Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου στην Βασιλική
Ο ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου, είναι τρίκλιτη
θολοσκέπαστη βασιλική, με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, νάρθηκα μεταγενέστερο
στην δυτική πλευρά και εστεγασμένη στοά στην νότια και δυτική πλευρά, που
επιγραφή σε λιθανάγλυφο υπέρθυρο της νότιας πλευράς αναφέρει ότι ο ναός «ανεκαινίσθη
εκ θεμελίων το 1818». Εσωτερικά είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες δια χειρός
Χρήστου ιερέως εκ Σαμαρίνης 1839. Η παράδοση θέλει την Κυρά Βασιλική των
Ιωαννίνων χορηγό για την ανέγερση του ναού, στοιχείο που επιβεβαιώνει και το
εντοιχισμένο πάνω από την κεντρική κόγχη της ανατολικής πλευράς, λιθανάγλυφο,
με την μορφή της.
Ιερός ναός Τιμίου Σταυρού Δολιανών Ασποποτάμου
Ο ναός του Τιμίου Σταυρού βρίσκεται σε απόσταση 1,5 χλμ.
από τον οικισμό Δολιανά και 2 χλμ. από την κοινότητα Κρανιά Ασπροποτάμου. Η
περιοχή της Κρανιάς και γενικότερα της Πίνδου, από τον Ασπροπόταμο ως την
Σαμαρίνα και από το Μέτσοβο ως τα Τρίκαλα, είναι περιοχή Κουτσοβλάχικων χωριών
όπου οι γηραιότεροι κάτοικοι μιλούν ακόμη την βλαχική γλώσσα.
Τα στοιχεία που αφορούν στην ιστορία του ναού είναι
ελάχιστα, και αυτά που υπάρχουν στοιχειοθετούν την ιστορία του μνημείου από τον
19ο αι. και μετά. Πρώτη γραπτή αναφορά στο μνημείο γίνεται σε δύο έγγραφα, του
1839 (φιρμάνι) και 1841 (απανταχούσα), που αφορούν στην ανακαίνιση και
ανοικοδόμηση του ναού.
Ο ναός του Σταυρού, ήταν εξάρτημα της μονής του 1770
(προφορική παράδοση την χρονολογεί στα 1630), η οποία καταγράφεται ως μονή του
Αγίου Νικολάου ενώ σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζουν Μονή της Αγίας
Ζώνης. Της μονής αυτής εξάρτημα της ίδιας μονής ήταν ακόμη ένα παρεκκλήσιο,
αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση. Από τα τρία
αυτά ιδρύματα που αποτελούν μετόχια της Ιεράς Μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων,
σώζεται ακέραιος μόνο ο ναός του Σταυρού ενώ τα άλλα δύο όπως και άλλα μνημεία
στα γύρω χωριά καταστράφηκαν το 1943, από σφοδρή επιδρομή των Γερμανών.
Ο ναός του Σταυρού χαρακτηρίζεται από την ιδιόρρυθμη
αρχιτεκτονική του. Αποτελείται από τον πολύτρουλο και πολύκογχο κυρίως ναό και
τον γκρεμισμένο σήμερα νάρθηκα. Ο κυρίως ναός έχει κάτοψη τρίκλιτης βασιλικής
με τρείς ημικυκλικές αψίδες στην ανατολική πλευρά και τρείς αψίδες, ανά μακρά
πλευρά, από τις οποίες οι μεσαίες είναι χοροστάσια. Ο ναός καλύπτεται με στέγη
από πλάκες σχιστόλιθου πάνω από την οποία υψώνονται 12 τρούλοι και τρουλίσκοι
κτιστοί. Στο εσωτερικό του Ιερού Βήματος διαμορφώνεται σύνθρονο και επισκοπικός
θρόνος. Το εσωτερικό του ναού είναι ανεπίχριστο και συνεπώς χωρίς αγιογραφίες,
αναδεικνύοντας έτσι την λίθινη φυσιογνωμία του. Κτήτορας του ναού, σύμφωνα με
λιθανάγλυφη σχετική επιγραφή είναι ο Γιανούσιος Γκουγκουζής από το χωριό
Βεντίστα (σημερινός Αμάραντος) Ασπροποτάμου. Συντάκτης: Ελ. Τσιμπίδα,
αρχαιολόγος
Μονή Αγίας Τριάδος Μετεώρων
Κατά την παράδοση η ΙΜ Αγίας Τριάδος πρωτοκτίσθηκε το
1488 από έναν μοναχό με το όνομα Δομέτιος. Οι πηγές όμως μαρτυρούν την ύπαρξη
της ήδη από το 1362. Η αρχαιότερη οικοδομική φάση της μονής αντιπροσωπεύεται από
το σημερινό καθολικό, το οποίο κτίστηκε, όπως πληροφορούμαστε από την σχετική
κτητορική επιγραφή, το έτος 1475 / 1476 και είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.
Η αγιογράφηση του ναού έγινε από τον ζωγράφο Αντώνιο
ιερέα και τον αδελφό του Νικόλαο, το 1741, επί μητροπολίτη Σταγών Θεοφάνη και
επί ηγουμένου Παρθενίου. Ο εσωνάρθηκας του καθολικού κτίστηκε το 1689 και
τοιχογραφήθηκε το 1692, επί μητροπολίτη Σταγών Αρσενίου και επί ηγουμένου Ιωνά.
Το 1682, με έξοδα και κόπο των ιερομονάχων Δαμασκηνού, Ιωνά και Παρθενίου,
κτίστηκε και αγιογραφήθηκε το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Στα
1684 προστέθηκε στη νοτιανατολική γωνία του ναού ένα μικρό σκευοφυλάκιο το
οποίο επικοινωνεί με το ιερό.
Στη μονή ανήκουν 124 χειρόγραφα, (φυλάσσονται από το
1953 στη Μονή Αγίου Στεφάνου) μεταξύ των οποίων οι κώδικες των μονών Αναπαυσά
και Ρουσάνου.
Ο επισκέπτης προκειμένου να φτάσει στη μονή πρέπει να διασχίσει πεζός ένα κατηφορικό μονοπάτι, μέχρι τα ριζά του βράχου και στη συνέχεια να ανεβεί 145 λαξευμένα σκαλοπάτια. Αριστερά της εισόδου στη μονή βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου, ένας μικρών διαστάσεων μονόχωρος ναός λαξευμένος στο βράχο. Προχωρώντας, στα αριστερά ενός στεγασμένου διαδρόμου συναντάμε τον πύργο βριζονίου και την τράπεζα και δεξιά σειρά θολοσκέπαστων κελλιών. Στο τέλος του διαδρόμου (δεξιά) βρίσκεται το καθολικό της μονής. Πρόκειται για ένα μικρό σταυροειδή δικιόνιο ναό με τρούλο και ευρύχωρη λιτή στη δυτική του πλευρά. Βορειοδυτικά του κτηριακού συγκροτήματος της μονής, πίσω από το καθολικό, ο επισκέπτης φτάνει στο ψηλότερο σημείο του βράχου, από τον εξώστη του οποίου μπορεί να απολαύσει μια σπάνια θέα προς τα άλλα μοναστήρια και τους βράχους των Μετεώρων. – Συντάκτης Λ. Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
Μονή Αγίου Βησσαρίωνος (Μονή Δούσικου)
To μοναστήρι του Αγίου Βησσαρίωνος (Δουσίκου) βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. από τα Τρίκαλα, κοντά στην κωμόπολη της Πύλης και πάνω από το χωριό Άγιος Βησσαρίων (πρώην Δούσικο). Η μονή αποκαλείται και μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών λόγω της σύνδεσής της με την κοντινή και διαλυμένη σήμερα, βυζαντινή μονή του 13ου αιώνα, της Πόρτα Παναγιάς. Ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1527-1535, στον χώρο ερειπίων μονής του 13ου - 14ου αιώνα αφιερωμένης στο Χριστό. Το πρώτο καθολικό της μονής έχτισε ο ιδρυτής της μονής ο άγιος Βησσαρίων Α΄, μητροπολίτης Λαρίσης και ιστορική προσωπικότητα μεγάλης εμβέλειας και κοινωνικής δράσης., με τη βοήθεια του αδελφού του Ιγνατίου (επισκόπου Καπούας και Φαναρίου). Στην θέση του παλαιού αυτού καθολικού κτίστηκε «εκ βάθρων? το 1557 το σημερινό καθολικό, από τον ανηψιό του αγίου Βησσαρίωνος και μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτο Β΄ και τους επισκόπους Δημητριάδος Ιωσήφ, Λιτζάς Λουκά και Φαναρίου Μαρτύριο. Στον Νεόφυτο που είναι ο δεύτερος κτήτορας της μονής οφείλεται και η επέκταση των κελλιών. Η μονή ήταν από τα πλούσια και δραστήρια μοναστήρια της περιοχής με κτήματα στη Ρουμανία. Η παράδοση αναφέρει πως στην περίοδο της ακμής του διέθετε 365 κελλιά. τράπεζα (1682) αλλά και πλουσιότατη βιβλιοθήκη. Το 1771 και το 1820 η μονή λεηλατήθηκε από τους Τουρκαλβανούς ενώ το 1823 μετά τη σύλληψη και φυλάκιση του ηγουμένου της μονής, ακολούθησε σφαγή και λεηλασία της από τους στρατιώτες του Σούλτζε Κόρυτζα. Το μοναστήρι έπαθε νέες καταστροφές από πυρκαγιά και τους βομβαρδισμούς του 1943. Σήμερα λειτουργεί με λίγους μοναχούς και είναι άβατο στις γυναίκες.
Παλαιότερα η είσοδος στον οχυρωματικό περίβολο της μονής γινόταν με τη βοήθεια μιας κινητής ξύλινης κλίμακας, η οποία ανασύρονταν μετά τη δύση του ηλίου. Σήμερα, ο επισκέπτης εισέρχεται στον περίβολο της μονής μέσω της κεντρικής εισόδου, η οποία βρίσκεται στο μέσο περίπου της νότιας πλευράς του. Κεντρικό κτίριο της αυλής αποτελεί το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Πρόκειται για έναν αθωνίτικου τύπου, σύνθετο τετρακιόνιο, ναό, στον οποίο έχει προστεθεί νάρθηκας και εξωνάρθηκας. Πάνω από τους χώρους αυτούς βρίσκονται τα παρεκκλήσια των Εισοδίων της Θεοτόκου, του Τιμίου Προδρόμου και των Αγίων Πάντων. Η αγιογράφηση του καθολικού, έργο του ζωγράφου Τζώρτζη ή Ζώρζη, αποπερατώθηκε τον Νοέμβριο του 1557. Από τα τρία παρεκκλήσια της μονής, το παρεκκλήσιο των Εισοδίων της Θεοτόκου φέρει διάκοσμο του 1675, το παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου του 1693 και το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων του 1746. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού είναι μεταγενέστερο της αρχικής φάσης του καθολικού και χρονολογείται στα 1813. Το καθολικό περιβάλλεται από τριώροφα κτίρια με ξύλινους εξώστες που στεγάζουν τις υπόλοιπες δραστηριότητες της μονής. Αριστερά της εισόδου στη μονή βρίσκεται η Τράπεζα. Πολλά από τα αρχικά κτίρια της μονής, όπως το τμήμα της δυτική πτέρυγας κελλιών, καταστράφηκαν και σήμερα έχουν αναστηλωθεί.
O μικρός ναός και ο ξενώνας που βρίσκονται προσαρτημένα στην δυτική πλευρά του αρχικού περιβόλου της μονής χτίστηκαν την δεκαετία του 1960 προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες γυναικών προσκυνητών, στις οποίες απαγορεύεται η είσοδος στο αρχικό μοναστηριακό συγκρότημα. Οι ανάγκες αυτές καλύπτονται σήμερα στον ξενώνα και το ναΰδριο που χτίστηκε, τα τελευταία χρόνια, σε μικρή απόσταση νοτίως της μονής. - Συντάκτης: Λ. Δεριζιώτης, αρχαιολόγος.
Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά Μετεώρων
Οι απαρχές της μοναστικής ζωής στον βράχο του Αναπαυσά τοποθετούνται στο 14ο αι. και η επωνυμία της μονής οφείλεται πιθανότατα σε κάποιον παλαιό κτήτορά της. Στην φάση αυτή ανήκει το μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου, στους τοίχους του οποίου διατηρούνται λείψανα τοιχογραφιών. Το μοναστήρι ανακαινίστηκε ριζικά κατά την πρώτη δεκαετία του 16ου αι., όταν ο μητροπολίτης Λαρίσης άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων και ο έξαρχος Σταγών ιερομόναχος Νικάνωρ, που είναι οι κτήτορες της μονής, ανήγειραν το σημερινό καθολικό, το οποίο αγιογραφήθηκε από τον περίφημο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη Στρελίτζα, το 1527. Από την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. η μονή εγκαταλείφθηκε και άρχισε να ερειπώνεται. Στην δεκαετία του 1960 ανακαινίστηκε και αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η κτηριακή διαμόρφωση και συγκρότηση της μονής- ορθογώνιο ψηλό οικοδόμημα με αλλεπάλληλα πατώματα- προσαρμόστηκε στις δυνατότητες που επέτρεπε η πολύ μικρή έκταση του πλατώματος του βράχου στον οποίο κτίστηκε. Ανεβαίνοντας την κτιστή σκάλα συντάει κανείς πρώτα το πολύ μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου και την κρύπτη, όπου παλαιότερα φυλάσσονταν οι κώδικες και τα κειμήλια της μονής. Στους τοίχους του παρεκκλησίου διατηρούνται λείψανα τοιχογραφιών του 14ου αι. Στον επόμενο όροφο είναι κτισμένο το καθολικό της μονής, ένας μικρός μονόχωρος, σχεδόν τετράγωνος χώρος του οποίου προηγείται ένας αρκετά ευρύχωρος σε σύγκριση με το ναό εσωνάρθηκας (λιτή). Στον τελευταίο όροφο βρίσκονται η παλαιά τράπεζα της μονής, η οποία ανακαινισμένη σήμερα χρησιμεύει ως επίσημος χώρος της μονής (αρχονταρίκι), το οστεοφυλάκιο και το αναικαινισμένο, από το 1971, παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Οι τοιχογραφίες που διακοσμούν το μικρό καθολικό της μονής θεωρούνται από τα πιο σημαντικά σύνολα της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, καθώς είναι το πιο παλιό γνωστό υπογεγραμμένο έργο του Θεοφάνη. Στην κτητορική επιγραφή πάνω από την είσοδο που οδηγεί από τον νάρθηκα στον κυρίως ναό διασώζεται η υπογραφή του ζωγράφου: "χειρ Θεοφάνη μοναχού του εν τη Κρήτη Στρελίτζας". Στις κατακόρυφες επιφάνειες του νάρθηκα κυριαρχούν μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις. Στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα τοποθετείται η επιβλητική παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, ενώ στο δυτικό τοίχο εικονογραφείται η Κοίμηση του Εφραίμ του Σύρου και η σπάνια παράσταση του Αδάμ που δίνει ονόματα στα ζώα. Στους δύο άλλους τοίχους στην κατώτερη ζώνη παριστάνονται ολόσωμοι όσιοι και άγιοι αναμεσά στους οποίους ξεχωρίζουν οι κτήτορες, ο μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος και ο έξαρχος Σταγών Νικάνορας δίπλα στην Παναγία και τον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη. Στην ανώτερη ζώνη απεικονίζονται η Κοίμηση του Αγίου Νικολάου και σκηνές από τα θαύματα του Χριστού. Στον κυρίως ναό στην κορυφή του τρούλου δεσπόζει ο Παντοκράτορας, χαμηλότερα απεικονίζεται η Θεία Λειτουργία και οι Προφήτες και στα σφαιρικά τρίγωνα εικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές. Στους τοίχους του κυρίως ναού απεικονίζονται στην κατώτερη ζώνη ολόσωμοι άγιοι, λίγο ψηλότερα άγιοι σε στηθάρια και στην ανώτερη ζώνη σκηνές από το Δωδεκάορτο, σκηνές από τη ζωή, τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού. Λόγω του μεγάλου αριθμού των σκηνών που συνθέτουν το εικονογραφικό πρόγραμμα του καθολικού, του οποίου οι επιφάνειες για τοιχογράφηση ήταν περιορισμένες, πολλές από αυτές τις σκηνές έχουν το μέγεθος μιας φορητής εικόνας. Ο Θεοφάνης καταφέρνει να εισαγάγει στην διακόσμηση του καθολικού του Αναπαυσά εκτός από την εικονογραφία την εξελιγμένη τεχνική και τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική παραγωγή φορητών εικόνων της Κρητικής σχολής. - Συντάκτης: Λ. Δεριζιώτης, αρχαιολόγος.
Μονή Αγίου Στεφάνου Μετεώρων
Ο βράχος της μονής του Αγίου Στεφάνου κατοικήθηκε από μοναχούς στα τέλη του 12ου αι. Σύμφωνα με πληροφορίες, που σήμερα δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν, πρώτος ιδρυτής της μονής, κατά το έτος 1191 /1192, φέρεται ο όσιος ασκητής ονομαζόμενος Ιερεμίας. Η κτηριακή συγκρότηση της μονής που ιδρύθηκε το 14ο αι. ολοκληρώθηκε στο 15ο και 16ο αι. Πρώτος κτήτορας της μονής είναι ο μοναχός, αργότερα ηγούμενός της Αντώνιος Καντακουζηνός. Ο Αντώνιος κατά την άποψη κάποιων ερευνητών ήταν γιος του Σέρβου Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου του Β΄ (1359) και γόνος της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας. Δεύτερος κτήτορας είναι ο μοναχός Φιλόθεος "εκ Σκλάταινας", ο οποίος αναφέρεται ως ανακαινιστής "εκ βάθρων θεμελίων" του Αγίου Στεφάνου.
Ο Θεόφιλος ανήγειρε εκ νέου το παλαιό, σήμερα, καθολικό, κατασκεύασε τα κελλιά και άλλους βοηθητικούς χώρους της μονής. Επί των ημερών του (1545) η μονή έγινε σταυροπηγιακή και διατήρησε αυτό το προνόμιο ως το 1743. Το 1798 κτίζεται νέο καθολικό, αφιερωμένο στον Άγιο Χαράλαμπο, ο οποίος από το 17ο αι. αναφέρεται ως ο δεύτερος προστάτης της μονής. Το 18ο και 19ο αι. ανεγείρονται ή κτίζονται για πρώτη φορά διάφορα κτήρια και η μονή παίρνει τη μορφή που έχει σήμερα. Το μοναστήρι, στο οποίο από το 1961 εγκαταβιεί γυναικεία αδελφότητα διακρίνεται για την αξιόλογη κοινωνική του δράση.
Η μονή βρίσκεται στο νότιο άκρο της συστάδας των Μετεώρων, ακριβώς πάνω από την Καλαμπάκα. Η πρόσβαση στη μονή είναι πολύ εύκολη, αφού ένα μικρό πέτρινο γεφύρι συνδέει το σύγχρονο δρόμο στην είσοδο της μονής. Δεξιά και αριστερά της εισόδου αναπτύσσονται τα κελλιά της μονής. Στο ανατολικό τμήμα του περιβόλου βρίσκεται η εστία, ένα μικρό τετράγωνο θολωτό κτίσμα, ο στάβλος και άλλοι βοηθητικοί χώροι της μονής.
Στα νοτιοανατολικά του περιβόλου βρίσκεται το παλαιό καθολικό της μονής και η τράπεζα, η οποία σήμερα στεγάζει το σκευοφυλάκιο-μουσείο της μονής. Το παλαιό καθολικό χρησιμοποιείται πλέον αποκλειστικά για λατρευτική χρήση των μοναχών και ανοίγει για προσκύνηση μόνο τις δύο ημέρες του χρόνου που πανηγυρίζει η μονή (27 Δεκεμβρίου και 10 Φεβρουαρίου). Ιδρύθηκε τον 15ο αι. και ανακαινίστηκε από τον μοναχό Φιλόθεο στα μέσα του 16ου αι., και είναι ένας μικρός μονόχωρος δρομικός ναός με λιτή. O ζωγραφικός διάκοσμός του εκτελέστηκε σε δύο φάσεις. Οι τοιχογραφίες της πρώτης φάσης που καλύπτουν το ιερό, τον κυρίως ναό και το μεγαλύτερο τμήμα της λιτής σχετίζονται με χορηγία του ηγουμένου της μονής Μητροφάνου και του ιερομονάχου Γρηγορίου. Οι τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης, οι οποίες περιορίζονται στο δυτικό τοίχο της λιτής και στην κάτω ζώνη των πεσσών που τριβήλου, έγιναν από το ζωγράφο ιερέα Νικόλαο τον Καστρήσιο, με πρωτοβουλία του ηγουμένου της μονής Γρηγορίου, το 17ο αι.
Στο βορειοδυτικό τμήμα του περιβόλου βρίσκεται το νέο καθολικό, το οποίο κτίστηκε το 1798, και ανήκει στον τύπο του τρίκογχου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με ευρύχωρη λιτή στη δυτική του πλευρά και προστώο κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού. Οι επιφάνειες των τοίχων του νέου καθολικού που ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1980 ακόσμητες σήμερα κοσμούνται με έργα του γνωστού αγιογράφου της εποχής μας Τσοτσώνη. - Συντάκτης: Λ. Δεριζιώτης, αρχαιολόγος.
Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων
Η ΙΜ Βαρλαάμ οφείλει το όνομά της στον ασκητή-αναχωρητή Βαρλαάμ, ο οποίος πρώτος κατοίκησε τον βράχο το 14ο αι. Η ιστορία της μονής αρχίζει ουσιαστικά από τις αρχές του 16ου αι., όταν στο βράχο εγκαταστάθηκαν και οργάνωσαν το κοινόβιό τους οι Γιαννιώτες αδελφοί Νεκτάριος και Θεοφάνης οι Αψαράδες, γόνοι παλιάς βυζαντινής οικογένειας της Ηπείρου. Οι Αψαράδες το 1518 ανακαίνισαν εκ βάθρων το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο ήταν κτισμένο στη θέση του αρχικού καθολικού της μονής που είχε κτίσει ο Βαρλαάμ, το 1536 κατασκεύασαν τον πύργο Βριζονίου και το 1541 έκτισαν το σημερινό καθολικό που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Πάντες. Το 1627 το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών ξαναχτίστηκε στη θέση του παλαιού καθολικού που είχαν κτίσει οι Αψαράδες και το 1637 αγιογραφήθηκε από το καλλιτεχνικό συνεργείο του ιερέα Ιωάννη και των παιδιών του, οι οποίοι κατάγονταν από την Καλαμπάκα.
Η αγιογράφηση του καθολικού της μονής έγινε σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη φάση φιλοτεχνήθηκαν, τo 1548, από τον περίφημο αγιογράφο Φράγγο Κατελάνο οι τοιχογραφίες του ιερού βήματος και του κυρίως ναού. Στην δεύτερη φάση, το 1566, αγιογραφήθηκε η λιτή από τους Θηβαίους αγιογράφους Γεώργιο Κονταρή και τον αδελφό του Φράγγο με χορηγία του Αντωνίου Αψαρά, επισκόπου Βελλάς Ιωαννίνων. Η τελευταία φάση του διακόσμου (1780 και 1782) που μαρτυρείται από την κτητορική επιγραφή στο βορειοδυτικό πεσσό, πάνω από την παράσταση της Παναγίας, αναφέρεται πιθανότατα σε μικρής έκτασης επέμβαση της οποίας εμφανή στοιχεία δεν διακρίνονται. Η τελευταία αυτή φάση εντάσσεται στην περίοδο κατά την οποία το μοναστήρι εξακολούθησε να ακμάζει, οργανώθηκε βιβλιογραφικό εργαστήριο και δέχτηκε πλούσιες δωρεές από ηγεμόνες της Βλαχίας.
Σημαντική για την ιστορική διαδρομή της μονής υπήρξε η συμβολή του μοναχού Χριστοφόρου, ο οποίος κατά τη διάρκεια του 18ου αι. ταξινόμησε το πολύτιμο αρχείο της και αντέγραψε πλήθος ιστορικών κειμένων. Το μοναστήρι χάρη στην οικονομική ευρωστία του διακρίθηκε τόσο στην πνευματική προκοπή, όσο και στην συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες ως τα τελευταία χρόνια.
O επισκέπτης της μονής μετά την άνοδο της κλίμακας, συναντά αριστερά το νοσοκομείο, το οποίο αναστηλώνεται τα τελευταία χρόνια και προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά του το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων. Ακολουθεί, δεξιά, το καθολικό, και ο πύργος Βριζονίου. Το καθολικό της μονής είναι ένας δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, αθωνίτικου τύπου, ναός. Του κυρίως ναού προηγείται ευρύχωρη λιτή, ένας τετράστυλος χώρος με τρούλο. Βορειοδυτικά του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα, η οποία έχει διαμορφωθεί σε μουσείο κειμηλίων της μονής, ο ναΐσκος των Τριών Ιεραρχών, η εστία, τα κελλιά και ο ξενώνας. Το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο μπορεί να επισκεφθεί κανείς μόνο με την άδεια των μοναχών, είναι ένας μονόχωρος δρομικός ξυλόστεγος ναός. - Συντάκτης: Λ. Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Βυτουμά
Η ΙΜ Κοίμησης της Θεοτόκου Βυτουμά βρίσκεται βορειοδυτικά των Τρικκάλων, στην επαρχία Καλαμπάκας και σε άμεση γειτνίαση με την ομώνυμη κοινότητα. Σύμφωνα με τις πηγές ιδρύθηκε το 1161 με έξοδα του Κωνσταντίνου Ταρχανιώτη και της συζύγου του Ζωής. Από την μονή αυτή σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό και ένα παρεκκλήσιο, γύρω από τα οποία έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια μια μονή με καινούργια κτίρια. Εισερχόμενος κανείς στον περίβολο της μονής νοτίως της πύλης συναντά το αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου παρεκκλήσιο που κτίστηκε το 1559. Το παρεκκλήσιο στην κτητορική του επιγραφή αναφέρεται ως "προπύλαιον" διαβατικό στη μονή αλλά σύμφωνα με νεότερες μελέτες χρησιμοποιήθηκε από την αρχή ως παρεκκλήσιο. Πρόκειται για έναν μικρό μονόχωρο ναό που καλύπτεται με φουρνικό (ασπίδα) και είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που φιλοτέχνησε το 1559 ο αρχιμανδρίτης Νεκτάριος. Στο κέντρο του περιβόλου βρίσκεται το καθολικό της μονής που μέχρι τον 18ο αι. αποτελούσε ενοριακό ναό. Το αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου καθολικό που κτίστηκε το 1600 είναι μια τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος και μεταγενέστερο (1662) νάρθηκα στη δυτική του πλευρά. Ο ζωγραφικός διάκοσμος και το αξιόλογης τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού χρονολογούνται στο 1600. Το ίδιο έτος φιλοτεχνήθηκαν και οι φορητές εικόνες της μονής που αποτελούν έργα του γνωστού αγιογράφου Δροσινού από το Φανάρι Καρδίτσας.
Το μοναστήρι, ύστερα από την μετατροπή του σε γυναικεία μονή (1952), γνωρίζει μεγάλη άνθηση. - Συντάκτης: Κρ. Μαντζανά, αρχαιολόγος
Μονή Κοίμησης Θεοτόκου στο Κόρμποβο
Η ΙΜ Κοιμήσεως Θεοτόκου, ή άλλως γνωστή ως μονή
Κορμπόβου, είναι κτισμένη στο χείλος μικρού κρημνώδους βράχου, ενώ αρχικά είχε
χτισθεί σε απότομο γκρεμό και αναφέρεται σε χρυσόβουλλο του 1336 ως μετόχι της
ακμάζουσας τότε μονής Ζαβλαντίων. Το παλιό καθολικό αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση
του Σωτήρος, είναι μονόχωρος τρίκογχος ναός, εσωτερικά κατάγραφος με
τοιχογραφίες του 1650, ενώ το σημερινό, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου,
είναι ναός αθωνίτικου τύπου, σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλλο, που
ανηγέρθηκε στα 1809, με ελάχιστο εναπομείναντα τοιχογραφικό διάκοσμο και
ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1838.
Μονή Μεγάλου Μετεώρου
Η ΙΜ Μεγάλου Μετεώρου είναι μία από τις παλαιότερες και η μεγαλύτερη από τις υπάρχουσες σήμερα μετεωρίτικες μονές. Η μονή ιδρύθηκε λίγο πριν από τα μέσα του 14ου αι., από τον Όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, πάνω στο βράχο που ονομαζόταν "Πλατύς Λίθος" και που ο ίδιος ονόμασε "Μετέωρο". Εκεί έκτισε το ασκητικό του καταφύγιο, οργάνωσε την πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα με αυστηρή τυπική μορφή κοινοβίου και οικοδόμησε ναό αφιερωμένο, όπως και η μονή στην Παναγία (Παναγία της Μετεωρίτισσας Πέτρας). Αργότερα όταν η μοναχική κοινότητα αυξήθηκε ο Αθανάσιος έκτισε νέο καθολικό.
Δεύτερος κτήτορας της μονής και συνεχιστής του έργου του Αθανασίου υπήρξε ο μαθητής του και πρώην Σέρβος ηγεμόνας Ιωάννης Ούρεσης Άγγελος Κομνηνός Δούκας ο Παλαιολόγος, ο μετέπειτα μοναχός Όσιος Ιωάσαφ, που το 1387 / 1388 οικοδόμησε, στη θέση του ναού που έχτισε ο Αθανάσιος, νέο ναό που αποτέλεσε το καθολικό της μονής. Στα μέσα του 16ου αι. η μονή γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση. Ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Α΄ (1522-1546) κατοχύρωσε με σιγίλλιο τα προνόμια και την πλήρη ανεξαρτησία της μονής κατά το πρότυπο των μονών του Αγίου Όρους.
Στα 1544 / 1545 ανεγέρθηκε νέος ναός με λιτή, αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Στο νέο ναό ενσωματώθηκε ως Ιερό Βήμα το παλαιό καθολικό. Η τοιχογράφηση του κυρίως ναού έγινε στα 1552 με πρωτοβουλία του ηγουμένου Συμεών, ο οποίος στα 1557 έκτισε και την τράπεζα της μονής. Για τις δραστηριότητές του αυτές ο ηγούμενος Συμεών θεωρείται ως ο τρίτος κτήτορας. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 16ου αι. κατασκευάστηκε ο πύργος και η αρχική κλίμακα ανόδου, μια ξύλινη ανεμόσκαλα προσαρμοσμένη στο βράχο. Το 1572 ανεγέρθηκε το γηροκομείο, το 1789 το παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και το 1791 κατασκευάστηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού. Στα 1806 κατασκευάστηκε νέα σειρά κελλιών, τα οποία σήμερα έχουν ανακατασκευαστεί.
Στα 1809 ο ηγούμενος της μονής Παρθένιος Ορφίδης φυλακίζεται στα Ιωάννινα από τον Αλή Πασά, προφανώς γιατί η μονή του Μεγάλου Μετεώρου, όπως και οι υπόλοιπες των Μετεώρων είχε υποθάλψει το κίνημα του ιερέα Θύμιου Βλαχάβα. Έκτοτε οι μονές των Μετεώρων γνώρισαν την εκδικητική μανία του Πασά των Ιωαννίνων και των τηλεβόλων των Τουρκαλβανών. Η μονή κατάφερε να επιβιώσει μέσα από περιπέτειες, επιδρομές, λεηλασίες, πυρκαγιές και φυσικές καταστροφές μέχρι τις μέρες μας.
Ο επισκέπτης προσεγγίζει σήμερα τη μονή από μια κατηφορική και στη συνέχεια από μια κλίμακα ανόδου. Εισερχόμενος κανείς στο εσωτερικό συναντά δεξιά τον πύργο του βριζονίου, που στέγαζε τον μηχανισμό για το δίχτυ, το οποίο παλαιότερα χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί για την πρόσβασή τους στη μονή, καθώς και το βαγεναρείο, δηλαδή το κελάρι της μονής, που σήμερα έχει διαμορφωθεί σε μουσείο αντικειμένων καθημερινής ζωής. Προχωρώντας ψηλότερα, αριστερά συναντάμε την εστία, την τράπεζα και ανατολικά της το νοσοκομείο και γηροκομείο το οποίο κτίστηκε το 1572. Δεξιά βρίσκονται το καθολικό και τα παρεκκλήσια. Το καθολικό απαρτίζεται από τρία μέρη. Το αρχαιότερο καθολικό που ιδρύθηκε από τον Όσιο Αθανάσιο, επανακτίστηκε στα 1387 / 1388 από τον όσιο Ιωάσαφ και ενσωματώθηκε ως Ιερό Βήμα στον μεταγενέστερο καθολικό, που ανεγέρθηκε στα 1544/5 ακολουθώντας τον αθωνίτικο τύπο (τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με κόγχες, τους λεγόμενους χορούς, και λιτή στη δυτική του πλευρά). Ο ζωγραφικός διάκοσμος της μονής έγινε σε τρεις φάσεις. Από την πρώτη φάση, του 14ου αι., διατηρείται μόνο η σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου του παλαιού καθολικού. Στη δεύτερη φάση, το 1483, αγιογραφήθηκε το παλαιό καθολικό, δηλαδή το σημερινό ιερό βήμα με εξαίρεση ορισμένες παραστάσεις, οι οποίες ανάγονται στην τρίτη ζωγραφική φάση, αυτής του 1552 που έγιναν και οι τοιχογραφίες του νέου καθολικού και της λιτής. Οι καλλιτέχνες του ζωγραφικού διακόσμου είναι ανώνυμοι, ωστόσο το τεχνοτροπικό ιδίωμα των καλλιτεχνών του νέου καθολικού και της λιτής προδίδει τη στενή σχέση τους με την "Κρητική Σχολή" και δή τον Θεοφάνη, μαθητής του οποίου υπήρξε πιθανότατα, ο επίσης κρητικός ζωγράφος Τζώρτζης που κατά την επικρατέστερη άποψη είναι ο δημιουργός τους.
Στην νότια πλευρά του ιερού βήματος είναι προσκολλημένο το παρεκκλήσσιο του Τιμίου Προδρόμου, ένας μικρός θολωτός χώρος, ο οποίος κατά καιρούς δέχτηκε διάφορες δομικές επεμβάσεις. Οι αγιογραφίες του χρονολογούνται στα 1682.
Σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά του καθολικού είναι κτισμένο το παρεκκλήσιο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ένας μονόχωρος, τρουλαίος, ναός που χτίστηκε το 1789. - Συντάκτης: Λ. Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
Μονή Ρουσάνου Μετεώρων
Η επωνυμία της ΙΜ Ρουσάνου είναι ανεξακρίβωτη, με πιθανότερη την εκδοχή να οφείλεται στον πρώτο οικιστή του βράχου ή στον κτήτορα του αρχικού ναού. Ο βράχος που αναφέρεται με το όνομα Ρουσάνου κατοικήθηκε από τις αρχές του 16ου αι. και σ΄αυτόν ιδρύθηκε μονή κατά τον 14ο αι. Το μοναστήρι όμως πήρε τη σημερινή του μορφή στα μέσα του 16ου αι, όταν οι αδελφοί Ιωάσαφ και Μάξιμος από την Ήπειρο στα πλαίσια της γενικής ανακαίνισης της μονής ξαναέκτισαν, με τη συγκατάθεση του μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα και του ηγουμένου της μονής Μεγάλου Μετεώρου, το ερειπωμένο τότε καθολικό που ήταν αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Το καθολικό που κτίστηκε, από τους Γιαννιώτες αδελφούς το 1545, και αγιογραφήθηκε, επί ηγουμένου Αρσενίου το 1560, είναι αφιερωμένο μέχρι και σήμερα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, αλλά τιμάται και στη μνήμη της Αγίας Βαρβάρας. Η μονή αποτέλεσε καταφύγιο κατατρεγμένων ατόμων και οικογενειών κατά τις διάφορες ιστορικές περιπέτειες του έθνους. Κατά το 19ο αι. το μοναστήρι παρήκμασε και περιέπεσε σε ερημητήριο για τους μοναχούς της μονής Βαρλαάμ. Σήμερα μετά την αναστήλωσή της, κατά την δεκαετία του 1980, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι.
Η μονή βρίσκεται στο δρόμο από το Καστράκι προς τα Μετέωρα ανάμεσα στις μονές Αγίου Νικολάου Αναπαυσά και Βαρλαάμ. Η ανάβαση στη μονή αρχικά γινόταν με ανεμόσκαλα ενώ σήμερα γίνεται με τη βοήθεια κλίμακας και δύο στερεών γεφυρών, οι οποίες κατασκευάστηκαν το 1930 και αντικατέστησαν την παλιότερη ξύλινη γέφυρα που είχε κατασκευαστεί το 1868. Το κτηριακό συγκρότημα καλύπτει ολόκληρο το πλάτωμα της κορυφής του απότομου βράχου. Η μονή αποτελείται από ένα τριώροφο συγκρότημα, με το καθολικό και κελλιά στο ισόγειο και με χώρους υποδοχής (αρχονταρίκι), άλλα κελλιά και βοηθητικούς χώρους στους άλλους δύο ορόφους. Το καθολικό της μονής που κτίστηκε το 1545 είναι ένας σταυροειδής, δικιόνιος, αγιορείτικου τύπου ναός με λιτή, ένα σχεδόν τετράγωνο χώρο που καλύπτεται με ελαφρά ελλειψοειδή θόλο. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του καθολικού έγινε το 1560 και αποτελεί χρονικά αλλά και από άποψη ποιότητας ένα από ωριμότερα ζωγραφικά σύνολα της ακμής της "Κρητικής Σχολής". - Συντάκτης: Λ. Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
Ναός Αγ. Νικολάου, Καθολικό Μονής Σιαμάδων Καστανιάς
Η ΙΜ Αγίου Νικολάου Σιαμάδων βρίσκεται στην επαρχία Καλαμπάκας, στα δεξιά του δρόμου Χάνι Μουργκάνι - Καστανιάς, (σε απόσταση 2 χλμ. περίπου από τον κεντρικό δρόμο). Το χωριό Σιαμάδες είναι σήμερα διαλυμένο ενώ το μοναστήρι αποτελεί μετόχι της Μονής Σταγιάδων. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζεται το καθολικό, στα ΝΑ του οποίου σώζονται τα ερείπια κάποιων κελλιών. Σήμερα έχουν οικοδομηθεί νέες πτέρυγες στα ΒΔ του ναού. To καθολικό της μονής, που χτίστηκε το 1807 ή σύμφωνα με μια δεύτερη επιγραφή το 1821, είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Είναι ένας αθωνίτικου τύπου, τετρακιόνιος, ναός με πρόναο και με αξιόλογες τοιχογραφίες, οι οποίες χρονολογούνται με επιγραφή στο 1821. - Συντάκτης: Ελ. Τσιμπίδα, αρχαιολόγος
Ναός Κοίμησης Θεοτόκου Καλαμπάκας
Ο ΙΝ Κοίμησης της Θεοτόκου είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική που απολήγει σε τρεις κόγχες ανατολικά. Το κεντρικό κλίτος είναι υπερυψωμένο. Τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με εναλλαγή πεσσών και κιόνων, ενώ ο εσωνάρθηκας επικοινωνεί με το κεντρικό κλίτος μέσω τριβήλου ανοίγματος. Ο εξωνάρθηκας είναι μεταγενέστερος.
Η αρχική φάση του υφιστάμενου κτίσματος έχει χρονολογηθεί από παλιά στα τέλη 11ου ή αρχές 12ου αιώνα, κυρίως με βάση τη χρονολόγηση της αρχικής φάσης του ζωγραφικού του διακόσμου. Ωστόσο, νεότερες μελέτες τείνουν να τοποθετήσουν το μνημείο γύρω στο 1000. Η αποκάλυψη τμημάτων ψηφιδωτού δαπέδου κάτω από το σύγχρονο δάπεδο του ναού και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του μνημείου, δηλαδή ο αρχιτεκτονικός του τύπος, η ύπαρξη τριβήλου, συνθρόνου και ενός ανακατασκευασμένου από σπόλια μαρμάρινου άμβωνα με δύο κλίμακες ανόδου, οδήγησε στην υπόθεση ότι ο βυζαντινός ναός ανεγέρθηκε στα θεμέλια παλαιοχριστιανικής βασιλικής, της οποίας διατήρησε το περίγραμμα.
Εσωτερικά ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες, που ανήκουν σε δύο διαφορετικές φάσεις. Το παλαιότερο ζωγραφικό στρώμα, που χρονολογείται στα τέλη 11ου - αρχές 12ου αι., διατηρείται αποσπασματικά στο ανατολικό άκρο του νοτίου κλίτους. Το μεγαλύτερο τμήμα του σωζόμενου ζωγραφικού διακόσμου, ο οποίος εκτελέστηκε από τον ιερέα Κυριαζή και τον κρητικό μοναχό Νεόφυτο, γιο του ζωγράφου Θεοφάνη χρονολογείται στα 1573. Την ίδια εποχή ο ναός γνώρισε εκτεταμένες επισκευές. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του νάρθηκα χρονολογείται στον 18ο αι. - Συντάκτης: Κρ. Μαντζανά, αρχαιολόγος, Προϊσταμένη 19ης Εφορείας Βυζαντινών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων.
Ναός Πόρτας Παναγιάς Πύλης
Στην όχθη του Πορταϊκού ποταμού, απέναντι από την κωμόπολη της Πύλης, στον παλαιό οικισμό της Πόρτα Παναγιάς που ήταν γνωστός στην βυζαντινή εποχή ως "Μεγάλαι Πύλαι", βρίσκεται ο ΙΝ Πόρτα Παναγιάς, άλλοτε καθολικό σταυροπηγιακής μονής. Η μονή που ήταν αφιερωμένη στο όνομα της Ακαταμαχήτου Θεοτόκου ιδρύθηκε το 1283 από τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Άγγελο Κομνηνό Δούκα, νόθο γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Δούκα και διαλύθηκε στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Το καθολικό που είναι σύγχρονο με την αρχική φάση της μονής, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο κτίσμα της. Το 1843 πέρασε στη δικαιοδοσία της γειτονικής μονής Δουσίκου, ενώ παράλληλα εξακολουθούσε να λειτουργεί ως ενοριακός ναός των κατοίκων του χωριού της Πόρτα-Παναγιάς.
Ο ναός της Πόρτα-Παναγιάς αποτελείται από τον κυρίως ναό και τον μεταγενέστερο εξωνάρθηκα. Ο κυρίως ναός χαρακτηρίζεται ως τρίκλιτη σταυρεπίστεγη βασιλική τύπου Γ1 κατά την τυπολογική κατάταξη του Α. Ορλάνδου. Τα κλίτη διαιρούνται εσωτερικά με κιονοστοιχίες. Η τοποθέτηση των στεγών των επιμέρους τμημάτων του ναού σε διαφορετικά ύψη δίνει στο μνημείο μια μοναδική πλαστικότητα. Οι εξωτερικοί τοίχοι μέχρι το ύψος των 2 μ. από την ευθυντηρία είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους φαιούς ασβεστόλιθους, μερικοί από τους οποίους σχηματίζουν σταυρούς. Στο υπόλοιπο τμήμα τους δομούνται κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Σποραδικά αντί για μια πλίνθο στους κατακόρυφους αρμούς υπάρχουν επάλληλα οριζόντια τεμάχια. Τα δίλοβα ή τρίλοβα παράθυρα περιβάλλονται από τοξωτά πλαίσια που φτάνουν ως την ποδιά τους και περιγράφονται από οδοντωτές ταινίες. Τα τύμπανα των παραθύρων κοσμούνται με κεραμοπλαστικό διάκοσμο που συνίσταται σε επάλληλες ορθές γωνίες και ενίοτε οριζόντιες οδοντωτές ταινίες ή ομόλογες καμπύλες. Οι εξωτερικοί τοίχοι διασπώνται επίσης από κεραμοπλαστικό διάκοσμο, οδοντωτές ταινίες κάτω από τα πώρινα γείσα, μαιάνδρους, σταυρούς κ.λ.π. Ο εξωνάρθηκας, ο οποίος προστέθηκε στο τέλος του 14ου αι. έχει σχήμα σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο.
Το μεγαλύτερο μέρος του γλυπτού διακόσμου του ναού καταστράφηκε κατά την πυρκαγιά του 1855. Το μαρμάρινο τέμπλο είναι το αρχικό με ορισμένες αναπροσαρμογές που οφείλονται στην αποκατάσταση του Α. Ορλάνδου. Τα κιονόκρανα που επιστέφουν τους κιονίσκους, καθώς και το επιστύλιο, κοσμούνται με ανάγλυφο επιπεδόγλυφο διάκοσμο που φέρει υπολείμματα κηρομαστίχης. Στους δυο ανατολικούς πεσσούς είναι προσαρμοσμένες, σε θέση αντίστροφη της ορθόδοξης διάταξης, ολόσωμες ψηφιδωτές εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας. - Συντάκτης: Λ. Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
Οθωμανικό τέμενος Οσμάν Σαχ (Κουρσούμ Τζαμί) Τρικκάλων
Το τέμενος του Οσμάν Σαχ ή Κουρσούμ-τζαμί (Μολυβένιο
τζαμί)βρίσκεται στην άκρη της πόλης των Τρικάλων, στην οδό Καρδίτσας νότια των
φυλακών και του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Το τέμενος είναι το
μόνο σωζόμενο από τα πολλά οθωμανικά τζαμιά που υπήρχαν κάποτε στην πόλη των
Τρικάλων. Ιδρυτής του ήταν ο Osman Sah ή Qara Osman Pasa, γιoς του Mustafa Pasa
(+932Η = 1525 / 1526) που νυμφεύτηκε την κόρη του σουλτάνου Σελίμ Α΄(1512-1520). Ο
Οσμάν Σαχ όταν, μαζί με την γυναίκα του, βρέθηκε διοικητής στο sancak των
Τρικάλων, έχτισε το τέμενος αυτό και το προίκισε με εκατοντάδες αγαθοεργά
ιδρύματα. Το τέμενος είναι ένα από τα 79 τζαμιά και το μοναδικό που σώζεται σε
ελληνικό έδαφος που έχτισε ο ονομαστός αρχιτέκτονας του 16ου αιώνα Σινάν (Koca
mimar Sinan). Η ακριβής χρονολογία ανέγερσης του τζαμιού είναι άγνωστη, αφού
δεν διασώθηκε κάποια ιδρυτική επιγραφή. Πιθανολογείται όμως ότι χτίστηκε δέκα
χρόνια περίπου πρiν από το θάνατο του Οσμάν Σαχ, ο οποίος τάφηκε στον γειτονικό
τουρμπέ (μαυσωλείο) το 1567/8. Χτισμένο στις όχθες του ποταμού Ληθαίου
περιβαλλόταν από τα άλλα ιδρύματα που έχτισε ο Οσμάν Σαχ, όπως το πτωχοκομείο,
το σχολείο, ο μεντρεσές, το χάνι κ. ά. Από τα κτίσματα αυτά σήμερα σώζεται μόνο
το τέμενος (τζαμί) και ο τουρμπές (μαυσωλείο) στο οποίο ετάφη ο Οσμάν Σαχ. Το
τέμενος αποτελείται από μια τετράγωνη αίθουσα προσευχής που καλύπτεται με
πελώριο ημισφαιρικό θόλο. Η κατεστραμμένη παλιότερα στοά (revak) στην πρόσοψη,
αναστηλώθηκε πρόσφατα. Στη ΒΔ γωνία του τεμένους σώζεται ο ασκεπής μιναρές του.
Ο τουρμπές (μαυσωλείο) του Οσμάν Σαχ, στα νότια του τεμένους, είναι ένα
οκταγωνικής κάτοψης κτίσμα που καλύπτεται με ημισφαιρικό θόλο. Σήμερα στο
εσωτερικό του τουρμπέ φυλάσσονται αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής. – Συντάκτης:
Κρ. Μαντζανά, αρχαιολόγος
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΤΡΙΚΑΛΩΝ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
1.12.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook