Η λέξις ουγγιά είναι ελληνική, εκ της λέξεως όγκος - του Γ. Λεκάκη

Η λέξις ουγγιά είναι ελληνική,
εκ της λέξεως όγκος

Του Γιώργου Λεκάκη

Η ὀγκία (< όγκος) > οὐγκία (λατ. uncia), υιοθετήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες στην Σικελία της Μεγάλης Ελλάδος

        > οὐγκιαῖος, οὐγκιασμός

        > ιρλδ. unga, γοτθ. unkja, αρχ. αγγλόσαξ. ynce.

ΠΗΓΕΣ: Αριστ. Απ. 467, 510, Γαλ.13.789, Αλεξ. Αφρ. Top.210.7. Επίχ. 203, Σόφρων 151. 

Την βρίσκουμε και σε ελληνικές επιγραφές:

        - Θεσσαλονίκης (Μυγδονία Μακεδονίας, SEG 33:555),

        - Λουλουδιές Κίτρους Πιερίας Μακεδονίας (SEG 49:729,1),

        - Μικράς Σκυθίας (SEG 55:821),

        - Σαλαμίνας (XIII 410),

        - Σουνίου Αττικής (SIG 1042.23 - 2ος – 3ος αι. μ.Χ.).

        - Ισπανίας και Λουσιτανίας (Πορτογαλίας) SEG 47:1536,2, κ.ά.

Και ως ογκία σε επιγραφές

        - Δελφών Φωκίδος (BCH 82 (1958) 602 = De 6), 

        - Συρίας-Φοινίκης (IGLSyr 3,1 789),

        - Κυρηναϊκής Λιβύης (SEG 9:176)

        - Σικελίας -Σαρδηνίας (SEG 45:1423,1 και SEG 45:1423,2), κ.ά.

Η ουγγία / ουγγιά / ούγγα / ούγκα είναι μονάδα μάζας, και ισοδυναμεί με το 1/16 της κοινής (avoirdupois) λίβρας. Και μονάδα μάζας πολύτιμων μετάλλων που ισοδυναμεί με το 1/12 της ευγενούς (troy[1]) λίβρας. Άρα η ισοδυναμία σε γραμμάρια είναι:

        1 κοινή ουγγιά = 28,35 γραμμ.,

ενώ

        1 ευγενής ουγγία = 31,10 γραμμ.

Η λεξις ὄγκος (ο) < ἐνεγκεῖν, ἐνήνοχα, αόρ. και παρακμ. του ρ. φέρω) = μέγεθος, μάζα, κ.ά.

Αλλά και

Ø μέρος αἰχμῆς βέλους

Ø πληθ. τα ἑκατέρωθεν ἀγκιστρωτὰ πλάγια ἄκρα, οἱ πώγωνες τῶν ἀκίδων, νεῦρόν τε καὶ ὄγκους, «νεῦρον μὲν ἐν ᾧ δέδεται τὸ σίδηρον τοῦ βέλους πρὸς τὸν κάλαμον. ὄγκους δὲ τὰς ἀκίδας καὶ ἐξοχὰς τοῦ βέλους»[2], ὄγκοι τοῦ βέλους

Ø πᾶσα γωνία,

Ø οἱ τῆς νεὼς ὄγκοι, ὑποστάται ἑκατέρωθεν ἐν ταῖς πλευραῖς πλοίου.

> ογκηρός (= πρησμένος), ὀγκόω -ῶ (= ἱδρύω, μεγαλώνω κάτι, τιμῶ, ἀνυψώνω), ὀγκώδης, ογκίαι, ὄγκωμα (= πρήξιμο), ὄγκωσις, ογκύλον, ογκοπελεθίαν, ογκοποιώ, ογκόφωνος, ὀγκωτός, άογκος, δύσογκος, ένογκος, έξογκος, έπογκος, εύογκος, ίσογκος, κάτογκος, περίογκος, κλπ.

> ἄγκος (το) = καμπύλον τι ή κοῖλον, η ὀρεινὴ φάραγξ , κοιλάς > ἀγκή (τα άγκεα), ἀγκάλη, ἀγκών, ἀγκοίνη, ἀγκύλη, ἄγκιστρον, ἄγκυρα, ὄγκος > σανσκρ. ak, añkhâmi, ankos, uncus, angulus, agga, κλπ. Η λέξις βρίσκεται το πρώτον στις μυκηναϊκές δέλτους: a-ke-e [> ti-mi-to-a-ke-e].

Παροιμιώδεις φράσεις:

        - «ὁ Αἰσχύλου ὄγκος» = το στομφώδες, το πομπώδες ύφος τού Αισχύλου.

        - «γαστρὸς ὄγκος» = η διόγκωση τῆς κοιλιάς από το έμβρυο που υπάρχει στην μήτρα.

ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης "Λεξικον παραδοσεων". ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.5.2017.

ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ἰλ. Υ. 490, Ὀδ. Δ. 337. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 387. Ἡρόδ. 6,74. Εὐρ. Βάκχ. 1051. Αριστ. Τοπ. 1.15,2. Πλάτ. Πλούτ. Αθήν. 208B. Ησύχ. Φιλόστρ. 848.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Από την πόλη Τρουά (< Τροία των Τρικασών) του Aube στην Grand Est, της Καμπανίας / Σαμπανίας Γαλλίας, που διασχίζει ο Σηκουάνας.

[2] Σχόλ. Ἰλ. Δ. 151, πρβλ. 214.

λεξις ουγγια ελληνικη, λεξη ογκος Λεκακης ετυμολογια λεξις ογκια ουγκια λατινικα ουνκια uncia αρχαιοι ελληνες Σικελια Μεγαλη Ελλαδα κατω ιταλια ουγκιαιος, ουγκιασμος > ιρλανδικα ουνγκα unga , γοτθικα ουνκγια unkja, αρχαια αγγλασαξονικα υνκε ynce Αριστοτελης Σοφρων Σουνιο, 2ος 3ος αιωνας μΧ ελληνικες επιγραφη Θεσσαλονικη Μυγδονια Μακεδονια Λουλουδιες Κιτρος Πιερια Μακεδονιας Μικρα Σκυθι μικρη Σαλαμινα Ισπανια Λουσιτανια Πορτογαλια επιγραφες Δελφοι Φωκιδα Συρια Φοινικη Κυρηναικη Λιβυη Σαρδηνια ουγγα / ουγκα μοναδα μαζας, μαζα κοινη avoirdupois λιβρα πολυτιμα μεταλλα ευγενης troy γραμμαρια γραμμαριο ογκος ενεγκειν, ενηνοχα, φερω μεγεθος, αιχμη βελος εκατερωθεν αγκιστρωτα αγκιστρωτο αγκιστρο πλαγια ακρα, ακρο ακρον πωγων ακιδα νευρον ογκοι νευρο σιδηρον σιδηρος βελους καλαμος ακις εξοχη γωνια, ναυς υποστατης πλευρα πλοιο ογκηρος πρησμενος ογκοω ογκω ιδρυω, μεγαλωνω τιμω, ανυψωνω, ογκωδης, ογκιαι, ογκωμα πρηξιμο ογκωσις, ογκυλον, ογκοπελεθιαν, ογκωση, ογκυλο, ογκοπελεθια, ογκοποιω, ογκοφωνος, ογκωτος, αογκος, δυσογκος, ενογκος, εξογκος, επογκος, ευογκος, ισογκος, κατογκος, περιογκος, αγκος καμπυλον καμπυλο κοιλον, κοιλο ορεινη φαραγξ, φαραγγι κοιλας κοιλαδα αγκη αγκεα αγκαλη, αγκων, αγκοινη, αγκυλη, αγκιστρον, αγκυρα, σανσκριτικα, ακ ak, ανκαμι ankhami, ανκος ankos, ουνκους uncus, ανγκουλους angulus, αγγα agga, μυκηναικη δελτος ακεε akee timitoakee παροιμιωδγς φραση παροιμια αισχυλου στομφωδες, πομπωδες υφος Αισχυλος γαστρος διογκωση κοιλια εμβρυο μητρα ομηρου ιλιας οδυσσεια ησιοδος ηροδοτος Ευριπιδης Πλατων Πλουταρχαος Αθηναιος Ησυχιος Φιλοστρατος πολη Τρουα Τροια Τρικασοι Aube Grand Est, Καμπανια / Σαμπανια Γαλλια ποταμος Σηκουανας σχολια
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ