Η πρώτη καρυδιά γεννήθηκε στην Λακωνία: Οι Καρυάτιδες, η καρυδιά και τα μυστήρια! - του Γ. Λεκάκη

Η πρώτη καρυδιά
γεννήθηκε στην Λακωνία:
Οι Καρυάτιδες, η καρυδιά
και τα μυστήρια…

Του Γιώργου Λεκάκη

Οι πιο πολλοί γνωρίζουν και λένε, πως οι Καρυάτιδες επήραν το όνομά τους, από τις λυγερές κοπέλλες του χωριού Καρυαί Λακωνίας… Αυτή είναι η μία εκδοχή…

Υπάρχει και άλλη:

Ο βασιλιάς της Λακωνίας, Δίων και η σύζυγός του, Ιφιθέα, είχαν τρεις κόρες: την Όρφη (= όμορφη), την Λύκο και την Καρύα[1].

Μια μέρα η βασίλισσα υποδέχτηκε με μεγάλη φιλοξενία τον θεό Απόλλωνα, ο οποίος ως ανταμοιβή έδωσε / προίκισε στις τρεις κόρες προφητικά δώρα (το προφητικό χάρισμα / μαντικές δυνάμεις), αρκεί να μην πρόδωσαν ποτέ τους θεούς και να σεβαστούν τα μυστικά τους…

Λίγο καιρό αργότερα, ο Διόνυσος[2] Βάκχος(*) εζήτησε επίσης φιλοξενία στο σπίτι του Δίωνος και, έχοντας ερωτευτεί την Καρύα, την μικρότερη κόρη, ξάπλωσε μαζί της χωρίς να της αποκαλυφθεί. Έφυγε για το ταξείδι-αποστολή του, να κάνει τον γύρο της Γης και να εκπολιτίσει λαούς… και μετά επέστρεψε κοντά της… Οι δυο τους ήταν πολύ ερωτευμένοι, ήλθαν σε γάμο, αλλά οι ζηλιάρες αδελφές της Καρίας, άρχισαν να κατασκοπεύουν τον Διόνυσο, να μιλούν άσχημα γι’ αυτόν, και μαρτύρησαν τον έρωτά τους στον πατέρα τους, αθετώντας την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Απόλλωνα – Αντιγραφή αυτού του μύθου θα δείτε στον αρχαίο ελληνικό μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, αλλά και στον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ

Έξαλλος ο θεός προσέβαλε με μανία τα κεφάλια τους και μεταμόρφωσε τα δύο κορίτσια σε βράχους του Ταϋγέτου… Αλλά η Καρύα υπέφερε τόσο πολύ για το τέλος των αδελφών της, που πέθανε από τον πόνο…

Ο Διόνυσος, που ήταν τρελλά ερωτευμένος με την Καρύα, αποφάσισε να κάνει αιώνια την μνήμη της, μεταμορφώνοντάς την σε δένδρο, έκτοτε γνωστό με το όνομά της: Καρύα, καρυδέα / καρυδιά (Juglans regia) > κάρυον > (υποκορ.) καρύδιον, καρύδι. Ναοί του Διονύσου υπήρχαν στο Γύθειο, στην πόλη Λας[3], κ.α.

Άρα γε γιορτάζεται σήμερα η καρυδιά στην Λακωνία;

Ο Διόνυσος, όμως, δεν είχε το θάρρος να πει ακριβώς το τι είχε συμβεί στον βασιλιά Δίο και την γυναίκα του, και έφυγε πάλι να γυρίσει όλον τον κόσμο, να ξεχαστεί…

Αργότερα η θεά Άρτεμις, εζήτησε συγγνώμη για την τύχη των κοριτσιών, επισκέφθηκε τον βασιλιά και την βασίλισσα και είπε όλα όσα είχαν συμβεί... Τότε ο βασιλιάς, ευγνώμων στην θεά, έκτισε έναν ναό, που τον ονόμασε στην Καρυάτιδα Άρτεμι - ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Γ. Λεκακης «Τα επίθετα της θεάς Αρτέμιδος» - αφού στηριζόταν σε ξόανα-αγάλματα από ξύλο καρυδιάς, με γυναικεία χαρακτηριστικά - έκτοτε αυτά ονομάζονται Καρυάτιδες, προς τιμήν της ερωτευμένης, αλλά άτυχης Καρύας, όπως και κάθε λυγερόκορμη κόρη… Οι Καρυάτιδες παρθένες μαζεύονταν, χόρευαν («καρυάτιζαν») σαν τις μέλισσες[4], και έκαναν τα «πράγματά» τους, στον ναό, γύρω από την ιερά καρυδιά της Σπάρτης… Και οι Σπαρτιάτες εχόρευαν επίσης γύρω από το άγαλμα της θεάς της καρυδιάς, το οποίο βρισκόταν σε έναν μεγάλο ανοικτό χώρο, τις ιερές αοιδές - Αλήθεια, γιατί δεν γίνεται αναπαράσταση αυτής της παραδόσεως σήμερα στην Σπάρτη;

Έτσι έμεινε η λέξις Καρυάτις να σημαίνει ιέρεια της Αρτέμιδος, να είναι επίθετον της Αρτέμιδος και είδος χορού προς τιμήν της Αρτέμιδος στις Καρυές της Λακωνικής (αλλά και είδος σκουλαρικιού). - ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Γ. Λεκάκης "Λακωνων Γη".

Το καρυατίζειν, έμεινε ως δραματικός χορός, μίμηση ενός δραματικού γεγονότος: Η ιεροτελεστία ήταν απολύτως απαγορευμένη στους άνδρες, επί ποινή θανάτου. Εκτός από μια ετήσια δημόσια (πάνδημη) ιεροτελεστία, στην οποία συμμετείχε όλος ο λαός. Μπροστά, οι ιέρειες χόρευαν και τραγουδούσαν, αλλά δεν έκαναν «τα πράγματα τους». Κάποτε λοιπόν, ενώ έπαιζαν, οι παρθένες τρόμαξαν από κάποιον κίνδυνο και κρεμάστηκαν από μια καρυδιά! Ο κίνδυνος ήταν (υποτίθεται) ο βιασμός. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι με την έλευση της πατριαρχίας, οι παρθένες ιέρειες σκοτώνονταν ή τις κρεμούσαν από τις καρυδιές, το ιερό τους δένδρο, αν δεν απεκάλυπταν τα άρρητα «απόρρητα» Ιερά Μυστήρια στους άνδρες… Ο απαγχονισμός / αιωρισμός είναι συμβολικό αιολικό έθιμο-δρώμενο, που συνέβαινε και στην Αθήνα, με την Ηριγόνη, προκειμένου να προκληθεί το ευεργετικό αεράκι του έαρος… - ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Γ. Λεκάκης «Μουσικής Μύησις».

Οι αρχαίοι Έλληνες παρέδωσαν στον κόσμο πως το θηλυκό υποστηρίζει την φύση, η οποία είναι θηλυκό. Το απέδιδαν με τις Χάριτες (< Κάρυτες, Καρυέες), τις Καρυάτιδες, κ.ά. Γυναικείες θεότητες και φιγούρες στήριζαν στην κοσμοθεωρία τους την ισορροπία του κόσμου. Μετά ήλθαν ανατροπές… Στην πατριαρχική εποχή ο αρχαίος Τιτάν Άτλας, και οι Τελαμώνες, παραφράζοντας τον μύθο, ήταν αυτοί που υποστήριζαν πλέον την Γη. Έγιναν κάτι περισσότερο από μια απλή βάση στήριξης του κόσμου. Ο κόσμος στηρίζεται πλέον στις αρσενικές θεότητες, στα αρσενικά. Αλλά δεν παύει το στήριγμα να ήταν πλέον ένας άνθρωπος φυλακισμένος, καταδικασμένος να το κάνει, αιχμάλωτος, αλυσοδεμένος - ξεκάθαρο σύμβολο αλλαγής στην ανθρώπινη ψυχή – όπως είναι ο άνθρωπος που δεν τιμά το θήλυ. Αυτή ήταν η διαφορά με το θηλυκό, που στήριζε τον κόσμο, φυσικώς, και όχι καταναγκαστικώς…

Η Κανηφόρα Καρυάτις (παραπάνω φωτογραφία) της Δήμητρος των Αθηνών, κατείχε το μυστικό περιεχόμενο των Ιερών Μυστηρίων της Αρτέμιδος Καρύας στην Ελευσίνα… Σε υψηλό κάνιστρο (καλάθι[**]) επί κεφαλής φέρει φυτικά κοσμήματα (στάχυ και ερυθρά μήκωνα[5]), τα κυριώτερα σύμβολα της Δήμητρος.

Η Άρτεμις στην λακωνική επικράτεια του Δίωνος ελατρεύθη με το όνομα Διώνα > Διάνα, όπως επίσης και στην Έφεσο, μια πόλη των πρωτοελληνων Πελασγών Καρών - Άρτεμις Καρύα (Καρυάτις). Οι Κάρες δε, ελάτρευαν μια θεότητα στην οποία έδωσαν το όνομά τους: Κερ ή Καρ / Kèr ή Kar, στην περιοχή που ρέει ο Μαίανδρος ποταμός.

Τυχαίο ότι ο λαβύρινθος, ο εγκέφαλος και το καρύδι, έχουν παρόμοιο σχήμα, αποτελούμενο από μαιάνδρους; Άλλωστε το κάρυον ετυμολογείται από την κάρα = κεφαλή!

Και κοντά στα Μέγαρα υπήρχε ένα αρχαίο ιερό αφιερωμένο στην Άρτεμη Καρία. Αυτή ήταν γνωστή και ως Σωτήρα, διότι έκανε ένα «θαύμα» (θα το λέγανε σήμερα οι χριστιανοί) υπέρ των Ελλήνων: Έκανε τους Πέρσες να ρίξουν όλα τους τα βέλη σε έναν… βράχο, κι έτσι δεν είχαν πια βέλη εναντίον των Ελλήνων, με συνέπεια οι τελευταίοι να κερδίσουν την μάχη. Τα Μέγαρα σχετίζονται με τον βασιλιά Κάρα και τους Κάρες…

Κάρυα, όλοι οι ξηροί καρποί

Με την λέξη κάρυον (το), οι αρχαίοι Έλληνες ονομάτιζαν κάθε καρπὸ όμοιο με το καρύδι.[6] Διακρίνονταν σε διάφορα είδη: «Βασιλικὰ» ή Περσικά καρύδια, κλπ. Κάρυα κασταναϊκὰ ή κασταναία, τα κάστανα ή ευβοϊκά. Ηρακλεωτικά, ή ποντικὰ ή λεπτά ή λεπτοκάρυα ή λεπτόκαρα / λεφτόκαρα, τα φουντούκια. Κάρυα πικρά, τα πικρά αμύγδαλα, πικραμύγδαλα, κλπ. Γι’ αυτό λένε: «Των δ’ αύ καρύων τας διαιρέσεις μάθε»

Κάρυον ελέγετο και ο πυρήνας των καρπών, ιδίως «ὁ ἐν τῷ κώνῳ πίτυος». Ο κώνος / κωνάριο έχει σχέση με τον θεό Διόνυσο.

Τέλος, κάρυον στην μηχανική, λέγεται είδος τροχαλίας. Και από το σχήμα του καρύου > η καρύνα του πλοίου.[7]

Και η προεξοχή στο μέσον της τραχηλικής επιφάνειας του λάρυγγα, γνωστή και ως «μήλο του Αδάμ»!..

Ο όψιμος φθινοπωρινός καρπός, τυλιγμένος και προστατευμένος από πικρό φλοιό, στεγνώνει και πεθαίνει, αποκαλύπτοντας ένα σκληρό κέλυφος[8], που εσωκλείει τον πολύτιμο σπόρο[9]… Έτσι, πρέπει να αφαιρέσεις ό,τι πικρό και τοξικό για να φτάσεις στο πολύτιμο, που είναι το εσωτερικό (κηρ / καρ = καρδιά[10], ψυχή, γεννητικά-αναπαραγωγικά όργανα[12]). Να ψάξεις μέσα σου να βρεις τον εαυτό σου. «Γνώθι σαυτόν» (που έγινε «Nosce te ipsum» στα λατινικά) εγγεγραμμένο και στους Δελφούς και στον ναό της Δήλου. Εάν δεν βρεις τίποτε μέσα σου, τότε είσαι κενός / κούφιος, και όλα τα παραπάνω ήταν άσκοπα[11]. Ένα διανοητικό – πνευματικό ταξείδι, σαν κι αυτό που έκανε ο ταξειδευτής Διόνυσος, ένα εσωτερικό ταξείδι, που κανείς δεν μπορεί να σου πει, αλλά πρέπει μόνος σου να ανακαλύψεις. Όχημα γι’ αυτήν την αφετηρία, ήταν τα μυστήρια… Αλλά απλώς μια αφετηρία… Το ταξείδι, ως ο Διόνυσος, θα το κάνεις μόνος σου…

Οι ξηροί καρποί είναι πολύ θρεπτικοί καρποί, που επί πλέον, μπορούσαν να διατηρηθουν μέχρι το επόμενο έτος. Άρα οι ξηροί καρποί μπορούσαν να ταΐσουν τους ανθρώπους, ακόμη και σε πτωχούς καιρούς, όταν τα δένδρα δεν καρπίζαν!

Επίσης, με την φλούδα των καρυδιών έφτιαχναν μαύρη βαφή για τα μαλλιά.

Στην Δήλο έφτιαχναν μια αλευρόπιττα με μέλι, την βασυνία, στο όνομα της Ίριδος, και προσέθεταν κόκκωνα (σπέρμα πεύκων > κουκκουνάρι), ξερό σύκο και τρία καρύδια – βλ. Αθήν. 645b.

Στην Ροδο, κατά την 1η Σεπτεμβρίου, ανακτούν από την δοκό ορμαθόν κρομμύων, καρύων, και άλλα διάφορα προϊόντα και ποσότητα σίτου εντός σακκιδίου και τα προσφέρουν ως απαρχές στον Θεό.

Η καρυδιά αναφέρεται και στις «ασκήσεις εφηβίας» ή ως «δοκίμι αγάπης» για να πάρει την πολύφερνη νύφη: «Ποιός από σας είναι άξιος με μια τιναξιά να κατεβάσει ούλα τα καρύδια κάτου;». Στο τέλος το κατόρθωσε ο δράκος που «πιάνει, με σχώρεση, την φύση[12] του με τα δυό του χέρια και δίνει μιά της καρυδιάς, που πέταξε κάτω ούλα τα καρύδια και την καρυδιά ακόμα» - βλ. Ι. Σταματιάδης «Σαμιακά, ήτοι ιστορία της νήσου Σάμου», Αθήναι, 1887, τ. 5. Καφαντάρης Παραμύθια», τ. α΄.

Ενώ ούτε τα καρύδια εμειναν ασχολίαστα από την λαϊκή ονειροκρισία: «Αμύγδαλα και κάρυα και τα λεγόμενα λεπτοκάρυα και όσα κατάσσεται (= σπάζονται), ταραχάς δια τον ψόφον σημαίνει και λύπας δια το είναι πικρά φύσει», γράφει ο Αρτεμίδωρος 5,17-23 (2ος αι. π.X.). «Καρύδια, κεκρυμμένα που καθ’ ύπνον ευρίσκων, ανακάλυψιν θησαυρού σημαίνουσιν. Εάν ίδης τοιαύτα επί των δένδρων, μεμιγμέναι μετά τίνος δυσάρεστου. Εάν δε ξηρά, δυσκολία και απώλεια περιουσίας, πολλάκις δε κέρδη ανέλπιστα» - ΠΗΓΗ: Μέγας Ονειροκρίτης.

ΠΗΓΗ: Αριστοφ. Σφ. 58, Πλ. 1056, Ξεν. Αν. 5.4,29. Διοσκ. 1.178, 179. Ομ. Βατραχομυομ. 31. Επίχ., Αθήν. 52A. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4.5,4, 3.9,5. Συλλ. Επιγρ. 123.19, Αρχιγ. παρὰ Γαλην. Math. Vett. σ. 44.

Καρ και κηρ

Η θεά του θανάτου, ιδίως του βίαιου, ή του ολέθρου, Κηρ[13] / Καρ, έτεκε τους Κήρες[14] / Keres, που ήταν πτερωτά, μαύρα όντα, με μεγάλα λευκά δόντια και κοφτερά νύχια. Ήταν γυναικεία πνεύματα θανάτου. Ήταν οι θεές-προσωποποίηση του βίαιου αιματηρού θανάτου στα πεδία των μαχών. Αν και ήταν παρόντες κατά την διάρκεια του θανάτου, δεν είχαν την δύναμη να σκοτώσουν. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να περιμένουν και μετά να τελετουργήσουν με τους νεκρούς. Ξέσκιζαν τα πτώματα και να έπιναν το αίμα των νεκρών και τραυματιών. Όπως στο κάρυον ξεσκίζεται ο φλοιός για να φτάσει κανείς στο εστωτερικό. Ήταν προσωποποιήσεις του πεπρωμένου κάθε ήρωα κι ανθρώπου μετά τον θάνατό του. Μετά την επικράτηση της πατριαρχίας, η θεά χωρίστηκε στην Λευκή Ουράνια Άρτεμη και στην Μαύρη Κολασμένη Κήρα.

Επιβίωση μέχρι τον 17ο αιώνα

Οι αρχαίες ιέρειες της Αρτέμιδος συνέχισαν αυτές τις παναρχαίες τελετουργίες, που συνδέονταν με την Σελήνη[15], τα νερά και την καρυδιά, σε πολύ μυστικές τελετές, τα Καρυάτεια, μια ετήσια αγροτική εορτή, με θυσίες στις Καρυές της Λακωνικής, προς τιμήν της Καρυάτιδος Αρτέμιδος – βλ. Φώτιος. Αλλά και στην Καμπανία[16] της ιταλικής χερσονήσου, στα νερά του ποταμού Σαβάτου - ΔΙΑΒΑΣΤΕ το ΕΔΩ.

Όλα εμπλέκονται…

Όλα είναι ένα…

Τι άρα γε καταλαβαίνουν από όλα αυτά, οι Βρετανοί και κρατούν ακόμη «φυλακισμένη» την Καρυάτιδα του Ερεχθείου;

ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Το λεξικον των παραδόσεων». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.2.2016.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

        - Λουκιανός, Παυσανίας

        - Βιτρούβιος "De Architectura".

        - Brosse J. «Mitologia degli alberi», εκδ. Rizzoli, Μιλάνο, 1991.

        - Del Ponte R. «Nostra Signora delle selve» στο Dei e miti italici, εκδ. ECIG, Genova, 1985.

        - Graves R. «I miti greci», εκδ. Longanesi, Μιλάνο, 1992. Του ιδίου «La Dea bianca. Grammatica storica del mito poetico», εκδ. Adelphi, Μιλάνο, 2012.

        - Λεκάκης Γ. «Ταματα και αναθηματα».

        - Sentier E. «Trees of the Goddess», εκδ. Moon Books Hants, 2014.

        - Turcan R. «The Gods of Ancient Rome», εκδ. Routledge, 1998, 2001.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Κατ’ άλλους, η νύμφη Καρύα, η προσωποποίηση της καρυδιάς, ήταν μία από τις κόρες του Οξύλου και της Αμαδρυάδας – βλ. Αθήν. 78b. Η Αμαδυράς με τον Όξυλο έτετκαν τις Αμαδρυάδες, νύμφες των δασών: Η Καρύα (> καρυδιά), η Βάλανος (> βαλανιδιά), η Κράνεια (> κρανιά), η Μορέα (> μουριά), η Λίγειρος (> άγρια λεύκα), η Πτελέα (> φτελιά), η Άμπελος (> αμπέλι) και η Συκή (> συκιά).

Η άμπελος και η συκιά σχετίζονται με τον Διόνυσο – ως Συκίτης λατρευόταν στην Λακωνία. Τα δε ξηρά σύκα «τρωγε με ρίγανην και καρύδια, ότι τότε σε βλάπτουσιν ολιγώτερον» - βλ. Αγάπιος «Γεωπονικόν». Την δε συκομαΐδα (βασική τροφή του στρατού του Μ. Αλεξάνδρου) παλαιά την διατηρούσαν τυλιγμένη σε φύλλα καρυδιάς ή καστανιάς, δεμένα με σπάγγο, έως το Πάσχα. "Τα σύκα, τα καρύδια και το γλυκό κρασί" θεωρούνταν τροφές για πλουσίους αρχόντους...

Ο λαός μας πιστεύει πως από τα δένδρα, οι νεράιδες αγαπούν περισσότερο «τας καρυάς και τας συκάς» και γι’ αυτό η σκιά τους είναι επικίνδυνη και προκαλεί κεφαλαλγία – ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Γ. Λεκάκης «Ιερά Άλση».

[2] Ο Διόνυσος αναφέρεται στις πινακίδες της μυκηναϊκής γραφής, ως di-wo-nu-so. Δύο πινακίδες έχουν βρεθεί στην μυκηναϊκή Πύλο και χρονολογούνται στον 12ο ή 13ο αιώνα π.Χ. Οι ελληνο-σουηδικές ανασκαφές 1989 - 1990 στον λόφο Καστέλι Χανίων ανακάλυψαν, μεταξύ άλλων, τέσσερα τεχνουργήματα που έφεραν επίσης επιγραφές Γραμμικής Β'. Μεταξύ αυτών, η επιγραφή (στην KH Gq 5) επιβεβαιώνει την πρώιμη λατρεία του Διονύσου.

Το όνομά του προκύπτει από την λέξη Δίας (di-wo, ο πατέρας του) + νύσος (= νύμφη στα θρακικά).

[3] Στο όρος Ίλιον Λακεδαιμονίας, στην Μάνη, στις δυτικές ακτές του Λακωνικού κόλπου, στην μοναδική πόλη που βρισκόταν ανάμεσα στο Ταίναρο και το Γύθειο - κοντά στο νυν Άνω Βαθύ Λακωνίας, όπου το Χοσιάρι ήταν επίνειόν της - Βλ. Ψευδοσκύλαξ «Περίπλους».(*)

[4] Από τις μέλισσες λαμβάνουμε το κερί < κηρό, κηρήθρα > κηρία = μέλι. Εφευρέτης της μελισσοκομίας, που την εδίδαξε στους ανθρώπους, ήταν ο ευεργέτης της ανθρωπότητος Αρισταίος, υιός του Καρύστου. Γι’ αυτό «τα κάστανα θέλουν κρασί, και τα καρύδια μέλι», λέει μια παροιμία.

        [5] «Εκείνη που επιθυμούσε να κάνει παιδί, έβραζε τον Μάη καρυδόφυλλα, μολόχες και παπαρούνες, τα έβαζε σε δοχεία και κάθουνταν πάνω» - βλ. Σαραντή «Φυτά Θράκης».

            Στην Σινώπη του Πόντου «την παραμονή της Πρωτομαγιάς εύρισκαν 7 είδη άνθη εποχής: τριαντάφυλλα, βιολέττες, άνθη ροδακινιάς, μπουρνελιάς, κ.ά. Τα έβαζαν όλα σ' ένα βαθουλό δοχείο, πιάτο ή λεκάνη, έβαζαν και καρύδια μέσα και νερό και τα άφηναν όλην την νύχτα. Το πρωί, νύχτα ακόμη, ξυπνούσαν όλα τα άτομα της οικογενείας και έπιναν από λίγο και έτρωγαν και το κάλαντο (= λαμπροκούλουρο). Κατόπιν πήγαιναν στον Μάη» - βλ. Μέγας «Εορταί και έθιμα». Γ. Λεκάκης «Η αγνωστη Μικρα Ασία».

[6] Εξ αυτού η παροιμιώδης φράση των Ελλήνων «κάθε καρυδιάς καρύδι», δηλ. κάθε είδους καρπός, άνθρωποι, κλπ.

[7] carina = τρόπις, κάρυον, καρύδι, καρίνα ως εκ του σχήματος προσομοιάζοντος είς ημισυ καρύου.

        [8] Στην Σινασό Καππαδοκίας το λένε καυκούτσα και τσέφλο (= τσόφλι).

        [9] «Πώς να κάμης καρύδια ή αμύγδαλα χωρίς την έξωθεν ξυλίνην φλούδα, ήγουν το σκέπασμα, να ήναι μόνον ό καρπός. Τσάκισον το έξωθεν ξύλον, έβγαλε τον καρπόν πιδέξια άβλαβον και ακέραιον, και τύλιξέ τον με μαλλί, ή απαλά κληματόφυλλα, δια να μη τον φάγουν τα μυρμήγκια, ή άλλα ζωΰφια, και φύτευσέ τον, και ούτως γίνονται όλοι του οι καρποί γυμνοί, καθώς το εφύτευσες» - βλ. Αγάπιος «Γεωπονικόν» (17ος αι.).

        [10] Η καρυδιά συνδέεται με την καρδιά (καρυδιά > καρδιά, καργιά) και στην λαογραφία μας: Την Πρωτομαγιά στην Θράκη, οι γυναίκες έβαζαν ένα κλωνί καρδιάς (καρυδιάς) στα μαλλιά τους, για να είναι «καρδιαρές» (= άφοβες, θαρρετές) και να είναι ανοικτή η καρδιά τους – βλ. Σαραντή «Φυτά Θράκης».

        Και επειδή η καρδιά σχετίζεται με τον έρωτα:

Για σένα καρυδαρρωστώ κι αμυγδαλοδιαβαίνω

και σταφυλομαραίνομαι κι ανθρώπου δεν το λέγω.

        (κρητική μαντινάδα)

        Ο λαός μας βλέπει στα δυο ημισφαίρια του καρυδιού:

Σχίζω, μίζω το δεντρί,

βρίσκω νύφη και γαμπρό,

πεθερά και πεθερό,

δύο σκάφες πλύτριες

καί άλλες δύο ζυμωτικές.

        Λέει θρακικό αίνιγμα για το καρύδι – βλ. Σαραντη «Φυτά Θράκης».

[11]  Εξ αυτού η παροιμιώδης φράση των Ελλήνων «κούφια καρύδια» = ανοησίες, άσκοπα λόγια. «Κούφιο καρύδι και σάπιο ρόιδο», λέει μια παροιμία.

            [12] φύση = το ανδρικό αιδοίον, μόριο. Στην αργκώ καρύδια λέγονται οι όρχεις.

[13] Κηρ (η) > της κηρός, αιολ. κάρ, δωρ. πληθ. κάρες. Έμεινε να λέγεται έτσι κάθε θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, κάθε συμφορά, καταστροφή, ασθένεια, πληγή - βλ. Ομ. Ιλ., Σοφ. - «δειναὶ δὲ κῆρες σ' αἱ κυνώπιδες θεαί» - βλ. Ευρ.

[14] Κατ’ άλλους ήταν κόρες της Νυκτός, αδελφές των Μοιρών (οι οποίες ήλεγχαν την πορεία των ψυχών), και του Θανάτου (θεού του ειρηνικού θανάτου). Μεταγενέστερες πηγές, τις ονόμασαν με λατινικό όνομα (Tenebrae = σκοτεινές) και τις είπαν κόρες του Ερέβους και της Νυκτός – βλ. Κικέρων.

[15] Η θεά Σελήνη λατρευόταν σε όλον τον ελληνικό κόσμο. Ιδιαιτέρως, όμως, σπουδαία ιερά της ήταν στην αρχαία Σπάρτη, στο μαντείο στις Θαλάμες Λακωνίας. Στην Λακωνία την λάτρευαν με το επίθετο Πασιφάη.

[16] Ο κύριος τόπος λατρείας της Αρτέμιδος στην Ιταλία, βρισκόταν κοντά στην μικρή λίμνη Νέμη στο Λάτιο, στους λόφους Άλβανου, και το δάσος που την περιέβαλλε ονομαζόταν nemus aricinum, λόγω της γειτνίασής του με την πόλη Αρικία. Ήταν το ομοσπονδιακό ιερόν των Λατίνων για την λατρεία της Αρτέμιδος, μετά την πτώση της Alba Longa.

Στο αρχαιο Λάτιο / Λάτσιο και την Καμπανία ιερά της Αρτέμιδος έχουν επίσης βρεθεί:

        - στον λόφο του Κορνέ, κοντά στο Tusculum (deva Cornisca, με σύλλογο / κολλέγιο λατρευτών της θεάς, όπως μαρτυρείται από επιγραφή, που βρέθηκε κοντά στο Tusculum και είναι αφιερωμένη στους Μανούς του Giulio Severino, προστάτη του κολλεγίου).

        - στο όρος Algido, επίσης κοντά στο Tusculum.

        - στο Lanuvium, όπου γιορτάζεται στις Ιδές Αυγούστου, από τον σύλλογο Salutare College της Αρτέμιδος και του Αντινόου / Antinous.

        - στο Tivoli, της Diana Opifera Nemorense.

        στους Άναγνους / Anagni, σε ιερό δάσος «ad compitum Anagninum», δηλαδή στο σταυροδρόμι μεταξύ της via Labicana και της via Latina - βλ. Τ. Λίβιος. Τον Σεπτέμβριο του 2007 βρέθηκαν πιθανώς υπολειμμάτά του.

        - στο όρος Τιφάτα, κοντά στην Καζέρτα.

        - στο φυσικό πάρκο Maremma. ανακαλύφθηκε προσφάτως, Ιερό αφιερωμένο στην Diana Umbronensis.


(*) «ἔστι δὲ καὶ Ἑρμῆς Ἀγοραῖος Διόνυσον φέρων παῖδα, καὶ τὰ ἀρχαῖα καλούμενα Ἐφορεῖα, ἐν δὲ αὐτοῖς Ἐπιμενίδου τοῦ Κρητὸς μνῆμα καὶ Ἀφαρέως τοῦ Περιήρους: καὶ τά γε ἐς Ἐπιμενίδην Λακεδαιμονίους δοξάζω μᾶλλον Ἀργείων λέγειν εἰκότα. ἐνταῦθα, ἔνθα αἱ Μοῖραι, καὶ Ἑστία τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐστὶ καὶ Ζεὺς Ξένιος καὶ Ἀθηνᾶ Ξενία.

(…) ἀπαντικρὺ δὲ ἥ τε ὀνομαζομένη Κολώνα καὶ Διονύσου Κολωνάτα ναός, πρὸς αὐτῷ δὲ τέμενός ἐστιν ἥρωος, ὃν τῆς ὁδοῦ τῆς ἐς Σπάρτην Διονύσῳ φασὶ γενέσθαι ἡγεμόνα: τῷ δὲ ἥρωι τούτῳ πρὶν ἢ τῷ θεῷ θύουσιν αἱ Διονυσιάδες καὶ αἱ Λευκιππίδες. τὰς δὲ ἄλλας ἕνδεκα ἃς καὶ αὐτὰς Διονυσιάδας ὀνομάζουσι, ταύταις δρόμου προτιθέασιν ἀγῶνα, δρᾶν δὲ οὕτω σφίσιν ἦλθεν ἐκ Δελφῶν. τοῦ Διονύσου δὲ οὐ μακρὰν Διὸς ἱερόν ἐστιν Εὐανέμου, τούτου δὲ ἐν δεξιᾷ Πλευρῶνος ἡρῷον. γεγόνασι δὲ οἱ Τυνδάρεω παῖδες τὰ πρὸς μητρὸς ἀπὸ τοῦ Πλευρῶνος.

(…) ἔστιν ἁρπαγὴ τῶν Λευκίππου θυγατέρων: Διόνυσον δὲ καὶ Ἡρακλέα, τὸν μὲν παῖδα ἔτι ὄντα ἐς οὐρανόν ἐστιν Ἑρμῆς φέρων, Ἀθηνᾶ δὲ ἄγουσα Ἡρακλέα συνοικήσοντα ἀπὸ τούτου θεοῖς.

(…) ἐπείργασται δὲ τῷ βωμῷ τοῦτο μὲν ἄγαλμα Βίριδος, τοῦτο δὲ Ἀμφιτρίτης καὶ Ποσειδῶνος: Διὸς δὲ καὶ Ἑρμοῦ διαλεγομένων ἀλλήλοις πλησίον Διόνυσος ἑστήκασι καὶ Σεμέλη, παρὰ δὲ αὐτὴν Ἰνώ.

(..) Ἀμύκλαι δὲ ἀνάστατος ὑπὸ Δωριέων γενομένη καὶ ἀπ' ἐκείνου κώμη διαμένουσα θέας παρείχετο ἄξιον ἱερὸν Ἀλεξάνδρας καὶ ἄγαλμα: τὴν δὲ Ἀλεξάνδραν οἱ Ἀμυκλαιεῖς Κασσάνδραν τὴν Πριάμου φασὶν εἶναι. καὶ Κλυταιμνήστρας ἐστὶν ἐνταῦθα εἰκὼν καὶ [ἄγαλμα] Ἀγαμέμνονος νομιζόμενον μνῆμα. θεῶν δὲ σέβουσιν οἱ ταύτῃ τόν τε Ἀμυκλαῖον καὶ Διόνυσον, ὀρθότατα ἐμοὶ δοκεῖν Ψίλακα ἐπονομάζοντες: ψίλα γὰρ καλοῦσιν οἱ Δωριεῖς τὰ πτερά, ἀνθρώπους δὲ οἶνος ἐπαίρει τε καὶ ἀνακουφίζει γνώμην οὐδέν τι ἧσσον ἢ ὄρνιθας πτερά.

(…) Βρυσίαι: καὶ Διονύσου ναὸς ἐνταῦθα ἔτι λείπεται καὶ ἄγαλμα ἐν ὑπαίθρῳ. τὸ δὲ ἐν τῷ ναῷ μόναις γυναιξὶν ἔστιν ὁρᾶν: γυναῖκες γὰρ δὴ μόναι καὶ τὰ ἐς τὰς θυσίας δρῶσιν ἐν ἀποῤῥήτῳ.

(…) Γυθεᾶται (…) ἐν τῇ ἀγορᾷ σφισιν Ἀπόλλωνος καὶ Ἡρακλέους ἐστὶν ἀγάλματα, πλησίον δὲ αὐτῶν Διόνυσος. ἑτέρωθι δὲ Ἀπόλλων Κάρνειος καὶ ἱερὸν Ἄμμωνος καὶ Ἀσκληπιοῦ χαλκοῦν ἄγαλμά ἐστιν, οὐκ ἐπόντος ὀρόφου τῷ ναῷ, καὶ πηγὴ τοῦ θεοῦ καὶ Δήμητρος ἱερὸν ἅγιον καὶ Ποσειδῶνος ἄγαλμα Γαιαόχου

(…) Μενέλαος δὲ Ἴλιον ἑλὼν καὶ ἔτεσιν ὕστερον ὀκτὼ μετὰ Τροίας πόρθησιν οἴκαδε ἀνασωθεὶς ἄγαλμα Θέτιδος καὶ θεὰς Πραξιδίκας ἱδρύσατο ἐγγὺς τῆς Μιγωνίτιδος. Διονύσου δὲ ὄρος ἱερὸν Λαρύσιον καλούμενόν ἐστιν ὑπὲρ τοῦ Μιγωνίου: καὶ ἦρος ἀρχομένου Διονύσῳ τὴν ἑορτὴν ἄγουσιν ἄλλα τε ἐς τὰ δρώμενα λέγοντες καὶ ὡς βότρυν ἐνταῦθα ἀνευρίσκουσιν ὡραῖον.

(…) Βρασιαὶ δὲ ἐσχάτη μὲν ταύτῃ τῶν Ἐλευθερολακώνων πρὸς θαλάσσῃ ἐστί, Κυφάντων δὲ ἀπέχουσι πλοῦν σταδίων διακοσίων. οἱ δὲ ἄνθρωποι λέγουσιν <οἱ> ἐνταῦθα, οὐδέσιν ὁμολογοῦντες Ἑλλήνων, ὡς Σεμέλη τέκοι τὸν παῖδα ἐκ Διὸς καὶ ὑπὸ τοῦ Κάδμου φωραθεῖσα ἐς λάρνακα αὐτὴ καὶ Διόνυσος ἐμβληθείη: καὶ τὴν λάρνακα ὑπὸ τοῦ κλύδωνος ἐκπεσεῖν φασιν ἐς τὴν σφετέραν, καὶ Σεμέλην μὲν--οὐ γὰρ αὐτὴν περιοῦσαν ἔτι εὑρεῖν ἐπιφανῶς θάψαι, Διόνυσον δὲ ἀναθρέψαι λέγουσιν. ἐπὶ τούτῳ δὲ αὐτοῖς καὶ τὴν πόλιν, Ὀρειάτας ἐς ἐκεῖνο ὀνομαζομένην, μετονομασθῆναι Βρασιὰς ἐπὶ τῇ ἐκβολῇ τῇ ἐς τὴν γῆν τῆς λάρνακος: ὡσαύτως δὲ καὶ ἐφ' ἡμῶν τὰ ὑπὸ τοῦ κλύδωνος ἀπωθούμενα ἐς τὴν γῆν ἐκβεβράσθαι καλοῦσιν οἱ πολλοί. Βρασιᾶται δὲ καὶ τάδε ἐπιλέγουσιν, Ἰνώ σφισιν ἐς τὴν χώραν ἀφικέσθαι πλανωμένην, ἐλθοῦσαν δὲ ἐθελῆσαι τοῦ Διονύσου γενέσθαι τροφόν: καὶ ἀποφαίνουσι μὲν τὸ ἄντρον ἔνθα τὸν Διόνυσον ἔθρεψεν Ἰνώ, καλοῦσι δὲ καὶ τὸ πεδίον Διονύσου κῆπον. ἱερὰ δὲ αὐτόθι τὸ μέν ἐστιν Ἀσκληπιοῦ, τὸ δὲ Ἀχιλλέως, καὶ ἑορτὴν κατὰ ἔτος ἄγουσιν Ἀχιλλεῖ. ἄκρα δέ ἐστιν ἐν ταῖς Βρασιαῖς μικρά, προέχουσα ἠρέμα ἐς τὴν θάλασσαν, καὶ ἐπ' αὐτῇ χαλκοῖ ποδιαίων ἑστήκασιν οὐ μείζονες, πίλους ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς ἔχοντες, οὐκ οἶδα εἰ Διοσκούρους σφᾶς ἢ Κορύβαντας νομίζουσι: τρεῖς δ' οὖν εἰσί, τέταρτον δὲ Ἀθηνᾶς ἄγαλμα.

(…) Γερηνίας ὄρος Καλάθιόν[**] ἐστιν: ἐν αὐτῷ Κλαίας ἱερὸν καὶ σπήλαιον παρ' αὐτὸ τὸ ἱερόν, ἔσοδον μὲν στενήν, τὰ δὲ ἔνδον παρεχόμενον θέας ἄξια. Γερηνίας δὲ ὡς ἐς μεσόγαιαν ἄνω τριάκοντα ἀπέχει σταδίους Ἀλαγονία, καὶ τὸ πόλισμα κατηρίθμησα ἤδη καὶ τοῦτο ἐν Ἐλευθερολάκωσι: θέας δὲ αὐτόθι ἄξια Διονύσου καὶ Ἀρτέμιδός ἐστιν ἱερά» - ΠΗΓΗ: Παυσανία «Λακωνικά».

πρωτη καρυδια Λακωνια Καρυατιδες, καρυα μυστηρια Λεκακης
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ