δημοσιογράφου/ανταποκριτού
Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Μὲ πολλὴ σοφία οἱ ἀρχαῖοι Λεξικογράφοι ἔφτιαξαν τὴν λέξη υἱὸς ποὺ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ ὕω, ποὺ σημαίνει βρέχω γιατί μὲ τὸ σπέρμα τοῦ ἀνδρὸς (Ὑετὸς τοῦ Ἀνδρός) ποὺ ἐκσφενδονίζεται στὴν μήτρα καὶ γίνεται γονιμοποίηση καὶ ἀρχίζει ἡ κύηση.
Ἡ κατάληξη -ς σημαίνει δύναμη.
Επομένως,
ἡ λέξη ὑἱὸς
ἀπὸ τὸ ρῆμα ὕω ποὺ σημαίνει βρέχω.
Οἱ πρόγονοί
μας ἔλεγαν Ζεὺς υἷε – κῦε δηλαδὴ βρέξε νὰ καρποφορήσει ἡ γῆ. Ἡ λέξη ὑετὸς
σημαίνει δυνατὴ βροχή.
Ὑἱὸς ἀπὸ τὸ
ρῆμα ὕω ποὺ σημαίνει βρέχω ποὺ ἑρμηνεύεται ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ Γόνιμου Ὑετοῦ
τοῦ Ἀνδρὸς ποὺ εἶναι τὸ σπέρμα του γιὰ νὰ γίνει ἡ κύηση ποὺ σημαίνει φουσκωμα
καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ τὸ ἔμβρυο.
-ιός εἶναι ἡ
κατάληξη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ εἰμί καὶ σημαίνει υπάρχω.
Ἐπίσης ἔχουμε
καὶ τὴν λέξη Θυγάτηρ ποὺ τὸ Θ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα τίθημι καὶ ποὺ ἔχουμε τὸ ἀρχικὸ
θῶ ποὺ σημαίνει τοποθετῶ καὶ το υ εἶναι τὸ ὕδωρ καὶ μετὰ τὴ λέξη γαστήρ. Δηλαδὴ
διαθέτει χῶρο γιὰ τὸ σπέρμα στὴν γαστέρα γιὰ νὰ κυοφορήσει την μέλλουσα μητέρα.
Τὸ ἔμβρυο ἀναπτύσσεται σὲ ἀμνιακὸ ὑγρό.
Τὸ νερὸ εἶναι τὸ κύριο συστατικὸ
τοῦ ἀνθρώπινου σώματος: ἀποτελεῖ περίπου 60% τοῦ σωματικοῦ βάρους σὲ ἐνήλικες ἄνδρες
καὶ εἶναι ἐλαφρῶς χαμηλότερο, περίπου 50 - 55%, στὶς γυναῖκες λόγῳ τῆς μεγαλύτερης
ἀναλογίας τους σὲ σωματικὸ λίπος. Οἱ μύες καὶ ὁ ἐγκέφαλος ἀποτελοῦνται ἀπὸ
περίπου 75% νερό, τὸ αἷμα καὶ τὰ νεφρὰ ἀπὸ περίπου 81%, τὸ ἧπαρ ἀπὸ περίπου 71%,
τὰ ὀστᾶ ἀπὸ περίπου 22% καὶ ὁ λιπώδης ἱστὸς ἀπὸ περίπου 20%.
Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ νεροῦ
τοῦ σώματος βρίσκεται στὰ κύτταρα. Τὰ 2/3 περίπου βρίσκονται στὸν
μεσοκυττάριο χῶρο καὶ τὸ ὑπόλοιπο στὸν ἐξωκυττάριο χῶρο ποὺ εἶναι ὁ χῶρος μεταξὺ
τῶν κυττάρων (ἐνδιάμεσος χῶρος) καὶ ἡ στὸ πλάσμα τοῦ αἵματος. Ἡ ἐνυδάτωση τοῦ
σώματος καὶ ἡ ἰσορροπία μεταξύ της προσλήψης καὶ τῆς ἀποβολῆς νεροῦ καθορίζεται
ἀπὸ τὸν ὁμοιοστατικὸ ἔλεγχο καὶ ἀπὸ μηχανισμοὺς ποὺ τροποποιοῦν τις ἀπεκκριτικὲς
ὁδοὺς καὶ διεγείρουν τὴν πρόσληψη νεροῦ (αἴσθηση δίψας).
Τὸ σῶμα χρειάζεται νερὸ γιὰ νὰ ἐπιβιώσει καὶ γιὰ νὰ λειτουργήσει σωστά.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς πόσιμο
νερὸ παρὰ μόνο γιὰ λίγες ἡμέρες, ἐνῷ χωρὶς τροφὴ μπορεῖ νὰ ζήσει
γιὰ ἑβδομάδες ἢ καὶ μῆνες. Ἂν καὶ συνήθως ἡ ἀνάγκη γιὰ νερὸ ἀντιμετωπίζεται μᾶλλον
ἐπιπόλαια, καμμία ἄλλη θρεπτικὴ οὐσία εἶναι δὲν εἶναι τόσο οὐσιαστικὴ ἢ δὲν
χρειάζεται σὲ τόσο μεγάλη ποσότητα.
Θαλῆς ὁ Μιλήσιος (6ος -5ος αἰῶνας π.Χ.) ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ σοφοὺς τῆς ἀρχαιότητας: - ἀρχὴ τῶν ὄντων τὸ ὕδωρ.
- τα πάντα προέρχονται ἀπὸ τὸ νερό[*], ὅλοι οἱ ὀργανισμοὶ γεννιοῦνται μέσα στὸ ὑγρὸ στοιχεῖο καὶ σ’ αὐτὸ ἐπιστρέφουν πεθαίνοντας
- ἡ γῆ ἵσταται πάνω στὸ νερὸ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν πέφτει,
- τὰ πλοῖα δὲν βουλιάζουν ἐπειδὴ ἐπιπλέουν στὸ νερό.
[*] Πρὶν ἀπὸ χρόνια προβλήθηκε ἡ θεωρία ὅτι τὰ πάντα ἔχουν προέλθει ἀπὸ τὸ ὑδρογόνο, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπὸ νερὸ κατὰ τὰ 2/3 του.
Αριστοτέλους Μετά τα Φυσικά Α 983b, 20-27
πάντες λέγουσιν, ἀλλὰ Θαλῆς μὲν ὁ τῆς τοιαύτης ἀρχηγὸς φιλοσοφίας ὕδωρ φησὶν εἶναι (διὸ καὶ τὴν γῆν ἐφ' ὕδατος ἀπεφήνατο εἶναι), λαβὼν ἴσως τὴν ὑπόληψιν ταύτην ἐκ τοῦ πάνων ὁρᾶν τὴν τροφὴν ὑγρὰν οὖσαν καὶ αὐτὸ τὸ θερμὸν ἐκ τούτου γιγνόμενον καὶ τούτῳ ζῶν (τὸ δ' ἐξ οὗ γίγνεται, τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ πάντων) - διά τε δὴ τοῦτο τὴν ὑπόληψιν λαβὼν ταύτην καὶ διὰ τὸ πάντων τὰ σπέρματα τὴν φύσιν ὑγρὰν ἔχειν, τὸ δ' ὕδωρ ἀρχὴν τῆς φύσεως εἶναι τοῖς ὑγροῖς.
Τὸ ὕδωρ, λοιπόν, πέρα ἀπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε θεϊκὲς παρεμβάσεις, ἦταν γιὰ τὸν μεγάλο φιλόσοφο τὸ οὐσιῶδες συστατικὸ ὅλων τῶν πραγμάτων καὶ ὅλα τὰ φυσικὰ ὄντα ἦταν μεταλλαγὲς αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς ὕλης. Ἄρα τὸ ὕδωρ συμβόλιζε γιὰ τὸν Μιλήσιο σοφὸ τὴν πρωταρχικὴ οὐσία ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναδύονταν ὅλες οἱ μορφὲς τῆς ὕλης καὶ στὴν ὁποία πάλι ἀενάως ἐπέστρεφαν.
Διόνυσος ύης
Τὸ πρῶτο συνθετικό ‘Διο’ τοῦ ὀνόματος
τοῦ σημαίνει γιὸς τοῦ Δία, τὸ δὲ δεύτερο ‘νυσος’ προέρχεται ἀπὸ τὶς Νύμφες
τροφοὺς ποὺ τὸν παράδωσε ὁ Ἑρμῆς γιὰ νὰ τὸν μεγαλώσουν, οἱ ὁποῖες κατοικοῦσαν
στὴ Νύσα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Τώρα ἀποκαλοῦσαν τὸν Διόνυσον «ὕην» ὡς κύριον τῆς ὑγρᾶς φύσεως.
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Μυθολογία
τὴν τραγικὴ ἱστορία της Σεμέλης ποὺ ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Δία ἀλλὰ πέθανε ἐξ αἰτίας
του.
Ἡ Σεμέλη ἦταν γνωστὴ γιὰ τὴν
ὀμορφιά της. Κόρη του Κάδμου καὶ πριγκίπισσα τῆς Θήβας ἦταν πολὺ γνωστὴ γιὰ τὴν
ὀμορφιά της καὶ τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ θεοῦ Δία ὁ ὁποῖος τὴν ἤθελε καὶ τὴν
κατέκτησε. Ἡ ἮΙρα ὅμως προσπαθοῦσε νὰ σκαρφιστεῖ ἕναν τρόπο γιὰ νὰ
σταματήσει αὐτὴ τὴν σχέση. Σκέφτηκε λοιπὸν νὰ μεταμορφωθεῖ στὴν παραμάνα της
Σεμέλης καὶ νὰ τῆς βάλει τὴν ἰδέα νὰ ζητήσει ἡ πριγκήπισσα νὰ τῆς ἐμφανιστεῖ ὁ
Δίας μὲ τὴν μορφὴ ποὺ ζήτησε τὴν θεὰ Ἦρα νὰ τὸν παντρευτεῖ. Πρῶτα φυσικὰ γιὰ νὰ
τὸν δεσμεύσει ἔπρεπε ἐκεῖνος νὰ ὁρκιστεῖ στὰ νερά της Στύγας.
Ἡ ἀθώα βασιλοπούλα ἔκανε ὅτι
τῆς ἐμφύσησε ἡ Ἦρα καὶ ὅρκισε τὸν Δία νὰ τῆς κάνει αὐτή την χάρη. Ὁ Δίας προσπάθησε
νὰ τὴν πείσει ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ γίνει ὡστόσο ἐκείνη ἐπέμενε. Ἡ θνητὴ Σεμέλη
ὅμως δὲν ἄντεξε τὴν παρουσία τοῦ Δία πάνω στὸ ἅρμα του μαζὶ μὲ τοὺς κευρανοὺς
καὶ τῆς ἀστραπές του καὶ σκοτώθηκε ἀπὸ αὐτά. Τότε ὁ Δίας γνωρίζοντας ὅτι ἡ
Σεμέλη ἦταν ἔγκυος ἀπὸ τὸν ἴδιο ἄρχισε δυνατὴ βροχὴ γιὰ νὰ μὴν καεῖ τὸ ἔμβρυο
ἄνοιξε τὴν γαστέρα τῆς νεκρῆς Σεμέλης καὶ πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔραψε στὸν μηρό
του ὥστε νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ κυοφορία του.
Ὁ Σωκράτης διερευνώντας το
έτυμον της λέξης στὸν Κρατύλο τοῦ Πλάτωνα λέει ὅτι τὸ ὄνομα σημαίνει αὐτὸν ποὺ
δίνει τὸν οἶνο. Καὶ ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαζόταν καὶ οἰόνους γιατί γεμίζει τὸ
μυαλό μας μέ ‘οἴησιν’, δηλαδὴ φαντασία, στοχασμό, διανόηση καὶ κάμνει πολλοὺς ἀπὸ
τοὺς πίνοντας νὰ νομίζουν ὅτι ἔχουν νοῦν, ἐνῷ δὲν ἔχουν.
Η Ετυμολογία της λέξης υιός
από τον Πλούταρχο
Πλούταρχος, Phil., De Iside et Osiride (351c-384c) - Stephanus 364,D,3:
Αρχαίον
Κείμενον
τὸν γὰρ Ὠκεανὸν Ὄσιριν εἶναι, τὴν δὲ Τηθὺν Ἶσιν ὡς τιθηνουμένην πάντα καὶ
συνεκτρέφουσαν. καὶ γὰρ Ἕλληνες τὴν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι καὶ συνουσίαν τὴν μῖξιν, καὶ τὸν υἱὸν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ ὗσαι, καὶ τὸν Διόνυσον
’ὕην’ ὡς κύριον τῆς ὑγρᾶς φύσεως οὐχ ἕτερον ὄντα τοῦ Ὀσίριδος· καὶ γὰρ τὸν Ὄσιριν Ἑλλάνικος (FGrHist. 3 fr. 176) Ὕσιριν ἔοικεν ἀκηκοέναι ὑπὸ τῶν ἱερέων λεγόμενον· οὕτω γὰρ ὀνομάζων διατελεῖ τὸν θεόν, εἰκότως ἀπὸ τῆς φύσεως καὶ τῆς εὑρέσεω
Απόδοση Γ.
Αθ .Ράπτης:
Γιατί, Ὄσιρης εἶναι ὁ Ὠκεανὸς
καὶ Ἴσιδα ἡ Τηθύς,γιατί φροντίζει ὡς παραμάνα καὶ μεγαλώνει τὰ πάντα. Ακόμη, οἱ Ἕλληνες
τὴν (ἁπλὴ) ἐκσπερμάτιση τὴν ὀνομάζουν ἀπουσία, ἐνῷ την μείξη (με γυναῖκα) συνουσία
καὶ τὴ λέξη «ὑἱὸς» τὴν παράγουν ἀπὸ τὸ «ὕδωρ» καὶ τὸ (ἀπαρέμφφατο) «ὗσαὶ» και τὸν
Διόνυσο τὸν ἀποκαλοῦν «ὕην», ὡς κυρίαρχο στὴν ὑγρὴ φύση, που δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ
τὸν Ὄσιρη. Γιατί ὁ Ἐλλάνικος φαίνεται νὰ ἔχει ἀκούσει ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ὅτι τὸν Ὄσιρη
τὸν ἔλεγαν Ὕσιριν.Ἔτσι φαίνεται νὰ ἀποκαλεῖ τὸ θεό, εὔλογα βέβαια λόγῳ τῆς
φύσης καὶ τῆς δημιουργίας του.
Liddell-Scott
υἱός: ὁ, κλίνεται κανονικῶς υἱοῦ, υἱῷ, υἱόν· - ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν
γ΄ κλίσιν ὡς εἰ ὑπῆρχεν ὀνομαστ. *υἱεύς, γεν. υἱέος, δοτ. υἱεῖ· δυϊκ. υἱέε
(Λυσί. 156. 4), υἱέοιν· πληθυντ. υἱεῖς, υἱέων, υἱέσι (Σοφ. Ἀντ. 571, Ἀριστοφάν.
Νεφ. 1001), υἱεῖς· ἀλλ’ ἡ γεν. υἱέως, καὶ αἱ αἰτιατ. υἱέα, υἱέας, ἀποδοκιμάζονται
ὡς μὴ Ἀττικά, εἰ καὶ εἶναι ἐν χρήσει οἱ τύποι οὗτοι παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν
(οἷον Πλουτ. 2. 109C, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 2, 4, Ἀρρ. κλπ., εἰσέφρησαν δὲ καὶ
εἰς ἐκδόσεις τοῦ Θουκ. καὶ τοῦ Πλάτ., ἰδὲ Θωμ. Μάγιστρ. σ. 866, Λοβ. εἰς Φρύν.
68· δοτ. πληθ. υἱεῦσι, μνημονευομένη παρ’ Εὐστ. διωρθώθη ἐξ Ἀντιγράφ. ἐν Αἰλ.
π. Ζ. 9. 1· γεν. καὶ δοτ. υἱειός, ὑειιῷ ἀπαντῶσιν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.)
3846z 82., -57p- ὁ Ὅμ. ἔχει ὀνομ. υἱός· γεν. υἱοῦ μόνον ἐν Ὀδ. Χ. 238, ἀλλαχοῦ
υἱέος· δοτ. ἀείποτε υἱέϊ ἢ υἱεῖ· αἰτ. υἱέα Ἰλ. Ν. 350, ἀλλαχοῦ δὲ πανταχοῦ υἱόν·
- πληθ., ὀνομ. ἀείποτε υἱέες ἢ υἱεῖς· γεν. υἱῶν· δοτ. υἱοῖσι Ὀδ. Τ. 418· αἰτ. υἱοὺς
διάφ. γραφ. Ἰλ. Ε. 159, ἀλλαχοῦ υἱέας· - παρ’ αὐτῷ δὲ εἶναι ἐν χρήσει καὶ οἱ
τύποι υἷος, υἷι, υἷα, δυϊκ. υἷε (ὅπερ διαστέλλεται ἀπὸ τῆς κλητ. υἱὲ διὰ τοῦ
τονισμοῦ), πληθ. υἷες, υἱάσι, υἷας· - ἀλλ’ οὗτοι οἱ τύποι διαμένουσιν ὅλως Ἐπικοί.
- Ἡ κλίσις υἱῆος, υἱῆι, υἱῆα, υἱῆες, υἱήεσσι, υἱῆας ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς
μεταγενεστ. Ἐπικοὺς ποιητάς, οἷον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1094, 1119, Ἀνθολ. Π. 8. 88,
9. 23, κλπ. Ἡ ὀνομ. ὑός, ἥτις μνημονεύεται ὡς ὁ προσήκων τύπος τῶν γραμμ. (Λοβ.
εἰς Φρύν. 40), εὕρηται ἐν ἐπιγραφαῖς (πρβλ. υἱοθεσία)· (ἴδε ἐν τέλ.). Οὐδαμοῦ δὲ
ἀπαντῶσιν αἱ ὀνομαστικαὶ υἱεύς. υἷις. ὗϊς, υἷς. Ὡς καὶ νῦν, τὸ ἄρρεν τέκνον,
κοινῶς «γιός», Λατ. filius, Ὅμ., κλπ., σπανίως παρεμβάλλεται μετὰ τοῦ ὀνόματος
τοῦ πατρός, οἷον ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1788, 2694a. 16, 3972 υἱὸν ποιεῖσθαί τινα,
υἱοθετεῖν, Αἰσχίν. 32. 3· υἱεῖς ἄνδρες, ἀνδρωθέντες υἱοί, Δημ. 796. 20· -
σπανίως ἐπὶ ζῴων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 5. 2) περιφρ., υἷες Ἀχαιῶν, ἀντὶ Ἀχαιοί,
Ἰλ. Α. 162, κ. ἀλλ.· πρβλ. παῖς Ι. 3. (Πρβλ. Σανσκρ. su, sû, av-âmi, sâu-mi
(gig-io, pari), su-tas, su-nus, Ζενδ. hu-nu (filius)· Γοτθ. su-nus, Λιθ. su-n
s, Σκαν. sy-nŭ (Ἀγγλ. son). Πρβλ. ὡσαύτως φύω, Λατ. filius, Ἰσπαν. hijio. [Ὁ Ὅμ.
ἐνίοτε ἔχει τὴν πρώτην συλλαβὴν βραχεῖαν ἐν θέσει, ἔνθα ἴσως ἔδει νὰ διορθωθῇ ὑός·
οὐδὲ Δράκοντος υἱὸς Ἰλ. Ζ. 130 Ἀμφιτρύωνος υἱὸς Ὀδ. Λ. 270· Ποδῆς υἱὸς Ἠετίωνος
Ἰλ. Ρ. 575, πρβλ. 590· Ἀνθεμίωνος υἱὸν Δ. 473· Σελάγου υἱὸν Ε. 612· Ἕκτορ, υἱὲ
Πριάμοιο Η. 47, καὶ Πηλῆος υἱός, Μηκιστῆος υἱός, φαίνονται αἱ ὀρθότεραι γραφαὶ ἐν
Ἰλ. Α. 489., Β. 566].
υἱός, ὁ, κλίνεται ομαλά υἱοῦ, υἱῷ, υἱόν· επίσης κατά την γʹ κλίση όπως
αν υπήρχε ονομ. *υἱεύς, γεν. υἱέος, δοτ. υἱεῖ, Επικ. υἱέϊ, αιτ. υἱέα· δυϊκ. υἱέε, υἱέοιν· πληθ. υἱεῖς, Επικ. υἱέες, υἱέσι, υἱεῖς, Επικ. υἱέας·
στον Όμηρ. επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. *υἷς), γεν. υἷος, δοτ. υἷι, αιτ. υἷα, δυϊκ. υἷε (που
διακρίνεται από την κλητ. ενικ. υἱὲ από τον τόνο), πληθ. υἷες, υἱάσι, υἷας· σε μεταγεν. Επικ. έχουμε γεν. υἱῆος, υἱῆι κ.λπ.· 1. γιος, Λατ. filius,
σε Όμηρ. κ.λπ.· υἱὸν ποιεῖσθαί τινα, υιοθεσία γιου (τέκνου),
σε Αισχίν.· υἱεῖς ἄνδρες, ενήλικοι, ώριμοι, μεγάλοι γιοι,
σε Δημ.· σπανιότερα λέγεται για ζώα, σε Κ.Δ. 2. σε
περιφράσεις, υἷες Ἀχαιῶν, αντί Ἀχαιοί, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. παῖς. (Ο Όμηρ. μερικές φορές παραδίδει την πρώτη συλλαβή
βραχεία, όπως αν υπήρχε ὑός).
LIDDELL & SCOTT - Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:
ὕδωρ[ῠ], τό, γεν. ὕδατος (ῡ Επικ.), δοτ. ὕδατι, Επικ. επίσης ὕδει (όπως αν προερχόταν από το ὕδος),
1. νερό, κάθε είδους, αλλά σε Όμηρ. σπανίως λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν ὕδωρ)· επίσης σε πληθ., ὕδατ' ἀενάοντα, σε Ομήρ. Οδ.· ὕδατα Καφίσια, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· ὕδωρ κατὰ χειρός, λέγεται για πλύσιμο χεριών, σε Αριστοφ.· ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς ὕδωρ, λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· ἐν ὕδατι γράφειν, σε Πλάτ.· ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; εάν το νερό σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για κατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ.
2. βρόχινο νερό, βροχή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· Ζεὺς ὕδωρ ὕει, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ, σε Αριστοφ.
3. λέγεται στην φράση ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, σε Ηρόδ., βλ. βρέχω.
4. σε Αττ. δικανική φράση, τὸ ὕδωρ ήταν το νερό της
κλεψύδρας (κλεψύδρα), σε Δημ.· ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος, στο
χρονικό διάστημα που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ
εἰπεῖν, δεν μπορεί κάποιος να τα πει (όλα) με μία λέξη, μ' έναν λόγο, στον ίδ.·
ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, σταμάτα την ροή του νερού στην κλεψύδρα (κάτι που συνέβαινε
όταν ο λόγος διακόπτονταν από την κλήση μαρτύρων ή από την ανάγνωση νόμων ή
ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, του δίνεται η σειρά να μιλήσει,
σε Αισχίν.
ὕω[ῡ], μέλ. -ὕσω [ῡ], αόρ. αʹ ὗσα — Παθ., αόρ. αʹ ὕσθην, παρακ. ὗσμαι·
1. στέλνω βροχή, βρέχω, Ζεὺς ὗε, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ θεὸς ὕει, σε Ηρόδ.· έπειτα, η ονομ. παραλείπεται, το ὕειχρησιμ. ως απρόσ., όπως το Λατ. pluit, βρέχει, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· ὕοντος, όταν βρέχει, σε Αριστοφ.· ὕοντος πολλῷ, καθώς έβρεχε πολύ, καταρρακτωδώς, σε Ξεν.
2. με αιτ. τόπου, ἑπτὰ ἐτέων οὐκ ὗε τὴν Θήρην, για εφτά χρόνια δεν έβρεξε στην Θήρα, σε Ηρόδ.· απ' όπου, σε Παθ., με Μέσ. μέλ., βρέχομαι, σε Ομήρ. Οδ.· ὕσθησαν αἱ Θῆβαι, βράχηκαν οι Θήβες, δηλ. ἔβρεξε εκεί, σε Ηρόδ.· ἡχώρη ὕεται, δηλ. βρέχει στη χώρα, στον ιδ.
3. με σύστ. αντ., ὗσε χρυσόν, έβρεξε
χρυσάφι, σε Πίνδ.· καινὸν ἀεὶ Ζεὺς ὕει ὕδωρ, σε Αριστοφ.
ὑετός[ῡ], ὁ (ὕω),
I. βροχή, Λατ. pluvius, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αριστοφ.· ιδίως, καταρρακτώδης, διαρκής, συνεχόμενη βροχή, Λατ. nimbus, σε αντίθ. προς το ὄμβρος, Λατ. imber, και ψεκάς ή ψακάς, ψιλόβροχο, σε Ξεν. κλπ.
II. ως επίθ. σε υπερθ. ἄνεμοι ὑετώτατοι, οι πιο
βροχεροί άνεμοι, σε Ηρόδ.
Ὕης[ῡ], -ου, ὁ (ὕω), επίθ. για τον Δία, Ζεὺς ὄμβριος, και τον
Βάκχο, Διόνυσο· σε ποιον απ' αυτούς αναφέρεται η ιαχή, Ὕης ἄττης, στον Δημ., είναι αμφίβολο.
Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Ευ. Μαντουλίδη
Ὕδωρ - ὕδατος, τό (=νερό). Οἱ
ρίζες εἶναι: ὑδ-, ὑδατ-,
ὕδρ- καί εἶναι ἄσχετες πρός τό ὕω
(=βρέχω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑδαρής (=νερουλός), ὑδατηρός, ὑδατικός, ὑδάτινος,
ὑδάτιον (=ρυάκι), ὑδατώδης (=νερουλός), ὕδερος, ὕδρα, ὑδραγωγός,
ὑδραίνω (=ποτίζω), ὑδρεύομαι (=ἀντλῶ
νερό),
ὑδρεία, ὑδρεῖον (=κουβάς), ὕδρευμα,
ὕδρευσις,
ὑδρευτικός, ὑδρηλός, ὑδρία, ὑδρορρόη,
ὑδροφόρος, ὑδροχόος, ὕδρωψ-ωπος, ὑδρωπικός.
Ύδωρ
Ἡ λέξη ὕδωρ εἶναι μία ἀπὸ τὶς
πιὸ ἀρχαῖες λέξεις τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Εἶναι τόσο παλιὰ ποῦ γιὰ τὴν ἐτυμολογία
της βασιζόμεθα σὲ μεταγενέστερους συγγραφεῖς τῆς ἀρχαιότητας .Ὁπωσδήποτε ἡ ἑρμηνεία
ἀπὸ τὸν Πλούταρχο βαραίνει γιατί ὡς ἀρχιερέας γιὰ πολλὰ χρόνια εἶχε βαθιὲς
γνώσεις καὶ ἐπίσης εἶχε πρόσβαση στὰ κείμενα τῆς βιβλιοθήκης της Ἀλεξάνδρειας Στα
νέα Ελληνικά τὴ χρησιμοποιοῦμε σὲ σύνθετες καὶ παράγωγες λέξεις ὅπως ὑδραυλικός,
ὑδρατμός, ὑδραγωγεῖο, ὕδρευση, ὑδρόψυκτος, ἐνυδρεῖο, ἀφυδάτωση, ἐνυδάτωση καὶ ἄλλες.
Ἡ παρουσία τῆς λέξης ὕδωρ σὲ τόσα πολλὰ σύνθετα καὶ παράγωγα ἀντὶ τῆς λέξης νερὸ
ἀποδεικνύει καὶ τὴν ζωντανὴ παρουσία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας στὴ Νέα Ἑλληνική.
Τὸ ὕδωρ ἦταν μία ἀπὸ τὶς πρῶτες χημικὲς ἑνώσεις στὴ Γῆ· δημιουργήθηκε πρὶν 3.5
δισ. χρόνια. Σχηματίζεται ἀπὸ δύο ἀέρια, τὸ ὑδρογόνο καὶ τὸ ὀξυγόνο. Τὸ ὕδωρ
καλύπτει τὸ 70% τὴ Γῆς. Χωρὶς τὸ ὕδωρ δὲν θὰ ὑπῆρχε ζωή.
Αρχαίες
Πηγές:
Διογένης Λαέρτιος, Vitae philosophorum (0004: 001) «Diogenis
Laertii vitae philosophorum», 2 vols., εκδ. Long, H. S. Oxford: Clarendon Press, 1964,
επανέκδ. 1966.
1,27,1
Ἀρχὴν δὲ τῶν πάντων ὕδωρ ὑπεστήσατο, καὶ τὸν κόσμον ἔμψυχον καὶ δαιμόνων πλήρη. τάς τε ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ φασιν αὐτὸν εὑρεῖν καὶ εἰς τριακοσίας ἑξήκοντα πέντε ἡμέρας διελεῖν.
Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)
266,19
τάχιον γὰρ τῶν ἀῤῥένων ἐν γαστρὶ κινεῖται.
Θυγάτηρ, ἀπὸ
τοῦ θεῖν.
Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι) (4098: 002) “Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e
codicibus manuscriptis nunc primum edita”, Ed. Sturz, F.W. Λειψια, Weigel, 1818, Repr. 1973.
266,17, 267,42:
Θυγάτηρ, παρὰ τὸ θύειν κατὰ γαστέρα.
Θύω, τὸ ὁρμῶ, ἐξ οὗ καὶ θύρα, δι' ἧς ὁρμῶμεν, ἀφ' οὗ καὶ θυγάτηρ,
παρὰ τὸ τάχιον κινεῖσθαι ἐν τῇ γαστρί.
Etymologicum Magnum, Kallierges 457,24
Θυγάτηρ: Παρὰ τὸ θύειν καὶ ὁρμᾶν κατὰ γαστρός· ἐκ τοῦ θύω καὶ τοῦ γαστήρ· λέγεται γὰρ τὰ θήλεα τάχιον κινεῖσθαι ἐν τῇ μήτρᾳ.
Suda, Lexicon, 2623,1
Κύει: γεννᾷ· ἢ ἐν γαστρὶ ἔχει.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 20.8.2024.
Βιβλιογραφια:
Plutarchus
Biogr., Phil., De Iside et Osiride (351c-384c).
Stephanus.
LIDDELL & SCOTT:Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας.
Διογένης Λαερτιος Βίοι Φιλοσόφων - Diogenis
Laertii «vitae
philosophorum»,
εκδ. Long, H. S. Oxford, Clarendon Press, 1964, επανέκδ. 1966.
Πλούταρχος «Ίσις και Όσιρις», μτφρ. Γ. Α. Ράπτης, εκδ.
Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2003.
Ι. Σ. Δωρικος - Μ. Κ. Χατζηγιαννακης «Υδατική Λεξιγραφία. Ετυμολογική
ανάλυσις των Ελληνικών λέξεων που έχουν σχέσι με το νερό».
Λεξικόν ΣΟΥΔΑΣ.
Αριστοτελης «Μετά τα Φυσικά».
Etymologicum Magnum, Kallierges.
Ευ. Μαντουλιδης Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής.
λεξις Υιος υδωρ Συμεωνιδης
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook