγωνίστρια τη δεύτερη σύζυγό του,
την Anne Wiazemsky), Weekend (1967) και Le Gai Savoir (1968). Χαρακτηριστικό
αυτών των ταινιών είναι ότι οι ήρωες «παρελαύνουν» μπροστά από την κάμερα, πάνω
ακριβώς στον δρόμο της αποστασιοποίησης που χάραξε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Δεν άλλαξε τον κόσμο, αλλά άλλαξε το σινεμά...
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ ήταν ο σωστός άνθρωπος στο
σωστό μέρος. Ο Μάης του ’68 φτάνει και η νεολαία ζητωκραυγάζει στη θέα των
γκρεμισμένων φρουρίων. "Η περιφρόνηση", "Ένα
σαββατοκύριακο", "Ο τρελός Πιερό" έγιναν τα λάβαρα κάτω από τα
οποία ενώθηκε μια γενιά που μπορεί να μην κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά
σίγουρα άλλαξε το σινεμά. Τα σύμβολα του παρελθόντος αντικαταστάθηκαν, το
συντακτικό και η γραμματική του κινηματογράφου ξαναγράφτηκαν από την αρχή,
αυτός καθ’ αυτός ο «σκοπός» ανανεώθηκε. και να το δώσουμε στον κόσμο να το
επεξεργαστεί. Η δύναμη του σινεμά απογειώθηκε
Ο Γκοντάρ ανακάλυψε ότι όταν η θεωρία
μετατρέπεται σε εικόνα, τα αποτελέσματα μπορούν να ξεπεράσουν κάθε προσδοκία.
Αφού το δοκίμιο διαβάζεται δυσκολότερα από το μυθιστόρημα, δεν έχουμε παρά να
το κομματιάσουμε σε εικόνες, σε δισθεόρατα ύψη. Η φιλοσοφία, η ανθρωπολογία, ο
Νίτσε και ο Μπωντλαίρ ενώθηκαν σε ένα παραλήρημα έκστασης που γέμιζε τα κεφάλια
των θεατών. Κάθε νέα του ταινία γινόταν αντικείμενο συζήτησης, πολύωρων
αναλύσεων, κι όσο το κοινό ζητούσε τόσο εκείνος το τροφοδοτούσε με νέο υλικό,
δύο ακόμα και τρεις ταινίες το χρόνο.
Οι πειραματισμοί δεν έπαψαν ούτε όταν
το μέγεθος της αποτυχίας αναμετρήθηκε με αυτό της δόξας. Κι αν μπορούμε να
μιλήσουμε για αποτυχημένα εγχειρήματα σίγουρα δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε
λόγο για «άνυδρη» περίοδο. Γιατί είναι άνθρωποι σαν κι αυτόν που παραμένουν
πάντα νέοι και κρατάνε νέες τις ιδέες και τα οράματα που μας επιτρέπουν να
ελπίζουμε...
Φιλμογραφία
Film Socialisme - Socialism (2010)
Notre Musique - Η Δική μας Μουσική
(2004)
Liberte et Patrie (2002)
Ten Minutes Older: The Cello - Δέκα
Λεπτά Αργότερα: Το Τσέλο (2002)
Eloge de l`Amour - Η Ελεγεία του
Ερωτα (2001)
For Ever Mozart - Μότσαρτ για Πάντα
(1996)
Je vous salue, Sarajevo (1993)
Detective - Ντετέκτιβ (1985)
Prenom Carmen – Όνομα Κάρμεν (1983)
Sauve qui Peut (la Vie) - Ο Σώζων
Εαυτόν Σωθήτω (1980)
Tout Va Bien - Ολα Πάνε Καλά (1972)
2 ou 3 Choses que Je Sais d`Elle - 2
ή 3 Πράγματα που Ξέρω γι` Αυτήν (1967)
La Chinoise - Η Κινέζα (1967)
Loin du Vietnam - Μακριά από το
Βιετνάμ (1967)
Week End - Ένα Σαββατοκύριακο (1967)
Made in USA – Συνέβη στην Αμερική
(1966)
Masculin Feminin: 15 Faits Precis -
Αρσενικό, Θηλυκό (1966)
Alphaville, une Etrange Aventure de Lemmy
Caution - Αλφαβίλ (1965)
Pierrot le Fou - Ο Τρελός Πιερό
(1965)
Le Mepris - Η Περιφρόνηση (1963)
Le Petit Soldat - Ο Μικρός Στρατιώτης
(1963)
Les Carabiniers - Οι Καραμπινιέροι
(1963)
Cleo de 5 a 7 - Δύο Ωρες στη Ζωή μιας
Γυναίκας (1962)
Vivre sa Vie - Ζούσε τη Ζωή της
(1962)
Une Femme est Une Femme - Η Κυρία
Θέλει Έρωτα (1961)
A Bout de Souffle - Με Κομμένη την
Ανάσα (1960)
Υβ
Μοντάν (1921–1991)
Από τις τεράστιες μορφές του γαλλικού σινεμά,
αλλά και τ της μουσικής. Το «Ιβ Μοντάν» είναι καλλιτεχνικό
ψευδώνυμο του ιταλοεβραϊκής καταγωγής Ίβο Λίβι. Όταν ήταν μόλις δύο ετών, οι
γονείς του κατέφυγαν στη Μασσαλία, λόγω των διώξεων του φασιστικού καθεστώτος
του Μουσολίνι. Εκεί ο Ίβο και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του μεγάλωσαν παίζοντας
στον δρόμο. Ο Ιβο ήταν ο πιο άτακτος και, παρά τις φωνές της μάνας του
"Ivo, monta!" ("Ιβο, ανέβα!"), ο 'Ιβο αρνιόταν να ανεβεί
στο σπίτι. Αυτό το προστακτικό "monta" επέλεξε για ψευδώνυμο
μετατρέποντάς το σε Montand ο μετέπειτα καλλιτέχνης όταν του ζητήθηκε να κάνει
«γαλλικό» το όνομά του.
Αργότερα, εγκατέλειψε το σχολείο σε
αρκετά νεαρή ηλικία για να καταλήξει τραγουδιστής. Έγινε γνωστός χάρη στη σχέση
του με την Εντίθ Πιάφ, ενώ το 1951 παντρεύτηκε τη Σιμόν Σινιορέ.
Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1946 και από το 1953 συνδύαζε επιτυχώς
τον κινηματογράφο και το τραγούδι. Εξαίρετος ερμηνευτής στο ελαφρό τραγούδι,
αλλά και ηθοποιός που δεν τυποποιήθηκε, αποτέλεσε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες
και δημοφιλείς προσωπικότητες τόσο στη Γαλλία όσο και διεθνώς. Έγινε ιδιαίτερα
αγαπητός στην πατρίδα μας από την ταινία Ζ (1969) του Κώστα Γαβρά, όπου
ερμήνευσε τον ρόλο του Γρηγόρη Λαμπράκη, ταινία που προβλήθηκε στο εξωτερικό
μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Πέθανε κατά τη διάρκεια των
γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας του (Το νησί των παχύδερμων, 1991), έχοντας
ωστόσο προλάβει να γευθεί τη χαρά της πατρότητας: η δεύτερη σύζυγός του, η
νεοτάτη Καρόλ Αμιέλ, του είχε χαρίσει στα 67 του χρόνια τον μοναχογιό του
Βαλεντίνο.
Οι σταθμοί της ζωής και της καριέρας του:
- Μετανάστευση των γονέων του στη Μασσαλία. Τα δύσκολα χρόνια της παιδικής και νεανικής του ζωής, όπου αναγκάζεται
να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, ανάμεσα στα οποία του βοηθού κομμωτή και του
λιμενεργάτη.
- Διαθέτοντας πολύ καλή φωνή και
εξαιρετική σκηνική γοητεία δοκιμάζει τα πρώτα του βήματα ως τραγουδιστή σε
διάφορα ταπεινά καμπαρέ.
- Το 1944 τον ανακαλύπτει η θρυλική
Édith Piaf , που τον ερωτεύεται και γίνεται ο μέντοράς του.
- Μετά τον πόλεμο η καριέρα του
Μοντάν απογειώνεται . Στις επιτυχίες του στο χώρο του τραγουδιού έρχονται να
προστεθούν και οι ανάλογες στο χώρο της 7ης Τέχνης , αφού ο Υβ διεθέτει
αξιόλογο ταλέντο και στον τομέα αυτό.
- Το 1951 παντρεύεται τη μεγάλη
ηθοποιό Simone Signoret, με την οποία έπαιξε σε πολυάριθμες ταινίες. Παρά τις
κατά καιρούς ερωτικές του περιπέτειες ( ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η
θυελλώδης σχέση του με τη Μέριλιν Μονρόε) , ο Μοντάν έζησε αρμονικά με τη
Σινιορέ.
Ο
Βασίλης Βασιλικός για τον Υβ Μοντάν
Ηθοποιός, τραγουδιστής (συν γόης), με έντονη
πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της Αριστεράς, ο Μοντάν, μολονότι Ιταλός
(γεννημένος στην Τοσκάνη - Ιβι Λίβι το πραγματικό του ονοματεπώνυμο), αλλά από
τα τρία του χρόνια οικογενειακώς στη Μασσαλία, πολιτογραφήθηκε Γάλλος και ως
Γάλλος δοξάστηκε. Εφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα 70 του -
16 Νοεμβρίου 1991, πριν από είκοσι χρόνια, (και) με τους Ελληνες να τον
κατευοδώνουμε σαν δικό μας άνθρωπο. Η Σινιορέ πέθανε έξι χρόνια νωρίτερα, στα
64 της. Μολονότι ταιριαστό και αγαπημένο ζευγάρι, στη ζωή του Μοντάν έπαιξαν κι
άλλες γυναίκες, μεταξύ άλλων: η Εντίθ Πιαφ (στο ξεκίνημά του) και η Μέριλιν
Μονρόε, όντας παντρεμένος (σχέση άκρως επώδυνη για την Σινιορέ), όταν
συμπρωταγωνιστούσαν στην ταινία του Τζορτζ Κιούκορ «Ελα ν' αγαπηθούμε» (1960).
Αλλά εδώ θα δώσω το λόγο στον Βασίλη
Βασιλικό, που έλαχε να γνωριστεί και να συνδεθεί με Γαβρά, Μοντάν και Σινιορέ,
με αποσπάσματα από ένα κείμενο «Για τον Ιβ Μοντάν», που πρωτοδημοσιεύτηκε μετά
το θάνατο του ηθοποιού στην εφημερίδα της Καβάλας «Χρονόμετρο»:
«Η Γαλλία πένθησε τον Ιβ Μοντάν σχεδόν
σαν έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το γεγονός ότι είχε κάποτε ψιθυριστεί πως ο
ίδιος είχε τέτοιες βλέψεις -που ο ίδιος, πάλι, τις είχε διαψεύσει
κατηγορηματικά- είναι άσχετο, νομίζω, με την έκταση που πήρε στα mass media ο
θάνατός του. Πρώτα πρώτα ήταν ξαφνικός: καμιά αρρώστια, κανένας ψίθυρος δεν τον
είχε προετοιμάσει. Κι αυτό σοκάρισε, γι' αυτό βρέθηκαν όλοι ανέτοιμοι μπροστά
στην ξαφνική αποχώρησή του από τη σκηνή [...] Ο Μοντάν έπεσε πάνω στο
"γύρισμα" της ταινίας του Beineix, σχεδόν στο τέλος της ταινίας.
Βούτηξε σε παγωμένες λίμνες, στο πεδίο της μάχης. [...]
Με τους κατατρεγμένους
»Ο υψηλός επαγγελματισμός του στάθηκε
ίσως και η αφορμή του θανάτου του. Τον θυμάμαι, λίγο πριν από το γύρισμα του
"Ζ", να με ρωτά με επιμονή λεπτομέρειες για το physique του Γρηγόρη
Λαμπράκη, για τον τρόπο που περπατούσε, ακόμα και για το αν συνήθιζε να φορά
πουκάμισα με ψηλό ή χαμηλό κολάρο. Ο άνθρωπος ήταν περφεξιονιστής [...] Ο
Μοντάν με τη σύζυγό του, τη Σιμόν Σινιορέ, αποτελούσε για το χώρο του θεάματος
ό,τι ήταν για το χώρο της λογοτεχνίας το ζεύγος Σιμόν ντε Μποβουάρ - Σαρτρ. Οι
απανταχού κατατρεγμένοι έβρισκαν σ' αυτούς τους δύο (Σινιορέ - Μοντάν) έναν πιο
πολύ από πρόθυμο, θα έλεγα, υποστηρικτή τους. Περιστοιχισμένοι από ανθρώπους
σαν τον Regis Debray, τον Jorge Semprun, τον Chris Marker, τον Frederik Rossif
(τον σκηνοθέτη του "Mourir a Madrid"), οι δυο τους, ο Ιβ και η Σιμόν,
διαδήλωναν έμπρακτα και θεωρητικά την αντίθεσή τους σε κάθε λογής καταπίεση,
είτε ήταν στην Ελλάδα των συνταγματαρχών, είτε στην Τσεχοσλοβακία των
σοβιετικών τανκς, είτε στη Χιλή, είτε στο Βιετνάμ, είτε πάλι στο Βιετνάμ, όταν
το ίδιο, απελευθερωμένο πια από την αμερικανική πανούκλα, καταπίεζε τους
αντιφρονούντες του. Στο σπίτι τους, στην πλατεία Dauphine, κατοίκησαν κατά
καιρούς Ελληνες, Ανατολικοί, τριτοκοσμικοί και boat-people, εξόριστοι. Η Σιμόνη
ήταν ο εγκέφαλος, ο Ιβ, σαν άνδρας, το πρακτικό σκέλος. Αλλά δύσκολα τους
ξεχώριζες, στην πολιτική τους σύμφυση, πού σταματούσε ο ένας και πού άρχιζε ο
άλλος [...].
Η Σιμόνη πέθανε στην αρχή της
περεστρόικα, το 1985, ο Ιβ στο τέλος της, το 1991. Ετσι, το τέλος μιας εποχής,
που αρχίζει με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνει ώς την ουσιαστική άλωση του
Λένινγκραντ (με τη μετονομασία του σε Αγία Πετρούπολη), είναι πραγματικό
γεγονός. Ο Μοντάν καλύπτει, με τα τραγούδια του και με τις ταινίες του, ένα
μεγάλο μέρος αυτής της πεντηκονταετίας».
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Νοεμβρίου
2011
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Deux de la Vague - Δύο ή Τρία Πράγματα που Ξέρω γι` Αυτούς (2010)
Jean de Florette - Ζαν ντε Φλορέτ
(1986)
Manon des Sources - Η Μανόν των Πηγών
(1986)
Clair de Femme - Η Λάμψη μιας
Γυναίκας (1979)
Police Python 357 - Ο σκληρός Νόμος
του Επιθεωρητή Φερό (1976)
Section Speciale - Ειδικό Δικαστήριο
(1975)
Etat de Siege - Κατάσταση Πολιορκίας
(1972)
Tout Va Bien - Ολα Πάνε Καλά (1972) Ηθοποιός
L`Aveu - Η Ομολογία (1970)
Le Cercle Rouge - Ο Κόκκινος Κύκλος
(1970)
On a Clear Day You Can See Forever -
Η Διπλή Ζωή της Ντέζι Γκέιμπλ (1970)
Mr. Freedom - Μίστερ Φρίντομ (1969) Ηθοποιός
Z (1969) Ηθοποιός ....Ζ
Vivre pour Vivre - Ζήσε για τη Ζωή
(1967)
La Guerre est Finie - Ο Πόλεμος
Τελείωσε (1966)
Paris Brule-t-il? - Κάψτε το Παρίσι
(1966)
Compartiment Tueurs - Διαμέρισμα
Δολοφόνων (1965)
My Geisha - Αγαπημένη μου, Γκέισα
(1962)
Goodbye Again - Αντίο για Πάντα
(1961)
Let`s Make Love - Ελα ν`Αγαπηθούμε
(1960)
La Legge - Ο Νόμος (1959)
Les Sorcieres de Salem - Οι Μάγισσες
του Σάλεμ (1957)
Napoleon - Ναπολεων (1955)
Le Salaire de la Peur - Το Μεροκάματο
του Τρόμου (1953)
Τζέιν
Φόντα (1937- )
Ποιος δεν θυμάται την πρωταγωνίστρια της ταινίας Barbarella το 1968 όπου και ο ρόλος της, αν και
ριψοκίνδυνος για την εποχή, έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου ως ένας από
τους θρυλικότερους; Πώς να μην χαρακτηρισθεί η ίδια θρύλος του σινεμά με
σίγουρα πολλά ταλέντα, αλλά το μεγαλύτερο από όλα η δυνατότητά της να
δημιουργεί κάθε φορά τον εαυτό της από την αρχή;
Ο λόγος για την Τζέιν Φόντα, τη σταρ
του κινηματογράφου που στα 68 της της χρόνια ψηφίστηκε ως μία από τις πιο σέξι
γυναίκες στην ιστορία του κινηματογράφου από το περιοδικό Empire (1995)!
Προέρχεται από την ομώνυμη οικογένεια
διάσημων ηθοποιών και η ίδια δεν έχει εγκαταλείψει ποτέ την τέχνη της.
Γεννήθηκε το 1937, την ίδια μέρα που έκαναν πρεμέρα η "Χιονάτη και η Επτά
Νάνοι". Κόρη του μεγάλου Αμερικανού ηθοποιού Χένρι Φόντα και της Φράνσις
Φορντ Σέιμουρ. Είναι επίσης αδερφή του ηθοποιού Πίτερ Φόντα, που γεννήθηκε τρία
χρόνια αργότερα, και θεία της ηθοποιού Μπρίτζετ Φόντα, κόρης του Πίτερ. Οι
γονείς της Τζέιν την ονόμασαν Λαίδη Τζέιν Σέιμουρ, εμπνευσμένοι από τη μακρινή
απόγονο της μητέρας της, την Τζέιν Σέιμουρ, η οποία ήταν τρίτη σύζυγος του
βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου του Η'. Η μητέρα της, που αντιμετώπιζε ψυχολογικά
προβλήματα, αυτοκτόνησε όταν η Τζέιν ήταν 13 ετών κι ο πατέρας της
ξαναπαντρεύτηκε.
Τo κινηματογραφικό της ντεμπούτο
έκανε στην ταινία Tall Story το 1960. Έχει δύο Όσκαρ
στην κατοχή της, για τις ταινίες Klute (1971) και Coming Home (1978) και πέντε υποψηφιότητες καλύτερης ηθοποιού.
Με την Τζέιν Φόντα θα ήταν αδύνατον
να πλήξει κανείς. Και όχι μόνον επειδή είναι πλέον 76 χρόνων, ξέρει το
Χόλιγουντ σαν την τσέπη της και μπορεί να διηγηθεί πολλά για τις περιπέτειες
της πολυτάραχης ζωής της.
Το σημαντικότερο είναι πως δεν θεωρεί
-ούτε σε αυτήν την ηλικία- ότι είναι ώρα να σταματήσει να προκαλεί τον εαυτό
της. Η ακτιβίστρια κατά του πολέμου του Βιετνάμ, η ηθοποιός με τα δύο Όσκαρ, η
δυναμική δασκάλα του αερόμπικ, η ανθρωπίστρια, η φεμινίστρια και αυτή η γυναίκα
που στην ωριμότητά της δηλώνει κυρίως μητέρα και γιαγιά, γίνεται μπλόγκερ και
ταυτόχρονα επιστρέφει θριαμβευτικά στη θεατρική σκηνή του Μπρόντγουεϊ, είναι
πάνω από όλα μια αληθινή σταρ. Ισως και κάτι περισσότερο! Η ίδια επιμένει ότι
ποτέ δεν έβλεπε τον εαυτό της ως σταρ και η υποκριτική δεν όρισε τη ζωή της και
αλίμονο σε αυτούς που καθορίζουν τον εαυτό τους με βάση αυτά που έχουν κάνει κι
όχι αυτό που είναι.
Και τότε, ποια πραγματικά είναι;
Υπήρξε πάντοτε πολύ καλή στο να
υπερασπίζεται τους αδύναμους και τους περιθωριακούς, από τους βετεράνους του
Πολέμου του Βιετνάμ, τους αυτόχθονες Ινδιάνους και τους παράνομους εργάτες,
μέχρι τις ανήλικες μητέρες για τις οποίες ίδρυσε το 1995 την Οργάνωση για την
Πρόληψη της Εγκυμοσύνης Ανηλίκων της Τζόρτζια, με την υποστήριξη του ιδρύματος
Τέρνερ. Η αντιπολεμική της δράση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 της κόστισε
μια οργανωμένη εκστρατεία δυσφήμισης με την κατηγορία του αντιαμερικανισμού.
Δεν μετάνιωσε γι’ αυτό. Ούτε για την κατοπινή αφιέρωσή της στη γυμναστική, την
περίοδο του αερόμπικ, που της χάρισε εκατομμύρια νέους θαυμαστές και 50
εκατομμύρια δολάρια .Έγινε Πρέσβειρα Καλής Θέλησης του ΟΗΕ, συμμετείχε σε
φεμινιστικά fora και ετοίμαζε τον εαυτό της για την «Τρίτη Πράξη» της ζωής της,
όπως ονομάζει την περίοδο που ξεκίνησε στα εξήντα της με ένα ακόμη διαζύγιο,
την παραδοχή του αλκοολισμού της και την αφαίρεση των εμφυτευμάτων από το
στήθος της. Δεν μετάνιωσε επίσης ούτε για τους τρεις αποτυχημένους γάμους της
γιατί παρά το όσα έγιναν αισθάνεται ότι διάλεξε σωστά. Έμαθε και ωρίμασε μαζί
τους και κάθε διαζύγιο για αυτήν σήμαινε ένα βήμα μπροστά, μία ευκαρία για
προσωπικό επαναπροσδιορισμό και όχι αποτυχία, «σαν να αλλάζει γλάστρα σε ένα
φυτό που έχει μεγαλώσει», έχει πει η ίδια.
Κι όλα αυτά μαζί δημιουργούν ένα
πρότυπο και έναν τρόπο ζωής, ανεξαρτήτως αν συμφωνείς ή διαφωνείς μ' αυτόν.
Οπωσδήποτε οι αναμνήσεις της φτάνουν μέχρι τα νεανικά χρόνια της διαμόρφωσης,
περνούν από τα φλογισμένα έτη της επιτυχίας στο Χόλυγουντ, και έχουν ως
κατάληξή τους την κοινωνική της δράση υπέρ των πασχόντων.
Πάντοτε έκανε αυτό που ήθελε και η
ίδια θυμάται τότε στο κολέγιο που αρνήθηκε να φορέσει τα κομψά λευκά γάντια και
τα μαργαριτάρια που ήταν η ενδυμασία για τo καθημερινό τσάι στη σάλα Rose του
κολλεγίου, και προτίμησε να επιστρέψει στο σαλόνι μόνο με αυτά και τίποτα άλλο
πάνω της!.
Μπορεί να συνελήφθη το 1970 για
κατοχή και εμπορία ναρκωτικών, να έπασχε από βουλιμία από τα 13 της μέχρι τα 40
της, να έγινε δύο φορές εξώφυλλο στο Vogue, να παντρεύτηκε και χώρισε τρεις
φορές, να είπε στα 30 της όταν έμεινε έγκυος ότι "είμαι γριά και τι θα
κάνω", να ήταν κόμπος το στομάχι της κάθε φορά που έπαιζε ρόλους και να
ευχόταν από μέσα της να καεί το πλατό ή να πάθει κάτι ο σκηνοθέτης, να έζησε τα
πάντα, αλλά η ίδια στην αυτοβιογραφία της (που είχε ήδη ετοιμάσει στα 68 της
χρόνια) λέει ότι της απομένει ακόμη ένα μέρος της τρίτης πράξης για να
προσπαθήσει να ζήσει συνειδητά, να είναι παρούσα όσο το δυνατόν περισσότερο για
τα παιδιά της και τα εγγόνια της, να συνεισφέρει με όποιον τρόπο μπορεί στη
σωτηρία του πλανήτη.
Αν καταφέρει να τα κάνει αυτά, θα
μπορέσει να πεθάνει ήσυχα και χωρίς ενοχές, έχει πει η ίδια.
Σημειωτέον ότι τον Απρίλιο του 2005
κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της με τίτλο My Life So Far.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
1960 Οι
γυναίκες τρελαίνονται για τους ψηλούς Tall Story
1962 Το
σπίτι της αμαρτίας Walk on the Wild
Side
1963 Διακοπές
στην Αθήνα In the Cool of the Day
1964 Το
γαϊτανάκι του έρωτα La Ronde ή Circle of
Love
1965 Η
λησταρχίνα Cat Ballou
1966 Η
γκαρσονιέρα μιας ανύπαντρης Any
Wednesday
1967 Ξυπόλυτοι
στο Πάρκο Barefoot in the Park
1968 Μπαρμπαρέλα Barbarella
1969 Σκοτώνουν
τα άλογα όταν γεράσουν
1972 Όλα
πάνε καλά Tout va bien
1973 Οι
διεφθαρμένοι Steelyard Blues
1976 Το
γαλάζιο πουλί The Blue Bird
1977 Τζούλια Julia
1978 Ο
γυρισμός Coming Home
Καλιφόρνια Οτέλ California Suite Hannah Warren
1979 Το
σύνδρομο της Κίνας The China Syndrome
1981 Στη
Χρυσή Λίμνη On Golden Pond
1985 Η
Αγνή του Θεού Agnes of God
1986 Το
επόμενο πρωινό The Morning After
1989 Ο
γέρο-Γκρίνκο Old Gringo
1990 Στάνλεϊ
και Ίρις Stanley & Iris
2005 Η
κακιά πεθερά Monster-in-Law
2007 Σπίτι
με κανόνες Georgia Rule
2011 Κι
Αν Ζούσαμε Ολοι Μαζί;
Ο... μετά Μάη Γκοντάρ
Με τα γεγονότα του γαλλικού Μάη τελειώνει η πρώτη
περίοδος του έργου του και ξεκινά η επόμενη. Με
τον Ζαν-Πιερ Γκορέν ο Γκοντάρ θα φτιάξει την ομάδα Τζίγκα Βερτόφ και θα
αποποιηθεί τον τίτλο του δημιουργού και το ρόλο του κινηματογράφου. Μαζί με τον
Γκορέν θα κάνουν τις ταινίες-δοκίμια Wind From the East (1969), Vladimir and
Rosa (1971), Tout Va Bien (1972) και Letter to Jane (1972). Οι ταινίες αυτές
ήταν ριζοσπαστικές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος και βασίζονταν στις ιδέες
της πάλης των τάξεων και το διαλεκτικό υλισμό.
Το 1971 είχε ένα σοβαρό ατύχημα με
μοτοσικλέτα που τον κράτησε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στο Παρίσι θα γνωρίσει
την Ελβετίδα σκηνοθέτη Αν-Μαρί Μιεβίλ και την επόμενη χρονιά θα φύγουν μαζί για
τη Γκρενόμπλ, όπου ο Γκοντάρ θα μεταφέρει το Sonimage Video Studio.
Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον
στρατευμένο κινηματογράφο της ομάδας Βερτόφ και επέστρεψε σε πιο προσωπικά
θέματα. Γοητευμένος από τα νέα μέσα, αυτός και η Μιεβίλ πειραματίστηκαν με το
βίντεο, δουλεύοντας αρκετά με αναθέσεις από τη γαλλική τηλεόραση (Εδώ κι αλλού,
1974• Πώς τα πάτε;, 1976• Έξι φορές δύο, 1976• Γαλλία, γύρος, παρακαμπτήριος,
1979).
Μαζί θα κάνουν επίσης το Numero Deux
(1975) και το Ο Σώζων εαυτόν σωθήτω του 1980 το οποίο σηματοδοτεί την αρχή μιας
νέας περιόδου στο έργο του και την επιστροφή του στο κλασικό σινεμά.
Εγκαθίσταται, εν συνεχεία, στο Παρίσι όπου αρχίζει να δουλεύει τη «θεϊκή τριλογία»
-Passion (1982), First Name: Carmen (1983) και το Hail Mary (1985)- τρεις
πραγματείες πάνω στη γυναικεία φύση, την επιθυμία, τη σεξουαλική διαφορά, και
την ίδια την εικόνα. Ο Γκοντάρ και η Μιεβίλ μεταφέρουν το Sonimage στούντιο στη
Rolle, μια μικρή πόλη ανάμεσα στη Γενεύη και τη Λωζάνη της Ελβετίας. Το 1986 ο
Γκοντάρ και η Μιεβίλ έκαναν παραγωγή και πρωταγωνίστησαν στο home-movie Soft
and Hard (Soft Talk on a Hard Subject Between Two Friends) για το αγγλικό
Channel Four. Στη συνέχεια θα κάνουν τις ταινίες Grandeur et Decadence d’un
Petit Commerce de Cinema (1986), Soigne ta Droite (1986) και King Lear (1986).
Στη δεκαετία του 90 ο Γκοντάρ θα
σκηνοθετήσει τα Nouvelle Vague (1990), Germany 90 Nine Zero (1991), Helas pour
moi (1993), Forever Mozart (1996) και την οκτάωρη σειρά Histoires du cinema
(1997-98). Το 1998 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αναθέτει στον
Γκοντάρ και τη Μιεβίλ την παραγωγή του σαρανταεπτάλεπτου βίντεο The Old Place
(Essai sur le rôle des arts à la fin du 20e siècle / Small Notes Regarding the
Arts at Fall of 20th Century). Το 2001 επανέρχεται στη σκηνοθεσία με την
Ελεγεία του Έρωτα, ταινία που απέσπασε θετικές κριτικές στο Φεστιβάλ των Κανών
και η οποία καταπιάνεται με την ιστορία, τη μνήμη, και τον πολιτισμό.
Οι ταινίες του Γκοντάρ άσκησαν
τεράστια επιρροή τόσο στον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο όσο και σε
πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών. Το 2006 το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι
διοργάνωσε την έκθεση "Voyages en utopie, Jean-Luc Godard, 1946
–2006".
O φιλέλληνας Γκοντάρ!
Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ είναι και
ένθερμος υποστηρικτής της Ελλάδας. Είναι
χαρακτηριστικό ότι προ διετίας αρνήθηκε να μεταβεί στις Κάννες για την προβολή
της ταινίας του «Film Socialisme», λέγοντας ότι «προβλήματα όπως το ελληνικό
δεν μου επιτρέπουν να είμαι μαζί σας». Λίγες ημέρες νωρίτερα, μάλιστα, είχε
κάνει την περίφημη δήλωση ότι «όλος ο κόσμος χρωστάει σήμερα στην Ελλάδα»...
Συγκεκριμένα, σε συνέντευξή του στην
Γκάρντιαν είχε πει χαρακτηριστικά: «Οι Έλληνες μάς έδωσαν τη λογική, κι έχουμε
χρέος απέναντί τους γι' αυτό. Ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που διατύπωσε το
μεγάλο "άρα". Για παράδειγμα "Δεν μ'αγαπάς πια, άρα...". Ή
"σ' έπιασα στο κρεβάτι μ' έναν άλλο άνδρα, άρα...". Χρησιμοποιούμε
αυτή τη λέξη εκατομμύρια φορές, για να λάβουμε τις πιο σημαντικές μας
αποφάσεις. Και ήρθε ο καιρός να αρχίσουμε να πληρώνουμε γι' αυτήν».
Η δε συνέχεια των δηλώσεών του ακόμη
χαρακτηριστικότερη:
«Αν κάθε φορά που χρησιμοποιούμε τη
λέξη "άρα" (therefore στα αγγλικά, donc στα γαλλικά) πληρώνουμε 10
ευρώ στην Ελλάδα, η κρίση θα τελειώσει σε μια μέρα και οι Έλληνες δεν θα
χρειαστεί να πουλήσουν τον Παρθενώνα στους Γερμανούς. Έχουμε την τεχνολογία να
εντοπίσουμε όλα αυτά τα "άρα" στο Google. Μπορούμε να χρεώνουμε και
μέσω του iPhone! Κάθε φορά που η Άνγκελα Μέρκελ λέει στους Ελληνες "σας
δανείσαμε όλα αυτά τα λεφτά, άρα πρέπει να μας τα επιστρέψετε με τόκο", θα
πληρώνει πρώτα δικαιώματα»!
Η δημοσιογράφος της Γκάρντιαν
αιφνιδιάστηκε με την ιδέα, όμως ο Γκοντάρ έβαλε αμέσως τα γέλια.
«Θα έπρεπε να ευχαριστήσουμε την
Ελλάδα», συμπλήρωσε. «Είναι η Δύση που χρωστάει στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία, η
δημοκρατία, η τραγωδία... Πάντα ξεχνάμε τη σχέση ανάμεσα στην τραγωδία και τη
δημοκρατία. Χωρίς Σοφοκλή δεν θα υπήρχε Περικλής. Χωρίς τον Περικλή δεν θα
υπήρχε Σοφοκλής. Ο τεχνολογικός κόσμος στον οποίο ζούμε τα χρωστά όλα στην
Ελλάδα. Ποιος ανακάλυψε τη λογική; Ο Αριστοτέλης... Όλος ο κόσμος χρωστάει
χρήματα σήμερα στον Ελλάδα. Θα μπορούσε να ζητήσει από το σημερινό κόσμο μας
χιλιάδες εκατομμύρια για τα πνευματικά της δικαιώματα και θα ήταν λογικό να της
τα δώσουμε. Κατηγορούν τους Έλληνες ότι είναι και ψεύτες... Αυτό μου θυμίζει
ένα παλιό συλλογισμό στα μαθητικά μου χρόνια. Ο Επαμεινώνδας είναι ψεύτης ή
όλοι οι Έλληνες είναι ψεύτες, άρα ο Επαμεινώνδας είναι Έλληνας. Δεν έχουμε
προχωρήσει καθόλου από τότε...».
Βέβαια, όταν το 2009 ζήτησε από την
ελληνική κυβέρνηση, με υπουργό πολιτισμού τον Μιχάλη Λιάπη, να κάνει γυρίσματα
στην Ελλάδα για την ταινία του «Film Socialisme» του ζητήθηκε σενάριο προς
έγκριση...
Νουβέλ βαγκ ίσον Παρίσι!
Ανέκαθεν υπήρχαν περιπτώσεις σκηνοθετών, που
φανέρωναν μέσα από τις δουλειές τους μία ιδιαίτερη συμπάθεια για κάποιον
συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο. Η μία μετά την άλλη οι ταινίες τους
επανέρχονταν στο ίδιο εκείνο σκηνικό, στην αρχή ίσως αμήχανα, έπειτα συνωμοτικά
και από ένα σημείο και μετά με ανακούφιση, μέχρι που ο χώρος της δράσης
-αυτονόητος πλέον- διεκδικούσε ίση προσοχή με την ιστορία ή τους πρωταγωνιστές.
Εκ του αποτελέσματος, είναι φανερό πως το κατάφερνε κιόλας. Γιατί, ποιος δεν
μπήκε στον πειρασμό να σκεφθεί, πως ο Woody Allen γύρισε όλες του σχεδόν τις
ταινίες μόνο και μόνο για να κρυφοκοιτά μέσα από τον φακό την τζαζίστικη
οχλοβοή της Νέας Υόρκης; Ποιος δεν έχει ταυτίσει τον Fellini με την υπέροχη, ηλιόλουστη Ρώμη του; Και ποιος
μπορεί να διανοηθεί τη nouvelle vague χωρίς το Παρίσι;
Στην τελευταία περίπτωση, μάλιστα,
δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μία πόλη που αναδεικνύεται σε κινηματογραφικό
φετίχ, χάρη σε κάποια σκηνοθετική μονομανία. Το γαλλικό Νέο Κύμα είναι τόσο
στενά συνυφασμένο με την παριζιάνικη πόλη, που μοιάζει κυριολεκτικά να
γεννιέται μέσα από αυτήν, να ζωντανεύει όταν εκείνη το επιτρέπει - και όχι το
αντίστροφο.
Όταν o Godard, ο Truffaut, ο Chabrol,
ο Rohmer, ο Rivette δεν αρκούνταν πια να μαυρίζουν με τις πένες τους το
βαλτωμένο κινηματογραφικό κατεστημένο, πήραν την κάμερα στον ώμο και βγήκαν
στις παριζιάνικες συνοικίες. Στα μπιστρό, τα φθηνά ξενοδοχεία, τις καφετέριες
και τα στενά της περιφέρειας. Η κινηματογραφική ουσία που αναζητούσαν βρισκόταν
εκεί, τριγύρω τους, ήταν ολόφρεσκη και διάσπαρτη στην καθημερινότητά τους και
το μόνο που χρειαζόταν για να αξιοποιηθεί αυτή η σπάνια πρώτη ύλη και να
ξαναρχίσει να γράφεται η ιστορία της έβδομης τέχνης, ήταν ένα κάποιο βλέμμα.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μέσα στα
ασπρόμαυρα καρέ των πρώτων, «αθώων» χρόνων, των αρχών του Α60, περιδιαβαίνει
ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας κινηματογραφικής μυθολογίας.
Ο Μάης του '68 στις οθόνες
Το 1968
υπήρξε χρονιά σημαδιακή και ταραγμένη. Ο
Μακάριος επανεκλέγεται παμψηφεί. Ο Λίντον Τζόνσον, διάδοχος του Τζον Κένεντι,
παραιτείται τον Μάρτη από τις προεδρικές εκλογές. Οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις
και η δυσαρέσκεια μαίνονται όπως και ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Ο Μάρτιν Λούθερ
Κινγκ δολοφονείται στις αρχές Απρίλη και ο Μπόμπι Κένεντι στις αρχές Ιούνη. Ο Γκαγκάριν
στουκάρει με ένα Μιγκ-15 για να μην πέσει πάνω σ' ένα σχολείο, λένε οι αρχές. Η
πάνδημη κηδεία του Γέρου της Δημοκρατίας γίνεται αντιδικτατορικό συλλαλητήριο.
Επιστρέφω στη διεθνή επικαιρότητα. Το
Πανεπιστήμιο Κολούμπια καταλαμβάνεται από τους φοιτητές του. Φοιτητικά και
πολιτικά κινήματα γεννιούνται από το Μπέρκλεϊ ως τη βελγική Λουβέν και το
Βερολίνο, από το Τόκιο ως τη Βαρσοβία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Νέα Υόρκη. Η
Πράγα ζει τη δική της Άνοιξη και το Μεξικό σπαράσσεται από καταιγισμό σφαιρών σε
μια πορεία σπουδαστών, 10 μέρες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Παράλληλα τρέχει και μια πολιτιστική
και ερωτική επανάσταση. Οι τέχνες, τα γράμματα και η διανόηση αλλάζουν τον
τρόπο σκέψης των ανθρώπων ή/και αντίστροφα. Η μουσική είναι αντιπολεμική,
επιθετική και σεξουαλική. Η ποπ αρτ εκρήγνηται στα μάτια έκπληκτων θεατών. Το
θέατρο πολιτικοποιείται και πειραματίζεται. Η μίνι φούστα λανσάρεται φορεμένη
από την Τούινγκι, ως πρότυπο χειραφέτησης κι ελευθερίας. Ο ενθουσιασμός
περισσεύει. Ο Δήμος Θέος παρουσιάζει το Κιέριον στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Θεσσαλονίκης παραπέμποντας στην Υπόθεση Πολκ αλλά το καθεστώς απαγορεύει την
ταινία.
La revolution nest qu’un debut
Αναμφισβήτητο
κομβικό γεγονός είναι όμως ο λεγόμενος Μάης του 1968 που ξεκίνησε από τα
Πανεπιστήμια της Ναντέρ και της Σορβόνης και μέσα σ' ένα μήνα αγκαλιάστηκε από
τα δύο τρίτα της εργατικής τάξης στη Γαλλία. Φέρνοντας
σε αντιπαράθεση συνδικάτα, ομοσπονδίες και το απέχον κομουνιστικό κόμμα.
Συνθήματα της εξέγερσης: Η Φαντασία στην Εξουσία, Εστέ ρεαλιστές απαιτήστε το
αδύνατο, Το αφεντικό έχει ανάγκη εσένα κι όχι εσύ αυτό, Απαγορεύεται το
απαγορεύεται, Η ανία είναι αντεπαναστατική, Ήρθα Είδα Πίστεψα, Η ποίηση
βρίσκεται στους δρόμους, Διαβάστε λιγότερο ζήστε περισσότερο κ.α.π.
Κάποιοι έλληνες, φοιτητές και όχι
μόνο, είναι τυχεροί που βρέθηκαν εκεί, ίσως κι εξαιτίας της δικής μας Χούντας.
Ο στρατηγός Ντε Γκολ τα βρήκε μπαστούνια και τα μοίρασε στις δυνάμεις της τάξης
για να βαράνε άοπλους, αλλά φέρεται τελικά να είχε πει: Μη χτυπάτε την αυριανή
ηγεσία! [είχε δίκιο;]
Διανύοντας πλέον τον 45ο Μάη από
τότε, βλέπουμε πολλές ομοιότητες και διαφορές με το σήμερα. Είμαστε πάλι σε
ολυμπιακή χρονιά και προεκλογική τροχιά. Πόλεμοι μάτσο. Η παιδεία
αναστενάρισσα. Οι αγαναχτισμένοι, οι άνεργοι και οι υποαμειβόμενοι αντιδρούν
από τη Γουόλ Στριτ μέχρι τη Βαρκελώνη, τη Βαστίλη και την Πλατεία Συντάγματος.
Ο ουρανός βρέχει επιλεκτικά μνημόνια και εικονικά κουρέματα. Οι φαγάνες έχουν
εξάγει το χρήμα τους. Το κράτος προσπαθεί να μας πείσει ότι λειτουργεί, ξαφνικά
την τελευταία στιγμή. Η ενωμένη Ευρώπη είναι υπερήφανη για τις ανισότητές της.
Οι μετανάστες παγκοσμιοποιούνται αλλά παραμένουν τοπικό πρόβλημα. Τα γενόσημα
κόμματα παίζουν με τον πόνο μας χωρίς "φρουφρού κι αρώματα" αλλά όλοι
[παλιοί και [γεν]νέοι] μας αρμέγουν "γιατί κινδυνεύει το δημοκρατικό
πολίτευμα".
Γιατί είναι σπουδαίο αυτό το λίγο που
έγινε τον Μάη του '68;
Το μαρτυρούν μισή ντουζίνα
ντοκιμαντέρ κι άλλες τόσες βεριτέ καταγραφές. Σημαντικότερη όλων αυτή του
νεοϋορκέζου Γουίλιαμ Κλάιν με τίτλο Μεγάλες νύχτες, Μικρές μέρες [1978] που
αγκαλιάζει όλο το φάσμα των διαφορετικών και ανεξάρτητων ομάδων δράσης και των
δημόσιων συζητήσεων, μέχρι την ανακοίνωση του Ντε Γκολ για τη διάλυση της
Βουλής [ουδεμία σχέση με Παπαδήμους]. Σημείο αναφοράς σχεδόν σε όλα τα σχετικά
ντοκιμαντέρ είναι ο [αναρχο]πράσινος πρωτοστάτης Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ που είχε
πάρει τη γερμανική υπηκοότητα για να αποφύγει τη θητεία του και εκδιώκεται για
μια δεκαετία από το γαλλικό έδαφος.
Από τις ιδιωτικές καταγραφές
ξεχωρίζει σίγουρα το τριαντάλεπτο Η επανάσταση είναι μόνο η αρχή. Ας
συνεχίσουμε τον αγώνα. Είναι μια φέτα από το προσωπικό ημερολόγιο του ηθοποιού
Πιέρ Κλεμεντί του οποίου οι πειραματισμοί και οι καλλιτεχνικές ανησυχίες
θυμίζουν Μπράκατζ και Αϊζενστάιν. Καθώς επίσης και η τρίλεπτη πολιτική
ντανταϊστική αβανγκάρντ Μπομπίνα υπαριθμ. 196 [Film-Tract No 1968] των Γκοντάρ
και Φρομανζέρ όπου η κόκκινη μπογιά υποθάλπει πολλές και πολλαπλές έννοιες και
ερμηνείες. Όπως αργοκυλάει και βάφει τη γαλλική σημαία.
Γιατί είναι και παραμένουν επίκαιρα
τα συνθήματα και τα διλήμματα εκείνου του Μάη;
Τα αναπαράγουν και τα μυθοπλάθουν
άλλες τόσες [12+1] ταινίες με φιξιόν υποθέσεις που διατρέχουν άμεσα ή ξυστά
εκείνα τα γεγονότα. Πρωτοπόρος προπομπός Η Κινέζα [1967] του Ζαν-Λικ Γκοντάρ
που γυρίζεται σε ένα σπίτι στη Ναντέρ, τη φοιτητούπολη έδρα του Κον-Μπεντίτ.
Πέντε φοιτητές ασπάζονται την κόκκινη βίβλο και τις ιδέες του Μάο, απορρίπτουν
ο,τιδήποτε αστικό ακόμη και τα μπουρζουά κόμματα της αριστεράς, κι αποφασίζουν
να δράσουν δυναμικά με όραμα ν' ανατινάξουν το πανεπιστήμιο.
Σχετικά πρόσωπα οι ηθοποιοί Ζαν-Πιέρ
Λεό, Ζιλιέτ Μπερτό και Αν Βιαζέμσκι [μέλλουσα κυρία Γκοντάρ, πριγκιπικής
καταγωγής και εγγονή της συγγραφέως Φρανσουάζ Μοριάκ, το '68 πρωταγωνίστρια στο
Θεώρημα του Παζολίνι]. Αντίβαρο ο διανοούμενος Φρανσίς Ζανσόν, φίλος και
συνεργάτης του Σαρτρ, που δίνει μια αντιτρομοκρατική μίνι διάλεξη στην Βερονίκ
[Βιαζέμσκι] σε μια εμβληματική σκηνή του έργου, προκειμένου να την αποτρέψει να
υλοποιήσει τις εκρηκτικές της ιδέες. Ο μαοϊστής σκηνοθέτης του Γουικέντ φλερτάρει
ανοιχτά ε το βεριτέ και αποστασιοποιείται με εύθυμη περι-μπρεχτική διάθεση από
τις δυο όψεις του νομίσματος.
Το 1971 η Ανί Ζιραρντό ενσαρκώνει μια
αληθινή ιστορία εκείνων των ημερών, η οποία απασχόλησε όλες τις πλευρές, ακόμη
και τον πρωθυπουργό Ζορζ Πομπιντού. Είναι μια πολύ νεαρή δασκάλα που...
Πεθαίνει από αγάπη για έναν μαθητή της, καταλήγει στη φυλακή και κάνει απόπειρα
αυτοκτονίας, δίνοντας στον σκηνοθέτη Αντρέ Καγιάτ την ευκαιρία να θίξει
ζητήματα κοινωνικής προκατάληψης [αποβολή, δικαστική πλάνη, ευθανασία, θανατική
ποινή]. Και στον Σαρλ Αζναβούρ την ευκαιρία να ερμηνεύσει έξοχα το ομώνυμο
τραγούδι.
Ένα χρόνο αργότερα ο μετέπειτα
πανίσχυρος παραγωγός Μαρέν Καρμίτζ [από τα Τρία Χρώματα του Κισλόφσκι μέχρι το
Γνήσιο Αντίγραφο του Κιαροστάμι] κλείνει τον σκηνοθετικό του κύκλο με την
ταινία Γροθιά στη Γροθιά, όπου θολώνει εσκεμμένα τα όρια μεταξύ μύθου και
τεκμηρίωσης χρησιμοποιώντας πραγματικούς απεργούς και αρκετούς ερασιτέχνες
ηθοποιούς. Μας μιλά για εκμετάλλευση και παρενόχληση του γυναικείου προσωπικού
ενός εργοστασίου, για απεργία και κατάληψη, για ενότητα, αλληλεγγύη συναδελφική
και ανθρωποκεντρική, για χτυπήματα ως απάντηση στα χτυπήματα. Ο ίδιος αργότερα
[1982] θα διευθύνει και την παραγωγή της προσωπικής κατάθεσης του Ρομέν Γκουπίλ
Να πεθαίνεις στα 30 σου, ως φόρο τιμής στον σύντροφο Μισέλ Ρεκανατί [1948-78].
Το '73 είναι αξιομνημόνευτο όχι μόνο
για το δικό μας Πολυτεχνείο. Η Χρονιά 01 [υπονοεί ότι ο χρόνος μηδένισε τότε
και ξαναμετρά από την αρχή] είναι η πρώτη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους του Ζακ
Ντουαγιόν, ένα μάλλον ξεπερασμένο πολύποδο, συρραφή μικρών σκετς, όπου έχουν
βάλει το χεράκι τους και οι δάσκαλοι Αλέν Ρενέ και Ζαν Ρους [δεν υπάρχει
ιδιοκτησία, άρα δεν υπάρχουν ούτε κλέφτες]. Η αναφορά στα γεγονότα του '68
είναι ευθεία, αν και πολλοί μελετητές προτιμούν και προτείνουν τις τεθλασμένες
γραμμές: Όλα βαίνουν καλώς [Tout va bien, 1972] του Γκοντάρ, Τέμροκ [Themroc,
1973] του Κλοντ Φαραλντό, Η μια τραγουδάει η άλλη όχι [L'une chante, l'autre
pas, 1977] της Ανιές Βαρντά.
Λιγότερο τεθλασμένη αλλά σαφώς
σπουδαιότερη, σπουδαιότατη θα έλεγα, είναι η ποτάμιας διάρκειας ταινία Η μαμά
και η πουτάνα που βασίζεται στην ανοιχτή σχέση του σκηνοθέτη Ζαν Εουστάς και
της πρωταγωνίστριας Φρανσουάζ Λεμπρίν. Ο Ζαν-Πιέρ Λεό έχει υπάρξει άλτερ έγκο
πολλών νεοκυματικών γάλλων σκηνοθετών που θέτουν εαυτούς εκτός νουβέλ βαγκ αλλά
εδώ μιλάμε για το απόλυτο παράδειγμα "εντός-εκτός και επί τα αυτά".
Στους μαραθώνιους διαλόγους του φιλμ αποτυπώνεται όλη η απογοήτευση, οι
ναυαγισμένες ελπίδες, οι καραβοτσακισμένες προσδοκίες, η απελπισία και η μάταιη
αναζήτηση λήθης, που ακολούθησαν την αποτυχία, το γρήγορο ξεφούσκωμα και την
άδοξη κατάληξη του κινήματος του '68. Η ουτοπία έγινε εφιάλτης, ο
αποπροσανατολισμός έγινε μανιέρα του άχαρου σεξ, της αδιέξοδης σκέψης, της απόλυτης
αποξένωσης, της απύθμενης μοναξιάς εν μέσω άλλων χαμένων κορμιών.
Ευχάριστο διάλειμμα η ξεκαρδιστική
παρωδία Η πιο τρελή απόδραση στον κόσμο! [1978] του μετρ Ζεράρ Ουρί όπου ο Πιέρ
Ρισάρ ξορκίζει τις πολιτικές ακρότητες κατεδαφίζοντας: ότι δεν είναι ακραία
αριστερό και εξτρεμιστικό είναι φασιστικό. Αλλ' όμως να που τα άκρα κάποτε
αποκλίνουν προς μια νέα διαστροφική σύγκλιση. Χωρίς να αποκλείεται η περιπέτεια
και η διασκέδαση.
Δεκαετίες μετά ο Λουί Μαλ
μεταμορφώνει τον Μισέλ Πικολί από θείο Βάνια σε Μιλού τον Μάη. Η μητέρα της
φαμίλιας πεθαίνει τον Μάη του '68. Όλοι απεργούν και δεν υπάρχει προσωπικό για
την ταφή της. Ένας άσχετος φορτηγατζής δεν μπορεί να παραδώσει μια καρότσα
ντομάτες στο Παρίσι γιατί υπάρχουν οδοφράγματα. Η γαλλική διανόηση συναντά τη
βρετανική φάρσα και το φλέγμα παίζει με την ευγένεια και την ευαισθησία. Ο
Ντεμπισί και ο Μότσαρτ χορεύουν με τους μαγιάτες τρελούς στην οργιώδη
ανοιξιάτικη ύπαιθρο μαζί με τις μέλισσες, τα νερά και το πιάσιμο των καβουριών
στο ποτάμι.
Ακολουθούν τρεις ερωτικές
προσεγγίσεις. Το Metroland [1997] του λονδρέζου Φιλίπ Σάβιλ είναι ένα φλας μπακ
στην αρχή και την αποτίμηση μιας σχέσης στο Παρίσι του '68 ανάμεσα σ' έναν
φωτογράφο [Κρίστιαν Μπέιλ] και την τωρινή γυναίκα του [Έμιλι Γουότσον] που
δοκιμάζεται από την ξαφνική επίσκεψη του ξένοιαστού παρελθόντος. Οι Ονειροπόλοι
[2003] είναι ένα νεανικό ερωτικό τρίγωνο σ' ένα παριζιάνικο σπίτι χωρίς γονείς
όπου η αθωότητα πάει περίπατο ενώ έξω [και μέσα] γίνεται της τρελής. Δια χειρός
κοσμοπολίτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Ίδιο τρίπτυχο [σεξ, ντραγκς και
ροκ'ν'ρολ], ίδια πόλη μοτίβο, ίδιος πρωταγωνιστής [Λουί Γκαρέλ], περισσότερα
οδοφράγματα και μπαμπάς σκηνοθέτης [Φιλίπ Γκαρέλ] στους, γεμάτους νεοκυματικούς
απόηχους, Συνήθεις εραστές [2005].
Ο ακτιβισμός στα μάτια μιας εννιάχρονης
κορούλας είναι το θέμα της ιστορικής ταινίας Φταίει ο Φιντέλ! [2006] της Ζουλί
Γαβρά. Φαίνεται ότι κατέχει από πρώτο χέρι τις λεπτομέρειες της υπόθεσης, η
κόρη και μήλο του δέντρου που λέγεται Κώστας Γαβράς. Άλλο ένα ερωτικό φράγμα...
εεε... δράμα ιστορικής νοσταλγίας με θέμα "αγάπη κι επανάσταση" είναι
το σχεδόν τρίωρο Γεννημένοι το '68 [2008] από δυο σκηνοθέτες εκείνης της
επερχόμενης γενιάς [ο ένας ήταν 5 κι ο άλλος 6 χρονών]. Την ίδια περίοδο
γυρίστηκαν αρκετά ντοκιμαντέρ λόγω των 40 χρόνων απόστασης. Και κλείνω με το
αυστηρά βιο-ιστορικό Αντίο Ντε Γκολ [2009] του Λοράν Χερμπιέ που τότε ήταν δεν
ήταν επτά ετών. Στο ομότιτλο ρόλο ο Πιέρ Βερνιέ που βραβεύτηκε γι' αυτόν και ο
οποίος ρίχνει τριάντα χρόνια του σκηνοθέτη της.
Ντοκυμανταίρ
1968 Μάης του '68 / Mai 68 [Γαλλία,
98'] Andre Harris & Alain de Sedouy
1968 "Θαύμα", Μάης '68 / La
reprise du travail aux usines Wonder [Γαλλία, 10'] Jacques Willemont
1968 Η επανάσταση είναι μόνο η αρχή.
Ας συνεχίσουμε τον αγώνα. / La revolution n'est qu'un debut. Continuons le
combat. [Γαλλία, 30'] Pierre Clementi
1968 Μπομπίνα αρ. 196 /Film-Tract No
1968 [Γαλλία, 3'] Jean-Luc Godard & Gerard Fromanger
1974 Μάης 68 / Mai 68 [Γαλλία, 190']
Gudie Lawaetz & Jerome Kanapa
1978 Μεγάλες νύχτες, μικρές μέρες του
'68 /Grands soirs et petits matins [Καναδάς /Γαλλία, 240'] William Klein
1982 Να πεθαίνεις στα 30 σου /Mourir
a trente ans [Γαλλία, 95'] Romain Goupil
1987 Γενιά / Generation [Γαλλία, 15
επεισόδια] Daniel Edinger
1996 Επιμύθιο / Reprise [Γαλλία, 98']
Herve le Roux
2004 Ανρί Λανγκλουά: Το φάντασμα της
Ταινιοθήκης / Le fantome d'Henri Langlois [Γαλλία, 210'] Jacques Richard
2008 Εξηνταοκτώ διαρκώς / 68 non-stop
[Γαλλία, 57'] Fred Hilgemann
2008 Εξηνταοκτώ / 68 [Γαλλία, 110']
Patrick Rotman
2008 Η Γενιά του '68 / Generations 68
[Γαλλία, 53'] Simon Brook
Μυθομαντέρ
1967 Η Κινέζα /La Chinoise [Γαλλία,
96'] Jean-Luc Godard
1971 Πεθαίνω από αγάπη / Mourir
d'aimer [Γαλλία, 110'] Andre Cayatte
1972 Γροθιά στη γροθιά / Coup pour
Coup [Γαλλία / Γερμανία, 89'] Marin Karmitz
1973 Η μαμά και η πουτάνα / La maman
et la putain [Γαλλία, 217'] Jean Eustache
1973 Η Χρονιά 01 / L'An 01 [Γαλλία,
90'] Gebe & Jacques Doillon [Alain Resnais & Jean Rouch]
1978 Η πιο τρελή απόδραση στον κόσμο!
/ La Carapate [Γαλλία, 100'] Gerard Oury
1990 Ο Μιλού τον Μάη / Milou en Mai
[Γαλλία /Ιταλία, 107'] Louis Malle
1997 Metroland [Ισπανία / Γαλλία / ΗΒ,
105'] Philip Saville
2003 Οι Ονειροπόλοι / Innocents / The
Dreamers [ΗΒ / Γαλλία /Ιταλία, 115'] Bernardo Bertolucci
2005 Συνήθεις εραστές / Les amants
reguliers [Γαλλία, 183'] Philippe Garrel
2006 Ο Φιντέλ φταίει! / La faute a
Fidel! [Ιταλία / Γαλλία, 99'] Julie Gavras
2008 Γεννημένοι το '68 / Nes en 68
[Γαλλία, 173'] Olivier Ducastel & Jacques Martineau
2009 Αντίο Ντε Γκολ / Adieu De Gaulle,
adieu [Γαλλία, 95'] Laurent Herbiet
ΠΗΓΗ: NEW STAR, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 23.8.2023.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook