Του Άγγελου Γερμίδη
Το Καβακλί / (ο) Καβακλής, (η) Καβακλή[1], βρίσκεται περί τα 40 χλμ. βορείως της Αδριανουπόλεως, στις βορειοανατολικές πλαγιές του ορεινού όγκου Σακάρ Πλάνινα σ΄ένα εκτεταμένο οροπέδιο, περιβαλλόμενο απο πηγές ρευμάτων και δασωμένους λόφους και στα βάθη του βορεινού ορίζοντα απο κατάφυτα βουνά των νοτίων διακλαδώσεων του Αίμου.
Τα περισσότερα σπίτια του
ήταν λιθόκτιστα με δυο ορόφους. Υπήρχαν όμως και μερικά πλινθόκτιστα, αλλά μόνον
στον 2ο όροφο.
Ο 1ος όροφος ήταν πάντα
λιθόκτιστος. Οι στέγες του ήταν δίρριχτες, ή τετράρριχτες με εγχώρια ή
Ευρωπαϊκά κεραμίδια και τα παράθυρα με διπλά παραθυρόφυλλα, γιατί στα μέρη
εκείνα ο χειμώνας ήταν πολύ άγριος. Οι αυλές των σπιτιών ήταν μεγάλες, συνήθως
με δυό πόρτες, την εσωτερική του σπιτου {θύρα} και την εξώπορτα {πουρτά}. Στις
αυλές αυτές βρισκόταν ο αχυρώνας, το "κουμάσι" {κοτέτσι}, οι σταύλοι
και η "κότσινα" {χοιροστάσιο}.
Ο πληθυσμός του Καβακλή
ολοκάθαρα ελληνικός, έφθασε στα τελευταία πριν απο τον ανθελληνικό διωγμό του
1906 χρόνια τις 5.000 περίπου οικογένειες, δηλαδή γύρω στις 20.000 – 25.000 άτομα,
για να ελαττωθεί έως τον τελικό εκπατρισμό του 1924-1925 στις 3.000 οικογένειες
δηλαδή στις 9.000 περίπου άτομα.
Ο τελευταίος αυτός αριθμός
των 9.000 Ελλήνων κατοίκων του Καβακλή, φαίνεται να ανταποκρίνεται πραγματικά
στα τελευταία πριν απο τον εκπατρισμό αυτό χρόνια, γιατί Καβακλιώτες
προχωρημένης ηλικίας που ζούν ακόμη στην Κομοτηνή, όπως οι αδελφοί Νικόλαος και
Γεώργιος Δετσαρίδης και ο δικηγόρος Χρήστος Σιανίδης[2],
ανεβάζουν τον ελληνικό πληθυσμό της πόλεως σε 25.000 χιλιάδες ψυχές.
Βουλγάρους κατοίκους δεν είχε
το Καβακλή, εκτός των ολίγων Δημοσίων υπαλλήλων με τις οικογένειες τους κι αυτούς
ύστερα απο το 1885. Οι λίγοι Βούλγαροι χωρικοί που είχαν έλθει σαν εργάτες ή
υπηρέτες στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας απο τα γύρω μακρυνά
Βουλγαροχώρια, υπέστησαν γρήγορα την επίδρασι του ελληνικού περιβάλλοντος και
εξελληνίσθησαν πριν ακόμη απο το σχίσμα του 1870. Έμεινε μονάχα η ανάμνησή τους
απο την ιδιαίτερη συνοικία στην άκρα της πόλεως όπου κατοικούσαν, η οποία
λεγόταν "Βουλγαρομαχαλάς", ενώ οι Έλληνες καθαυτό Καβακλιώτες
κατοικούσαν στις δυό μεγάλες συνοικίες, της Παναγιάς {Ισιάδι} και του Προφήτη
Ηλία.Ύστερα απο το 1906 άρχισαν να εγκαθίστανται σποραδικά Βουλγαρικές
οικογένειες, αλλά και αυτές ώς το 1924-1925, οπότε έγινε ο τελικός εκπατρισμός,
δεν πέρασαν τις 50.
Πότε ιδρύθηκε το Καβακλή δεν
είναι ακριβώς γνωστό. Σύμφωνα όμως με την παράδοση, που την διατηρούσαν οι
Καβακλιώτες ώς το τέλος, στην αρχή ήταν ένα μικρό χωριό με λίγους κατοίκους,
στο οποίο απο το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να
συρρέουν Έλληνες απο την Ήπειρο που έφευγαν να γλυτώσουν απο τις διώξεις του
Αλή Πασά, καθώς και απο άλλες περιοχές της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδος. Έτσι το
πρίν άσημο και μικρό χωριό, εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε πραγματική μικρή πολιτεία,
γεγονός για το οποίο συνετέλεσε εκτός απο την εργατικότητα των κατοίκων, η
ευφορία της γής, η κεντρική θέση του σ΄όλη την περιοχή των "Καβακλιώτικων"
και οι επικοινωνίες του με τα γύρω ελληνικά χωριά, ακόμη και με τα σχετικά
μακρυνά Βουλγαροχώρια.Στους χρόνους του Αυτονομιακού καθεστώτος της Ανατολικής
Ρωμυλίας {1878-1885], το Καβακλή αποτελούσε Δήμο καθαρά ελληνικό, διοικούμενο
απο Έλληνες και ήταν πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, με δικό του Δικαστήριο
και Έλληνες Δημοσίους Υπαλλήλους. Μετά όμως την κατά το 1885 πραξικοπηματική
προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας στο Βουλγαρικό κράτος, μονάχα ο Δήμαρχος και τα
μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου έμειναν Έλληνες, ενώ ο Έπαρχος και οι άλλες
Διοικητικές αρχές έγιναν Βουλγαρικές και λίγα χρόνια αργότερα, όπως αναφέρεται
παρακάτω, η έδρα της επαρχίας με όλες τις διοικητικές αρχές, μεταφέρθηκαν στο
Βουλγαροχώρι Κιζίλ - Αγάτς, το σημερινό Έλχοβο. Το κλίμα του Καβακλή ήταν
εξαιρετικά υγιεινό. Κρύο δυνατό τον χειμώνα με άφθονα χιόνια, ζέστη το
καλοκαίρι, με δύο επικρατούντας ανέμους. Τον Βοριά που κατέβαινε ψυχρός απο το
βουνό του Μεγάλου Μοναστηριού και τον νοτιά, που ερχόταν απο το όρος Σακάρ
{γι΄αυτό και τον έλεγαν Σακαρηνό} και έλυωνε τα χιόνια.
Γύρω απ΄το Καβακλή υπήρχαν
πολλές πηγές ρευμάτων και ρυακίων.Φυσικό λοιπόν ήταν να έχει άφθονα πόσιμα
νερά, αλλά και μή πόσιμα. Το καλύτερο απο τα πόσιμα νερά ερχόταν απο τις πηγές
των βορείων αντηρίδων του όρους Σακάρ και όπως και τον νότιο αέρα που φύσαγε
απο το ίδιο βουνό το λέγανε και αυτό "Σακαρηνό". Το νερό αυτό
μεταφερόταν στο Καβακλή με πήλινους σωλήνες και χυνόταν σε μια μεγάλη μαρμάρινη
βρύση στο κέντρο της πόλεως με δυό μεγάλους κρουνούς,που έτρεχαν συνέχεια μέρα
και νύχτα. Στην βρύση αυτή υπήρχε και μεγάλη πέτρινη ποτίστρα για τα ζώα. Κάθε
συνοικία είχε δικό της υδραγωγείο, μια μεγάλη βρύση μπροστά στην εκκλησία της
και άλλες μικρότερες σε διάφορα άλλα σημεία της. Μιά μεγάλη επίσης βρύση
βρισκόταν μπροστά στην Ελληνική σχολή.
Έξω απο την πόλη πρός τους
αμπελώνες υπήρχε μια πηγή, που την έλεγαν "Ηλιοπήγαδο", ενώ απο το
Σακάρ κατέβαινε ένα ρεμματάκι που σχηματιζόταν απο νερά πολλών πηγών, που το
έλεγαν "Τσιποτούρα". Η πόλις είχε τρείς εκκλησιές, του Αγίου Γεωργίου,
της Παναγιάς, και του Προφήτη Ηλία, κάθε μιά με τρείς ιερείς και ένα
Αρχιερατικό Επίτροπο που υπαγόταν αρχικά στην Μητρόπολη Αδριανουπόλεως και μετά
την κατα το 1885 πραξικοπηματική προσάρτηση της Αν. Ρωμυλίας στο Βουλγαρικό
κράτος, στη Ελληνική Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως ώς το 1906, οπότε καταργήθηκε η
αυτοτέλεια των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ανατολικής Ρωμυλίας και καταλήφθηκαν
απο τους Βουλγάρους οι εκκλησίες,τα σχολεία, τα μοναστήρια και όλα τα ευαγή
ελληνικά ιδρύματα. Μνημονεύω τα ονόματα 6 απο τους 9 εκείνους τελευταίους
λειτουργούς του Υψίστου που κατόρθωσα να εξακριβώσω με μακρές έρευνες ύστερα
απο 50 χρόνια στις περιοχές, όπου κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν οι Καβακλιώτες.
Της εκκλησιάς της Παναγιάς ο Παπαπασχάλης που ήταν και Αρχιερατικός Επίτροπος
και ο Παπαντώνης ο οποίος πέθανε στα Άβδηρα της Ξάνθης. Της εκκλησιάς του Αγίου
Γωργίου ο Παπακωνσταντής και ο Παπαγιάννης.[3] Της
εκκλησιάς του Προφήτη Ηλία ο Παπαοικονόμου, του οποίου ο γυιός διετέλεσε
βουλευτής στη βουλγαρική βουλή πριν το 1906. Υπήρχε ακόμη ο Παπαπαύλος,
απόφοιτος του Γυμνασίου Αρρένων Αδριανουπόλεως. Ο θρησκευτικός εξοπλισμός του
Καβακλή συμπληρωνόταν με αρκετά παρεκκλήσια, όπως της Ζωοδόχου πηγής, περί τα 2
χλμ ΒΔ της πόλεως, της Αναλήψεως, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Χριστοφόρου
και του Αγίου Μάρκου και ένα μοναστήρι του Αγίου Ευστρατίου, λίγο δυτικά απο
την πόλη.
Το παρεκκλήσι της Αναλήψεως
βρισκόταν στο ύψωμα Μπαϊράκ, στους πρόποδες του οποίου εκτεινόταν τεράστιες
φυτείες καννάβεως, τα γνωστά "Κανναβοτόπια". Το Μοναστήρι του Αγίου
Ευστρατίου ήταν αρκετά πλούσιο, με εκτεταμένα κτήματα
{χωράφια,βοσκοτόπια,αμπέλια και δάση} και πολλά ζώα {βόδια,πρόβατα,άλογα και
μουλάρια]. Τόσο το Μοναστήρι όσο και τα παρεκκλήσια γιόρταζαν τις ημέρες της
γιορτής τους,οπότε γινόταν κανονική λειτουργία και ακολουθούσε ολοήμερο
πανηγύρι με άφθονο φαγοπότι, κρασοκατάνυξις και χορούς.
Προηγμένη ήταν και η παιδεία
στο Καβακλή που την υλοποιούσαν δύο 4τάξια μικτά δημοτικά σχολεία,μία τριτάξια
Αστική Σχολή και τρία Νηπιαγωγεία.Το ένα Δημοτικό σχολείο ήταν σε ισόγειο κτήριο,
δίπλα στο Δημαρχείο, δηλαδή
στην ενορία του Αγίου Γεωργίου και το άλλο, ανάμεσα στις συνοικίες Παναγιάς και
Προφήτη Ηλία,στο ισόγειο διωρόφου κτηρίου, ενώ η Αστική Σχολή λειτουργούσε στον
2ο όροφο του ιδίου κτηρίου, στο οποίο υπήρχε και αίθουσα διαλέξεων και
θεατρικών παραστάσεων, που μπορούσε να περιλάβει 500 περίπου θεατάς και της
οποίας η αυλαία είχεν αγορασθεί απο τας Αθήνας. Την σχολή αυτή συντηρούσε
κυρίως με δικές του δαπάνες ο ευεργέτης της κωμοπόλεως Χρήστος Παπάζογλου και
γι΄αυτό, καθώς και για τις μεγάλες δωρεές του προς τις εκκλησίες της, όταν
πέθανε τον έθαψαν στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και η μνήμη του
τιμώταν κατά την γιορτή των Τριών Ιεραρχών. Τα τρία νηπιαγωγεία βρισκόταν ανά
ένα πλάι σε κάθε μιά απο τις τρείς εκκλησίες της πόλης.
Στα σχολεία του Καβακλή
φοιτούσαν περί τους 400 μαθητές και μαθήτριες και οι δάσκαλοι και δασκάλες
έφταναν τους 8-10.
Πολλοί απο τους δασκάλους που
κατα καιρό δίδαξαν στα σχολεία εκείνα,ήταν ονομαστοί στα χρόνια τους και άφησαν
εποχή στο πέρασμα τους. Στα σχολεία αυτά που συντηρούνταν απο πόρους της
Κοινότητας και ερανικές εισφορές των κατοίκων,φοιτούσαν ώς το 1890 και τα
παιδιά των Βουλγάρων Δημοσίων Υπαλλήλων, γιατί μέχρι τότε οι Βούλγαροι δεν
είχαν δικά τους σχολεία εκεί. όπως αναφέρθηκε πιό πάνω, η περιοχή του Καβακλή
ήταν εξαιρετικά εύφορη και οι κάτοικοι του εργατικώτατοι,γι΄αυτό και κύρια
απασχόληση τους ήταν η καλλιέργεια της γής με την ποικιλία των προϊόντων της. Η
Γεωργία με κύρια προϊόντα τα σιτηρά και τα όσπρια, η Αμπελουργία με τους εκτεταμένους
αμπελώνες της, που έβγαζαν περίφημα σταφύλια, επιτραπέζια και κρασοστάφυλα, η
Καπνοκαλλιέργεια, η Κανναβοκαλλιέργεια και η Σηροτροφία.
Ώς το 1906 η Αμπελουργία
αποτελούσε τον πρώτο κλάδο της παραγωγικής δραστηριότητας των Καβακλιωτών,αλλά
απο τη χρονιά εκείνη άρχισαν να χαλάνε τα παλιά κλήματα, πράγμα που ανάγκασε
τους αμπελουργούς να αρχίσουν την αντικατάσταση τους με αμερικανικά κλήματα, με
αποτέλεσμα απο το 1914 την πρώτη θέση στην παραγωγική δραστηριότητα να
καταλάβει η Καπνοκαλλιέργεια με την παραγωγή καπνών αρίστης ποιότητος και το
καπνεμπόριο.
Το όρος Σακάρ με το απο δρείς
{μεσέδες}, οξυές, κρανιές, φουντουκιές, γάβρους κ.α. δάσος του, συντελούσε στην
παραγωγή εκτός απο τα καυσόξυλα και μεγάλων ποσοτήτων ξυλανθράκων. Απο τις
κορυφές του βουνού εκείνου φαινόταν προς τα βορειονατολικά να κατεβαίνει απο
την περιοχή Υαμπόλεως, ελισσόμενος σαν τεράστιο φίδι ο ποταμός Τούντζας, ενώ
προς τα νότια έβλεπε ο θεατής τους υψηλούς μιναρέδες των δύο μεγάλων τζαμιών
της Αδριανουπόλεως. Ήταν φυσικό συνεπώς να ευδοκιμεί πολύ και η κτηνοτροφία με
μεγάλο αριθμό βοοειδών,αιγοπροβάτων,χοίρων, ακόμη και ίππων.
Κάθε συνοικία είχε τους
δικούς της τσομπάνους, ξέχωρα για τις αγελάδες,για τους χοίρους, για τα
αιγοπρόβατα και δικά της βοσκοτόπια {μεράδες}, όπου βοσκούσαν τα κοπάδια της.
Ετσι οι τσομπάνηδες της συνοικίας της Παναγιάς βοσκούσαν τα κοπάδια τους στους
βοσκότοπους του "Τρανού Ρυακιού", της Τσιποτούρας, της
"Γιαννεβίτσας", των "Σαγιάδων" και του
"Κλισί-Μπουνάρ", της συνοικίας του Προφήτη Ηλία στο "Επάνω
Κουρί" και του Αγίου Γεωργίου στο "Καϊτζίκ" στην
"Λάκοβα" και στο "Κλισί-Μπουνάρ".
Μεγάλοι και ονομαστοί
Κτηνοτρόφοι {Κεχαγιάδες}, ήταν οι αδελφοί Αλτίντσου με 500 αιγοπρόβατα, οι
αδελφοί Παπάζογλου με 300 αιγοπρόβατα και 100 άλογα, και ο Σιδέρης Παπάζογλου
με 250 αιγοπρόβατα κ.α.
Με την εκτεταμένη ενδοχώρα
του το Καβακλή, στην οποία ήταν κατεσπαρμένα όχι μόνο τα ελληνικά χωριά της
επαρχίας, αλλά πολλά βουλγαροχώρια με την ποικιλία και την αφθονία των
γεωργικών, αμπελουργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων του, ήταν φυσικό να
αποτελεί όχι μόνο γεωργικό αλλά και Εμποροεπαγγελματικό κέντρο, με οικονομική
δραστηριότητα σημαντική ολόκληρης της επαρχίας.Το κατάστημα Αποικιακών αδελφών
Βλαϊκίδη, με κεφάλαιο 150.000 χρυσών λιρών Τουρκίας, εκάλυπτε όλες τις ανάγκες
εφοδιασμού των κατοίκων της επαρχίας. Ο μεγάλος αλευρόμυλος των
Παπάζογλου-Νικολαίδη, που ήταν κοντα στην δεξιά όχθη του ποταμού Τούντζα, λίγο
ανατολικά απο το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, με πέντε μυλόπετρες και
εγκαταστάσεις παραγωγής λευκού αλεύρου τύπου φαρίνας, που το λέγανε τότε
"Νούλα" κι ένας άλλος ακόμη μικρότερος με τρείς μυλόπετρες στη δεξιά
όχθη του παραποτάμου του Τούντζα, Ασμάκ Ντερέ,αποτελούσαν τα κύρια συγκροτήματα
της αλευροβιομηχανίας του Καβακλή. Εκτός όμως απο τους δύο αυτούς μεγάλους αλευρόμυλους,
πληθώρα μικρών νερόμυλων απο διάφορα ρεύματα και ποταμάκια, που χυνόταν στον
Τούντζα, προσέθεταν την συμβολή τους στην παραγωγική ικανότητα των δύο μεγάλων
αλευρόμυλων και εξασφάλιζαν τα αναγκαία άλευρα για όλη την επαρχία. Ο Χρήστος
Παπάζογλου, ο ένας απο τους ιδιοκτήτες του μεγάλου αλευρόμυλου, που έκανε και
Βουλευτής στη Βουλγαρική Βουλή, εγκαταστάθηκε μετά τον τελικό εκπατρισμό των
Καβακλιωτών στο Αιγίνιο Πιερίας, όπου και κοιμάται τον αιώνιο ύπνο του, εδώ και
πολλά χρόνια.
Ονομαστά και περίφημα ήταν τα λατομεία μαρμάρου του Καβακλή, μοναδικά σ΄ όλην την Βουλγαρία για τα ωραία χρωματιστά μάρμαρα τους. Τα λατομεία αυτά - τρία τον αριθμό - ήταν κοινοτικά και τα εκμεταλλευόταν οι αδελφοι Μόσχος[4] και Πέτρος Μοσχίδης και οι αδελφοί Γεώργιος και Κων/νος Ράλλης. Τα δύο απο αυτά που έβγαζαν άσπρα μάρμαρα σε πλάκες 5-10 εκατ. πάχους, βρίσκονταν λίγο έξω απο την πόλη, το ένα στην τοποθεσία του "Τερζή ο Τσεσμές" και το άλλο στην τοποθεσία "Τσαντήρι". Το τρίτο που έβγαζε μάρμαρα με άσπρα και γαλάζια χρώματα ανάμεικτα, βρισκόταν αντίκρυ απο τον "Κανναβότοπο" στην τοποθεσία "Καϊράκ". Τα μάρμαρα αυτά του Καβακλή, λεπτόκοκκα και αρίστης ποιότητας, εξάγονταν σ΄ όλην την Βουλγαρία, ιδιαίτερα σε Φιλιππούπολη και Σόφια. Πόσο ανεπτυγμένη ήταν η μαρμορογλυπτική στο Καβακλή, το μαρτυρεί ο αριθμός των μαρμαρογλυφείων, που ήταν πέντε, ενώ η Φιλιππούπολη είχε δύο και η Σόφια μόνον ένα! Ο πατριάρχης της μαρμαρογλυπτικής που δίδαξε την τέχνη και στους άλλους, ήταν ο Μόσχος Μοσχίδης που είχε έρθει στο Καβακλή απο το Ορτάκιοϊ το 1871. Μετά τον εκπατρισμό του 1924-1925 ο Πέτρος Μοσχίδης εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή όπου άσκησε το επάγγελμα του σαν μαρμαρογλύπτης ως τον θάνατο του γύρω στο 1970, ο δε Μόσχος Μοσχίδης με τους γιούς του στην Θεσαλονίκη, όπου ήσκησε και αυτός το επάγγελμά του ως τον θάνατο του. Σημειωτέον ότι ο Μόσχος Μοσχίδης ήταν ο τελευταίος Έλληνας Δήμαρχος του Καβακλή απο το 1920, οπότε συνελήφθη απο τους Βουλγάρους και παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο ο μέχρι τότε δήμαρχος Νικόλαος Δημητρίου {Σιανίδης}, ως τον εκπατρισμό το 1925. Ο Δήμος Καβακλή διατηρούσε και μεγάλο φαρμακείο, το οποίο εξασφάλιζε όλες τις ανάγκες σε φάρμακα των κατοίκων της επαρχίας.
ΠΗΓΗ: Εταιρία Θρακικών
Μελετών. Ανατολική Ρωμυλία Έβρου, 4.3.2024. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.3.2024.
[1] Καβακλί = πόλη με λεύκες (καβάκι = λεύκα) >
Λευκόπολη > τουρκικά Kavaklı < βουλγ. Τοπόλοβγκραντ. Κωμόπολη στην νυν
έκταση της νοτιοκεντρικής Βουλγαρίας, της επαρχίας Χάσκοβο, στον 42ο
παράλληλο [42°5′4″N 26°20′27″E].
[2] ο οποίος έχει τις πληροφορίες του απο τον αποθανόντα
το 1947 στην Κομοτηνή πατέρα του και επι σειρά ετών Δήμαρχον του Καβακλή.
[3] του δεύτερου ο γυιός έγινε παππάς στο χωριό Κίτρους
της Κατερίνης.
[4] «Ο πρώτος ΜΟΣΧΟΣ (τότε είχαν μόνο μικρά ονόματα και
του πατέρα τους - το Μοσχίδης άρχισε να υφίσταται με τον επαναπατρισμό και
δόθηκε από υπαλλήλους στα σύνορα…) που ήρθε στο Καβακλί περί το 1840 και όχι
1871 από το Ορτάκιοϊ και ήταν ο παππούς του Μόσχου Μοσχίδη, επίσης
μαρμαροτεχνίτης! Το 1925 ο ΜΟΣΧΟΣ ως τελευταίος δήμαρχος κατέγραφε και υπέγραφε
τις περιουσίες όλων των εναπομείναντων Ελλήνων, τα γνωστά
"ανταλλακτήρια", που θα τους παρέχονταν κατα τον ερχομό τους στην
Ελλάδα. Ήλθε στην Θεσσαλονίκη όπου και συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα, μάλιστα
έχοντας ως μαγαζί όλο το οικόπεδο στην Τσιμισκή 58. Ο γιος του Κώστας Μοσχίδης,
ενώ έμεινε αρκετά χρόνια δίπλα του, άλλαξε προσανατολισμό και ασχολήθηκε με τον
τεχνικό τομέα ως εργοδηγός σε μεγάλα έργα ανά την Ελλάδα (παράλληλα, ως αριστος
γνωστής της τέχνης, συμβούλευε και βοήθησε πολλούς μαρμαρογλύπτες και λατομεία
ως προς τις τεχνικές εξόρυξης μαρμάρων και όχι μόνο). Τα παιδιά του, Μόσχος
Μοσχίδης και η αδελφή του, Πηνελόπη, συνέχισαν επίσης στο τεχνικό τομέα ως
απόφοιτοι Πολυτεχνικών Σχολών, όπως και η σημερινή γενιά, μηχανικοί, ως
απόφοιτοι των ίδιων Πολυτεχνικών Σχολών. Τα παραπάνω τα γνωρίζω με ακρίβεια από
τον παππού μου κ πατέρα μου» - Πληροφορητής: Κωστής Μοσχίδης.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook