Στον αρχαιολογικό χώρο των Μαλίων (ή Μαλλίων)[**] Ηρακλειου Κρήτης, στον 35ο παράλληλο [35°17′1″N 25°27′45″E] έχει βρεθεί κεραμική (από την 3η χιλιετία π.Χ.). Η συστηματική κατοίκηση της περιοχής χρονολογείται επισήμως μεταξύ 2450 - 2200 π.Χ. Περί το 1700 π.Χ., το ανάκτορο των Μαλίων κατεστράφη από ισχυρό σεισμό και επακόλουθη πυρκαγιά. Μετά την καταστροφή έγιναν προσπάθειες ανακατασκευής του, στην αρχή της Νεοανακτορικής περιόδου (1700 - 1430 π.Χ.). Όμως το 1530 π.Χ. το ανάκτορο κατεστράφη ξανά, πιθανώς από νέο σεισμό. Σημαντικότατοι οι σφραγιδοκύλινδροι που ευρέθησαν στα Μάλια.
Η παρουσία του ανθρώπου στα
Μάλια κατά την Νεολιθική εποχή (6000 - 3000 π.Χ.) μαρτυρείται μόνο από όστρακα
(τμήματα πήλινων αγγείων). Η κατοίκηση στην περιοχή υπήρξε συνεχής από τα μέσα
της 3ης χιλιετίας ως το τέλος της προϊστορίας. Εντοπίσθηκαν σπίτια προανακτορικού
οικισμού (2500 - 2000 π.Χ.) κάτω από το ανάκτορο και ταφές της ίδιας εποχής
κοντά στη θάλασσα. Γύρω στα 2000 - 1900 π.Χ. πρωτοκτίζεται το ανάκτορο. Ο ήδη
ισχυρός οικισμός, από τον οποίο σώζονται συνοικίες γύρω από το ανάκτορο,
μετατρέπεται σε ανακτορικό κέντρο-πόλη. Το ανάκτορο καταστρέφεται γύρω στα 1700
π.Χ. και ανοικοδομείται γύρω στα 1650 π.Χ., στην ίδια θέση και με το ίδιο βασικό
σχέδιο του παλιού, ενώ λίγες αλλαγές έγιναν 50 χρόνια αργότερα. Η καταστροφή
του νέου ανακτόρου σημειώθηκε την ίδια εποχή με την καταστροφή των άλλων
μινωικών κέντρων, στα 1450 π.Χ. περίπου. Μικρή περίοδος ανακατάληψης υπήρξε τον
14ο - 13ο αιώνα π.Χ.
Ο Άγγλος ναύαρχος Th. Spratt, ο οποίος εταξείδεψε στην Κρήτη στα μέσα του 19ου αιώνα αναφέρει την εύρεση φύλλων χρυσού(*) στην θέση «Ελληνικό[***] Λιβάδι».
Τα σημαντικότερα μνημεία και
αρχιτεκτονικά σύνολα των Μαλίων είναι:
- Το μεγαλύτερο μέρος των
ορατών σήμερα ερειπίων ανήκει στο νεοανακτορικό συγκρότημα, ενώ από το πρώτο
ανάκτορο σώζεται τμήμα στα ΒΔ του συγκροτήματος και από την μετανακτορική εποχή
ένα μικρό "λοξό" κτίσμα στην βόρεια αυλή. Η πρόσβαση σήμερα στο
ανάκτορο γίνεται από την πλακόστρωτη δυτική αυλή, την οποία διασχίζουν ελαφρά
υπερυψωμένοι διάδρομοι, οι λεγόμενοι «πομπικοί δρόμοι». Σε κάθε πλευρά του
συγκροτήματος ανοίγονταν είσοδοι, κυριότερες όμως ήταν αυτές της βόρειας και
νότιας πτέρυγας.
Το ανάκτορο οργανώνεται γύρω
από την κεντρική αυλή, που είχε στοές στην βόρεια και ανατολική πλευρά της και
ένα βωμό στο κέντρο της.
Tο σημαντικότερο και
μεγαλύτερο τμήμα του ανακτόρου είναι η διώροφη δυτική πτέρυγα που περιλάμβανε
χώρους ιερούς και επίσημους, αλλά και εκτεταμένες αποθήκες. Σημαντικότεροι
χώροι είναι η λεγομένη loggia αίθουσα υπερυψωμένη,
ανοιχτή προς την αυλή, μεγαλοπρεπής, που μαζί με τα δωμάτια στα δυτικά της
σχετίζεται με τελετουργίες, η "κρύπτη των πεσσών" με τον προθάλαμό
της, που κι αυτή είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, και ανάμεσά τους το μεγάλο
κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον όροφο. Μια ακόμα μεγάλη κλίμακα που χρησίμευε
ίσως και σαν θεατρικός χώρος βρίσκεται στα ΝΔ της κεντρικής αυλής, δίπλα στον
περίφημο κέρνο των Μαλίων.
Στη νότια πτέρυγα, που ήταν
κι αυτή διώροφη, περιλαμβάνονται χώροι κατοικίας ή φιλοξενίας, μικρό ιερό και η
μνημειώδης πλακόστρωτη νότια είσοδος του ανακτόρου που οδηγούσε κατ' ευθείαν
στην κεντρική αυλή.
Τη ΝΔ γωνία του ανακτορικού
συγκροτήματος καταλαμβάνουν 8 κυκλικές κατασκευές που χρησίμευαν για την
αποθήκευση σιτηρών (σιτοβολώνες).
Την ανατολική πτέρυγα
καταλαμβάνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου αποθήκες υγρών με πεζούλια, όπου
τοποθετούνται οι πίθοι και σύστημα αυλακιών και συλλεκτήρων.
Πίσω από τη βόρεια στοά της
κεντρικής αυλής βρίσκεται η υπόστυλη αίθουσα και ο προθάλαμός της. Οι χώροι
αυτοί στήριζαν στον όροφο αίθουσα ίδιων διαστάσεων που αναγνωρίσθηκε ως αίθουσα
τελετουργικών συμποσίων. Δυτικά των χώρων αυτών, πλακόστρωτος διάδρομος συνδέει
την κεντρική αυλή με τη βόρεια, η οποία περιβάλλεται από εργαστήρια και
αποθήκες, και τη ΒΔ αυλή ή αυλή του πύργου. Δυτικά απ' αυτήν εκτείνονται οι
επίσημοι χώροι που στο κέντρο έχουν την αίθουσα ακροάσεων με τα τυπικά μινωικά
πολύθυρα και, πίσω απ΄ αυτήν, την δεξαμενή καθαρμών.
Γύρω από το ανάκτορο
εκτείνεται η μινωική πόλη, από τις σημαντικότερες της Κρήτης.
Βόρεια της δυτικής αυλής
βρίσκεται η δυσερμήνευτη «υπόστυλη κρύπτη», που σχετίσθηκε με τα
πρυτανεία των Ελληνικών χρόνων και η αγορά. Συνοικίες και μεμονωμένα σπίτια της
πόλης έχουν ήδη ανασκαφεί, με σημαντικότερη την συνοικία Ζ, τις οικίες Ε, Δα
και Δβ και τη σημαντικότατη συνοικία Μ, που ανήκει στην εποχή των πρώτων
ανακτόρων, καταλαμβάνει έκταση 3.000 τ.μ. περίπου και αποτελεί το σπουδαιότερο
σύνολο της παλαιοανακτορικής εποχής στην Κρήτη. Χώροι τελετουργικοί, επίσημοι,
αποθηκευτικοί, παρασκευαστήρια και διάφορα εργαστήρια αναγνωρίσθηκαν στα
ασυνήθιστα εκτεταμένα κτήρια της συνοικίας αυτής, που φαίνεται πως διατηρούσε
λειτουργίες παράλληλες με αυτές του ανακτόρου.
Κοντά στην βόρεια ακτή, ΒΑ του ανακτόρου, ανασκάφηκε η Παλαιοανακτορική νεκρόπολη με σημαντικότερο το μεγάλο ταφικό συγκρότημα του Χρυσόλακκου(*), στο οποίο βρέθηκε το περίφημο χρυσό(*) κόσμημα των μελισσών.
Στην μικρή παραλιακή πεδιάδα και στη βόρεια ακτή της, στους πρόποδες της οροσειράς της Σελένας (σ.σ.: Σελήνης), πάνω σε χαμηλό βραχώδες έξαρμα ορθώνεται το ανάκτορο των Μαλίων σε καίρια γεωγραφική θέση. Κοντά στο ανάκτορο πρέπει να βρισκόταν ένα σημαντικό λιμάνι κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Εκτός του στοιχείου αυτού, μεγάλη σημασία αποκτά το ανάκτορο και λόγω του μεγέθους του (7.500 τ.μ.), το τρίτο σε μέγεθος μινωικό ανάκτορο της Κρήτης. Το αρχαίο όνομα είναι σήμερα άγνωστο, ωστόσο έχει υποτεθεί ότι στην θέση αυτή βρισκόταν η Μίλατος με βασιλιά τον Σαρπηδόνα[1], γιο του Δία και της Ευρώπης και νεώτερο αδελφό του Μίνωα. Το ανάκτορο κτίστηκε για πρώτη φορά το 1900 π.Χ. σε θέση, όπου διαπιστώθηκε και παλαιότερη κατοίκηση, και καταστράφηκε το 1700 π.Χ. μαζί με τα άλλα ανακτορικά κέντρα. Ξανακτίστηκε γύρω στο 1650 π.Χ. στην ίδια θέση, για να καταστραφεί και πάλι το 1450 π.Χ. Την τελική αυτή καταστροφή ακολούθησε μικρή περίοδος ανακατάληψης. Η καίρια θέση του διευκόλυνε τόσο την επαφή με την εύφορη ενδοχώρα, όσο και τις εμπορικές δραστηριότητες στη θάλασσα. Σε μικρή απόσταση από αυτό βρίσκεται η νεκρόπολη του Χρυσόλακκου(*)και το ιερό κορυφής του Προφήτη Hλία.
Το ανάκτορο κατασκευάστηκε την Μεσομινωική περιόδο (γύρω στο 1900 π.Χ.). Δύο κύριες οικοδομικές φάσεις έχουν ανιχνευθεί, οι οποίες καθορίζουν και την ιστορία του. Η πρώτη είχε διάρκεια ζωής δύο αιώνων. Γύρω στο 1700 π.Χ. επήλθε η καταστροφή του. Πενήντα χρόνια αργότερα κτίστηκε νέο ανάκτορο (περίπου 1650 π.Χ.), πάνω στα ερείπια του παλαιού, το οποίο φαίνεται ότι ακολούθησε σε γενικές γραμμές το σχέδιό του και τα ερείπια του οποίου σώζονται σήμερα. Η τελική καταστροφή του επήλθε γύρω στο 1450 π.Χ. και έγινε από πυρκαγιά. Το αν οι αιτίες καταστροφής ανάγονται σε πολεμικές συγκρούσεις ή φυσικές καταστροφές αποτελούν ακόμη θέμα συζητήσεων στην επιστημονική κοινότητα. Το ανάκτορο αποτελούσε το κέντρο ολόκληρης της αστικής περιοχής. Οι διάφορες συνοικίες της μινωικής πόλης εκτείνονται σε μικρή απόσταση από αυτό. Η πόλη, η ονομασία της οποίας δεν είναι γνωστή, περικλειόταν από τείχος. Τα νεκροταφεία της πόλης εντοπίζονται στα βόρεια, δίπλα στην παραλία. Υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξης και ενός παράλιου οικισμού ρωμαϊκών χρόνων και μιας βυζαντινής βασιλικής.
Το μεγαλύτερο μέρος των
ορατών σήμερα ερειπίων ανήκει στο νεοανακτορικό συγκρότημα, ενώ από το πρώτο
ανάκτορο σώζεται τμήμα του στα βορειοδυτικά του συγκροτήματος και από τη
μετανακτορική εποχή ένα μικρό «λοξό» κτίσμα στη βόρεια αυλή. Η πρόσβαση στο
ανάκτορο γίνεται σήμερα από την πλακόστρωτη δυτική αυλή, την οποία διασχίζουν
ελαφρά υπερυψωμένοι διάδρομοι, οι λεγόμενοι «πομπικοί δρόμοι». Σε κάθε πλευρά
του συγκροτήματος ανοίγονταν είσοδοι, κυριότερες όμως ήταν αυτές της βόρειας
και της νότιας πτέρυγας. Το ανάκτορο των Μαλίων χαρακτηρίζεται από την μεγάλη
κεντρική αυλή, το επίκεντρο του συγκροτήματος, τα κλιμακοστάσια, τους
φωταγωγούς, τα πολύθυρα, τις μνημειακές προσόψεις και τον καθορισμό κάθε
πλευράς για συγκεκριμένες λειτουργίες. Η κεντρική αυλή του, διαστάσεων 48 x 23
μ., αποτελεί κατάλοιπο του παλιού ανακτόρου. Στο κέντρο της υπάρχει βωμός. Η
αυλή διέθετε μνημειώδη όψη με δύο στοές στην βόρεια και ανατολική πλευρά της
και έναν βωμό στο κέντρο της. Η ανατολική στοά είχε ξύλινους και λίθινους
πεσσούς, τυπικό χαρακτηρηστικό μινωικής αρχιτεκτονικής.
Η κύρια όψη του ανακτόρου ήταν η δυτική, η οποία διέθετε δεύτερο όροφο με μνημειώδη χαρακτήρα. Στέγαζε τα ιερά, τα βασιλικά και τα επίσημα διαμερίσματα, αποθηκευτικούς χώρους και σιτοβολώνες. Στο κεντρικό τμήμα της αναπτύσσονται τα επίσημα διαμερίσματα. Σημαντικό ρόλο έπαιζε ένα δωμάτιο που έβλεπε στην κεντρική αυλή, διέθετε έναν πεσσό στην είσοδο και πίσω του τέσσερα σκαλοπάτια, την λεγόμενη «λότζια», αίθουσα υπερυψωμένη και ανοιχτή προς την αυλή, όπου τελούνταν θρησκευτικές τελετές. Στο πίσω μέρος της βρισκόταν το θησαυροφυλάκιο, όπου βρέθηκε ένα μεγαλόπρεπο ξίφος με επίχρυση(*) λαβή και ο γνωστός λίθινος τελετουργικός πέλεκυς σε σχήμα πάνθηρα.
Αμέσως νότια της «λότζιας»
υπάρχει μεγάλο κλιμακοστάσιο (σήμερα σώζονται έντεκα σκαλοπάτια). Λίγο
νοτιότερα ανοίγει μια μεγάλη αίθουσα, η οποία ήταν ένας σημαντικός ιερός χώρος.
Ο ιερός αυτός χώρος επικοινωνούσε με μια πλακόστρωτη υπόστυλη κρύπτη με πεσσούς
στο κέντρο της, ακόμη μια αίθουσα θρησκευτικών τελετουργιών. Ακόμη νοτιότερα
υπάρχει μια μεγάλη κλίμακα, από την οποία διατηρούνται τέσσερα σκαλοπάτια και
πιθανόν οδηγούσε στις αίθουσες του πάνω ορόφου. Πρέπει όμως να χρησίμευε και ως
καθίσματα για τις εκδηλώσεις που τελούνταν στην αυλή, κάτι αντίστοιχο των
θεατρικών χώρων των άλλων ανακτόρων. Εκεί βρέθηκε και ο λίθινος «κέρνος» των
Μαλίων. Στο βόρειο τμήμα της δυτικής πλευράς βρίσκεται η περιοχή των βασιλικών
διαμερισμάτων. Στο κέντρο του τμήματος αυτού βρίσκεται μια ωραία πλακόστρωτη
αίθουσα («αίθουσα υποδοχής» ή «μέγαρον») με τα τυπικά μινωικά πολύθυρα.
Η ανατολική πτέρυγα
αποτελείται από μακρόστενους αποθηκευτικούς χώρους, αποθήκες υγρών με πεζούλια,
όπου τοποθετούνταν οι πίθοι, και σύστημα αυλακιών και συλλεκτήρων. Στην νότια
πτέρυγα, που κι αυτή ήταν διώροφη, υπάρχουν χώροι κατοικίας ή φιλοξενίας, μικρό
ιερό και η μνημειώδης πλακόστρωτη νότια είσοδος του ανακτόρου, που οδηγούσε
κατ' ευθείαν στην κεντρική αυλή. Την νοτιοδυτική γωνία του ανακτορικού
συγκροτήματος καταλαμβάνουν οκτώ κυκλικές κατασκευές που χρησίμευαν για την
αποθήκευση σιτηρών (σιτοβολώνες). Πίσω από την βόρεια στοά της κεντρικής αυλής
βρίσκεται η υπόστυλη αίθουσα και ο προθάλαμός της. Δυτικά των χώρων αυτών
πλακόστρωτος διάδρομος συνδέει την κεντρική αυλή με την βόρεια, η οποία
περιβάλλεται από εργαστήρια και αποθήκες, και η βορειοδυτική αυλή ή «αυλή του πύργου».
Δυτικά της τελευταίας εκτείνονται οι επίσημοι χώροι. Στο κέντρο βρίσκεται η
αίθουσα ακροάσεων με τα τυπικά μινωικά πολύθυρα και πίσω από αυτήν η δεξαμενή
καθαρμών.
Στην περιοχή Μάρμαρα υπάρχουν εκτεταμένα ερείπια οικισμού ρωμαϊκών χρόνων. Και
βασιλική του 6ου αιώνα.
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Ο Ιωσήφ Χατζηδάκης και η
Εφορεία Κρήτης ξεκίνησε δοκιμαστικές ανασκαφές το 1915, στον λόφο Άζυμο,
αποκαλύπτοντας το νότιο μισό της δυτικής πτέρυγας του ανακτόρου και τάφους στην
παραλία, αλλά διέκοψε τις εργασίες, λόγω έλλειψης χρημάτων.
Το 1921 ξεκίνησε η συνεργασία με την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, η οποία ανασκάπτει το κτηριακό συγκρότημα του Χρυσόλακκου(*). Με διακοπές συνεχίζονται έως και σήμερα στο ανάκτορο, τις συνοικίες της πόλης και τις νεκροπόλεις της παραλίας.[2] Η αποκάλυψη του ανακτόρου και μεγάλου τμήματος της πόλης οφείλεται όμως κατά κύριο λόγο στους Γάλλους (υπεύθυνος ο F. Chapouthier).
Τα ευρήματα των ανασκαφών
εκτίθενται στο Μουσείο Ηρακλείου και μερικά άλλα βρίσκονται στο Μουσείο Αγίου
Νικολάου. Αλλά τα Μάλια πρέπει να αποκτήσουν το δικό τους Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι ανασκαφές συνεχίζονται
ακόμη και σήμερα.
Το 2024 έγινα αντιπλημμυρικά
έργα στον αρχαιολογικό χώρο των Μαλίων. Στο πλαίσιο του προγράμματος του
Υπουργείου Πολιτισμού για την υλοποίηση έργων πρόληψης και αντιμετώπισης των
φαινομένων της κλιματικής αλλαγής, σε μείζονες αρχαιολογικούς χώρους,
δρομολογήθηκαν τα έργα αντιπλημμυρικής θωράκισης, προϋπολογισμού περίπου
3.500.000 ευρώ, στον αρχαιολογικό χώρο του Μινωικού Ανακτόρου των Μαλίων. Έχει
ολοκληρωθεί το σύνολο των αναγκαίων μελετών –γεωτεχνική, γεωλογική, υδρολογική
μελέτη, υδραυλική, ειδική αρχιτεκτονική και στατική- και το έργο βρίσκεται σε
φάση δημοπράτησης. Τα προβλήματα που εντοπίζονται στον αρχαιολογικό χώρο, όσον
αφορά στην αντιπλημμυρική προστασία του, εντοπίζονται στην παροχέτευση υδάτων
της γύρω περιοχής, δια μέσω του αρχαιολογικού χώρου, στην έλλειψη οργανωμένου
συστήματος αποστράγγισης, στη δυσχερή απορροή των ομβρίων από τα στέγαστρα,
αφού οι υδρορροές δεν λειτουργούν σωστά και τα λιμνάζοντα ύδατα θέτουν ζήτημα
στατικής επάρκειας των στεγάστρων.
Η Υπουργος Πολιτισμού Λίνα
Μενδώνη, δήλωσε: «Την τελευταία πενταετία στο Υπουργείο Πολιτισμού εργαζόμαστε
συστηματικά, μεθοδικά και σε συνεργασία με τα ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας μας
για την προστασία, την πρόληψη, τη θωράκιση των αρχαιολογικών χώρων και των
μνημείων από τα ακραία φαινόμενα που επιφέρει η κλιματική αλλαγή. Και αυτό
παράλληλα με τη σύνταξη και κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την
αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην πολιτιστική μας
κληρονομιά, υλική και άυλη. Ανάμεσα στα έργα που υλοποιούν οι υπηρεσίες μας σε
μείζονες αρχαιολογικούς χώρους, με μεγάλη επισκεψιμότητα και σημαντική επίδραση
στην τοπική ανάπτυξη, είναι και το έργο της αντιπλημμυρικής θωράκισης του
Μινωικού ανακτόρου των Μαλίων, το οποίο εμφανίζεται ευάλωτο σε πλημμυρικά
φαινόμενα λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων που, κατά περιόδους, πλήττουν την
περιοχή. Το έργο της αντιπλημμυρικής προστασίας προβλέπει την κατασκευή
εκτεταμένου δικτύου με αποστραγγιστικές τάφρους περιμετρικά όλων των
στεγασμένων χώρων, για την απομάκρυνση των ομβρίων από τα στέγαστρα, αλλά και
την κατασκευή γενικού δικτύου απορροής που να οδηγεί τα όμβρια εκτός του
αρχαιολογικού χώρου. Η ολοκλήρωση της εκπόνησης των αναγκαίων μελετών μας
επιτρέπει να προχωρήσουμε πλέον στην κατασκευή του έργου της αντιπλημμυρικής
προστασίας, με την κατασκευή εκτεταμένου αποστραγγιστικού δικτύου και την
αντικατάσταση των κατεστραμμένων στεγάστρων με νέα υψηλής ανθεκτικότητας,
προκειμένου ο αρχαιολογικός χώρος να καταστεί περισσότερο ανθεκτικός στις πολύ
έντονες και ισχυρές βροχοπτώσεις που τα
τελευταία χρόνια πλήττουν την περιοχή».
Η ειδική αρχιτεκτονική μελέτη
είχε ως αντικείμενο την διευθέτηση των ομβρίων και τα συνοδά έργα στα
υφιστάμενα στέγαστρα και στον περιβάλλοντα χώρο. Παράλληλα, ο σχεδιασμός της
απορροής ομβρίων εναρμονίζεται με το συνολικό σχεδιασμό της πορείας των
επισκεπτών στον χώρο. Οι διαδρομές των επισκεπτών συνδυάζονται με την κατασκευή
χώρων ανάπαυσης με καθιστικά και πινακίδες ενημέρωσης. Συγχρόνως εξασφαλίζεται
η πρόσβαση των ΑμεΑ με την κατασκευή ράμπας.
ΠΗΓΗ: Στ. Αποστολάκου (αρχαιολόγος),
ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.8.2024.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Υπήρχε Σαρπηδονεῖον, ιερόν αυτού στην Ξάνθο της Λυκίας, δείχνοντας την παναρχαία σχέση Κρήτης - Λυκίας – βλ. Ομ. Ἰλ. Μ. 379, 392, Ε. 633, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 78, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 869. ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκακης «Η αγνωστη Μικρα Ασια». Και ομιλία του Γ. Λεκακη «Ο Κρητικός ήρως Σαρπηδών, που έζησε τρεις ζωές!», στην Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας (ΕΜΑΕΜ), στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στις 5.3.2010 και στον ιστότοπο του Πανεπ. Πατρών.
[2] Οι σχετικές με τις ανασκαφές δημοσιεύσεις και μελέτες
υπάρχουν στη σειρά ETUDES CRETOISES από το 1928, ενώ ολοκληρωμένες δημοσιεύσεις
έκαναν οι Η. Van Effenterre και O. Pelon.
[**] Ακριβώς ίδιο τοπωνύμιο υπάρχει και στην Λεμεσό Κύπρου, προφανώς αποικία Μαλιέων, στον 34ο παράλληλο [34°48′59″N 32°46′58″E], γνωστός ο Μαλιακός Κόλπος, αλλά και άλλα.
[***] Με το τοπωνύμιο Ελληνικό - Ελληνικά, οι παλαιοί Έλληνες εννοούσαν αρχαιολογικούς χώρους των αρχαίων Ελλήνων...
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook