Του Γιώργου Λεκάκη
Ο
αστεροειδής – και όχι κομήτης - που εξαφάνισε τους δεινόσαυρους σχηματίσθηκε έξω από την τροχιά του πλανήτη Δία.
Όταν το εξωγήινο
αντικείμενο (μεγέθους πόλης) χτύπησε το σημερινό Chicxulub και άνοιξε τον
ομώνυμο κρατήρα (διαμέτρου 150 και βάθους 30 χλμ.), στον 21ο
παράλληλο [21°24′0″N 89°31′0″W] στην χερσόνησο Γιουκατάν του Μεξικού, πριν από 66.000.000
χρόνια[1],
η τεράστια έκρηξη άφησε ένα στρώμα υλικού αστεροειδούς σε όλην την Γη.
Η πρόσκρουση
έριξε τεράστιους όγκους θείου, σκόνης και αιθάλης στον αέρα, μπλοκάροντας εν
μέρει τον Ήλιο και προκαλώντας πτώση της θερμοκρασίας. Ένα στρώμα ιριδίου[3], το
οποίο είναι σπάνιο στην Γη, αλλά πιο συνηθισμένο στους αστεροειδείς, κατατέθηκε
σε όλον τον πλανήτη, περίπου την εποχή που άρχισε η εξαφάνιση.
Οι ερευνητές
εξέτασαν ένα στοιχείο που διατηρείται σε αυτό το στρώμα, το ρουθήνιο (είδος
πλατίνας)[2],
και διαπίστωσαν ότι ταίριαζε με την σύνθεση του τύπου του αστεροειδούς, που
σχηματίστηκε στο εξωτερικό Ηλιακό Σύστημα, παρά με τον τύπο που παρήχθη στην
εσωτερική περιοχή. Το ρουθήνιο είναι εξαιρετικά σπάνιο στα πετρώματα της Γης, επομένως
δείγματά του από μια τοποθεσία πρόσκρουσης προσφέρουν «την καθαρή υπογραφή» του
κρουστικού αντικειμένου. Υπάρχουν επτά σταθερά ισότοπα του ρουθηνίου και τα
ουράνια σώματα έχουν χαρακτηριστικά μείγματά τους.
Η εξαφάνιση
του Κρητιδικού / Παλαιογενούς (K/Pg) ήταν η 5η από μια σειρά μαζικών
εξαφανίσεων, που συνέβησαν τα τελευταία 540.000.000 χρόνια, περίοδο κατά την
οποία τα ζώα εξαπλώθηκαν γύρω από την Γη. Το γεγονός εξαφάνισε περισσότερα από
το 60% των ειδών, συμπεριλαμβανομένων όλων των δεινοσαύρων…
Θα μπορούσε
να πει κανείς ότι «κάτι ενδιαφέρον συνέβαινε στην ζώνη των αστεροειδών εκείνην
την εποχή, όπως μια διάσπαση μεγάλου αστεροειδούς...
ΠΗΓΗ: M. Marshall «Dinosaur-killing
Chicxulub asteroid formed in Solar System’s outer reaches - Rock samples hold
clues to origin of impactor that sparked a mass extinction 66 million years ago»,
Nature, 15.8.2024. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
15.8.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Fischer-Gödde Μ. κ.ά. Science 385, 752–756 (2024).
- Hildebrand A. R., κ.ά. Geology 19, 867-871 (1991).
- Siraj Α. & Loeb Α. Sci. Rep. 11, 3803 (2021).
- Nesvorný D., Icarus 368, 114621 (2021).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Η θεωρία πρωτοδιατυπώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του
1970, από τον γεωλόγο W. Alvarez και τον πατέρα του, βραβευμένο με Νόμπελ
επιστήμονα L. W. Alvarez. Κατά καιρούς έχει έντονα αμφισβητηθεί.
[2] Χημικό στοιχείο (Ru) με ατομικό αριθμό 44.
Ευρίσκεται
στα μεταλλεύματα μαζί με τα άλλα μέταλλα της ομάδας της πλατίνας στα Ουράλια
Όρη, στην Βόρεια και Νότια Αμερική, στο Sudbury του Οντάριο και σε κοιτάσματα
πυροξενίτη στην Νότια Αφρική.
Επισήμως
ανακαλύφθηκε από τον Ρώσο βαλτικής-γερμανικής καταγωγής επιστήμονα K. E. Claus,
το 1844 στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Καζάν και το ονόμασε ρουθήνιο προς τιμήν
της Ρωσίας, η οποία παλαιά ελέγετο Ρουθηνία, από την περιφέρεια
Zakarpattia στην νυν δυτική Ουκρανία.
Φυσικά
κράματα πλατίνας που περιέχουν και τα έξι μέταλλα της ομάδας πλατίνας
χρησιμοποιήθηκαν από ιθαγενείς Αμερικανούς Ινδιάνους και ήταν γνωστά στους Ευρωπαίους
χημικούς από τα μέσα του 16ου αιώνα. Αλλα μόλις στα μέσα του 18ου
αιώνα η πλατίνα αναγνωρίσθηκε ως καθαρό στοιχείο. Ενώ όλα τα άλλα στοιχεία της
ομάδας 8 έχουν δύο ηλεκτρόνια στο εξωτερικό περίβλημα, το ρουθήνιο στο
εξωτερικό περίβλημα έχει μόνον ένα ηλεκτρόνιο. Αυτή η ανωμαλία παρατηρείται και
στα γειτονικά μέταλλα νιόβιο (41), μολυβδαίνιο (42) και ρόδιο (45). Περίπου 30
τόνοι ρουθηνίου εξορύσσονται κάθε χρόνο. Τα παγκόσμια αποθέματα υπολογίζονται
σε 5.000 τόνους. Χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικές εφαρμογές, στην κατάλυση και στην
ηλεκτροχημεία.
[3] Xημικό στοιχείο, ευγενές μέταλλο με ατομικό αριθμό 77. Επήρε το όνομά του από την θεά Ίριδα θεά του ουράνιου τόξου, των αρχαίων Ελλήνων, που θύμιζαν τα έντονα χρώματα των αλάτων του. Το ιρίδιο είναι συνυφασμένο με τον λευκόχρυσο και τα άλλα PGMs. Κράματα μετάλλων της ομάδας του λευκόχρυσου ήταν ήδη γνωστά από το 700 π.Χ. Ισπανοί κατακτητές της Νότιας Αμερικής, τον 17ο αιώνα τα έφεραν ως αδιαχώριστο μίγμα στην Ευρώπη, και τα ονόμασαν «πλατίνα» (= μικρό ασήμι). Επισήμως ανακαλύφθηκε το 1803 στο Λονδίνο, από τον Άγγλο χημικό Τένναντ στα αδιάλυτα κατάλοιπα της κατεργασίας του λευκόχρυσου. Τα μεγαλύτερα αποθέματά του ευρίσκονται στην Νότια Αφρική, στην Ρωσία, στον Καναδά, στις ΗΠΑ.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook