ΤΑ ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ: Καιρός του τρύγου και αναπολούμε παληές παιδικές αναμνήσεις - του Γ. Σ. Γκανάσου

ΤΑ ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ:
Καιρός του τρύγου
και αναπολούμε
παληές παιδικές αναμνήσεις

Του Γιάννη Σ. Γκανάσου

Ὅταν μεγαλώνουμε, κι' ἀναπολοῦμε, τὶς ἡμέρες, τοὺς μῆνες καὶ τὰ χρόνια τῆς νιότης μας, οἱ νοσταλγικὲς ἀναμνήσεις μας γίνονται συρρικνωμένες στιγμὲς καὶ ξεθωριασμένες εἰκόνες ἑνὸς παμπάλαιου θολοῦ καθρέφτη τῆς γιαγιᾶς.

ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Κάποιες παιδικὲς ἀναμνήσεις τοῦ προηγουμένου αἰῶνα, καὶ κάπου στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. Τὸ χωριὸ ἔχει μερικὰ χρόνια συνδεθεῖ μὲ τὴν ΔΕΗ. Δὲν ὑπάρχουν τηλέφωνα, ἐκτὸς τοῦ κεντρικοῦ, δὲν ὑπάρχουν τηλεοράσεις καὶ βεβαίως κινητὰ καὶ ὑπολογιστές. Ὑπάρχει μόνον τὸ ράδιο καὶ κάποιο γραμμόφωνο ἢ καὶ κάποιο πικάπ. Τὸ χωριὸ σφύζει ἀπὸ κόσμο καὶ κυρίως ἀπὸ παιδιά. Τὸ σχολεῖο ἔχει τρεῖς δασκάλους. Ὡς παιδιά, ἐννοεῖται, δὲν εἴχαμε τὶς σημερινὲς διεξόδους παιδικῆς διασκέδασης. Τὰ περισσότερα παιχνίδια τὰ φτιάχναμε ἢ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἢ οἱ μεγαλύτεροι ἀπὸ ἐμᾶς. Τὸ σχολεῖο λειτουργοῦσε ἕξι ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα, πρωὶ καὶ ἀπόγευμα, ἐκτὸς τῶν ἀπογευμάτων τῆς Τετάρτης καὶ τοῦ Σαββάτου. Οἱ ἐξορμήσεις μας στὴν φύση, δηλαδὴ στὸ βουνὸ (Πανοπέα) ἦταν συχνές. Ἀρκοῦσε μιὰ παρότρυνση ἀπὸ κάποιον μεγαλύτερό μας καὶ ἀπὸ τὴν Μαγούλα νὰ βρεθοῦμε σὲ λίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἀνεβαίνοντας κάθετα τὸν λόφο τοῦ Πανοπέως, στῆς «Ἀλεποῦς τὰ σκαλιὰ» ἢ στὸν «κουκούγερο», ὥστε νὰ φανῆ ἀπὸ κάτω (τὴν Μαγούλα) ποιὸς ἔφθασε πρῶτος. Μία ἀπὸ τὶς ἐξορμήσεις μας ἦταν καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸν τρύγο καὶ τὰ ἀμπέλια. Τὰ ἀμπέλια ἦταν πάρα πολλὰ καὶ φυλάσσονταν ἀπὸ δύο ἢ τρεῖς δραγάτες (ἀγροφύλακες). Μόλις τελείωνε ὁ τρύγος ὑπῆρχε ἐλευθερία νὰ πάει κανεὶς σὲ ὅποιο ἀμπέλι ἤθελε. Ἐμεῖς οἱ μικροὶ πηγαίναμε γιὰ νὰ βροῦμε ὅ,τι εἶχε ξεφύγει ἀπὸ τοὺς τρυγητές, δηλαδὴ τὰ ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ. Τίποτε τὸ σπουδαῖο, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε εὐτυχεῖς γιατὶ αὐτὰ εἴχαμε σὰν δεδομένα.

ΤΑ ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ

Ὁ Ἥλιος κατέβηκε χαμηλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς κοιτᾶ λοξὰ γιατὶ βιάζεται νὰ δύσει. Οἱ πελαργοὶ καὶ τὰ χελιδόνια ἔλαβαν ἐγκαίρως τὸ τελευταῖο μήνυμά του, καθὼς τοὺς ἔκλεινε κρυφὰ καὶ μὲ νόημα τὸ μάτι πίσω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βαρὺ μαῦρο σύννεφο καὶ ξεκίνησαν κατὰ μεγάλα σμήνη γιὰ τὶς χῶρες τοῦ Νότου.

Εἴμαστε στὸ Φθινόπωρο καὶ αἰσθανόμαστε τὴν ὑγρὴ καὶ ἤρεμη ἀγκαλιά του.

Ἡ ροδοδάκτυλη Ἠῶ ἁπλώνει κάθε πρωί, σὰν μαγικὴ σκόνη, τὸ λευκὸ πέπλο της πάνω στὴν γῆ, κι' ὅλα μοιάζουν σὰν ψεύτικα εἴδωλα μέσα ἀπὸ θολὸ καθρέφτη.

Οἱ πρῶτες θερμὲς ἀκτῖνες τοῦ Ἡλίου σκορποῦν τὴν μαγεία τους καὶ διαχέονται στὰ χρώματα τῆς Ἴριδας ἀπ’ τὶς δροσοσταλίδες.

Ὁ δροσερὸς ἀέρας πάλλει τὰ σκουριασμένα φύλλα τῶν δένδρων βοηθώντας τα νὰ κάμψουν τὸν μίσχο τους, νὰ περιδινηθοῦν στὸν τελευταῖο χορό τους, λίγο πρὶν σπάσει καὶ ἡ τελευταία ἶνα ποὺ τὰ συγκρατεῖ, κι' ἀφοῦ πλανηθοῦν στὶς ἀνάλαφρες δῖνες του, τὰ ἐναποθέτει μαλακὰ νὰ κοιμηθοῦν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας γῆς ποὺ ζηλεῦσαν τὸ χρῶμα της.

Τὰ πρωτοβρόχια χόρτασαν τὸ ραγισμένο καλοκαιριάτικο χῶμα καὶ ἔκλεισαν τὶς χαίνουσες πληγές του, ἀνασταίνοντας τοὺς ἀδρανεῖς σπόρους του καὶ τὸ γέμισαν ξανὰ μὲ ἀγριόχορτα κι' ἀγριολούλουδα. Τὰ σαλιγκάρια ἄδραξαν τὴν εὐκαιρία νὰ κεντήσουν πολύπλοκα μονοπάτια μὲ τὸ σάλιο τους κατὰ τὴν πρωινὴ ἔξοδό τους ἀπὸ τὶς χωμάτινες φωλιές τους, γιὰ νὰ χαροῦν τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ὑγρὸ ἀέρα στὸν δύσκολο ἀγῶνα τῆς ἐπιβίωσής τους, προτοῦ ἀπειληθεῖ μὲ στέγνωμα τὸ δέρμα τους ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ Ἡλίου.

Σφυρίγματα, φωνὲς γεωργῶν καὶ χλιμιντρίσματα ἱδρωμένων ἀλόγων, τὰ ὁποῖα ἀσθμαίνοντας ραντίζουν μὲ τὴν ἀχνιστὴ ἀναπνοή τους τὸ χῶμα ποὺ πατοῦν, στὴν προσπάθειά τους νὰ σύρουν τὸ βαρὺ σιδερένιο ἀλέτρι, μὲ τὸ ὑνί του νὰ σχίζει μὲ δυσκολία βαθειὰ αὐλάκια καὶ νὰ σωρεύει πλάι του νωπὲς γυαλιστερὲς σκουρόχρωμες μπλάνες ποὺ καθὼς στοιχίζονται ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης μὲ ρυθμὸ καὶ ἀκρίβεια μοιάζουν μὲ μολυβιὰ κύματα φεγγαρόλουστης βραδιᾶς σὲ ἀπάνεμο λιμάνι. Ὁ ἡλιοκαμένος καὶ σκληροτράχηλος γεωργός, κρατώντας στιβαρὰ τὴν ἐχέτλη, ἀναγκασμένος νὰ ἀκολουθεῖ ἕνα περίεργο κουτσὸ βῆμα, φροντίζει νὰ ὁδηγεῖ μὲ σχέδιο καὶ σύνεση τὰ ζῶα, ὥστε νὰ βρίσκονται ἐναλλὰξ καὶ αὐτὰ πότε στὸ αὐλάκι ποὺ ἀνοίχτηκε καὶ πότε στὸ ἴσιο χῶμα, ὅπως ἄλλωστε τὸ ἀριστερὸ καὶ τὸ δεξὶ πόδι του.

Στὰ στενὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ καταλάγιασαν οἱ πρωινὲς φωνὲς τῶν παιδιῶν, γιατὶ μαζεύτηκαν στὸ σχολεῖο ἐνῶ τὰ πιὸ μικρὰ κοιμοῦνται ἀκόμη ἢ στριφογυρίζουν στὶς ποδιὲς τῶν γιαγιάδων ποὺ γνέθουν μαλλὶ γιὰ τὸν ἀργαλειὸ μὲ τὴν ἠλακάτη καὶ τὸ σφοντύλι στὰ χέρια, καθισμένες στὶς αὐλόπορτες τῶν σπιτιῶν.

Εἶναι Σάββατο ἀπόγευμα καὶ τὸ σχολεῖο, ὅπως καὶ τὸ ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης, παραμένει κλειστό. Ἡ ὁμήγυρη συγκεντρώθηκε στὴν Μαγούλα καὶ ἀποφάσισε νὰ ξεκινήσει γιὰ τὰ ἀμπέλια ποὺ βρίσκονται ἀνατολικά, ἀμέσως ἔξω τοῦ χωριοῦ.

- Θὰ πᾶμε σήμερα γιὰ Παρακούδουνα;

- Ναὶ! Ναὶ! μὲ μιὰ ὁμοβροντία ὅλοι μας.

''Ναὶ, ἔτσι τὰ ὀνομάτιζαν οἱ παληότεροι καὶ θὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν ἐπάνω βόρεια μεριὰ σήμερα. Περίπατος, παιχνίδι καὶ περιπέτεια μέσα στὴν φύση, γνωριμία κι' ἀντιπαράθεση μὲ αὐτήν, ἐπιστροφὴ κοντά της, ἀρχέγονες ἴσως παρορμήσεις τοῦ θηρευτὴ ἢ συλλέκτη ὀπωρῶν ἀνθρώπου, συνέχιση ἑνὸς πανάρχαιου ἐθίμου, μίμηση ἢ κάποια ἄγνωστη ἀνάγκη μας. Ποιὸς ξέρει. Ἴσως κάτι ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἴσως ὅλα αὐτά, ἴσως καὶ τίποτε. Τί σημασία ἔχει.

Ὁ τρύγος ἔχει τελειώσει γιὰ τὸ χωριό μας καὶ ὁ μοῦστος, στὰ ξύλινα ἐλάτινα ἢ δρύινα βαρέλια τῶν ὑπογείων, κοχλάζει καὶ ἀφρίζει γεμίζοντας τὸν ἀέρα τοῦ χώρου μὲ τὴν ὑπόξινη ἔντονη ὀσμὴ τῆς ζύμωσης καθὼς ἀόρατοι μύκητες μετουσιώνουν τὰ σάκχαρα σὲ οἰνόπνευμα. Κι' ὅταν παύσει ὁ βρασμὸς θὰ τοποθετηθοῦν ἐπιμελημένα τὰ πώματά τους καὶ θὰ σφραγιστοῦν ἑρμητικὰ μὲ γύψο καὶ λιωμένο παληὸ ρετσίνι, ἵζημα τοῦ περυσινοῦ ρετσινάτου κρασιοῦ. Καὶ ἂν οἱ καιρικὲς συνθῆκες εὐνοήσουν, ἐπάνω στὸν μήνα θὰ ἀνοίξουν οἱ ξύλινες περίτεχνες στρόφιγγες γιὰ τὴν πρώτη λήψη καὶ δοκιμή.

Οἱ δραγάτες ἐγκατέλειψαν τὴν πρόχειρη καὶ προσωρινὴ διώροφη ξύλινη καλύβα τους, σκεπασμένη καὶ περιτοιχισμένη μὲ τρυφερὰ πράσινα μὲ τὶς φυλλωσιές τους καλάμια, στὸ μικρὸ ὑψωματάκι Δραγατσούλα, τὸ ὁποῖο δεσπόζει σὰν παληά φρυκτωρία, ὅλης τῆς ἔκτασης τοῦ ἀμπελῶνα, ὅπου καὶ πέρασαν νυχθημερόν, σχεδὸν ὅλο τὸ καλοκαίρι, ἐποπτεύοντας καὶ διαφυλάσσοντας ἀκέραιες τὶς ἐπικείμενες σοδειὲς τῶν νοικοκυραίων.

Οἱ ἀλεποῦδες ἔκαναν τὶς βόλτες τους κι' αὐτὲς στὰ ἀμπέλια, τὰ πουλιά, οἱ μέλισσες, οἱ σφῆκες ἔλαβαν τὸ μερίδιό τους. Οἱ σκαντζόχοιροι, ἀφοῦ τίναξαν, μὲ περισσὴ τέχνη καὶ ἐπιτηδειότητα, τοὺς σκώλους καὶ τὰ κλαριά, κυλίστηκαν ἐπάνω στὰ τσαμπιὰ καὶ στὶς σκορπισμένες ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ρῶγες καὶ ὅτι καρφώθηκε στὶς ἀκτινωτὲς βελόνες τοῦ δέρματός των τὸ μετέφεραν μὲ προσοχὴ στὶς φωλιες τους. Καὶ ὅμως κάτι ἔχει μείνει ἀκόμη στὰ ἀμπέλια καὶ ἐμεῖς τὸ ὑποψιαζόμαστε. Ἄλλωστε τὸ ἔχουμε ἀκούσει καὶ στὶς διηγήσεις τῶν μεγαλυτέρων.

Ἡ ἐφευρετικότητα, ἡ μίμηση, ἡ ἀνιδιοτέλεια καὶ ἡ περιέργειά μας θὰ τὸ ἀνακαλύψει καὶ στὸ τέλος θὰ ἀρκεστεῖ μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἱκανοποίηση στὸ ἐλάχιστο αὐτὸ εὕρημα ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τοὺς τρυγητὲς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἄγρια ζῶα.

Ὑπάρχουν ἀκόμη τὰ παρακούδουνα καὶ μᾶς περιμένουν. Ἡ πρόσβαση στὰ ἀμπέλια εἶναι πλέον ἐλεύθερη γιὰ ὁποιονδήποτε. Χωριζόμαστε σὲ ὁμάδες ἢ ἀνοιγόμαστε σὲ κατὰ πλάτος παράταξη, ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλον καὶ σὲ κάποια ἀπόσταση ἀναμεταξύ μας καὶ ἀρχίζουμε, στὴν κυριολεξία, τὸ χτένισμα τοῦ κάθε ἀμπελιοῦ ποὺ εἰσβάλλουμε. Προχωρώντας ὅλοι μαζί, σὰν ἡ πρώτη γραμμὴ ἀρχαίας φάλαγγας, δουλεύουν τὰ πόδια, τὰ χέρια σπρώχνουν ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ κλαριά, φύλλα, ψηλὰ χόρτα, ποὺ πολλὲς φορὲς ὅλα αὐτὰ εἶναι περιπεπλεγμένα καὶ μᾶς τραυματίζουν, ἐνῶ τὰ μάτια γρήγορα, ἀεικίνητα καὶ ἀετήσια προσπαθοῦν νὰ ἀνιχνεύσουν μέσα στὴν καφεπράσινη ὁμοιομορφία, πίσω ἀπὸ κάθε σκῶλο, πλάι σὲ κάθε κλαρί, κάτω ἀπὸ κάθε φύλλο, ἐκεῖνο τὸ ξεχασμένο ἀπὸ τοὺς τρυγητὲς μικρὸ τσαμπὶ μὲ τὶς δύο, ἄντε τρεῖς, στὴν καλλίτερη τῶν περιπτώσεων πέντε ρῶγες ὅλες καὶ ὅλες, ποὺ σὰν μικρὰ λιλιπούτεια καμπανάκια - ἰδοὺ γιατὶ καὶ παρακούδουνα τὰ ἀποκάλεσαν κάποιοι πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς - νὰ προκαλοῦν ἕνα ἐπιφώνημα νίκης καὶ νὰ διαγράφουν ἕνα χαρούμενο χαμόγελο σὲ αὐτὸν ποὺ τὰ βρῆκε.

Τί ἱκανοποίηση! Τί αὐταρέσκεια! Τί χαρὰ γιὰ τὴν πρωτιά, γιὰ τὴν ἱκανότητα τοῦ ἀνιχνευτή, τοῦ ἐπιτήδειου. Ὁποία τύχη!

Τὰ παρακούδουνα θὰ κοποῦν, θὰ ἐπιδειχθοῦν δεόντως στὴν ὁμήγυρη γιὰ ἐπιβεβαίωση τοῦ τροπαίου, θὰ καθαριστοῦν γρήγορα καὶ ἐπὶ τόπου μὲ τὸ ἁπλὸ στριφογύρισμα τῆς κάθε ρῶγας στὰ δάκτυλα, ποὺ ἤδη εἶναι σκονισμένα καὶ κολλοῦν κιόλας, καὶ ἀμέσως ἡ στιγμὴ τῆς μικρῆς ἀπόλαυσης ἀπὸ τὴν ἐλάχιστη σάρκα σταφυλιοῦ καὶ δόσης γλυκόξινου μούστου τῆς δροσερῆς ρῶγας, ὡς ἀποζημίωση τῆς ἀπογευματινῆς κουραστικῆς ἐξόδου. Κι' ἂν κάποιος παρὰ εἶναι τυχερὸς θὰ δώσει καὶ στοὺς ἄλλους.

Ἡ ἐπιχείρηση παρακούδουνα, βεβαίως, δὲν περιορίζεται μόνον σὲ αὐτά. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες μαῦρες, κόκκινες ἢ ξανθὲς ρῶγες, ἡ περιοχὴ προσφέρει καὶ ἄλλες λιχουδιές. Ὑπάρχει μεγάλη ποικιλία ἀπὸ μαυροκόκκινα ὥριμα βατόμουρα στὰ ὅρια τῶν ἀμπελιῶν, στὰ πρανῆ τῶν ρεμάτων καὶ στὶς ἄκρες τῶν χωμάτινων δρόμων. Τὸ κιτρινοπράσινο, στυφό, χνουδωτὸ καὶ ὑπόξινο κυδώνι ποὺ στεγνώνει τὸ στόμα. Κάποιο ξεχασμένο κόκκινο ρόδι, στὸ ἀπρόσιτο κλαρί, ὄχι γιὰ ἐμᾶς ὅμως, βαρετὸ λίγο στὸ καθάρισμα μὲ τοὺς νοστιμώτατους ὅμως σπόρους του. Κάποιο μῆλο ποὺ δὲν λέει νὰ κοκκινίσει, καὶ ἡ πελώρια καρυδιὰ μὲ τὰ νόστιμα καρύδια της ποὺ μαυρίζουν κατὰ τὸ καθάρισμά τους τὰ χέρια καὶ τὰ χείλια καὶ θὰ περάσουν πολλὲς ἡμέρες γιὰ νὰ καθαρίσουν.

Ἡ συγκομιδή, ποὺ δὲν ἦταν καὶ τίποτα σπουδαῖο, καταναλώθηκε ἐπὶ τόπου. Ὁ Ἥλιος ἄρχισε νὰ δύει καὶ κατακουρασμένοι, σκονισμένοι, μὲ τὰ χέρια νὰ κολλοῦν ἀπὸ τὸ σμῆγμα σκόνης καὶ μούστου, μὲ κάποιο σχίσιμο τῶν ρούχων μας ἢ καὶ μικροτραυματισμὸ ἀπὸ τὰ βάτα καὶ τὰ ἀγκαθωτὰ κλαριά, ἀλλὰ εὐχαριστημένοι καὶ εὐτυχεῖς θὰ ἐπιστρέψουμε στὰ σπίτια μας καὶ θὰ ἔχουμε νὰ διηγούμαστε πάρα πολλὰ ὡς τὸ προσεχὲς Σάββατο. Τὶς ἡμέρες καὶ νύχτες ποὺ θὰ μεσολαβήσουν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ τὰ πουλιὰ θὰ συνεχίσουν ἀπερίσπαστα καὶ ἐλεύθερα ξανά, τὴν ἀναζήτησή τους. Ἡ κατάληψη τοῦ ζωτικοῦ τους χώρου, ἀπὸ ἐμᾶς ἦταν πολὺ σύντομη.

Ἡ ὥρα περνᾶ καὶ ἕνα ἐρώτημα μὲ ἀπασχολεῖ, ὅσο καὶ ὁ πονόκοιλος ποὺ μὲ ταλανίζει. Ὄχι καὶ τόσο ἐνοχλητικὸς ἀλλὰ μήτε καὶ σπάνιος.

Ἄραγε τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ἄλλα ζῶα ἔχουν καὶ αὐτὰ πονόκοιλο ὅταν τρῶνε ἄπλυτα καὶ σκονισμένα αὐτὰ ποὺ καὶ ἐμεῖς φάγαμε; Ποιὸς ξέρει; Ἴσως τὸ πεπτικὸ καὶ ἀνοσοποιητικό τους σύστημα νὰ εἶναι ἀλλιῶς διαμορφωμένο.

Ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ σήμανε τὸν ἑσπερινό. Κατὰ ὁμάδες οἱ ἀργατιὲς κουρασμένων ἀνθρώπων καθὼς συγκλίνουν προχωρώντας πρὸς τὸν κεντρικὸ χωμάτινο δρόμο ἀπὸ κάθε χωράφι αὐξάνουν τὴν μακρόσυρτη οὐρὰ καὶ μοιάζουν ἀπὸ μακριὰ σὰν μικρὰ ρυάκια ποὺ χύνονται καὶ φουσκώνουν τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ.

Ἄλογα μὲ σταθερὸ περήφανο βῆμα φορτωμένα μὲ μεγάλες καὶ μικρὲς σκοῦρες ἢ λευκὲς σάκες γεμᾶτες μὲ τὴν συγκομιδὴ τοῦ βαμβακιοῦ τῆς ἡμέρας καὶ ὑπομονετικὰ γαϊδουράκια ποὺ μεταφέρουν στὴν ράχη τους ἡλικιωμένους ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἢ διάφορες ἄλλες χρηστικὲς ἀποσκευὲς καὶ δεμάτια μὲ χόρτα γιὰ τὰ μικρότερα τετράποδα τοῦ σπιτιοῦ συμπληρώνουν τὸ σκηνικό.

Οἱ περισσότεροι προχωροῦν πεζοί. Ἡλιοκαμένοι ἄνδρες μὲ τραγιάσκες καὶ γυναῖκες μὲ διπλὰ μαντήλια στὸ κεφάλι καὶ μακριὰ μανίκια μὲ σοῦρες μέχρι τὰ νύχια τους, γιὰ τὴν προστασία τους ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ Ἡλίου. Προβατίνες, γίδες, σκύλοι καὶ κάποια ἀγελάδα. Ὅλοι καὶ ὅλα ἐπιστρέφουν, μετὰ ἀπὸ μία τοὐλάχιστον δωδεκάωρη ἀπουσία, στὴν θαλπωρὴ τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς φάτνης. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ πλυθοῦν καὶ νὰ ἑτοιμάσουν τὰ γιορτινά τους γιατὶ αὔριο εἶναι ἡμέρα ξεκούρασης καὶ περισυλλογῆς. Ἐμεῖς τὰ παιδιά, μετὰ ἀπὸ τὸν συντεταγμένο ἐκκλησιασμό, καὶ ὡς τὴν ὥρα τοῦ κυριακάτικου φαγητοῦ θὰ κάνουμε τὴν συνηθισμένη ἐξόρμησή μας στὰ πέριξ τοῦ χωριοῦ ἐξωκλήσια καὶ θὰ ἀνεβοῦμε στὴν ἀκρόπολη τοῦ Πανοπέως, νὰ θαυμάσουμε γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὶς στιβαρὲς ἐπάλξεις του καὶ τὸ κυκλώπειο τεῖχος του ἐξακοντίζοντας τὴν φαντασία μας γιὰ τοὺς γίγαντες ποὺ τὸ ἔχτισαν καὶ ἴσως, ἀκόμη καὶ σήμερα, τὰ βράδια νὰ τὸ φυλᾶνε συνεχίζοντας ἄοκνοι τὶς περιπολίες τους.

ΠΗΓΗ: εφημ. Φωνή των Πειραιωτών, 7.10.2021. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 8.10.2021.

ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΑ τρυγος Γκανασος 1960 χωριο ΔΕΗ σχολειο παιδικη διασκεδαση παιχνιδια βουνος Πανοπεας Μαγουλα Πανοπευς, αλεποτς τα σκαλια αλεπου κουκουγερος αμπελι αμπελια δραγατης αγροφυλακας τρυγητης, ΠΑΡΑΚΟΥΔΟΥΝΟ αγιος βλασης βλασιος
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ