Η χερσόνησος της Λαυρεωτικής, το νοτιότερο τμήμα της Αττικής, είναι
ημιορεινή περιοχή με υπέδαφος πλούσιο σε μεταλλεύματα αργυρούχου μόλυβδου. Η
εξόρυξή τους στην περιοχή, άρχισε πριν από το 3000 π.Χ.[1]
Χάρις στην συστηματική εκμετάλλευση των αργυρωρυχείων της Λαυρεωτικής η
πόλη – κράτος των Αθηνών αναδείχθηκε σε ηγεμονεύουσα δύναμη κατά την κλασσική
περίοδο (5ος και 4ος αι. π.Χ.). Η περιοχή είναι διάσπαρτη με πυκνά κατάλοιπα
από την εξόρυξη του μεταλλεύματος (μεταλλευτικές στοές / γαλαρίες και φρέατα)
και μεταλλουργίας (εργαστήρια[2]
καθαρισμού και τήξεως αργυρούχων μεταλλευμάτων).
Ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος στην βορειότερη από μια σειρά
μικρών κοιλάδων, που καταλήγουν στην μεγάλη κοιλάδα της Σούριζας[3],
απέχει περίπου 4 χλμ. νότια από τον Άγιο Κωνσταντίνο (Καμάριζα[4])
– στον 37ο παράλληλο [37°43′N 24°1′E]. Ονομάζεται επίσης Δρυμός,
επειδή περιλαμβάνεται μέσα στα όρια του Εθνικού Δρυμού του Σουνίου.
Μέσα στον περιφραγμένο χώρο της Σουρίζας εντοπίσθηκαν 13 μεταλλευτικά
φρέατα, τα οποία διανοίγονταν διερευνητικά για τον εντοπισμό του μεταλλοφόρου
κοιτάσματος. Επίσης, υπάρχουν στόμια υπόγειων στοών για την εξόρυξη του
μεταλλεύματος.
Αποκαλύφθηκαν 7 μεταλλουργικά εργαστήρια για την επεξεργασία και τον καθαρισμό του μεταλλεύματος. Χρονολογούνται στον 5ο και 4ο αι. π.Χ. και παρουσιάζουν εξελικτική πρόοδο ως προς το μέγεθος και την εφαρμοζόμενη τεχνολογία. Τα κύρια στοιχεία του εργαστηρίου ήταν το πλυντήριο[5] ή καθαριστήριο κατά τους αρχαίους, και η μεγάλη υπαίθρια δεξαμενή. Ο καθαρισμός του μεταλλεύματος από τα περιττά γεώδη στοιχεία ήταν βασική προϋπόθεση για την επιτυχία πλήρους τήξεως και καλής ποιότητας μετάλλου. Η επινόηση του πλυντηρίου και η συνεχής τελειοποίησή του συνέτειναν στην κολοσσιαία παραγωγή αργύρου και μολύβδου στους κλασσικούς χρόνους.(*) Η λειτουργία τους βασιζόταν στη συγκέντρωση και χρήση του βρόχινου νερού και την ανακύκλυσή του, ώστε να γίνεται η μεγαλύτερη δυνατή οικονομία του.
Κατά μήκος της νότιας πλευράς της κοιλάδας είχε κατασκευασθεί μεγάλη
τάφρος απορροής των βρόχινων νερών, από την οποία τροφοδοτούντο και τα
πρόστερνα των δεξαμενών. Η τάφρος ανακατασκευάσθηκε για την προστασία των
μνημείων από την χειμαρρώδη ροή των νερών.
Στα δυτικά υπάρχει μεγάλη υπόγεια δεξαμενή για πόσιμο νερό, και στην
πλαγιά στα ΒΔ. ορθογώνιος πολεμικός πύργος, πάνω σε εργαστήριο που προϋπήρχε,
αχρηστεύοντάς το. Ο πύργος πιθανώς εντάσσεται σε μια προσπάθεια των Αθηναίων να
εξασφαλίσουν την περιοχή μετά την μεγάλη απόδραση των δούλων από τα μεταλλεία
(413 π.Χ.), κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ανατολικά, στην έξοδο της μικρής κοιλάδας προς τη μεγάλη, υπάρχει
εκτεταμένο νεκροταφείο, λεηλατημένο από αρχαιοκαπήλους στο παρελθόν.
Υπάρχου και δύο άλλοι σημαντικοί αρχαιολογικοί μεταλλευτικοί χώροι, που
έχουν ανασκαφεί: Στα υψηλά επίπεδα της κοιλάδας αναπτύσσεται ο χώρος που ονομάζεται
«Δρυμός» - ή πιο συχνά «ανασκαφή Ε. Κακαβογιάννη» - που είναι επισκέψιμος, ενώ
προς τα ΝΑ. το «Ασκληπιακόν» - ή αλλιώς «ανασκαφή Κ. Κονοφάγου» - (δυστυχώς δεν
είναι ανοικτός για το κοινό).
Υπάρχουν και άλλες περιοχές με πλυντήρια εμπλουτισμού στο αρχαίο Λαύριο,
όπως η γειτονική κοιλάδα Μπότσαρη, το Μπερτσέκο, τα Μεγάλα Πεύκα, η Αγριλέζα,
το Δημολιάκι, η Συντερίνα, κ.ά., σημαντικότερη βέβαια όλων η κοιλάδα της
Σούριζας.
Εκτιμάται ότι οι αρχαίοι μεταλλευτές στο διάστημα 7ου – 1ου
αι. π.Χ. εξόρυξαν 13.000.000 τόνους
αργυρομολυβδούχου μεταλλεύματος με 20% μόλυβδο που περιείχε 400 γραμμ. ασημιού.(*) Από την ποσότητα αυτή, 1.000. 000 τόνοι μεταλλεύματος ήταν πλούσιο, με 50% μόλυβδο
(1000 γραμμ. αργύρου) και πήγαινε κατ’ ευθείαν για τήξη στις καμίνους. Το
υπόλοιπο εξορυγμένο μετάλλευμα (12.000.000 τόνοι) με 17,5% μόλυβδο (375 γραμμ. αργύρου),
λόγω χαμηλής σχετικά περιεκτικότητας σε μεταλλικά στοιχεία, δεν ήταν δυνατόν
τεχνικά να κατεργασθεί περαιτέρω σε καμίνους, εάν δεν προηγείτο ένας
εμπλουτισμός προκειμένου να αυξηθεί η περιεκτικότητά του σε μόλυβδο και άργυρο.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ (Ελ. Ανδρίκου, αρχαιολόγος), ΕΦΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.8.2018. Γ. Λεκακης «Συγχρονης Ελλάδος περιηγησις».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Κονοφάγος Κ. Η. «Το Αρχαίο Λαύριο και η Ελληνική
Τεχνική Παραγωγής του Αργύρου», εκδ. Εκδοτική Ελλάδος, Αθήνα, 1980.
Μαρίνος Γ. Π. και Petrascheck W. E. «Λαύριο.
Γεωλογικαί και Γεωφυσικαί Μελέται», εκδ. Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους, Αθήνα, 1956.
Papadimitriou G. - Kordatos J.
«The brown waterproofing plaster of the ancient cisterns in Laurion and its
weathering and degradation», Asmosia III Athens, Transactions of the 3rd
International Symposium of the Association for the Study of Marble and Other
Stones used in Antiquity, επιμ. Y. Maniatis, N.
Herz και Y. Basiakos, 1995.
Papadimitriou G. «Ore
washeries and water cisterns in the mines of Laurion-Attica», στο K. Wellbrock (επιμ.) «Schriften der Deutschen Wasserhistorischen Gesellschaft», τ. 27-2, Siegburg, 2017.
Τζεφέρης Π. «Τα πλυντήρια του αρχαίου Λαυρίου», 2016.
Τζεφέρης Π. «Τα αρχαία πλυντήρια εμπλουτισμού των μεταλλευμάτων του Λαυρίου», 2017.
Τσιάμου Κ. Γ. «Ορολογία της αρχαίας μεταλλείας», Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., 2007.
«Η κοιλάδα της Σούριζας: μια βιομηχανική περιοχή του αρχαίου Μεταλλευτικού Λαυρίου», Ελληνικος Ορυκτος Πλουτος, 8.3.2019.
[1] Αυτό το αναφέρει η ΕΦΑ ΑΝΑΤ. ΑΤΤΙΚΗΣ, αλλά όχι το ΥΠΠΟΑ!!!
[2] Κοντά στα πλυντήρια ευρίσκονταν και τα τριβεία
θραύσης και λειοτρίβησης. Τα συγκροτήματα αυτά θραύσης λειοτρίβησης και
πλυντηρίων εμπλουτισμού φαίνεται να τα ονόμαζαν «εργαστήρια» (Κ. Τσιάμου 2007).
[3] σουρίζω = σφυρίζω. Άρα Σούριζα, τόπος όπου φυσά πολύ,
«σφυρίζει» ο αέρας.
Συρίζω,
(αττικ.) συρίττω, συρίσσω, (δωρ.) συρίσδω [«συρίζω ὡς ὄφις»].
> συριγμός, ψόφος, αποδοκιμάζω υποκριτή / ηθοποιό δια συριγμού
> σῦριγξ, Σύρος, σύρω =
σέρνω, σούρω.
> συρίττω
= παίζω αυλό, σφυρίζω > συρίγγιον (υποκορ.), σύριγμα, σύρισμα, συρικτής,
συρικτήρ, συριστής, συριστική τέχνη > ανεμοσουρίζω, ανεμοσούρι κλπ.
> σουραύλι
< συραύλιον, συριγγαύλιον [σῦριγξ + αὐλός] = μουσικό λαϊκό πνευστό όργανο,
συγγενικό με την φλογέρα. – ΠΗΓΗ: Θεόκρ. 1.3, Φρυνιχ.
[4] Η Καμάριζα επήρε το όνομά της από τις πολλές καμάρες / κάμαρες - όπως πολλά τοπωνύμια στην Ελλάδα. Από την Καμάριζα Λαυρίου επήρε το όνομά του ένα μοναδικό ένυδρο αρσενικικό ορυκτό του σιδήρου, που δεν έχει βρεθεί σε άλλα σημεία της Γης μέχρι σήμερα, ο καμαριζαΐτης / kamarizaite. Εντοπίσθηκε από Ρώσους ορυκτολόγους. Το όνομα εγκρίθηκε από την ΙΜΑ (International Mineralogical Association) το 2008 (IMA2008-017). Προέρχεται από εξαλλοιώσεις των μεταλλευτικών υπολειμμάτων που περιέχουν σίδηρο. Σχετίζεται με τον ιαροσίτη, τον σκοροδίτη και τον γκετίτη.
[5] Τo πλυντήριο εμπλουτισμού οι αρχαίοι μεταλλευτές το
ονόμαζαν «(ο) κεγχρεών» ή «Καθαριστήριον».
Κεγχρεών,
κέγχρος = το καθαριστήριον, ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, τόπος Ἀθήνησιν
ἔνθα ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις κέγχρος καὶ ἡ ἄμμος ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη
– ΠΗΓΗ: Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16.
κέγχρος
= κάθε τί που ομοιάζει με κεχρί, μικρός κόκκος.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook