Η γαλλική λέξη enfant = βρέφος είναι εκ της αρχαίας ελληνικής, λένε Γάλλοι λεξικολόγοι… - του Δ. Συμεωνίδη

Η γαλλική λέξη enfant = βρέφος
είναι εκ της αρχαίας ελληνικής,
λένε Γάλλοι λεξικολόγοι…

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP,

δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης) 

 

Ετυμολογικό λεξικό Γαλλικών Λέξεων,

που προήλθαν από τα Ελληνικά

Παιδί, s.m στα λατινικά infans, που σημαίνει μη θαυμαστές, αυτός που δεν μιλά ακόμη, από το ρήμα fari, που προέρχεται από το ρήμα φάω, μιλώ σε νεαρή ηλικία, που δεν έχει ακόμη την χρήση του λόγου.

Παράγωγα, ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ = ENFANCE, ΝΗΠΙΟΝ = ENFANTER, ΠΑΙΔΙΑΣΤΙΚΟΣ = ENFANTIN, κλπ.

Dictionnaire Etymologique Des Mots Francois Dérivés,

Du Grec

Enfant,s.m.en latin infans, qui veut dire non fans, qui ne parle encore,fait du verbe fari,qui rive de φάω, dire, parler. Le mot infans signe donc proprement un enfant à la mamelle ou en bas âge, qui n’a pas encore l’usage de la parole.

Dérivés, ENFANCE, ENFANTER, ENFANTIN

Από την λατινική λέξη, λοιπόν, infans που σημαίνει νήπιος, άλαλος, άφωνος οι Γάλλοι έφτιαξαν την λέξη enfant, που σημαίνει νήπιο, αυτό που ακόμα δεν έχει φωνή, ομιλία. Και η οποία προήλθε από την ελληνική...

> Λατ. fari, fatum, fama, fas, fabula, κλπ.

 

Στεφ. Κουμανούδη: Λεξικόν Λατινοελληνικόν

Infans, ntis,(in-for) ἐπὶ ἀνθρώπων, νήπιος, pupilla infans, νηπία, ὀρφανή, ab infandibus, ἐκ νηπίων,εκ νηπιότητος.infans manus, νηπία χείρ, τοῦ νηπίου χείρ

2 ἐπὶ ζώων νήπιος νεογνὸς 

3. Ἐπὶ ἀψύχων infans boletus, νήπιος,νεοφυής βωλίτης 

4. Ἄλαλος, ἄφωνος 

5. ἄγγλωσσος, ἀφυὴς πρὸς τὸ λέγειν, ἄπειρος τοῦ λέγειν.

 

Greek (Liddell-Scott)

φάω: φωτίζω, φέγγω, λάμπω, (ὡς τὸ φαίνω ΙΙ), φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠὼς Ὀδ. Ξ. 502· χηλαὶ λεπτὰ φάουσαι Ἄρατ. 607· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει μετοχ. φῶντα = λάμποντα, καὶ Ἐπικ. ἀόρ. βϳ πέφη = ἐφάνη· ― περὶ τῶν τύπων πεφήσομαι, πεφασμένος, ἴδε ἐν λ. φαίνω. Ὁ ἀρχαιότατος τύπος τῆς ῥίζης φαίνεται ὅτι εἶναι ΦΑF, ὅστις φαίνεται ἐν τῷ φάε (φάFε), φάος (φάFος), Αἰολικ. φαῦος, (ἴδε φαυοφόρος), φαύω, φαῦσις, φαυσίμβροτος, πιφαύσκω, φαεινός, φαέθων, φέγγος· ἀκολούθως ἐγένετο ΦΑ, ὡς ἐν τοῖς φάσις (Α), φάσμα· καὶ τέλος ΦΑΝ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φανῆναι (φαίνω) φανερός, φανός, φανή, παμφανόων, παμφαίνω. Οἱ τύποι οὗτοι δηλοῦσι φῶς ὁρώμενον ὑπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀλλὰ αἱ ῥίζαι ΦΑ, ΦΑΝ δηλοῦσι καὶ φῶς ἐξικνούμενον μέχρι τῆς διανοίας, ὡς ἐν τοῖς φάναι (φημί), φάσκω, φάσις (Β), φάτις, φήμη, φωνή. Ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι τροποποιήσεις τῆς ῥίζης προστιθεμένου δ, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φαιδρός, φαίδιμος, ἢ λ ὡς ἐν τοῖς φαλός, φάλαρος, φαληριάω, φαλακρός, φάλιος, ἢ κ ὡς ἐν ταῖς λέξεσι φαικάς, φαικός).[1]

 

Ιωάν. Σταματάκου Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης

ΦΑΩ, ριζικόν τοῦ φαίνω· φωτίζω, φέγγω, λάμπω, ἀκτινοβολῶ (κυρ. ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων). ᾿Ετυμ.ι (βλ. καὶ ἐν φαίνω)· ὁ ἀρχαιότ. τύπος τῆς ριζ. φαF-, ὅστις φαίνεται ἐν τῷ φάς ("φαξε), φάος (*φαξος), αίολ. φαῦτος (πρβλ. φαυοφόρος), φαύτω, φαῦ-σις, φαυ-σίμβροτος, πι-φαύ-σκω, φα-εινός, φα-έθων, φέγ-γος· εἶτα μετέπεσεν εἰς τὸν τύπον φα- ὡς ἐν τοῖς φάσις Α, φάσμα· καὶ τέλος εἰς τὸν τύπον φαν-, ὡς ἐν τοῖς φανῆναι (φαίνω), φαν-ερός, φαντός, φαν-ή, παμφανόων, παμ-φαίν-ω· ἐν πᾶσι τούτοις δηλοῦται τι τὸ ὁρώμενον ὑπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ· ἀλλ᾿ αἱ ἴδιαι ρίζαι φα- καὶ φαν- δηλοῦσι καὶ φῶς ἐξικνούμενον μέχρι τῆς διανοίας, ὡς ἐν τοῖς φάναι (φημί), φά-σκω, φά-σις – ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι μορφαὶ τῆς ρίζης, όπως μετὰ -8 (ὡς ἐν ταῖς λέξ. φαιδρός, φαίδ ιμος), ἢ μετὰ -λ- (ὡς ἐν τοῖς φαλός, φάλαρος, φαληριάω, φαλακρός, φάλιος), ἢ μετά -κι (ὡς ἐν τοῖς φαικός, φαικ-άς).

 

Ιωάν. Σταματάκου Λεξικόν

της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης

φῆμις, -τος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ φήμη, φάτις, λόγος, φωνή, ὁμιλία, συνομιλία | φήμη, δημοσία γνώμη, διάδοσις, ή περί τινος ἀνθρώπου φήμη (καλή ή και κή), ἡ ὑπόληψις τῆς ὁποίας ἀπολαύει ἐν τῇ κοι νωνία | δήμοιο φῆμις = ἡ φωνή τοῦ λαοῦ, ἡ γνώμη (ἡ κρίσις) τοῦ λαοῦ, ἡ «κοινή γνώμη». φῆν, ἐπ. ἀντὶ ἔφην, ἀόρ. β' τοῦ φημί. φῆναι, ἀπρφ. ἀόρ. α΄ τοῦ φαίνω.

 

On Line Ετυμολογικό Λεξικό,

μετάφραση από τα αγγλικά από τον Δ. Συμεωνίδη

βρέφος (n.)

Προς το τέλος του 14ου αιώνα, infant, infaunt, "a child," επίσης ιδιαίτερα "παιδί κατά την πρώιμη περίοδο της ζωής, ένα νεογέννητο" (μερικές φορές σημαίνει έμβρυο), από το λατινικό infantem (ονομαστική νήπια) "νεαρό παιδί, μωρό στα χέρια", ουσιαστικό χρήση του επιθέτου που σημαίνει "δεν μπορώ να μιλήσω", από το in- "not, αντίθετο" (βλ. σε- (1)) + οπαδοί, ενεστώτα του fari "να μιλήσω"[2]. Ως επίθετο στα αγγλικά, δεκαετία του 1580, από το ουσιαστικό.

Οι Ρωμαίοι επέκτειναν την έννοια των λατινικών βρεφών για να συμπεριλάβουν τα μεγαλύτερα παιδιά, εξ ου και τα γαλλικά μωρά «παιδί», τα ιταλικά fanciullo, fanciulla. Στα αγγλικά η λέξη παλαιότερα είχε επίσης την ευρύτερη έννοια του "παιδιού" (συνήθως θεωρείται έως ηλικίας έως 7 ετών). Οι κοινές γερμανικές λέξεις για το "παιδί" (που αντιπροσωπεύονται στα αγγλικά από το bairn και το παιδί) είναι επίσης νοηματικές προεκτάσεις λέξεων που αρχικά πρέπει να σήμαιναν "νεογέννητο", επίσης από τα τέλη του 14ου αιώνα.

On Line Etymology Dictionary

infant (n.)

late 14c., infant, infaunt, "a child," also especially "child during earliest period of life, a newborn" (sometimes meaning a fetus), from Latin infantem (nominative infans) "young child, babe in arms," noun use of adjective meaning "not able to speak," from in- "not, opposite of" (see in- (1)) + fans, present participle of fari "to speak,"[2] As an adjective in English, 1580s, from the noun.

The Romans extended the sense of Latin infans to include older children, hence French enfant "child," Italian fanciullo, fanciulla. In English the word formerly also had the wider sense of "child" (commonly reckoned as up to age 7). The common Germanic words for "child" (represented in English by bairn and child) also are sense extensions of words that originally must have meant "newborn."

also from late 14c.

Επίλογος

Όλα τα αγγλικά λεξικά λένε το ίδιο παραμύθι για την προέλευση και ετυμολογία της λέξης από τα λατινικά και ότι ή ρίζα είναι… «ινδοευρωπαϊκή». Ευτυχώς οι Γάλλοι Λεξικογράφοι λένε την αλήθεια για την προέλευση της λέξης Enfant, που είναι η αρχαία ελληνική λέξη φάω, που σημαίνει μεταξύ άλλων και (λέγω, ομιλώ), και η έννοια που δίδουν είναι ότι το βρέφος είναι αυτό που δεν έχει την δυνατότητα της ομιλίας. Καιρός κάποιος Έλλην Γλωσσολόγος να κάνει ένα Λεξικό με τις Ελληνικές Λέξεις στα Αγγλικά, που είναι δύσκολο να εντοπιστούν γιατί έχουν κάνει αλλαγές και έτσι αποδίδουν την ρίζα ως ινδοευρωπαϊκή, ή αγνώστου ετύμου, ή οποιασδήποτε άλλης προέλευσης.

Κυκλοφορεί στην Ελλάδα το Βιβλίο του Β. Φίλια και Γ. Πρινιανάκη «Τα Ημαρτημένα του Λεξικού του Μπαμπινιώτη», που θα διαβάσετε ότι τις περισσότερες λέξεις τις αποδίδει στους ανύπαρκτους «Ινδοευρωπαίους», ενώ έχουν ελληνική ρίζα.

 

Αρχὴ σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις (Αντισθένης)

 «Επίσκεψις» σημαίνει επισκόπησις και παράγονται και οι δύο λέξεις η μία από το σκέπτομαι και η άλλη από το σκοπούμαι. Με άλλα λόγια σημαίνει εξέταση, έρευνα. Εδώ πρόκειται για έρευνα των ονομάτων, δηλαδή έρευνα της ετυμολογίας της λέξης και της σημασίας της, δηλαδή της ρίζας από όπου παράγονται με παραγωγή η σύνθεση άλλες λέξεις αλλά και η σημασιολογική διαφοροποίηση της λέξης με την πάροδο του χρόνου. Όσες περισσότερες ετυμολογικές λέξεις ξέρει κανείς τόσες περισσότερες γνώσεις έχει και τόσο πιο δυνατό γλωσσικό οπλοστάσιο έχει για την σωστή γλωσσική έκφραση και την ορθή διατύπωση των σκέψεών του.

 «Έτυμος» σημαίνει γνήσιος, αληθινός, πραγματικός. Επομένως ετυμολογία είναι ο λόγος που γίνεται για την πραγματική ρίζα των λέξεων και την αρχική της σημασία. Η λέξη «όνομα» παράγεται από το -ον και την παραγωγική κατάληξη -ομα (π.χ. δικαί-ωμα) και σημαίνει το πράγμα που υπάρχει. Το ων, ούσα, ον πάλι είναι μετοχή του ειμί που σημαίνει είμαι, υπάρχω. Το όνομα το ουσιαστικό είναι μια λέξη που αναφέρεται στην ουσία (από το ούσα) του πράγματος και δηλώνει την ύπαρξη ενός πράγματος, διότι χωρίς όνομα ένα πράγμα είναι σαν να μην υπάρχει.

Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε τι εννοεί ο Αντισθένης με την φράση «αρχή σοφίας». Η σοφία εξαρτάται από τις γνώσεις που έχει κανείς και οι γνώσεις από τις αντίστοιχες λέξεις που τις εκφράζουν. Και προσέξτε: δεν λέει ότι επίσκεψις των ονομάτων είναι σοφία αλλά αρχή σοφίας, δηλαδή πριν ξεκινήσουμε να ερευνούμε την έννοια μιας λέξης πρέπει να εξετάσουμε την ετυμολογική ρίζα, από την οποία παράγεται, και ύστερα να προχωρήσουμε σε συνδυασμούς λέξεων και σχηματισμό προτάσεων, κρίσεων και συλλογισμών και διατύπωση ορισμών για το τί εννοεί η κάθε λέξη.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.8.2024.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

- Morin J. B. «Dictionnaire Etymologique Des Mots Francois Dérivés Du Grec», β΄ έκδ. Παρίσι, 1809.

- Κουμανούδης Στεφ. «Λεξικόν Λατινοελληνικόν».

- Greek (Liddell-Scott).

- Σταματάκος Ι. «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης».

- Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG).

- On Line Etymology Dictionary.

- Πεμπτουσία.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:

[1] Ἡ διπλῆ αὕτη σημασία εἶναι καταφανὴς ἐν ταῖς Σανσκρ. λέξεσι bhâ, bhâmi (splendeo), bhâmas, bhânus (lumen), bhâs (luceo), παραβαλλομέναις πρὸς τὰς λέξ. bhâsh, bhan. (loqui)· σλαυ. bajati (fabulari), basnï (fabula).

[2] από την ρίζα PIE *bha- (2) = να μιλήσει, να πει, να πει.

γαλλικη λεξη enfant βρεφος μωρο παιδι αρχαια ελληνικη γλωσσα λεξη λεξις ετυμολογια Γαλλοι λεξικολογοι Συμεωνιδης σπηλαιο ψυχρου ψυχρο λασιθιου λασυθιου λασιθι λασυθι κρητη κρητης ειδωλιο Μουσειο ασμολεαν οξφορδη βρετανια Bronzetto di bambino che gattona Grotta di Psychro, Lasithi, Creta 1600 700 πΧ Ashmolean Museum, Oxford, UK ινδοευρωπαικη ινδοευρωπαιοι λατινικα ομιλια
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ