Η αρχαία Τρίκκη, σημαντική
πόλη της θεσσαλικής τετραρχίας της Εστιαιώτιδος, εκτεινόταν ανάμεσα στον ποταμό
Ληθαίο, που ακόμη και σήμερα διασχίζει την σύγχρονη ομώνυμη πόλη, και στον λόφο
"Κάστρο", όπου πιθανότατα βρισκόταν η αρχαία ακρόπολη. Στην πόλη
υπήρχε ένα από τα παλαιότερα ασκληπιεία για το οποίο ήταν γνωστή η αρχαία
Τρίκκη κατά την αρχαιότητα. Η αρχαιότερη γραπτή μνεία της Τρίκκης βρίσκεται
στον ομηρικό κατάλογο νηών, όπου αναφέρεται ότι η πόλη συμμετείχε στην
εκστρατευτική δύναμη των Ελλήνων στον Τρωικό πόλεμο με 30 πλοία και αρχηγούς
τους δυο γιους του Ασκληπιού, Μαχάονα και Ποδαλείριο, οι οποίοι είχαν διδαχτεί
από τον πατέρα τους την ιατρική τέχνη. Για τις απαρχές της πόλης των ιστορικών
χρόνων τα ανασκαφικά στοιχεία είναι πενιχρά και οι γραπτές πηγές φειδωλές.
Η πρωιμότερη βεβαιωμένη ανασκαφικά κατοίκηση του χώρου ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού και εντοπίζεται στην περιοχή του σημερινού αρχαιολογικού χώρου των Τρικκάλων.
Σε δοκιμαστικές τομές βρέθηκε κεραμική, που υποδηλώνει ότι τα δυτικά πρανή της αρχαίας ακρόπολης είχαν κατοικηθεί από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3300 π.Χ.) μέχρι και την μυκηναϊκή εποχή, χωρίς ωστόσο να αποκαλυφτούν αρχιτεκτονικά λείψανα. Κεραμική που βρέθηκε σε δοκιμαστικές τομές υποδεικνύει αδιάλειπτη κατοίκηση από τους πρωτογεωμετρικούς ως και τους κλασσικούς χρόνους.Η σύνδεση της πόλης με τον
Ασκληπιό - ονομαστό ήταν στην αρχαιότητα το ασκληπιείο της πόλης,
"αρχαιότατον και επιφανέστατον" κατά τον γεωγράφο του 1ου αι.
π.Χ. Στράβωνα - προσέδιδε στην Τρίκκη μια ιδιαίτερη ακτινοβολία στον ευρύτερο
ελλαδικό χώρο. Σήμερα το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας πόλης καλύπτεται από την
ομώνυμη σύγχρονη πόλη, καθώς η κατοίκηση σε αυτή υπήρξε αδιάλειπτη ως τις μέρες
μας.
Η αρχαιολογική σκαπάνη άρχισε
να φέρνει στο φως και να ανασυνθέτει την εικόνα της αρχαίας Τρίκκης από τα τέλη
του 19ου αι., όταν - μετά την ανασκαφή του Ασκληπιείου της Επιδαύρου
- κινήθηκε το ενδιαφέρον των ερευνητών για την αποκάλυψη και του εξ ίσου
ονομαστού στην αρχαιότητα Ασκληπιείου της Τρίκκης. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές
που πραγματοποιήθηκαν σταδιακά στον χώρο σε όμορα, ιδιωτικά οικόπεδα (1902 - 1992) είχαν σωστικό χαρακτήρα και έφεραν στο φως τρία κτήρια πρώιμων
ρωμαϊκών χρόνων και ένα που ανήκει στην βυζαντινή περίοδο.
Ο ενιαίος αρχαιολογικός χώρος
του Ασκληπιείου Τρικκάλων, που προέκυψε μετά από απαλλοτριώσεις ιδιωτικών
οικοπέδων βρίσκεται στα ανατολικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, επί της
οδού Σαράφη. Σε αυτόν έχουν αποκαλυφτεί ένα στωικό κτήριο, ένα με ψηφιδωτά
δάπεδα, ένα λουτρό και ένας μικρός βυζαντινός ναός. Στα τρία πρώτα κτήρια
ανγνωρίστηκε από τους ανασκαφείς ένας δημόσιος προορισμός και αποδόθηκαν με
επιφύλαξη στο ευρύτερο συγκρότημα του ασκληπιείου της πόλης. Τα οικοδομήματα
αυτά, που ανήκουν στην πόλη των ύστερων ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών
χρόνων έχουν αποκαλυφτεί εν μέρει, καθώς τμήματα τους παραμένουν κάτω από τις
σύγχρονες οδούς και τις ιδιωτικές οικοδομές που περιβάλλουν τον αρχαιολογικό
χώρο.
Το υστεροελληνιστικό στωικό
κτήριο βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του χώρου και έχουν αποκαλυφτεί τμήματα της
νότιας και της δυτικής πλευράς του, καθώς και τμήμα της υπαίθριας με
χαλικόστρωτο δάπεδο, κεντρικής αυλής του, που περιβαλλόταν από στοές
τουλάχιστον στις δύο πλευρές της που έχουν έρθει στο φως. Το κτήριο κατασκευάσθηκε
στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. και σταμάτησε να χρησιμοποιείται στο
τέλος του 3ου αι. μ.Χ., όταν στο νότιο τμήμα της αυλής του
κατασκευάστηκε ρωμαϊκό λουτρό. Όσον αφορά την χρήση του, πιθανόν να πρόκειται,
σύμφωνα με τον ανασκαφέα, για το γυμνάσιο της αρχαίας Τρίκκης.
Τμήμα του μεγάλου κτηρίου, με
τα ψηφιδωτά δάπεδα, του ονομαζόμενου ''κτηρίου Α'', αποκαλύφτηκε στα
βορειοδυτικά του υστεροελληνιστικού στωικού κτηρίου. Έχουν διακριθεί σε αυτό
δύο οικοδομικές φάσεις από τις οποίες η αρχαιότερη ανάγεται στο πρώτο μισό του
1ου αι. π.Χ. και η δεύτερη στο δεύτερο τέταρτο του 3ου
αι. μ.Χ. Από την τελευταία φάση του κτηρίου προέρχονται το λεγόμενο ''ψηφιδωτό
του Λυκούργου'', όπου εικονίζεται ο μυθικός βασιλιάς Λυκούργος, που
κατειλημμένος από μανία και κρατώντας διπλό πέλεκυ, ετοιμάζεται να επιτεθεί
στην τροφό του θεού Διονύσου, νύμφη Αμβροσία, καθώς και ένα ακόμη ψηφιδωτό με
παράσταση επίσης από τον Διονυσιακό κύκλο (ένας όρθιος νεαρός σάτυρος και ένας
γέρος πάνω σε ημίονο).
Από το συγκρότημα του
ρωμαϊκού λουτρού, που κατασκευάστηκε στο τέλος του 3ου αι. μ.Χ.,
πάνω στο νότιο τμήμα του αιθρίου του υστεροελληνιστικού στωικού κτηρίου, και
επισκευάστηκε στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ. έχουν αποκαλυφτεί τμήματα
των υποκαυστών, το praefurnium και μια τετράγωνη πισίνα με κτιστά τοιχώματα.
Εκτός από τα ορατά σήμερα τμήματα του λουτρού, είχαν αποκαλυφτεί κατά την
διάρκεια της εκσκαφής θεμελίων για την ανέγερση μιας παρακείμενης οικοδομής,
και τέσσερις αίθουσες χλιαρού νερού και αναπαυτήριο. Στο νοτιοδυτικό τέλος
τμήμα του αρχαιολογικού χώρου έχει έρθει στο φως και ένας μικρός βυζαντινός
ναός που χρονολογείται ανάμεσα στον 12ο και 13ο αιώνα μ.Χ.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΛΔ΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων / ΕΦΑ ΤΡΙΚΑΛΩΝ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
1.12.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook