Του Γιώργου Λεκάκη
Η αρχαιοτάτη ελληνική λέξη μῆλον
(βοιωτ. μείλον < ρ. μηλόω)[1] σημαίνει
πρόβατο ή κατσίκα. Την βρίσκουμε ήδη στην «Οδύσσεια» του Ομήρου! > πληθ.
μήλα = πρόβατα και κατσίκες (γιδοπρόβατα), μικρό κοπάδι - «ἄρσενα μῆλα» =
κριάρια, τράγοι. Γενικώς τα μικρά[2] κτήνη, εν
αντιθέσει προς τα «χονδρά ζώα», βώδια κ.ά.
Τα κοπάδια των βοσκών, τότε,
είχαν αμέτρητα ζώα. Γι’ αυτό και έμεινε η φράσις «μηλίται αριθμοί» να σημαίνει
κάθε αριθμητικό πρόβλημα, που δεν μπορεί να βρεθεί ακριβής αριθμός.[3]
Το μήλο ήταν πολύτιμο αγαθό εξ ου και η λέξη κειμήλιον = παν πολύτιμο, τιμαλφές, πατρώα (πατρογονικά) αντικείμενα άξίας.
Μηλοτρόφος, ο (άνθρωπος ή
τόπος) τρέφων πρόβατα: Η Αρκαδία[4], η Ασία[5], η Λιβύη[6], κ.ά. Μηλοδόκος
/ δεξίμηλος, τόπος δεχόμενος πρόβατα (ως θυσία), και ο πλούσιος σε θυσίες. Μηλοθύτης,
ο θύτης προβάτων, ο θυσιάζων πρόβατα, ο προσφέρων πρόβατα ως θυσία, ο ιερεύς, ο
βωμός εφ’ ου προσφέρονται θυσΙαι προβάτων > μηλοσφάγος, ο ειδικός σφαγεύς
προβάτων.
Το μέρος όπου κάθονται οι
ποιμένες και παρατηρούν τα ποίμνιά τους, λέγεται μηλοσκόπος τόπος - κατάλληλος
(πρόσφορος) στο να παρατηρεί κανείς εξ αυτού ποίμνια βόσκοντα.
Μηλονόμης (δωριστί μηλονόμας)
/ μηλονόμος / μηλονομεύς (< μήλο + νέμω), αυτός που φροντίζει / βόσκει /
νέμει (> Νεμέα) πρόβατα ή κατσίκες.[7]
Ο τόπος όπου έβοσκαν μήλα,
ελέγετο μηλόβοτος («ὑπὸ προβάτων νεμόμενος), επίθετο των βοσκησίμων χωρών[8], ο τόπος
που βόσκεται από πρόβατα - «μηλοβότος Φρυγία».[9] Και
μεταφορικώς αυτός που τίθεται στην διάθεση ανάξιων προσώπων…
Μήλειος[10] ελέγετο
ο φόνος, η σφαγὴ προβάτων.
Η μηλωτή[11] ήταν το
δέρμα / δορά του προβάτου / προβειά – «πᾶσα δορὰ ἀκατέργαστος καὶ μαλλοφόρος,
στρῶμα μηλωτήν τ’ ἔχει»[12], κάθε
ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου - από το οποίο γινόταν ο ιματισμός των μοναχῶν[13], είδος
επενδύτη ή κάλυμμα των ώμων, που έχει κατασκευασθεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως
προβάτου. Τα μήλωθρα ήταν βαμμένα έρια[14] < μηλώ
= βάφω μάλλινα με την τέχνη της μήλωσης.
Το τρίχωμα των μήλων έχει
χρώμα μηλίδος, δηλ. κίτρινο, υποκίτρινο, ώχρα[15]. Η μηλίς[16] / μηλέα
/ (δωρ.) μαλίς[17] / μηλιὰς[18]. Το
υποκίτρινο χρώμα είναι «αρρωστιάρικο» Γι’ αυτό και μηλίς ελέγετο μια ασθένειας
του όνου.[19] Μῆλοψ, αυτός
που έχει το κίτρινο χρώμα του μήλου ή του κυδωνιού.[20]
Και ένα είδος διφθέρας[21] ή μηλωτάριον[22].
Από δε οστούν μήλου έφτιαχναν την μήλη[23] ένα χειρουργικό εργαλείο, σε σχήμα λεπτού ραβδιού – αργότερα κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο… > καταμηλόω = εμβάλλω τήν μήλη για να εξετάσω την πληγή.[24]
Ένα από τα επίθετα του θεού
Απόλλωνος ήταν «ἐπιμήλιος» (< επί + μήλιος), αφού ως ήλιος ήταν ως φύλαξ ή
προστάτης των ποιμνίων[25], ως
μηλοσόος / μηλοσόος, ο διασώζων (προφυλάσσων, προστατεύων) τα ποίμνια.
Και επίθετο του θεού Ερμού[26],
γνωστού για την σχέση του με τα κοπάδια.
Αλλά «ἐπιμήλιος» ήταν
προσωνυμία και άλλων θεών των Ελλήνων.
Επιμηλίδες / ἐπιμηλιάδες (> Μηλίδες, Μηλιάδες)[27] ήσαν Νύμφες, προστάτιδες των προβάτων ή των ποιμνίων[28] - «επιμηλάδες αίγες»[29] - ιδίως οι Νύμφαι της Μαλίδος χώρας (εν Τραχίνι) > Μαλιείς, Μαλιακός κόλπος. Γνωστή χώρα της Θεσσαλίας Μηλίς ή Μαλίς ή Μαλία > Μάλια Κρήτης.
Υπάρχει και το μήλο των εντόμων, η μηλολόνθη / μηλολάνθη[30] δε, ελέγετο ένα ζωΰφιο, χρυσίζον σαν κανθαρος (σήμερα χρυσοκάνθαρος[31], κοινώς βίσβιζας. Τα παιδιά από την αρχαιότητα το έδεναν με κλωστή και έπαιζαν έτσι μαζί του, όπως κάνουν ακόμη και μέχρι σήμερα![32]
Με τον καιρό, η σχέσις της
λέξεως με τα πρόβατα και τα κοπάδια χάθηκε και έμεινε μόνον η σχέση τις με τα
ομώνυμα φρούτα, τα μήλα. Κύριο γνώρισμα των οποίων είναι το στρογγυλό τους
σχήμα.
Έτσι, μῆλον (δωριστί μᾶλον
> λατ. malum) είναι και το φρούτο μήλο και
γενικά κάθε οπωροφόρο δένδρο[33]. Γνωστές
και οι ορομαλίδες (δωρ. ορομηλίδες), είδος αγρίων μήλων.
Μεταφορικώς λέγεται για τους
μαστούς νεαρής κοπέλλας[34] (τα
οποία παρομοιάζονται με τα φρούτα μήλα). Οι μαστοί συγκρατούνταν με την μηλούχο
ζώνη, η ανέχουσα (συνέχουσα, συγκροτούσα) τους μαστούς[35]. Στην
κλασσική γυναικεία ελληνική ομορφιά, οι μαστοί δεν ήταν μεγάλοι – πόσο δε
υπεριβολικοί – αλλά μεγέθους μήλου.
Και για τα μάγουλα[36] (>
λατ. malae) - «μηλοπάρειος / δωρ. μαλοπάρηος» κοπέλλα. Ροδόμηλο, το ρόδινο μήλο
και ροδόχρους παρειά (ροδομάγουλο). Ο «μηλίτης μυς» είναι ο μυς του μήλου της
παρειάς.[37] Και τα
μεγάλα δάκρυα: «τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥεόντι» / «τα δάκρυά σου τρέχουν σαν μήλα
(στρογγυλά, σαν κορόμηλα)»[38]
Μήλωψ / μῆλοψ, ο/η στρογγυλοπρόσωπος, αυτός που ομοιάζει με μήλο, κίτρινος, ώριμος[39].
Το δένδρο λέγεται μηλέα /
μηλειά / μηλείη[40] / μηλίς
/ μηλιά (> λατ. malus[41]) -
«μηλέαι αγλαόκαρποι»[42]. Τόπος
εσπαρμένος (πεφυτευμένος) με μηλιές, ή οπωροφόρα δένδρα, καλείται μηλόσπορος
και μηλοφόρος ο φέρων (παράγων) μήλα.
Αλλά και κάθε σφαιρικό φρούρο
καλείται μήλον, όπως:
- το ροδάκινο (το δένδρα ῥοδακινέα[43]),
- το κυδώνι (δένδρο η κυδωνία /
κυδωνέα[44]),
- το κορόμηλον ή βράβυλον / αβράμηλο, είδος αγρίου δαμασκήνου.
- η άμπελος λευκή > μήλωθρον,
είδος φυτοῦ με βοτρυοειδή καρπό, αγριάμπελος[45] / αγράμπελος
/ αγριάμπελη.
- το δαμάσκηνο, κοκκύμηλον.
- χαμαίμηλον (χαμομήλι), η ανθεμίς, είδος φυτού.
Από τα μήλα έφτιαχναν τον
μηλίτη οίνο (εκ μήλων ή/και κυδωνίων ή/και αχλαδιών)[46].
Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων ή μείγματος μήλων κλπ.
που εκχυλίζεται με ή χωρίς την προσθήκη νερού.
Τέλος υπάρχει και το επίμηλον του «ακάτιου ιστού», κυρίως στην λοίπαδα - κοινώς σακολέβα.
Έτσι, παν στρογγυλό / σφαιροειδές, που χωρά στην χούφτα του ανθρώπου έμεινε να λέγεται μήλο και επίμηλο. Έτσι και η πόρπη και η σφαιροειδής λαβή, σε περιστρεφικούς σύρτες θυρών, που από επίμηλο ξέμεινε παραφρασμένη σε… πόμολο…
Το μήλος ως συνθετικό
απαντάται σε πολλά αρχαία ελληνικά ονόματα, που υποδεικνύουν άνδρες σχετικούς
με μήλα:
- Μήλα, σύζυγος του Ιήσονα /
Ιάσονα, καταγωγής από την Λέσβο, και μητέρα της Αθηναΐδας, η οποία πέθανε καθώς
γεννούσε ένα αγοράκι.[52]
- Μήλος, υιος της μάντισσας
Μαντώς, από τον οποίο ονομάστηκαν, κατά μίαν εκδοχή, οι Μαλόεις στην Μυτιλήνη[53].
- Μηλιάς, μία από τις κόρες
του Μόψου[54].
- Μηλίνη, μία από τις κόρες
του Θέσπιου (Θεσπιάδες), η οποία πλάγιασε με τον Ηρακλή κι απέκτησε τον
Λαομέδοντα[55].
- Μηλινόη, κατά μίαν εκδοχή,
κόρη της Περσεφόνης και του Δία[56].
- Μηλίς / Μαλίς, κοπέλα, που
αυτοκτόνησε για ν’ αποφύγει τον έρωτα του Δαμναμενέα[57].
- Μηλόβοσις, μία από τις κόρες
του Ωκεανού και της Τηθύος[58].
- Μηλώ, κόρη του Αντιγενείδη,
ίσως του διάσημου αυλητή και συνθέτη, αδελφή της Σατύρης, που σε μεγάλη ηλικία
πια πρόσφεραν στις Μούσες τους αυλούς τους.[59]
- Εύμηλος (= ο έχων αφθονία
προβάτων):
- γιος υου Ποσειδώνος και της Κλειτώς,
κόρης του Ευήνορος. Ενός από τους δέκα πρώτους βασιλιάδες της μυθικής
Ατλαντίδος, όπου βασίλευε μαζί με τον δίδυμο αδελφό του, τον Άτλαντα. Ελέγεται
και Γάδειρος και από αυτόν ονομάσθηκε το νησί Γάδειρος ή Γάδειρα.[60]
- γιος του βασιλιά των Φερών
Αδμήτου και της Άλκηστης, ένας απόχους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Ο Αχιλλέας
του χάρισε τον θώρακα του Αστεροπαίου!
- Μνηστήραςτης Πηνελόπης, από
την Σάμη[61].
- αυτόχθονος, οικιστής της
Πάτρας, στην Αχαΐα, και πατέρας του Ανθεία. Όταν σκοτώθηκε ο γιος του, ίδρυσε
στη μνήμη του την πόλη Άνθεια[62].
- γιος του βασιλιά της Κω,
Μέροπα και της Εθήμειας, πατέρας της Βύσσας, της Μεροπίδας και του Άγρωνος.
Περιφρονούσε όλους τους θεούς, εκτός από την Γαία. Έμαθε και τα παιδιά του να
μη λαβαίνουν μέρος στις εορτές και στις ιεροτελεστίες των άλλων θεών. Οπότε
θύμωσε ο Ερμής, η Αθηνά κι η Άρτεμις και τους μεταμόρφωσαν όλους σε πουλιά![63]
- Θηβαίος, γιος του Ευγνώτου
και πατέρας του Βότρη. Ο Εύμηλος, που τιμούσε ιδιαιτέρως τον Απόλλωνα, είδε μια
μέρα τον Βότρη να τρώει, το μυαλό του αρνιού που θα θυσίαζαν στον θεό, και θύμωσε
με την ιεροσυλία, που τον σκότωσε, κτυπώντας τον στο κεφάλι μ’ έναν αναμμένο
δαυλό. Αμέσως όμως άρχισε να θρηνεί μαζί και όλη του η οικογένεια. Ο Απόλλων
τον λυπήθηκε και μεταμόρφωσε το γιο του στο πουλί ηέροπο / αέροπο, τον
μελισσοφάγο.[64]
- Θρασύμηλος ή Θρασύδημος,
ηνίοχος του Σαρπηδόνος[65], που
σκοτώθηκε στον τρωικό πόλεμο από τον Πάτροκλο.[66]
- Κύμηλος, Λαπίθης, που
σκοτώθηκε από τον Κένταυρο Νήσσο, κατά τους γάμους του Πειρίθοου.[67]
- Πολύμηλος (= πλούσιος σε ποίμνια):
- Λύκιος, γιος του Αργέα (Αργεάδης),
που σκοτώθηκε στον τρωικό πόλεμο από τον Πάτροκλο.[68]
- ένας από τους γιους του
Πρίαμου[69].
- γιος του Ικάριου και της
Αστεροδίας, ένας απότους αδελφούς της Πηνελόπης[70].
- πατέρας του Άκτορα, του
οποίου η κόρη υπανδρεύτηκε τον Πηλέα[71]
-Μαζί με τον Φόρβαντα,
σκοτώθηκε από τον Ιξίονα, γιο της Μέγαρας.[72]
- Πολυμήλη / Πολυμήλα, κόρη του
Ακτορα, η οποία, σύμφωνα με μία παράδοση, υπανδρεύτηκε τον Πηλέα.
- Φιλόμηλος, γιος της θεάς Δήμητρας
και του Ιασίωνα, αδελφός του Πλούτου. Τα δύο αδέλφια γεννήθηκαν στην Κρήτη,
όπου ο Πλούτος πρόσφερε από τα πλούτη του στους ανθρώπους, αλλά στον αδελφό του
δεν θέλησε να παραχωρήσει κανένα από τ’ αγαθά του. Ο Φιλόμηλος, προσπαθώντας να
επιζήσει, ξόδεψε τα λίγα που διέθετε για ν ’ αγοράσει δύο βόδια. Στην
προσπάθειά του να καλλιεργήσει την γη, εφηύρε την άμαξα. Θαυμάζοντας η Δήμητρα τον
γιο της, που με την εφεύρεσή του και με τον κόπο του είχε εξασφαλίσει τ’
απαραίτητα για την επιβίωσή του, τον καταστέρωσε και τον τοποθέτησε στον
αστερισμό του Αρκτούρου. Ο Φιλόμηλος είχε γιο τον Παρία.[73]
Και φυσικά πάρα πολλά ελληνικά
ονόματα ιστορικής εποχής, τοπωνύμια, κλπ.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Ελληνικη
μυθολογία». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.5.2014.
[1] > παλαιοιρλανδικά mil (= κτήνος), παλαιονορβηγικά
smale (μικρόν ζώον), παλαιογερμανικά smalanoz, μεσογερμανικά smalhirte (=
ποιμήν), αγγλ. small (= μικρό).
[2] Αυτός που είναι τόσο μικρός, ίσα με το χώμα, καλείται
χαμηλός, κλπ.
[3] σχετικό με τον αριθμό τών προβάτων - «θεωρεῖ οὖν [ἡ λογιστική]
τοῦτο μὲν τὸ κληθὲν ὑπ' Ἀρχιμήδους βοεικὸν πρόβλημα, τοῦτο δὲ μηλίτας καὶ φιαλίτας
ἀριθμούς, τοὺς μὲν ἐπὶ φιαλῶν, τοὺς δὲ ἐπὶ ποίμνης», Σχόλ. Πλάτ. 91.
[4] Βακχυλ. Χ, 95, Blass· ποιμὴν Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄,
2
[5] Αρχίλ. 22. Αισχύλ. Πέρσ. 763
[6] Ἡροδ. 4. 155.
[7] Ευρ., Ανθ.
[8] Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548, Βακχυλ. V. 66, Ἰσοκρ.
302C, Διογ. Λ. 6. 87, Αππ. ΕἘμφ. 1. 24, Ανθ. Π. 9. 103, Φιλόστρ. 210, 517.
[9] Αισχύλ.
[10] Μήλειος / μηλεία = ο/η ἀνήκων εἰς πρόβατον, πρόβειος,
πρόβειο κρέας (Ἡρόδ. 1. 119, Εὐρ. Ἠλ. 92), γάλα (Ευρ. Κύκλ. 218), καρπὸς (Νικ. Ἀλ.
238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401). Ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή προέρχεται από πρόβατο,
πρόβειος («μηλείων κρεῶν», Ηρόδ.). Ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται
από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.).
[11] Ελέγεταο και (η) ώα [ασυναιρ. Ωΐα] = η δορά προβάτου μετά
των ερίων. Έμεινε να λέγεται κάθε ένδυμα ενισχυμένο ή και εξ όλοκλήρου
κατεσκευασμένο εκ προβείας δοράς, ή και ενισχυμένα τμήματα ενδύματος: Λ.χ. το
άνω και κάτω άκρον του ενδύματος, η παρυφή, το κράσπεδο, ο ποδόγυρος και εν
τέλει ωΐα > ωγία, ούγια - «ωΐαι, άκραι, έσχατα, μηλωταί λέγονται» - Ησυχ.
> λαχ. ora, αγγλοσαξονικά or (= χείλος, όχθη), παλαιονορβηγικά eyrr (= αμμώδης παραλία),
κλπ.
[12] Φιλήμων ἐν «Εὐρίπῳ» 1, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ.
672.
[13] «τὴν μηλωτὴν ἔχουσιν οἱ πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ
Χριστοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐαγρίου.
[14] Εὐστ. 1394. 32.
[15] Μάλινος = αυτός που έχει το χρώμα του μήλου ή του
κυδωνιού («καρποὺς τῇ χρόᾳ μηλίνους», Διόδ. «κιτρινωπόν ως το του κυδωνίου».
Η
Μηλία γη έχει υπόφαιο χρώμα και στυπτηριώδη δύναμη. Οι ζωγράφοι ανεμίγνυον μετ’
άλλων χρωμάτων, όπως καταστήσωσιν αυτὸ διαρκέστερα (> λατ. melinum, Διοσκ.
5. 180). Ωσαύτως η γη αυτή είναι εν χρήσει και ως στυπτικόν > στυπτηρίη
Μηλίη (Ἱππ. 681. 26, κτλ.).
[16] Πλούτ. 2. 58D
[17] Ἴβυκ. 1, Θεόκρ. 8. 79.
[18] Θεόφρ. π. Λίθ. 62.
[19] «οἱ δὲ ὄνοι νοσοῦσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῦσι
μηλίδα», Αριστ.
[20] «μῆλοψ καρπός» = ο σίτος, Ομ. Οδ.
[21] Ἡσύχ. Διφθέρα > τεφτέρι.
[22] Ἰω. Μόσχος 2856Α, Δουκάγγ.
[23] Αμφίμηλον, ο καθετήρ, με σφαιρίδια εκατέρωθεν.
[24] Και μετφορικώς «κημόν καταμηλόω» = μεταχειρίζομαι τήν
δικαστική κάλπη ως μήλη ή καθετήρα μέσα στόν λαιμό τινος, καί ουτω τόν κάμνω νά
«ξεράση» τά κλαπέντα και να τα αποδώσει.
[25] Μακρόβ. 1. 17.
[26] Παυσ. 9. 34, 3.
[27] Εξ ων το επίθετο Μηλίδης, Μηλιάδης, που εντοπίζεται
ακόμη στους Έλληνες!
[28] Θεόκρ. Valck. εἰς Θεόκρ. 1.22, Λόγγ. 2.27, Α.Β. 17.7,
Παυσ. 8.4,2.
[29] Call.Ap.51 codd.
[30] «ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερὰ» (Αριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5,
12). «τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ» (Αρ. 4.7,1, Πολυδ. Θ΄, 122, 124, 125). Υποκορ.
μηλολόνθιον, σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1332.
<
μῆλον + ὄλονθος = ώριμο σύκο, εξ αιτίας της συνήθειας του εντόμου να τρέφεται
με τα σύκα ή τα άνθη της συκιάς.
[31] χρυσομηλολόνθη, χρυσοκάνθαρος, χρυσοειδής κάνθαρος, σύμβολο
στοργής .
[32] «λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδὸς (ὡς ποιοῦσι καὶ
νῦν ἔτι τὰ παιδία δένοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ κλωστῆς καὶ ἀφίνοντες νὰ πετᾷ
εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ βομβῇ» - Αριστοφ. Νεφ. 763.
[33] Όμηρ., Ησίοδ., Αττ.
[34] Θεόκρ.
[35] Νυν… σουτιέν!
[36] Ανθ., Λουκ.
[37] τον σχηματίζουν οι μυϊκές δεσμίδες του σφιγκτήρα των
βλεφάρων, οι οποίες κατέρχονται από τους κανθούς του οφθαλμού και συγκλίνουν
προς την ζυγωματική χώρα.
[38] Θεόκρ. Και ενώ τα δάκρυα είναι αλμυρά, η ποιητική
φράσις υπονοεί ότι τα δάκρυα της αγαπημένης είναι όχι μόνο μεγάλα και
στρογγυλά, αλλά και γλυκά σαν μήλα (γλυκύμαλα – αιολ. δωρ. > γλυκύμηλα,
μελίμηλα, κλπ.)!
[39] Ομήρ. Οδ.
[40] Νικ. Ἀλ. 230.
[41] Επιστημονικώς η Μηδική (Θεόφρ.) / malus Persica. Οι
Μηλοφόροι ήταν σώμα δορυφόρων του Βασιλέως της Περσίας, οι οποίοι επί του
σαυρωτήρος (του κάτω άκρου) των δοράτων τους έφερον χρυσά ή αργυρά μήλα.
[42] Ὀδ. Ζ. 115., Λ. 589.
[43] Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 11, 5.
[44] «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές - Διοσκ. [Δισύλλ. ἐν
Ὀδ. Ω. 340.], Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σελ. 563 - m. Punica.
[45] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 11
[46] Πλούτ. 2. 648Ε
[47] ο ανήκων εις μηλέαν, αυτός που έχει παρασκευαστεί από
μήλα ή κυδώνια.
[48] όζος / οσμή - Σαπφὼ 4, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 26. Ἱππίας παρ’
Ἀθην. 539Ε. Διόδ. 2. 53.
[49] Παροιμιώδης έκφραση ο μήλιος λιμὸς (= κατάθλιψη) ως «εκ
της εσχάτης στενοχωρίας εἰς ἣν ἡ νῆσος περιῆλθε κατὰ τὴν πολιορκίαν αὐτῆς» (Αριστοφ.
Ὄρν. 186, Θουκ. 5. 116).
[50] «αί αμαμηλΙδες ουχ’ είαιν άπιοι, ως τινες οίονται, αλλ’
έτερόν τι ήδιον και άπύρηνον» - Αθην.
[51] Διοσκ. 1. 170. Πάμφιλος, Ἀθήν. 82D, Ἡσύχ.
[52] Βλ. επιτύμβιο επίγραμμα της Αθηναΐδος, συλλογή
επιγραμμάτων του 1ου μ.Χ. αι. - ίσως ήταν έργο του Διόδωρου Ζωνά (2ος
- 1ος π.Χ. αι.) - Ανθ. Π. 6.348.
[53] Στέφ. Βυζ.
[54] Φώτ. κώδ. 176, σελ. 120b.
[55] Απολλόδ. 2/7.8.
[56] Ορφ. Ύμν. 71.
[57] Νόνν. 33.354.
[58] Ησ. Θεογ. 353
[59] Βλ. επίγραμματου 3ου π.Χ. αι. - Ανθ. Π.
5.206.
[60] Πλάτ. Κριτ., Στέφ. Βυζ.
[61] Απολλόδ. Επ. 7.28.
[62] Παυσ. 7/18.2-4.
[63] Την Βύσσα στο πουλί της λευκοθέας, θαλασσοπούλι, την
Μεροπίδα σ’ ένα είδος κουκουβάγιας, τον Άγρωνα στο πουλί χαραδριός και τον ίδιο
τον Εύμηλο σε κοράκι, προάγγελο κακών (Αντ. Λιβ. Μετ. 15, Υγίν. ασχρ. 2/16.1).
[64] Αντ. Λιβ. Μετ. 18.
[65] Βλ. Γ. Λεκάκης «Σαρπηδών»
[66] Ομ. Ιλ. Π 463 & Σχόλ. Π' 463b.
[67] Οβίδ. Μετ. 12.454.
[68] Ομ. Ιλ. Π, 417. Σχόλ. Ιλ. Π' 415-417
[69] Υγίν. μύθ. 90.2.
[70] Σχόλ. Οδ. α ' 275-276.
[71] Σχόλ. Αιλ. Αρ. υπ.Τ ετ. 125.11.
[72] Ανθ. Π. 3.12.
[73] Υγίν. αστρ. 2/4.7, Σχόλ. Άρατ. 91-95.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook