Χαρακτηριστικό γνώρισμα όμως αυτού του
χωριού είναι το ολοκαύτωμά του από τους Γερμανούς στις 5.6.1944.
Ανήμερα της εορτής του Αγίου
Πνεύματος, τις προμεσημβρινές ώρες, ναζιστικά στρατεύματα κατοχής,
επιστρέφοντας από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Πάρνωνα, πέρασαν μέσα από
την Ζούπαινα Λακωνίας - νυν Άγιοι Ανάργυροι[1] - και στην έξοδό τους δέχθηκαν ένα πυροβολισμό εκ του οποίου
τραυματίσθηκε ένας εκ των Ναζιστών. Η ύπουλη αυτή πράξη, τους προκάλεσε μανία
εκδίκησης και μην βρίσκοντας άλλον πιο εύκολο τρόπο εκτόνωσης επέστρεψαν στο
χωριό και ρίχτηκαν με «λύσσα» σε ένα όργιο εγκληματικών ενεργειών. Φωτιά και
μαχαίρι χωρίς έλεος γέμισε το χωριό πτώματα και σκόρπισε την οδύνη, παντού όπου
μαθεύτηκε. Ανεξακρίβωτος αριθμός θυμάτων, άλλοι λένε 24 άλλοι 27. Καταγραφή
καμία, ακόμη ούτε ληξιαρχική γιατί το αρχείο του χωριού κάηκε και αυτό τότε,
και κανείς μετέπειτα δεν νοιάστηκε να συντάξει κάποιο έγγραφο που να το
αναφέρει. Άλλους έκαψαν μέσα στα σπίτια, άλλους ξεκοίλιασαν, άλλους τουφέκισαν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης τα βιβλία του Γ. Λεκάκη για την Κατοχή, ΕΔΩ.
Τα 21 σίγουρα ονόματα των μαρτύρων, όπως αναφέρονται στα αρχεία της Βουλής των Ελλήνων:
Αλεξανδρή Σοφία.
Βλάχου Παναγιώτα Λυμ.
Γεωργίτσος Κώστα Ν.
Γεωργίτσου Άννα Γε.
Γεωργίτσου Όλγα Δ.
Γεωργίτσου Αντωνία Δ.
Γεωργίτσου Σταμάτα Ν.
Γεωργίτσου Κατήγκω Ιω.
Γερασίμου Ματούλα Γ.
Γερασίμου Σοφία Γ.
Γερασίμου Σταμάτα Ιω.
Κωστιάνη Κασσιανή Αθαν.
Κωστιάνη Γιαννούλα Αθαν.
Κωστιάνη Kαννέλα Πετρ.
Κουτσοβίτη Διαμάντω Γε.
Κουμουτζή Αντωνία Δημ.
Λάσκαρη Αντωνία Ιω.
Πολίτη Μεταξία.
Πλαγάκη Σοφία.
Μπενέκος Ιωάννης Πάνος.
Μπενέκου Γαρουφαλιά Ιω.
Διαδόθηκε στο χωριό τότε, χωρίς ποτέ
να εξακριβωθεί, πως τον αίτιο του κακού πυροβολισµό, τον έριξε η ανταρτική
οµάδα του Περπενίτη Αργύρη Γερότζου (Γούνη), που την προηγούµενη ηµέρα επέρασε
από το χωριό. Η διάδοση περιλάµβανε και εκµυστήρευση του οµαδάρχη Γούνη προς
την Γιαννούλα Αθ. Κωστιάνη: Λεγόταν πως της είπε να φύγει από το χωριό γιατί την
επόµενη ηµέρα οι Γερµανοί θα το έκαιγαν. Αυτή δεν τον πίστεψε και παρέµεινε.
Δεν έζησε όµως να το επιβεβαιώσει γιατί σφαγιάστηκε και αυτή όπως η μικρή
κορούλα της Κασσιανή από τους θηριώδεις ναζιστές.
Μαρτυρία Γεωργίου Αθ. Κωστιάνη
«Ήμουν 22 χρονών, τότε. Στην οικογένειά μου είμαστε 7 παιδιά, 5 κορίτσια και 2 αγόρια.
Είχαμε ανεβάσει το κοπάδι στο καλοκαιρινό χωριό Ζαραφώνα (Καλλιθέα σήμερα).
Η μητέρα μου Γιαννούλα με τις αδελφές μου είχαν παραμείνει στη Ζούπαινα, για να τελειώσει το σχολείο η μικρή μου αδελφή, 11 χρονών, Κασσιανή, μαθήτρια.
Κατά το μεσημέρι της Αγίας Τριάδος, από τη θέση Κουμαριάς Ζαραφώνας επάνω στον Πάρνωνα, είδα πυκνούς καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό και να μυρίζουν έντονα καμένα σαΐσματα[2]. Κατάλαβα ότι η εστία του καπνού ήταν η Ζούπαινα. Έτρεξα, τα πόδια στο κεφάλι μου, έφτασα στο βόρειο μέρος του χωριού στη θέση Λοσταρά Στέρνα και είδα τα σπίτια του χωριού να καπνίζουν από τη μια άκρη έως την άλλη. Από τα Διαμαντακέικα Σπίτια που καίγονταν ακούγονταν συνέχεια εκρήξεις. Είδα τη γερμανική φάλαγγα των αυτοκινήτων στο δρόμο, στη θέση Γκορτσόρραχη, να κινείται προς την Σπάρτη, είδα και κάλυκες σφαιρών, λίγο πιο κάτω σε δυο μεριές είδα πάλι κάλυκες.
Μπήκα στο χωριό πρώτος με την αγωνία μου στο κατακόρυφο:
- Να ζουν οι δικοί μου; Να γλύτωσαν τα σπίτια μας;
Είδα στην πλατεία 20 περίπου γυναίκες συγκεντρωμένες κάτω από μια μουριά να έχουν στη μέση μια άρρωστη σε κρεβάτι. Οι γυναίκες σε έξαλλη κατάσταση μου φώναζαν (πιο δυνατά η κουμπάρα η Φαρλέκαινα):
- Φύγε φύγε!!θα μας κάψεις. Θα μας σκοτώσουν όλους οι Γερμανοί άμα σε δουν! - δεν εγνώριζαν ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει).
Εγώ συνέχισα να τρέχω προς το σπίτι μας. Στον δρόμο, έξω από του Βουρνάκη το μαγαζί, είδα την γριά – Τσίραινα νεκρή, 20 μέτρα πιο κάτω άλλη, στο Γεωργιτσαίικο σπίτι ο ηλικιωμένος Κωνσταντίνος Γεωργίτσος σφαγμένος πάνω στην στέρνα και το κεφάλι του να κρέμεται στην μάντρα (μια πέτσα το κράταγε), τη μικρή εξάχρονη Αντωνίτσα, τη μητέρα της και δυο θείες της (και οι δυο έγκυες) σκοτωμένες, το σώμα της μιας είχε καεί από τη μέση και κάτω.
Με κομμένη την ανάσα μπήκα στην αυλή του σπιτιού μας που βρίσκω την μάνα μου νεκρή. Είχε μια μαχαιριά και μια πιστολιά στο στήθος. Σε λίγο άκουσα βογγητά από το κατώι , έτρεξα και βρήκα τη μικρή μου αδελφή Κασσιανή στο παχνί, πάνω στα άχυρα που ταΐζαμε το άλογο, σε μια λίμνη αίματος, μια μαχαιριά στη κοιλιά, τα χέρια της τα είχαν κατακρεουργήσει με μαχαιριές σε όλο τους το μήκος, την πήρα στην αγκαλιά μου την έβγαλα έξω.
- Γιώργη», μου λέει, «τη σκότωσαν τη μάνα , νερό… νερό, διψάω πολύ!
Της έδωσα νερό το έκανε εμετό . Στο σημείο αυτό είδα και του συγχωριανούς μου αλλόφρονες να έρχονται από το κάμπο. Άφησα την αδερφή μου στις ξαδερφάδες μου και ξαναπήρα το δρόμο για Ζαραφώνα, να ειδοποιήσω τον πατέρα μου και αδελφό μου.
Την επομένη ήρθαμε και τους θάψαμε όλους μαζί, 22 άτομα , σε ομαδικό τάφο με τα ρούχα που φοράγανε, πού να βρούμε άλλα να τους φορέσουμε, θυμάμαι με ένα γελέκι την μάνα μου, το οποίο στην εκταφή είχε μείνει άλιωτο, πού να βρεθούν ξύλα για κάσες όλα καμένα ήταν. Στη κηδεία ήταν όλο το χωριό, μεγάλη θλίψη και κλάματα. Μίλησε από το ΕΑΜ ο Κλέαρχος Κυριαζής. Η Ευγενία Γεωργίτσου, που είχαν σκοτώσει την αδερφή της διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη σφαγή τόσων αθώων θυμάτων.
- Τι φταίνε τα θύματα; είπε.
Τότε πήρε το λόγο με άγριο ύφος ο αντάρτης του χωριού Ταλάρης και της είπε:
- Σκάσε εσύ.
Την 5.6.1944 το γερμανικό τάγμα του θανάτου επέστρεφε από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις από τον Πάρνωνα. Την προηγούμενη μέρα είχε πυρπολήσει το χωριό Άγιο Δημήτριο Ζάρακος, με 21 νεκρούς, μπήκε στο χωριό μας που είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους, είχαν παραμείνει μόνο ηλικιωμένοι και ανήμποροι, μικρά παιδιά και γυναίκες.
Η γερμανική φάλαγγα εβλήθη από ομάδα ανταρτών από τη θέση Άγιος Κωνσταντίνος βόρεια του χωριού. Η θέση αυτή είχε πυκνό δάσος από κέντρα και ευκολία διαφυγής. Μετά από αυτό, με φοβερό μένος, οι Γερμανοί επιδόθηκαν στο φονικό και στον εμπρησμό. Έσπαζαν τις κλειστές πόρτες, σκόρπιζαν μια εύφλεκτη σκόνη και έβαζαν φωτιά. Λαμπάδιασε το χωριό, σκότωναν όσους συναντούσαν, στην αρχή από τα πρώτα σπίτια μέχρι τη μέση του χωριού. Εκεί, όταν είδαν ότι η επιχείρηση των ανταρτών, που εξαφανίστηκαν, ήταν ασήμαντη, έριξαν φωτοβολίδα να καίνε και να μην σκοτώνουν. Από την ενέδρα αυτή των ανταρτών δεν τραυματίστηκε ούτε σκοτώθηκε αντάρτης και από τους Γερμανούς ένας γιατρός τραυματίστηκε ελαφρά στο χέρι. 22 συμπατριώτες μου σφαγιάστηκαν (2 άνδρες ηλικιωμένοι, 2 παιδιά και 18 γυναίκες σε παραγωγική ηλικία, μανάδες και κάποιες σε κατάσταση εγκυμοσύνης).
Η απώλεια για τις οικογένειες μεγάλη, η ορφάνια από τη μάνα είναι αβάσταχτη. 156 από τα 210 σπίτια του χωριού κάηκαν, οικοσκευές, ρούχα, τρόφιμα, εργαλεία, αργαλειοί, προίκες των κοριτσιών, όλα τα υπάρχοντα των αθώων ανθρώπων, που με μόχθους και ιδρώτες χρόνων και γενιών είχαν αποχτηθεί έγιναν στάχτη.
Όπως μου είπαν οι αδερφές μου, με το καμπανάκι του συναγερμού η μάνα μου τις έδιωξε από το χωριό να κρυφτούν, και γλύτωσαν. Η ίδια όμως παρέμεινε για να υπερασπιστεί το σπίτι μας, γιατί αν οι Γερμανοί έβρισκαν κλειστά τα σπίτια, τα λήστευαν. Είπε:
- Αν μου πάρουν το λάδι, στάρι και τυρί θα μου πεθάνει η οικογένεια από την πείνα.
Μαζί της έμεινε και το στερνοπαίδι της, η Κασσιανή, που δεν την αποχωριζόταν. Τη πράξη της αυτή την πλήρωσε με τη ζωή της και του παιδιού της και εμείς με την ορφάνια μας. Στο σπίτι είχαν φέρει οι εισβολείς ό,τι βρήκαν (ξύλα, αλέτρια, ρούχα…) και είχαν βάλει φωτιά που έσβησε, δεν έπιασε όμως το σπίτι και σώθηκε, θες η ευχή της μάνας μας έπιασε... ο θεός λυπήθηκε! Κάηκε όμως το δεύτερο σπίτι μας, γιατί είμαστε μεγάλη οικογένεια.
Για χρόνια ο κόσμος που στην αρχή σκόρπισε στα γύρω χωριά να απαγκιάσει, πασχίσαμε να στήσουμε τα σπιτικά μας, πού να βρεθούν οικοδομικά υλικά; Παίρναμε τα κεραμίδια από τις λόντζες και τις στάνες, για να σκεπάσουμε ένα δωμάτιο, την γωνιά του καημένου σπιτιού που είχαν μείνει οι τέσσεροι τοίχοι για να βάλουν την οικογένεια μέσα».
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ του Γ. Αθ, ΚΩΣΤΙΑΝΗ, ΕΔΩ.
Διασώθηκε από τον υιό του, καθηγητή Ζαχαρία Κωστιάνη.
Στην Ζούπαινα τυπώνονταν µε πολυγράφο
οι προκηρύξεις και τα άλλα αντιστασιακά έντυπα, όπως οι εφηµερίδες «Εθνική
Δράση» και «Αλήθεια», το όργανο της Εθνικής Αλληλεγγύης Λακωνίας «Αλληλεγγύη» και
το όργανο της ΕΠΟΝ Λακωνίας «Ελεύθερα Νιάτα». Στην Ζούπαινα τυπώθηκαν και δύο
ολοσέλιδα φυλλάδια – μπροσούρες, που κυκλοφόρησαν σε ολόκληρην την Λακωνία. Το
πρώτο ήταν ανάτυπο και είχε τον τίτλο: «Λαοκρατία και Σοσιαλισµός» και το
δεύτερο «Λαϊκή Δηµοκρατία και ο λαός της Λακωνίας». Τα έγραψε στο τέλος του
έτους 1943 ο Νίκος Μπελογιάννης στην έδρα του Επαρχιακού Γραφείου Εθνικής
Αντίστασης Ανατολικής Λακωνίας και Κυνουρίας, το Γεράκι, όπου παρέµεινε πάνω
από έναν μήνα, ως εκπρόσωπος του Πελοποννησιακού Γραφείου ΕΑΜ.
Τον πολύγραφο και τα άλλα τυπογραφικά
εξαρτήµατα και υλικά τα μετέφερε μουλάρι και τα έκρυψε πριν το ολοκαύτωµα, κατ'
εντολήν της Τοπικής Οργάνωσης Εθνικής Αντίστασης ο Κώστας Ταλάρης, κάπου κοντά
στον Πόρο, στην θέση Μπάλιενα. Όλως παραδόξως όµως από σύµπτωση ή προδοσία τα
βρήκε η εν λόγω ναζιστική οµάδα πριν φτάσει στο χωριό και τα διέλυσε
κυριολεκτικά µε χειροβοµβίδες.
Ο Ρουµελιώτης γράφει ακόµη πως ο
ιερέας της Ζούπαινας, Χριστόφορος Μπενέκος, ήταν ο συντονιστής εκτύπωσης του αντιστασιακού
υλικού, αλλά και ο νυχθηµερόν ακούραστος φύλακας ασφαλείας των εκτυπωτικών μηχανηµάτων
και υλικών. Για τις πολλαπλές αυτές πατριωτικές του υπηρεσίες η παρακρατική
οµάδα του Κατσαρέα τον βασάνισε ανελέητα. Ο αξιοθαύµαστος αυτός ιερέας δεν ήταν
ο µόνος που δεινοπάθησε τα χρόνια εκείνα της φρίκης. Και άλλοι συγχωριανοί του
που μετείχαν στην Εθνική Αντίσταση είχαν την ίδια τύχη.
Δύο πρόσωπα από το χωριό πρωτοστάτησαν την εποχή εκείνη:
- Ο ιατρός Λυκούργος Γιανούκος (Μετερίζης), που
πρωτοστάτησε από τους πρώτους μήνες της Κατοχής στην δηµιουργία οργανώσεων του
ΕΑΜ. Μετά την Συµφωνία της Βάρκιζας, όµως, καταδιώχθηκε, βγαίνοντας έτσι στην
παρανοµία σαν κουµουνιστής και αναλαµβάνοντας αργότερα διευθυντής του 2ου
Γραφείου του Αρχηγείου της Πελοποvvήσου, και της 3ης Μεραρχίας.
Σκοτώθηκε στις 13.3.1949 στην τοποθεσία Κλαρί Τοπόριζας.
και
- Η Αθηνά Μπενέκου, δασκάλα και κόρη του παπά Χριστόφορου. Από τις πιο φλογερές αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης ενάντια στον φασισµό και στον ναζισµό και στους ντόπιους συνεργάτες τους. Από τις ηγετικές μορφές της Εθνικής Αλληλεγγύης, εκτελέστηκε στην Τρίπολη το 1948. Είναι η ηρωίδα, που λίγο πριν εκτελεστεί έγραψε στο κελλί της τους στίχους του κορυφαίου αvτιστασιακoύ ποιητή Βασίλη Ρώτα:
Κι
αν σε ρωτήσει η μάνα µου
και
που 'ναι η θυγατέρα µου
κάθεται
σ' όµορφη πλαγιά
και
τραγουδάει τη λευτεριά.
Η δασκάλα Αθηνά Μπενέκου ενέπνευσε
κορυφαίους ποιητές - εκπαιδευτικούς όπως η Ρίτα Μπούµη-Παπά, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη.
Αξίζει να σημειώσουµε και το ποίηµα
του ΕΠΟΝίτη διδασκάλου και ποιητή, Γιώργου Κουλούκη για τον θάνατο της φλογερής
ηρωίδας:
Είχε
χαράξει όταν πήρανε
την
αδερφή µας Αθηνά για εκτέλεση.
Από βραδίς της δώσαµε κρυφά δυο πορτοκάλια.
Τα φιλούσε µε τόση λατρεία
έκλειναν στο χυµό τους όλη την άνοιξη
όλα τα ζουµερά νιάτα της γης
κι ύστερα τα 'κρυψε
μέσα στο στήθος της.
Στου κελιού την άκρη είχε ζαρώσει
σα φοβισµένο σκυλί ο θάνατος
κι αυτή τον φώναζε «έλα Τίγρη, Αράπη, Τζακ...»
ψάχνοντας να βρει το σκυλίσιο του
όνοµα
«έλα
να σου δείξω τα χνάρια της αλήθειας
έλα
να µυρίσεις τα πορτοκάλια, που έχω μέσα στο στήθος µου».
Είχε χαράξει.
Με δέκα ριπές
κάρφωσαν
ένα μεγάλο στήθος
χωρίς
να προσέξουν τα πορτοκάλια που χρύσιζαν
κι
ο χυµός τους ανακατώθηκε µε το αίµα
και
τα κουκκούτσια τους βρήκανε γη τιµηµένη
και
γιόµισεν ο τόπος πορτοκαλιές.
ΠΗΓΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΩΜΑΤΑ, 12.3.2020. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 13.3.2020.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Κουτσοβίτης Δ. Π. έρευνα στην
εφημερίδα «Τσίτζινα» (Νοέμ.- Δεκ. 2000, αρ. φύλλου 105.
[1] Οι Άγιοι Ανάργυροι Θεραπνών Δήμου Σπάρτης Λακωνίας, στις δυτικές απολήξεις του Πάρνωνος, στον 37ο παράλληλο [37°01′35″N 22°37′21″E] μέχρι το 1955 ονομάζονταν Ζούπαινα / Ζούπενα. Αναφέρεται από το 1835. Το όνομα Ζούπενα ετυμολογείται από την λέξη ζούπανος ζουπάνος < ζωοπάνος (ζώο + θεός Παν) > τσοπάνος = ποιμήν > άρχοντας, που δείχνει τον επαγγελματικό προσανατολισμό του χωριού. Το νέο όνομά του επήρε από τον ναό των Αγίων Αναργύρων, που έχει χαρακτηριστικές πέτρινες κρήνες. - ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης "Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις".
[2] σάισμα = κλινοσκέπασμα.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook