Του καθηγητού Γερμανικής, Ιωάννη Αργυρού, jargyr1981@gmail.com
Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Αν είσαι Έλληνας, Γάλλος,
ή Ισπανός, Αλβανός, Άραβας, Εσθονός ή Ολλανδός, και δεν γροικάς τί σου λένε σε μια ξένη
γλώσσα, σου φαίνονται όλα «κινέζικα»! Το ίδιο και αν κατάγεσαι από τις
Φιλιππίνες, Ισραήλ, Ουγγαρία, Πολωνία και το τέως Ανατολικό Μπλοκ. Αν πάλι
είσαι Πορτογάλος, Βρετανός, Νορβηγός, Σουηδός ή Δανός, σου ακούγονται όλα…
«Ελληνικά»!
Η ρήση "μου
είναι όλα Ελληνικά"[1]
πρωτοεμφανίζεται σε τραγωδία του Σαίξπηρ δηλώνοντας την αδυναμία κατανόησης και
επικοινωνίας. Μολονότι η φράση «πέρασε» και στην Γερμανική γλώσσα, οι Γερμανοί
συνήθως δεν καταλαβαίνουν «Ισπανικά», αλλά χρησιμοποιούν την ρήση των Ελληνικών
για να δηλώσουν την αδυναμία ανάγνωσης και κατανόησης της ιστορικής ρίζας της
λατινικής γλώσσας, που είναι το ευβοϊκό ελληνικό αλφάβητο.
Στην Γερμανική γλώσσα, και κατ’ επέκτασιν και σε
άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, υπάρχει αμέτρητο λεξιλόγιο από τα Λατινικά
και τα Αρχαία Ελληνικά! Η γνώση άλλων ρομανικών Γλωσσών όπως Γαλλικά, Ιταλικά ή
Ισπανικά, που πλησιάζουν την ταυτότητα της Λατινικής, την καθιστά πιο
προσβάσιμη, κατανοητή και επομένως πιο ευδιάκριτη γλώσσα σε σχέση με τα
Ελληνικά, των οποίων οι ρίζες χάνονται στα βάθη της Ιστορίας και μόνο κάποιοι
εξιδεικευμένοι επιστήμονες Γλωσσολόγοι δύνανται να εντοπίζουν τις πραγματικές
ρίζες των γλωσσών της Ευρώπης, αν όχι και άλλων Ηπείρων[2],
μέσα από εντυπωσιακά ταξίδια ετυμολογίας.
Όταν λχ αναζητούμε πληροφορίες, καταλήγουμε συχνά στην Wikipedia. Το όνομα της γνωστής σελίδας
είναι μια σύνθετη λέξη από την χαβανέζικη λέξη wiki («γρήγορα») και την αμερικανική εκδοχή της encyclopedia, που προέρχεται προφανώς από την Ελληνική. Η ἐγκύκλιος παιδεία μας
επιστρέφει στην αναγκαιότητα μιας καθολικής
Παιδείας, στην οποία φράση βρίσκει κανείς ρίζες τόσο της έννοιας «κύκλος»
και «παῖς»/παιδί, που με την σειρά τους θα δομήσουν και άλλες λέξεις.
Σήμερα εκπαιδεύουμε λ.χ. την νεολαία στο σχολείο, ωστόσο η έννοια Gymnasium έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία να μας πει. Προέρχεται από το αγγλικό
αντιδάνειο gymnasium,
που δεν είναι καν σχολείο, αλλά χώρος άθλησης, όπως επιβάλλει η σύγχρονη μόδα
να πηγαίνουν όλοι στο «Gym», όπου οι συμμετέχοντες ιστορικά
στην πρωτογενή ελληνική σημασία αθλούνται γυμνοί
– και όμως, αυτή η ρίζα χαρακτηρίζει τον θεσμό της σύγχρονης ανώτερης
εκπαιδευτικής βαθμίδας σε πολλά κράτη διεθνώς. Στην Αρχαία Αθήνα δέσποζαν τρία
ονομαστά σχολεία της εποχής: η Πλατωνική
Ακαδημία, το Λύκειον και το Κυνόσαργες, καθώς εκεί βρισκόταν το ομώνυμο Ηράκλειο Ιερό, που
χτίστηκε βάσει ενός μύθου, κατά τον οποίο ένας σκύλος έκλεψε σφάγια θυσίας και
τα εγκατέλειψε στο σχετικό σημείο, μετά από τρέξιμο στους αθηναϊκούς δρόμους.
Οι κάτοικοι, θέλοντας να εξιλεώσουν τον ήρωα Ηρακλή, ίδρυσαν προς τιμήν του στο
σημείο, Ιερό. Και αυτή η πληροφορία θα χανόταν στα βάθη της Ιστορίας, αν οι
Κυνικοί Φιλόσοφοι δεν είχαν την ευκαιρία να διδαχτούν στο ομώνυμο διδασκαλείο
και να μας το αναφέρουν στα γραπτά τους. Ακόμη και η ονομασία τους, κρύβει την
έννοια του σκύλου, «κύων» στα αρχαία ελληνικά, από όπου θα «ξεπηδήσουν»
μεταγενέστερα οι «κυνόδοντες» στην οδοντιατρική και ακόμη και η Αστρονομία θα
δανειστεί μοτίβα, για να ονοματίσει το λαμπρότερο άστρο του ορατού Ουρανού, τον
Σείριο, που «εδρεύει» στον αστερισμό
του Κυνός!
Το αρχαίο ρήμα φέρειν = „tragen“ στην Γερμανική απαντάται σήμερα στο χημικό στοιχείο του φωσφόρου („Lichtträger“), στην μεταφορική λέξη Peripherie (περιφέρω= „herumtragen“) και Euphorie
(„wohltragen“). Το εὖ = „gut“ από την Euphorie βρίσκεται κρυμμένο περίτεχνα και
σε πολλές άλλες λέξεις, όπως Euphemismus („καλή σημασία“) ή Evangelium („καλή είδηση“).
Ακόμη και η Θεολογία έχει επηρεαστεί σημαντικά. Αν και η ελληνική λέξη θεός
σημαίνει ταχύς στην Αρχαία Ελληνική, χρησιμοποιείται, ωστόσο, για την έννοια
του υπερβατικού όντος, που με την
σειρά της θα ονοματίζει και άλλες λέξεις όπως ενθουσιασμό, ή τα κύρια ονόματα του Θεόδωρου ή της Δωροθέας.
Ο διάσημος συνθέτης Mozart (1756–1791), σύμφωνα με τα
στοιχεία της βάπτισής του, ονοματίστηκε Joannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus. Δύο εκ των ονομάτων του, «Χρυσόστομος» και «Θεόφιλος», έχουν ελληνική
προέλευση, φυσικά! Όταν λίγες μέρες αργότερα ο πατήρ του γνωστοποίησε τα της
βάπτισης στην οικογένεια, κατέγραψε χαρακτηριστικά σε γερμανική απόδοση το
όνομα Θεόφιλος ως Gottlieb! Μεγαλώνοντας ο «Wolferl», όπως αυτοπροσδιοριζόταν ο Mozart, απέδωσε το τελευταίο όνομα του στα λατινικά ως Amadeus, διατηρώντας την πρωτογενή σημασία της θεϊκής
αγάπης που διέθετε η ταυτότητά του, από την γέννησή του, και έτσι έγινε
ευρύτερα γνωστός ως Wolfgang Amadeus.
Μελετώντας κανείς την Γερμανική γλώσσα θα ανακαλύψει έκπληκτος, πως η Ελληνική
γλώσσα έχει εμπλουτίσει την Γερμανική σε πολλά σημεία, ακόμη και σε τομείς που
κανείς δε το περιμένει. Λχ η έννοια ᾠδή („τραγούδι“) είναι άρρηκτα
δεμένη στην έννοια Ode.
Η ίδια ρίζα κρύβεται εξαίσια και σε λέξεις όπως Parodie (παρῳδία = „Gegenlied“) και Rhapsodie
(ῥαψῳδός = „zusammengenähter Gesang“), όπως και στην Komödie
(κωμῳδία) ή Tragödie (τραγῳδία). Στην κωμωδία βρίσκουμε την
ελληνική ρίζα κῶμος, μια εορτή προς τιμήν του Διονύσου, ενώ στην
τραγωδία, ένα κατσίκι! – τράγος = „κατσίκα“. Και αυτός ο αποδιοπομπαίος;
Που του τα φορτώνουμε όλα; Ε αυτός, γίνεται φορέας, Träger, και φέρειν/τράγειν – tragen τα φορτία μας, λήμμα στο οποίο υπάρχει και η ιστορική ρίζα του ρήματος άγω=
μεταφέρω!
Γερμανική, Γαλλική, Αγγλική, Ολλανδική, Σκανδιναβική και κάθε ευρωπαϊκή
γλώσσα έχει τις ρίζες της στην Ελληνική. Δεν έχει διαφορά αν είναι αρχαία,
μεσαιωνική, νεότερη ή σύγχρονη. Η ελληνική καταγωγή όλων των γλωσσών μοιάζει
παραμύθι, αλλά μια λίγο προσεκτικότερη γλωσσολογική επιστημονική ματιά
καταδεικνύει περίτρανα την σχέση των γλωσσών μεταξύ τους και εμφανίζει αυτήν
την ουσία στο λεξιλόγιο του πλανήτη. Ακόμη και ο βόρειος πόλος της Γης, γνωστός
και ως Αρκτική ζώνη και θεωρητικά κάτω από τον ανάλογο αστερισμό της Μ. Άρκτου,
ορίζει και την ουσία της λέξεως αρκούδα, γερμ. Bär, από το αρχ. ἄρκτος!
Και μιας και μιλάμε για αστέρια, η γερμ. λέξη Stern από το ελλ. ἀστήρ, ἄστρον μας ταξιδεύει, όχι μόνο στην
αστρο-νομία, αλλά ακόμη και στην Desaster („Unstern“),
όταν δεν υπάρχει νόμος-τάξη στο σύμπαν, αλλά και στον Asterisk, το ομώνυμο άστρο, από το οποίο προέκυψε και ο ήρωας Astérix. Ακόμη και ο έτερος Obelisk, από όπου προέκυψε και ο γνωστός Obélix οφείλει το όνομά του στην αρχ. ρίζα της λέξεως ὀβελός = „Spitzsäule“ και δηλώνει δίπλα
σε μια στήλη επίσης το τυπογραφικό σύμβολο †, το οποίο τοποθετείται μπροστά από
μια ημερομηνία θανάτου στα Γερμανικά, ενώ ο αστερίσκος (*) δηλώνει την
ημερομηνία γέννησης.
Η Orchidee, από την άλλη πλευρά, οφείλει το όνομά της στην εμφάνιση των κονδύλων των
ριζών, που θυμίζουν Hoden(ὄρχις). Επομένως, βρίσκουμε
επίσης αυτή τη ρίζα λέξη στον ιατρικό όρο ορχιδεκτομή ή ορχεκτομή για την
αφαίρεση των όρχεων. Η ρίζα λέξη antho (από ἄνθος = "λουλούδι"), την οποία γνωρίζουμε
από το χρυσάνθεμο ("χρυσό λουλούδι"), βρίσκουμε εκπληκτικά στην
ανθολογία, η οποία, σύμφωνα με την αρχική της έννοια, είναι "συγκομιδή
λουλουδιών".
Ακόμα και με τον χειρουργό, διαβάζουμε στο Duden τον διαχωρισμό χειρ-ουργός, που προέρχεται από χείρ =
"χέρι", είναι απλά ένας "χειρώνακτας" σύμφωνα με την έννοια
της λέξης. Βρίσκουμε την ίδια ρίζα „Handarbeiter“ στον χειροπρακτικό/ Chiropraktik και στην χειρομαντεία/ τον τσαρλατανισμό της
ανάγνωσης της παλάμης του χεριού).
Η λέξη Hysterie έχει επίσης αξιοσημείωτη προέλευση, καθώς το όνομα αυτής της ψυχικής
διαταραχής προέρχεται από την ελληνική λέξη ὑστέρα
= μήτρα, επειδή σύμφωνα με μια ερμηνεία η υστερία προκλήθηκε από μια ασθένεια
της μήτρας και κατά συνέπεια αφορά μόνο τις γυναίκες.
Επίσης, ο όρος σχιζοφρένεια προέρχεται από σχίζειν =
"„spalten“ und φρήν = „Zwerchfell“, επειδή το
διάφραγμα θεωρήθηκε κάποτε ως έδρα της ψυχής. Ο όρος Melancholie για τη μελαγχολία (σήμερα: κατάθλιψη) επιστρέφει σε παρόμοιες
αμφίβολες ιατρικές ερμηνείες: οι Ιπποκράτες το εξήγησαν με μια περίσσεια μαύρης
χολής (μέλαινα χολή). Η λέξη μέλας ("μαύρο") ζει επίσης με άλλους
όρους: στη Μελανησία ("μαύρα νησιά") ή το όνομα Melanie ("το μαύρο")!
Στην
τραγωδία Faust του Goethe, τα ονόματα είναι κάτι περισσότερο από απλές λέξεις. Όταν ο βιβλικός Ιησούς αναφέρεται στον μαθητή του Πέτρο, αναφερόμενος σε
αυτόν ως «Βράχο», πάνω στον οποίο ήθελε να ιδρύσει την Εκκλησία του... το
στέλεχος «πέτρα» γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμο σε Petroleum („πετρέλαιο“), αλλά δεν το
υποψιαζόμαστε καθόλου στην γερμανόφωνη λέξη Petersilie/ μαϊντανός, από το λατινικό petroselinum, του οποίου η προέλευση είναι η ελληνική πετροσέλινα, που σημαίνει κυριολεκτικά
"πέτρινο χαλί"/ Steinteppich γερμανιστί! Τί πράγμα; Σας φαίνονται Ελληνικά; Δεν φαίνονται! Είναι!
Όπως
γίνεται εμφανές από μια πρώτη γλωσσική σύγκριση, η επιρροή των Ελληνικών στην Γερμανική
γλώσσα είναι τεράστια και σε σημείο, όχι μόνο προφανών αποδόσεων στο λεξιλόγιο.
Σε πολλές περιπτώσεις έχει μεταφερθεί όχι μόνο η λεκτική πηγή – ρίζα της λέξης,
αλλά και ο χαρακτήρας της ή το πλαίσιο χρήσης.
Λχ.
το γερμανικό ρήμα για την διαδικασία όρασης είναι το ρήμα sehen. Η ελληνική πρόθεση από, γίνεται
στην Γερμανική γλώσσα ab, και ο συνδυασμός των δύο δημιουργεί το γερμ. ρήμα
absehen, που αποδίδεται στα ελληνικά λεξικά ως αποβλέπω.
Πως ρωτάμε ρητορικά εμείς λέγοντας :
και που αποβλέπει αυτό που έκανες; Μεταφορικά δηλαδή, από εδώ που είσαι τί θες
να πετύχεις; Που στοχεύεις; Αυτή είναι και η γερμανική σημασία.
Η
κατανόηση των συνδετικών κρίκων μεταξύ Γερμανικών και Ελληνικών δεν είναι μόνο
ένα μαγευτικό ταξίδι αναζήτησης στην σύγχρονη γλωσσολογία. Είναι επίσης μια
ευκαιρία να κατανοήσουν βαθύτερα οι ελληνόφωνοι την Γερμανική γλώσσα, και ίσως
να την αγαπήσουν, μιας και μέσα από αυτήν και το λεκτικό της σύνολο, κρύβονται
πτυχές ακόμη και της δική τους αρχαίας γλώσσας, που αγνοούν ή δεν φαντάζονται
το μέγεθος της. Μετά από μια λεπτομερή προσέγγιση των ομοιοτήτων και διαφορών
μεταξύ των δυο γλωσσών, γίνεται πιο εύκολη η καθημερινή επικοινωνία και
αλληλοκατανόηση, αλλά και η γλωσσοδιδακτική/εκμάθηση γλωσσών, καθώς πλέον δεν αντιμετωπίζεται
ως κάτι αλλότριο και μακρινό από την δική μας ντοπιολαλιά, αλλά μόνο μια
παραλλαγή που αποτυπώνεται ιδιαίτερα στο φθογγολογικό σύστημα της Ελληνικής. Άλλο
να χρειάζεται κανείς να μάθει μια γλώσσα, στην οποία το φθογγολογικό της
σύστημα διαφέρει κάθετα από αυτό της Ελληνικής, πχ Κινέζικα με ιδεογράμματα,
και άλλο να μαθαίνει κανείς μια γλώσσα που στο μεγαλύτερο ποσοστό έχει κοινά
γράμματα και ήχους… και ακόμη και σε αυτά στα οποία την σημερινή εποχή
διαφέρει, να αποδεικνύεται περίτρανα η ελληνικότητά τους, και να διαπιστώνεται
έτσι μια μακρά ιστορική συγγένεια και συνέχεια.
Τα τριγράμματα ΠΒΦ – ΚΓΧ – ΤΔΘ, όπως και τα ΛΡ, ΜΝ, ΣΖ, είναι στην ουσία ο ίδιος φθόγγος, που αλλάζει τονικότητα,
ανάλογα πώς σχηματίζεται κατά το είδος πνοής κάθε γράμμα, από πιο όργανο στο
στόμα, καθώς και με ποια ένταση. Τα ψιλά προφέρονται αχνά, τα μέσα πιο έντονα,
και τα δασέα πιο πυκνά. Παρατηρώντας αυτές
τις εναλλαγές φθόγγων, μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλά, ειδικά εμείς που μιλάμε
την Ελληνική γλώσσα ως μητρική, γιατί όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες είναι τόσο συγγενείς με την δική μας, αν προσέξουμε
λίγο την ετυμολογία τους και τον τρόπο γραφής τους, και φυσικά να σκεφτούμε το
ρόλο που έχει παίξει στον σχηματισμό των ξένων γλωσσών, ο κλιματολογικός παράγοντας.
Μάλιστα, οι ονομασίες των φθόγγων
βάσει τόνων κρύβουν και σημασιολογική πληροφορία. Για παράδειγμα λέμε έναν
τριχωτό άνδρα, δασύτριχο, ή πολλά
δέντρα μαζί δάσος. Ενώ όταν
«ξυρίζουμε» την εδαφική επιφάνεια, προκαλούμε, αποψίλωση! Εναλλαγές γίνονταν και στα φωνήεντα: Το Α μπορούσε να
αλλάζει σε Η το Ο ή Ω, το Ε σε Ι, ΕΙ, ΟΙ. Σήμερα λχ από την ρίζα ‘φέρω’, έχουμε
την τροπή σε ‘αυτόφωρο’, αλλά και τον ‘φορέα’, ή το τείχος να γράφεται και ως
τοίχος.
Με αυτά τα στοιχεία εν γνώση,
προκύπτουν πολλές σημαντικές διαπιστώσεις σε μια πρόχειρη συγκριτική προσέγγιση
λέξεων και εννοιών στις γλώσσες πέριξ της μεσογειακής λεκάνης, που συνηγορούν
και αυτές με την σειρά τους στην τεκμηρίωση του τί συνέβη στον γλωσσικό κώδικα
των αρχαίων μας συγγενών και οι γλώσσες όλων, ανακατεύτηκαν, σε σημείο σήμερα
να μην μπορούμε να δούμε τις τόσες πολλές ομοιότητες, αλλά να τις μαθαίνουμε
μέσα από μεταφραστική αναλογία, ενώ πρακτικώς είναι τόσο συγγενείς με την δική
μας.
Για παράδειγμα: στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα της
εποχής Ορφέα/Ομήρου είχαμε τρεις λέξεις για την έννοια του υγρού στοιχείου: ύδωρ,
νε(α)ρόν
ύδωρ, άππα, ενίοτε αποδιδόμενη και ως H/F-άσσα/άττα/άκκα. Το «ύδωρ» συνήθως
χρησιμοποιούταν με την έννοια του στάσιμου, μη πόσιμου υγρού, για αυτό και
σήμερα λέμε «λιμνάζοντα ύδατα/υδρία/υδρορροή» και περιγράφουμε μη πόσιμο υγρό
σε «καλούπι»! Το φρέσκο «νεαρόν» ύδωρ από πηγή, με συναίρεση έγινε «νηρόν» και περιγράφει ακόμη και σήμερα
το πόσιμο υγρό, ή τον θεό των ποταμών και των λιμνών, Νηρέα, ενώ από την ρίζα «άππα»
και τις παραλλαγές της, αλλάζοντας το Α σε Ο προέκυψε πχ η λέξη «ωκεανός»/
αγγλ. Ocean / γερμ. Ozean», ενώ από το λήμμα «άσσα», που σήμαινε δηλαδή την μεγάλη μάζα θολού με
πιθανό ίζημα υγρού, αυτό που λέμε σήμερα «πλημμύρα», δημιουργείται το λήμμα
θαλ-άσσα ή Θε-σσα-λια/θε-ττα-λία,
όπως την έλεγαν παλιά, σημειώνοντας νοηματικά το βρώμικο νερό, επίσης μη
πόσιμο. Από το άκκα, έχουμε το ιταλικό aqua, αλλά
και την ελληνική ρίζα αχ-, από όπου έχουμε τους Αχαιούς, την Αχαΐα, όπως και η
εναλλαγή του Κ σε Γ, οπότε έχουμε και την έννοια Αιγαίον Πέλαγος, αλλά και την
Αίγα, την κατσίκα δηλαδή, που είναι και το μόνο ζώο που κατεβαίνει να δροσιστεί
στο θαλασσινό νερό.
Ας το σκεφτούμε λίγο. Προ κατακλυσμικής
μεσογειακής καταστροφής, οι πληθυσμοί έχουν έννοιες για να διαχωρίσουν τα υγρά.
Και σήμερα στα Νεοελληνικά συνεχίζουμε μέσα από την παραγωγή και την σύνθεση να
χρησιμοποιούμε λίγο πολύ το ίδιο λεξιλόγιο, και την γενική λέξη νερό. Μετά τον κατακλυσμό, ποια, λέξη θα
μείνει χαραγμένη μέσα στα θύματα, αναφορικά με το υγρό στοιχείο; Σίγουρα, όχι,
το καθαρό διαυγές κρυστάλλινο νερό, αλλά κάτι το οποίο στα πλαίσια του
«Κατακλυσμού», έμεινε στην συλλογική μνήμη ως η έννοια της μάζας που έρχεται να
πνίξει και είναι γεμάτο βρωμιά και λάσπη.
Από την ρίζα αυτή, και αργότερα στην
πρωτογερμανική ή «άσσα/άττα» έγινε «assa» με δασεία, δηλαδή πυκνότητα
στην προφορά λόγω υψομέτρου – η οποία δασεία στην ελληνική γράφεται είτε ως F (δίγαμμα), ή ως Η –
και στην νεότερη γερμανική το ελληνικό F,
μετατρέπεται ηχητικά σε Β και γραπτώς ως V ή διπλό V, άρα W, εξ ου και Wasser… Μεταγενέστερα, η Αγγλική γλώσσα, «παιδί» της
Πρωτογερμανικής, θα αποβάλει το επιπλέον Τ, και το νερό θα γίνει „Water“ για το υγρό κλίμα της Αγγλίας, αλλά επί εποχής Ελισάβετ
Α, η «Αγγλία» κατέχει και τα απέναντι εδάφη της «Βρετάνης», που σήμερα είναι
γαλλικό έδαφος. Σε αυτά τα μέρη που υπάρχουν πολλές λίμνες και υδάτινες μάζες,
ονοματίζεται και η περιοχή Waterloo, όπου χρόνια αργότερα θα ηττηθεί
ο Ναπολέων, και που γαλλιστί προφέρεται ΒΑΤΕΡλώ. Αργότερα οι ΑΒΒΑ, θα το κάνουν
και τραγούδι Γουότερλου. Η τροπή του Β σε Γ γίνεται λόγω υγρού κλίματος στην
Αγγλία, ενώ το πιο ξηρό στην Γαλλία απαιτεί δασυνόμενο σύμφωνο.
Είναι μάλιστα περίεργο, πως γλωσσικά Έλληνες και Γερμανοί
(παρόλο που ο χαρακτηρισμός Germani θα αποδοθεί στον λαό αυτό αιώνες αργότερα
από την παπική εκκλησία) όταν αναφέρονται στην λέξη «νερό» χρησιμοποιούν και οι
δυο διπλό ΣΣ ή διπλό ΤΤ στο λεξιλόγιο τους (βλ. θάλασσα/θάλαττα - Wasser/Wat(t)er). Και αυτό γιατί η
συλλογική μνήμη «έσωσε» μέσα στην έννοια την ουσία. Επίσης είναι αξιομνημόνευτο
το γεγονός, ότι και στις δυο «ξένες» γλώσσες, αυτό… το «νερό» δεν είναι πόσιμο! Αντίθετα, πρέπει να
φιλτραριστεί πριν, για να γίνει STILLES WASSER ή TRINKWASSER, ή να του προστεθεί ανθρακικό
για να γίνει WASSER MIT KOHLENSÄUREN/SPRUDELWASSER/FRISANTE[3], ή LEITUNGSWASSER για νερό βρύσης, ή SEEWASSER για νερό λίμνης και MEERESWASSER για το θαλασσινό. Δηλαδή: ενώ στην Αρχαία Ελληνική υπήρχαν ξεκάθαρες
έννοιες, και λίγο πολύ συνεχίζουν να υπάρχουν και στην Νέα Ελληνική οι ίδιες,
με σχετική απόκλιση σε προφορά και γραφή, στην σύγχρονη Γερμανική η γενική
έννοια Wasser, που περιγράφει απλά την έννοια της υγρής μάζας,
χρειάζεται προσδιορισμό για να αποκτήσει συγκεκριμένη σημασία, αν και
ετυμολογικά έχει ελληνικότατη αρχαία ρίζα. Άλλο πράγμα όμως εννοείται στην
ουσία της, και άλλο στην μεταφραστική της χρήση. Και για τους Νεοέλληνες που
θεωρούμε την λέξη νερό ίδιο στοιχείο
καθημερινότητας με τον Γερμανό συνομιλητή, καταλήγει λάθος αντιστοιχία, γιατί
εμείς συνεχίζουμε να λέμε «άσσα» και να εννοούμε το θολό υγρό, ενώ ο Γερμανός
ομιλητής «βλέπει» σε αυτήν την λέξη το υγρό στοιχείο γενικά. Άρα δεν «λέμε» το
ίδιο! Για αυτό και η απευθείας μετάφραση κατά την εκμάθηση ή παραγωγή λόγου
είναι λάθος τρόπος προσέγγισης της γλώσσας.
Σε ένα άλλο ανάλογο παράδειγμα.
Προ-κατακλυσμιαία υπάρχουν στο αρχαίο ελληνικό λεξικό τέσσερεις έννοιες που
χαρακτηρίζουν αυτό που λέμε σήμερα ψωμί.
Η λέξη άρτος, που και σήμερα διατηρείται άριστα στο προσφερόμενο ψωμί
στους ναούς, στο αρτοποιείο και τα αρτύματα, δηλαδή τα κουλουράκια, δηλαδή
«ψωμί» από καλούπι, ή στο λήμμα αρτύθηκα,
δηλαδή έφαγα ότι μου προσέφεραν. Στην έννοια μάζα ή πάνα,
που απαντάται σήμερα στο πανέρι, στο
ρήμα πανάρω (αν και αντιδάνειο από τα
ιταλικά) καθώς και στο ψωμί μαζ-ικής
κατανάλωσης, περιγράφει την ψίχα! Επίσης στην λέξη πλακούς, που σήμερα είναι
το παξιμάδι, ο ντάκος, η λαγάνα, αναγνωρίζεται το είδος ψωμιού που έχει ξεραθεί
μετά από αρκετό ψήσιμο ή στέγνωμα, και τέλος στην αρχαία δαράττη ή βαράττη,
που σήμερα είναι το χωριάτικο, ζυμωτό ψωμί ή κάθε λογής ζυμάρια για πίτες,
περιγράφουν είδος μετά από «χτύπημα/ζύμωμα».
Είναι προφανές, πως για να φτιάξει
κανείς άρτο, χρειάζεται συγκεκριμένο καλούπι και σαφέστατα κατάλληλο λόγο για
παρασκευή. Ένα ψωμί με ψίχα προϋποθέτει ζεστό περιβάλλον για να «φουσκώσει» το
ζυμάρι, ενώ ένα παξιμάδι, όχι απλά δυνατή φωτιά για να ψηθεί, αλλά και επιπλέον
φωτιά για να γίνει ξερό – συνθήκες μάλλον απίθανες μετά από έναν κατακλυσμό.
Αντίθετα η βαράττη, με λίγο σύνθλιψη και ανακάτεμα των υλικών και σχετικό
«χτύπημα/ζύμωμα» είναι έτοιμη για ψήσιμο. Σε ένα περιβάλλον μετά από πλημμύρα,
η πρόσβαση σε θέρμανση ή φωτιά είναι δύσκολη, ειδικά όταν όλα είναι νωπά, ή η
ζωή επιβιώνει μέσα σε σπηλιές. Ναοί για προσφορά στον «θεό» του παρελθόντος δεν
υπάρχουν, όπως και λόγος για προσφορά μετά από τέτοια γεγονότα και βέβαια ούτε
λόγος για χρόνο να αποξηράνει κανείς το ψητό ψωμί. Έτσι, επιβιώνει στο
λεξιλόγιο των επιζώντων μόνο η δαράττη
ή βαράττη για τους πληθυσμούς από τα
βόρεια, και στην μεσαιωνική Ευρώπη, με εναλλαγή του Α σε Ο, γίνεται λατινιστί borotto, γερμανιστί με
επιπλέον συναίρεση Brot, αγγλιστί bread. Οι ισπανόφωνοι/ιταλόφωνοι/Φράγκοι, κατοικώντας πιο
νότια σε θερμότερα κλίματα, παίρνουν την ρίζα της πάνας, για να φτιάξουν Pannini, pannetone, και οι γαλλόφωνοι δημιουργούν το pain και μετά το
δανειζόμαστε πίσω ως παντεσπάνι. Και όμως, στα σημερινά Ελληνικά,
παρά τις καταστροφές συνεχίζουμε να έχουμε και την γενική λέξη ψωμί και πολλές ειδικές. Αντίθετα οι
ευρωπαίοι συγγενείς μας, προσδιορίζουν μόνο ένα είδος, και αυτό ανάλογα την
χρήση. Στην Γερμανική γλώσσα, το Brot προσδιορίζεται ανάλογα με κάποιο άλλο τμήμα λέξης, φτιάχνοντας Bauernbrot/χωριάτικο, Kürbiskernbrot/με πασατέμπο, Maiskornbrot/με καλαμπόκι ή το Mehrkornbrot/πολύσπορο, ή Weißbrot/ψωμί τοστ, και για το Brötchen/μπαγκετίνι. Είναι προφανές πως όλα αυτά είναι είδη δαράττης, και δεν αντιστοιχούν στο «ψωμί» όπως το λέμε στα σύγχρονα
νέα Ελληνικά.
Ας πάρουμε την λέξη Πατήρ στα αρχ. Ελληνικά, που λεγόταν βορειότερα και Φατήρ, καθώς απαντάται και στις έννοιες
πάτρια/φατρία. Στα Λατινικά[4] αποδόθηκε ως Pater. Από τα Λατινικά στα Ισπανικά Padre (το μέσο οδοντικό Τ αποδίδεται με το πιο δασύ Δ και γίνεται αντιστροφή των δύο
τελευταίων γραμμάτων), στα Γερμανικά Vater, το ηχηρό Π θα αλλάξει σε άηχο Φ,
λόγω ξηρού κρύου κλίματος, ενώ πιο βόρεια, το γερμανικό Vater θα αλλάξει πχ σε Vadar στην γλώσσα των Βίκινγκ ή στο κλασσικό
αγγλικό Father, όπου το Φ θα αποδοθεί με άλλο γράμμα, λόγω υγρασίας, αλλά
το ηχηρό Τ θα αποδοθεί ως Δ, με διαφορετική ορθογραφία. Père στα γαλλικά, Far στα Σουηδικά/Νορβηγικά, κοκ.
Δηλαδή… όσο πιο βόρεια πάει κανείς, τόσο μικραίνει
η έκταση της λέξης, τόσο περισσότερο αλλοιώνεται η ηχητική της απόδοση και
εύλογα λόγω διαφοράς θερμοκρασίας, και βέβαια, κατά περιπτώσεις, έχει αλλάξει άρδην
και η σημασία της, γιατί σίγουρα η ελληνική εκδοχή είχε απόλυτη λογική στα γράμματα.
Για αυτό και η ορθογραφία, είναι πολύ
σημαντική. Δεν αναφέρεται στην σωστή γραφή για λόγους αναπαράστασης της λέξης,
αλλά η ηχητική διάσταση των φθόγγων αποτυπώνει μέσα της φωνολογικές διαστάσεις
κλίματος, και τρόπον τινά μας θυμίζει την καταγωγή της! Επιπλέον, με μια μικρή
προσεκτική παρατήρηση της ορθογραφίας και μερικές εναλλαγές των συμφώνων,
μπορεί κανείς να βρει πλήθος ελληνικών λέξεων μέσα στις ξένες γλώσσες,
κρυμμένες έντεχνα μέσα από τις προφορικές αλλοιώσεις. Δυστυχώς, η προφορά,
σπάνια διδάσκεται ουσιαστικώς, πέρα από το πώς να προφέρει κανείς τις λέξεις,
ενώ κρύβει πολύ περισσότερη πληροφορία, σημαντικής σπουδαιότητας, τουλάχιστον
για την ευκολότερη και ουσιαστικότερη εκμάθηση λεξιλογίου, κάτι που δίνει και
μια παιχνιδιάρικη διάσταση στην διαδικασία!
Σε μια γλώσσα, όπως λχ τα Αγγλικά, όπου το κλίμα
είναι ιδιαίτερα υγρό, είναι φυσιολογικό, οι ομιλητές της να ψευδίζουν, σε μια
προσπάθεια να αποβάλλουν την περιττή υγρασία στο περιβάλλον. Έτσι φαίνεται πως
πτύουν κατά την ομιλία τους, χρησιμοποιώντας πολύ «Δ/Θ». Αντίθετα, οι λαοί της
ερήμου, χρησιμοποιούν περισσότερα υγρά σύμφωνα «Λ/Ρ» στο λεξιλόγιο τους, γιατί
κατά την παραγωγή τους προκαλείται έκλυση σάλιου, απαραίτητο συστατικό για την
ύγρανση του ξηρού στόματος και λαιμού λόγω μεγάλης ζέστης. Λ.χ. μολονότι η
ελληνική λέξη ΟΛΟΝ σήμερα μπορεί να έχει αντικατασταθεί πολλοίς ως σύν+ολον, αν γραφτεί, όμως, με δασεία
γίνεται ΗΟΛΟΝ, και όταν περάσει στην Λατινική, εκεί κανείς βλέπει την ελληνική
της ρίζα σε ένα Hologramm. Το ελληνικό ΗΟΛΟΝ συναντάται
επίσης και ως ΚΟΛΟΝ, από όπου σήμερα έχουμε το «κουλούρι», ή την κολωνοσκόπηση,
δηλαδή εξέταση κυκλικού σωλήνα! Στην αραβική γλώσσα το Ο προκαλεί τεράστια
απώλεια πολύτιμης υγρασίας μέσω του αέρος παραγωγής, οπότε το μακρό Ο αλλάζει
σε πιο κλειστό ΟΥ, δίνοντας την λέξη KULU. Και
όταν συνδυαστεί με τον αριθμό ένα/ wāḥid (πρ. γουάχιτ), προκύπτει έκπληκτα η γνωστή ρήση: «κουλουβάχατα»/ όλα ένα!
Ανάλογες έννοιες θα βρει κανείς ακόμη και στα
σύγχρονα Ρώσικα, όπου ο «σύντροφος» στο κόμμα, ο ομοϊδεάτης, γίνεται товарищ (διαβάζεται tavaris), και δεν
είναι τίποτε περισσότερο από την ηχητική απόδοση ενός αρχαιοελληνικού
αναγραμματισμού, της δωρικής λέξης συντραφά, που φωνολογικά sintrava, αποδίδει με
αναγραμματισμό (n)tavaris.
Στην Αρχαία Ελληνική, η λέξη ΔΙΑ, εκτός από
αναφορά στον Θεό ήταν και έννοια για τον προσδιορισμό της ημέρας ως φως.
Σήμερα, στην Ισπανία δηλώνουν το θαυμασμό τους με την ελληνική ιαχή, Ω ΔΙΑ, oh e dia, και προσφωνούν τον κόσμο με buenos Dias! Και ως θεός του κεραυνού, μεταθέτει την ιδιότητά του στον προσδιορισμό
της 5ης μέρας, ως Thurs-day, από το αγγλ. Thunder, και ως Donner-s-tag γερμανιστί.
Ας δούμε την λέξη ΑΣΤΕΡΙ! Στα αρχ. Ελληνικά ΑΣΤΗΡ,
δηλαδή αυτό που δεν ΣΤΗΡίζεται κάπου, το μετεωρίζον. Όταν η λέξη θα αποδοθεί στα
λατινικά ASTΕR, μπορεί να μοιάζει αρκετά, αλλά πλέον
έχει χάσει μια σημαντική λεπτομέρεια… την ετυμολογία της. Δηλαδή την λογική της
δομή, όπου το στερητικό Α, αποδίδει έννοια απώλειας και η ρίζα ΣΤΗΡ, από το ρήμα
ΙΣΤΗΜΙ = στηρίζομαι, συνδεόμενα πέρα από μια κοινή σημασία «αστέρι», εννοούν και
οτιδήποτε παραμένει μετέωρο, δηλαδή, για τους αρχ. Έλληνες, «ΑΣΤΗΡ» δεν είναι μόνο
το κλασικό κοινό φωτεινό αστέρι, αλλά κάθε σώμα που δεν στηρίζεται, άρα μετεωρίζεται
στον χώρο, δηλαδή ακόμη και κάποιο άλλο σώμα, όπως ΑΣΤΕΡΟειδής, πλανήτης, κομήτης κλπ. είναι ΑΣΤΗΡ! Η λατινική εκδοχή μεταφέρει
μόνο την σημασία του φωτεινού αντικειμένου. Όταν θα μεταφερθεί στην γερμανική γλώσσα
ως STERN, και στην αγγλική ως STAR, θα έχει μόνο την σημασία του φωτεινού
αντικειμένου, ενώ σήμερα, η λέξη Star, μπορεί να σημαίνει κατά συνθήκη ακόμη και κάποιο τηλεοπτικό
ή κινηματογραφικό πρόσωπο. Στην ελληνική λογική, όμως, δε μπορεί λχ ένα τηλεοπτικό
πρόσωπο να είναι μετεωρίζον σώμα, αφού διαρκώς στηρίζεται. Βλέπετε το λάθος σημασίας
που δημιουργείται εδώ; Φανταστείτε τί γίνεται, όταν τέτοιες αυθαιρεσίες περνούν
ως μεταφράσεις στην εκάστοτε γλώσσα στόχο και χρησιμοποιούνται με την λογική
της «ομοιότητας». Αυτά είναι τα λεγόμενα Interferenzfehler, δηλαδή μεταφραστικά λάθη μεταφοράς, δηλαδή μη
ισοδυναμίας μεταξύ των γλωσσών.
Η ελληνική λέξη έχω, σημαίνει είμαι κάτοχος ή
μεταφορικώς μπορώ να νικήσω κάποιον! Όταν κατά τις μετατροπές έγινε προσπάθεια να
μεταφραστεί αυτή η λέξη, δυστυχώς η εκδοχή echo είχε ήδη χρησιμοποιηθεί για την μεταφορά της λέξης ηχώ, έτσι
αντί του ελληνικού έχω χρησιμοποιήθηκε
το σχετικό συνώνυμο λήμμα χάπτω, λατινιστί
habeo, που σήμαινε έχω, όχι επειδή δημιούργησα
από μόνος μου, αλλά γιατί κάπως το απέκτησα, πχ το αγόρασα ή το δανείστηκα, ή
και το έκλεψα! Άλλο πράγμα δηλαδή εννοούσαν στην αρχ. Ελλάδα λέγοντας «έχω
γνώσιν» ή «έχω παιδιά», και άλλο «χάπτω οικίαν». Στα Νέα Ελληνικά διατηρούμε το
κλασικό ρήμα έχω για να δηλώσουμε
νίκη ή πως κάτι είναι δικό μας, πχ έχω τέκνα, αλλά χρησιμοποιούμε το ρήμα κατά-έχω/κατέχω, για να δηλώσουμε, πως κάτι
το αποκτήσαμε και σήμερα είναι δικό μας, όχι, όμως, επειδή το φτιάξαμε μόνοι μας.
Κάτι ανάλογο γίνεται και
με το αρχ. ρήμα ἄγω,
από όπου μετετράπη με δασεία σε Fἄγω, και από εκεί σε αγωγή
και ηγέτη. Και από την ρίζα αυτή, έχουμε στην σύγχρονη γερμ. Wagen, και αγγλική wagon, για να ορίσουμε την άμαξα, που οδηγεί
κάποιος, και pad-agogen για παιδαγωγούς. Ή το
αρχαίο ρήμα κυνώ, που σημαίνει φιλάω με τα χείλη μου, κάτι που στην σύγχρονη
ελληνική συνεχίζουμε όταν προσ-κυνούμε μια εικόνα; Οι Γερμανοί το πήραν από την
υποτακτική έγκλιση ως κύσσω,
αποδίδοντάς το πρώτα ως küssen γερμανιστί και μετά ως kyss στα σκανδιναβικά και ως kiss αγγγλιστί. Αντίθετα, διατήρησαν στο ρήμα φιλώ, την πραγματική ελληνική σημασία
του αγαπώ, για αυτό και τον κολλητό
μας τον λέμε σήμερα φίλο, και την αγάπη για την μουσική Φιλαρμονική, ανάλογα
για τον λόγο, τα γραμματόσημα και τον ελληνισμό: Φιλολογία, φιλοτέλεια και
Φιλελληνισμό. Και γερμανιστί: Philharmonie, Philologie, Philatelie, και Philhellenismus!
Τώρα, για να
δηλώσουμε την παρούσα στιγμή έχουμε δυο τρόπους. Είτε να πούμε την έννοια το παρόν
ή το νυν. Το παρόν έχει ακριβή
σημασία, αυτή την στιγμή, όπως και το γερμ. jetzt, ή το αγγλ. at this moment, αλλά από τώρα και παρακάτω,
τούδε και στο εξής, νυν και αεί. Εκ του νυν, nun στα Γερμανικά, now στα αγγλικά. Ανάλογα το ρήμα kämmen/χτενίζω, από το αρχ. κώμη,
εξ ου σήμερα το κομμωτήριο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ελληνική κάμαρα, που αποδίδεται γερμανιστί ως Zimmer ή και Kammer.
Πόσες φορές έχετε
ζητήσει να σας φέρουν μπύρα σε ένα κατάστημα και χρησιμοποιείτε το ρήμα bestellen; Αν σας έλεγε κανείς, ότι be-stellen, δεν το καταλαβαίνει ο
γερμανόφωνος ως «παραγγέλνω», δλδ ζητάω να μου φέρουν, αλλά ως «παρά-αγγέλω»,
δλδ κάτι καταλήγει σε μένα δίπλα μετά από μεταφορά, ότι ακριβώς δηλαδή σημαίνει
και το αρχ. ελλ. ρήμα, εξ ου και η λέξη αγγελία;
Και η δημοτική ποίηση με το πετροχελίδονο που το αηδόνι πήγε και του παρήγγειλε
να κάνει κάτι. Οι ελληνόφωνοι μαθητές όταν μαθαίνουν το εν λόγω ρήμα στα
γερμανικά και το αποδίδουν μεταφραστικά ως παραγγέλνω, δε μπορούν να «δούν» την
εσωτερική ετυμολογική διάσταση που κρύβεται μέσα στην λέξη, και όταν πχ βρουν
το ίδιο ρήμα σε ανάλογες εκφράσεις, εκεί η ελληνική μετάφραση δε βοηθά στην
λογική κατανόησης, αλλά περιέργως η ετυμολογική διάσταση ταιριάζει γάντι.
Πόσοι γνωστοί σας
πέρασαν χρόνια σε γερμανικό εργοστάσιο/φάμπρικα, - Fabrik γερμανιστί; Ή εκείνη η
ειδοποιός διαφορά μεταξύ Arbeit και Aufgabe, με την πρώτη λέξη να δηλώνει την παραγωγή έργου (Werk γερμ. work αγγλ. από το αρχ. ελλ. Fεργον, με δασεία), και να συνεχίζεται ακόμη και σήμερα στην
γερμανική νοοτροπία η διαφορά, ότι είναι άλλο πράγμα να παράγει κανείς ότι του
ανατίθεται ως δουλειά/Aufgabe και άλλο πράγμα να
εκτελεί την δική του σωματική εργασία/Arbeit (από το πρωτογερμ. arƀed, arƀid, arbēt, *και στα
σουηδικά. arbete και δανέζικα arbejde * δανειθέν από
την αρχ. ελλ. ριζα του εργ(β)άτειν) – ομοίως και η έννοια της κληρονομιάς/Erbe, ή και στην σλαβική γλώσσα. rabъ με την έννοια του
σκλάβου, εξ ου και το σημερινό Roboter/robot, και επίσης και στην ρωσική γλώσσα ως rabóta (работа)!
Οι λατινικές και
ελληνικές λέξεις μεταλλαγμένες λόγω επιρροών προφοράς, ορθογραφίας και
χρηστικής λειτουργίας αρχίζουν να καταγράφονται στα πρώτα λεξικά με την συμβολή
του πατέρα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, του βασιλιά Καρόλου του Ι, γνωστού και ως
Καρλομάγνος, όπου στα αλφαβητάρια της εποχής του, την Καρολίγνεια Μικρά και
Μεγάλη, υιοθετεί τόσο το συντακτικό της Αρχαίας Ελληνιστικής, όσο και το βασικό
λεξιλόγιο για να δημιουργήσει μια κοινή ευρωπαϊκή πρωτόγλωσσα, τα φράγκικα/πρωτογερμανικά. Και χρόνια
αργότερα, κατά την αναγεννησιακή περίοδο και αργότερα με την ανάπτυξη της
τυπογραφίας, να γενικεύονται και να μεταδίδονται σε βιβλία οι ελληνικές λέξεις,
ιδίως κατά τον 19ο αιώνα. Έτσι γίνονταν όλο και περισσότερο γνωστές και
«προσιτές» στους πολλούς και σιγά-σιγά ενσωματώνονταν στην καθημερινότητα, ενώ
παλαιότερα τις κατανοούσαν και τις χρησιμοποιούσαν μόνον οι λόγιοι. Και σήμερα
συνεχίζουν οι άλλες γλώσσες να δανείζονται ελληνικές λέξεις στην επιστήμη, την
τεχνολογία και άλλους πνευματικούς και πρακτικούς τομείς της ζωής των ανθρώπων,
όταν τις χρειάζονται, είτε για επιστημονική ορολογία, είτε για τρέχουσα
ονομασία, είτε για ευστοχότερη και πιο εντυπωσιακή «σύγχρονη» έκφραση.
Λόγω μεγαλύτερης
ομοιότητας με το «λατινικό» αλφάβητο, ο τρόπος καταγραφής των λέξεων σε τρίτες
γλώσσες δημιουργεί ένα γλωσσικό χάσμα, κατά το οποίο η λατινική γλώσσα
«οικειοποιείται» όλον αυτόν τον ελληνικό γλωσσικό πλούτο, χωρίς να το επιδιώκει
φυσικά, απλώς αυτό είναι μια συγκυρία των πραγμάτων. Για παράδειγμα η λέξη Triomphe αναφέρεται ως προερχομένη από τη λατινική λέξη Triumphus και η ετυμολογική προσέγγιση σταματά εκεί. Και βεβαίως,
δικαιολογείται, γιατί η γαλλική γλώσσα πήρε την λέξη αυτήν από τη λατινική,
όπου είναι ήδη αρκετά αλλοιωμένη η γραφή και η προφορά της ελληνικής λέξεως θρίαμβος, αλλά αν κανείς δοκιμάσει να
αναζητήσει τις ρίζες της Λατινικής, θα ανακαλύψει ένα μεταναστευτικό ρεύμα από
την Εύβοια, προς το Λάτσιο της Ιταλίας, τότε Λάτιο, όπου και συνέβη η μείξη των
γλωσσών και δημιούργησε την Λατινική, και ένα ακόμη ιδίωμα, το Grico, που ομιλείται ακόμη και σήμερα στην Σικελία.
Οι Γερμανοί
δείχνουν μεγάλη έκπληξη για το άγνωστο στους ίδιους «ελληνικό τμήμα» που
υπάρχει στην γλώσσα τους, όπως επίσης και κάποια αμφιβολία, γιατί τους είναι
δύσκολο να πιστέψουν ότι τόσες λέξεις, που διαβάζουν, ακούνε και χρησιμοποιούν
οι ίδιοι στην καθημερινή τους ζωή είναι ξένες[5] και μάλιστα
ελληνικές, όπως για παράδειγμα: Theater, Museum, Musik, Orchester, Demokratie, Programm, Problem, System, Klima, Politik, Therapie, Technik, Klinik, Methode και αμέτρητες άλλες. Δείχνουν όμως και μεγάλη χαρά,
γιατί διαπιστώνουν ότι: «ξέρουν τα Ελληνικά… χωρίς να τα ξέρουν», νιώθουν ότι
έχουν κάτι κοινό με τους Έλληνες,
γλωσσικά τουλάχιστον.
Αυτό σημαίνει η
λέξη ξένος! Η ρίζα ξειν/ξυν/κσειν/κσυν, αρχαϊστί, δήλωνε
την κοινή καταγωγή, όλων των ελληνικών φύλων, που είχαν κοινή γλώσσα, ήθη και έθιμα, θρησκεία και φιλοσοφία/τρόπο ζωής. Για αυτό
και η έννοια της φιλοξενίας, δεν
είναι φιλοαλλοδαπία! Δάπα, στον Όμηρο, είναι το χώμα, έδαφος, δάπεδο λέμε
σήμερα! Όποιος καταγόταν από κοινή δάπα, ήταν ξένος, με την έννοια, από την
ίδια χώρα, αλλά όχι ακριβώς από την ίδια περιοχή. Για αυτό και η προσφώνηση
στις Θερμοπύλες, ως ανάμνηση της σπαρτιατικής θυσίας των 300: «'ω ξείν' αγγέλειν Λακεδαιμονίοις…!», σε
ελεύθερη μετάφραση: «Ξένε διαβάτη να προσφωνείς τους Σπαρτιάτες…» - αν ο
διαβάτης ήταν από την Κίνα ή την Αραβία, δε θα μπορούσε να το διαβάσει αυτό, αν
δεν ήταν γραμμένο στο αλφάβητό του! – Για αυτό και η Ελληνική γλώσσα, περίτεχνα
μας θυμίζει, πως όλες οι ξένες γλώσσες, που μαθαίνουν τα παιδιά μας στα
φροντιστήρια, στην πραγματικότητα, είναι συγγενείς γλώσσες. Δικές μας, ίσως
κάπως διαφοροποιημένες, ίσως από άλλα σημεία τόπων, αλλά κατά βάση και ουσία… Ελληνικές!
Δίνεται επίσης η
εντύπωση, ότι υπάρχει κάποια φωνητική και εκφραστική συγγένεια μεταξύ των δύο
γλωσσών, όσο παράδοξο και αν φαίνεται. Οι ελληνικές λέξεις «στέκουν» εύκολα στη
γερμανική γλώσσα, έχουν «εκγερμανιστεί». Η αποβολή τής καταλήξεως και ακόμη
περισσότερο η μετατροπή της, όπως και άλλες μικρές αλλοιώσεις προφοράς στον
καταληκτικό φθόγγο μιας λέξης, φαινόμενο γνωστό και ως Auslautverhärtung, που καθιστά την
φωνητική απόδοση της γερμανικής κάπως τραχιά και σκληρή, συντελεί στην
«εξομοίωση», την προσαρμογή και την αφομοίωση π.χ. θέατρο-theater, ορχήστρα-orchester, ιδέα-idee. Παρατηρεί κανείς πόσο εύκολα, με μικρή σχετικώς
μεταβολή στη λέξη, αφαιρείται η «ελληνικότητά» της και προσαρμόζεται στη Γερμανική
γλώσσα.
Στη σύγχρονη Γερμανική
γλώσσα συναντώνται πολλές λέξεις που είναι «κατά το ήμισυ» ελληνικές. Αναφέρονται
ενδεικτικά σύνθετες λέξεις με το ένα συνθετικό τους ελληνικής προελεύσεως,
όπως: Technik, Musik, Problem, Programm, System, Krise, Phase, Zone, Klima, Energie, Pilot-, Therapie, Ökologie, Theater κλπ. Οι ελληνικές αυτές
λέξεις, απλές και σύνθετες, αποτελούν θεμελιώδες υλικό, τόσο ποσοτικά, όσο και
«ποιοτικά» και συνεισφέρουν στον λεκτικό πλουτισμό της γερμανικής γλώσσας.
Μία σειρά από
ελληνικές ονομασίες διαφόρων ειδών-θεάματα, χώροι ψυχαγωγίας, μουσικά
συγκροτήματα κ.ά. τυγχάνουν ιδιαίτερης προτίμησης στην καθημερινότητα: Historikum [=ονομασία κέντρου (κτήρια) για «μουσειακή»
συγκέντρωση]. Ozeanarium [=τμήμα μεγάλου διεθνούς
άλσους ψυχαγωγίας]. Exotarium [=εξωτικά ζώα, φυτά,
άνθη]. Hydra [=όνομα μικρού σκάφους -επιστημονικού
εργαστηρίου- που ετέθη σε υπηρεσία (1991) για να ελέγχει την ποιότητα και τη
γενική κατάσταση του νερού στη λίμνη της Ζυρίχης]. Trogloditen [=ισπανικό μουσικό συγκρότημα νέων]. Archeopteryx [=ονομασία ομάδος που αναζητεί ταλέντα
χορού, μουσικής]. Megastar [=χαρακτηρισμός
ορισμένων από τα μεγάλα «είδωλα» των σημερινών νέων στις τεράστιες μουσικές
συγκεντρώσεις τους]. Laserdrom-Abyss [=δύο κινηματογραφικές ταινίες τρόμου]. Cinephile [=έντονη αγάπη για τον κινηματογράφο]. Petra [=τίτλος μουσικού συγκροτήματος ροκ].
Και φυσικά, δεν
είναι περίεργο, αν κανείς μελετώντας τις δύο γλώσσες έρθει αντιμέτωπος με
πλήθος γλωσσικών περιπτώσεων, όπου ελληνικές λέξεις εμφανίζονται περίτεχνα μέσα
στις σύγχρονες ευρωπαϊκές, και ακόμη περισσότερο στην Γερμανική, όπως η έννοια:
Pathopatridalgia [πάθος-πατρίδα-άλγος],
που αναφέρεται στους Ελβετούς μισθωτούς στρατιώτες σε άλλες χώρες (ιδίως στη
Γαλλία κατά τον 18ο αιώνα), στους οποίους είχε απαγορευθεί με ποινή θανάτου να
τραγουδούν τα τραγούδια των βουνών της πατρίδας τους, γιατί τους προκαλούσαν
τόσο έντονη νοσταλγία, που τους οδηγούσε σε ομαδικές λιποταξίες.
Σε ένα επαρχιακό,
πολύ επιμελημένο εστιατόριο μικρής πόλεως της ΝΔ Γερμανίας, στον Μέλανα Δρυμό
(1992), στον περιποιημένο «καλλιτεχνικό» κατάλογο, στη σελίδα για τα
ποτά-κρασιά, στο επάνω μέρος της υπήρχε διακοσμημένη και καλλιγραφημένη η λέξη Ampelographie και στο κάτω μέρος της σελίδας η
επεξηγηματική υποσημείωση: αμπελογραφία [=η τέχνη καλλιέργειας της αμπέλου και
αμπελογράφος είναι εκείνος που περιγράφει την άμπελο και εξυμνεί τα προϊόντα
της].
Τέλος πλήθος από
ελληνικές λέξεις χρησιμοποιούνται σε επιγραφές καταστημάτων, εμπορευμάτων, δραστηριότητες,
εξυπηρετήσεις, διαλεγμένες ώστε να είναι σύντομες, εύκολες, εύηχες και
ταιριασμένες, όπως: Neon, Oasis, Kosmos, Atmos, Astra, Organon, Omega, Genesis, Hermes, Mythos. Αλλά συμβαίνει και το ανάποδο. Στην ελληνική
καθημερινότητα εμφανίζονται λέξεις γερμανικής προέλευσης, που αγνοούμε την
ουσιαστική τους προέλευση, γιατί πιστεύουμε ότι πρόκειται για ατόφιες ελληνικές
λέξεις. Λχ η έννοια πανδαιμόνιο, αγγλικής επινόησης, από την σύνθεση των αρχ.
λέξεων, δαίομαι-"μοιράζω" και
πᾶς, που δηλώνει τον θόρυβο από πολλές μοιρασμένες φωνές, ή και το γνωστό
στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα Halt, που απαιτεί την στάση!
Τα γνωστά μας
αξιόγραφα, γερμ. Wertpapier, ή η χρηστικότατη
βούρτσα, από το burstja /Bürste. Πόσοι, άραγε δεν γνωρίζουν
την περιβόητη Gestapo και τον χαρακτηρισμό γκεσταπίτης;
Και όμως είναι συντομογραφία της επωνυμίας Geheim-Staatspolizei (= Μυστική Αστυνομία του
Κράτους). Οι αρχιτέκτονες/μηχανικοί χρησιμοποιούν συχνά την έννοια του
εγκιβωτισμού, ως θεμελίωση με στεγανό περίφραγμα. Και όμως, η έννοια είναι
καθαρά γερμ. ως Einschachtelung! Και αυτό το αερόπλοιο Zeppelin, είναι και αυτό γερμανικό!
Όπως και η μπύρα Κάιζερ, ως τίτλος Γερμανού Αυτοκράτορα!
Πόσοι από εμάς
έχουν μια ιδιαίτερη, εντελώς αντίθεση αισθητική αντίληψη κομψότητας, που
αγγίζει τα όρια του kitsch; Και πόσες αναφορές
έχουμε ακούσει για το lumpen προλεταριάτο κατά την
μαρξιστική ορολογία; Ή το περίφημο οικονομικό Krach το 1929 στην Νέα Υόρκη, την ραγδαία πτώση των τιμών του
χρηματιστηρίου; Θυμάστε τις περίφημες μπότες Wehrmacht, με την επένδυση μετάλλου πάνω από τα δάχτυλα; Ήταν
σχέδιο του πεζικού των Ναζί, για να προστατεύονται τα δάχτυλα των ποδιών του
στρατεύματος!
Τί θα λέγατε για
μια βόλτα σε αιθέριες γεύσεις από προϊόντα διατροφής που πωλούνται
παρασκευασμένα ως Delikatessen; Μήπως έχετε ακούσει
κάποιος να λέει ανοητολογίες, κοινώς παρλαπίπες; Ο Γερμανός το λέει Paperlapapp. Και οι οπαδοί του Rationalism – ελληνιστί Ορθολογιστές, ήταν στοχαστές που θεωρούσαν,
πως η γνώση αποκτάται όχι τόσο με την εμπειρία, όσο με την νόηση!
Και όταν έρχεται
το σούρουπο, είναι η καλύτερη ώρα για ένα Schnapps – μια κατηγορία λικέρ, με υψηλή
περιεκτικότητα σε αλκοόλ, ενώ ένα Schnitzel, βιενουά ή όχι, είναι
πάντα ένας εκλεκτός μεζές από λεπτές φέτες κρέατος, που
τηγανίζονται, αφού τις βουτήξουμε σε χτυπημένο αβγό και τις πασπαλίσουμε με
τριμμένη φρυγανιά.
Όλοι μας έχουμε
πρίζες με γείωση (SCHUutz – KOntakt=επαφή ασφαλείας), τις γνωστές Σούκο. Και η Ψυχολογία δεν
γλίτωσε από την γερμανική επιρροή της κατηγορίας του Υπερ-Εγώ / Uber-Ich, στην φροϋδική θεωρία, τμήμα της προσωπικότητας του
ατόμου στο οποίο δρα κατασταλτικά στις παρορμήσεις και επιθυμίες του Εγώ. Και
στην Πολιτική, οι σύγχρονοι Σοσιαλδημοκράτες οφείλουν το όνομά τους στον Sozialdemokrat, τον οπαδό της πολιτικής ιδεολογίας, που
επιδιώκει τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές του σοσιαλισμού με βαθμιαίες
μεταρρυθμίσεις. Στην Βιολογία, το στοιχείο που «χρωματίζει» τα στοιχεία της
πυρηνικής ουσίας των κυττάρων, που ορίζουν την κληρονομικότητα, ονομάζεται Chromosom!
Και οι
παλαιότεροι, ίσως, να θυμούνται την περίφημη Stuka, έναν τύπο γερμανικού βομβαρδιστικού αεροπλάνου, που
χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ή το Zwanziger, ένα παλιό αυστριακό νόμισμα που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα
επί Καποδίστρια. Και εκείνο παλτό, γερμ. Mantel από το μεσ. γερμ.
(mhd) mantel και mandel < πιθανόν μεσ. λατ. mantellus μάντιον < μανδύας!
Πέρα από τα ως
τώρα παραδείγματα που η σύγχρονη λέξη φανερά σχετίζεται με την αρχαιότερη και
με ελάχιστους αναγραμματισμούς να μπορεί κανείς να βρει την συγγένεια μεταξύ
των εννοιών, υπάρχουν και άλλες πολύ πιο τρανταχτές αποδείξεις της
ελληνικότητας της Γερμανικής γλώσσας. Μπορούν όμως να διαπιστωθούν, μόνο από
γλωσσολόγους ή γνώστες της αρχαίας Ελληνικής σε βάθος. Οι τροπές των φθόγγων, η
χρήση της δασείας και η ιστορικότητα του ελληνικού λεξιλογίου είναι τα
συστατικά για ένα μαγευτικό ταξίδι στις ρίζες. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ένας
τρόπος να ζωντανέψει ξανά η αθάνατη γνώση που υπάρχει αποτυπωμένη στο γενετικό
κώδικα της Ελληνικής γλώσσας, που τόσο ιδιαίτερα μπορεί να ξεπροβάλλει μέσα
στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ας παραθέσουμε μερικές, ανά κατηγορίες:
Στα επιρρηματικά στοιχεία, λχ ο
γερμανικός σύνδεσμος aber σημαίνει ελληνιστί αλλά/όμως και
προέρχεται από την αρχ. λέξη αφάρ (με
τροπή του Φ σε Β, και του Α σε Ε). Το χρονικό επίρρημα oft σημαίνει
ελληνιστί συχνά με ρίζα στην αρχ. λέξη αύθις! Είναι σαφής η τροπή του Α σε Ο, και του Θ σε Τ. Ανάλογα το
επίθετο warm αγγλιστί και γερμανιστί
έχει την ρίζα του στην αρχ. λέξη θερμός,
όπου το οδοντικό Θ τρέπεται σε δασυνόμενο χειλικό Φ και πιο βόρεια Β, και η
τροπή του Ε σε Α είναι εύκολη. Ανάλογα και στην αγγλική, το Θ γίνεται ουρανικό
Γ, λόγω και της σχετικής υγρασίας στο περιβάλλον. Ο σοφός τρόπος αποδίδεται
γερμανιστί ως weise με ρίζα στην αρχ. λέξη Fειδος με δασεία, φυσικά, που σημαίνει ο γνωρίζων! Το επίθετο του στέρεος/σταθερός αποδίδεται Derb στα
σύγχρονα Γερμανικά με ρίζα στο αρχ.
τάρφυς, για αυτό και στο σύνθετο ρήμα
verderben, περιγράφεται το χάλασμα, είτε στο κάστρο στην άμμο, ή
το τυρί που μούχλιασε, έχασε δηλαδή την στέρεη μορφή του. Η γερμανική γλώσσα
είναι περιγραφική στο λεξιλόγιο της, ενώ η σύγχρονη Ελληνική δηλώνει στόχο.
Ας δούμε και μια σειρά ουσιαστικών:
Ο ελληνικός άξων γίνεται με τροπή του Ω σε Ε και του
ελλ. Ξ σε CH-S: χς….. Achse στα Γερμανικά!
Η λέξη Αcker με τροπή του Κ σε Γ και
αντιστροφή γραμμάτων, αναλογεί στην αρχ. λέξη αγρός.
Θυμάστε την
σπαρτιατική συνάθροιση πλήθους στην Απέλλα; Ε… Appell είναι στα Γερμανικά. Στην
Appellplatz καλούσαν στον 2ο ΠΠ στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης του φυλακισμένους για καταμέτρηση κάθε μέρα.
Ο ελληνικότατος πύργος, γίνεται Burg στα
σύγχρονα Γερμανικά, και φυσικά και το βουνό
ως Berg, δηλώνει το σημείο
προστασίας ψηλά. Σημαντική είναι και η έννοια Bürde το φορτίον, που μαρτυρά την αρχαία του καταγωγή από το λήμμα φερτός. Σήμερα λέμε: υποφερτός, και παρόλη την μεταφορική
σύγχρονη σημασία, το κουβάλημα παραμένει σταθερό.
Η σύγχρονη σκεπή
αποδίδεται ως Dach στα σύγχρονα Γερμανικά με ρίζα στο αρχ. τέγος
όπου το Γ τρέπεται σε Χ και με έξτρα αναγραμματισμό στην σύγχρονη εποχή
δημιουργεί την Στέγη!
Ένας ληστής γερμανικώς δεν είναι τίποτε περισσότερο
από κάποιον που λόγω κακών εμπειριών η ζωή τον φθείρει για να καταφύγει στο έγκλημα. Στα σύγχρονα Γερμανικά Dieb
είναι ο ληστής με ρίζα
στο αρχ. τύπτω/φθείρω.
Η γνωστή μας
σημαία, κυριολεκτικά είναι ένα πανί.
Αποδίδεται ως Fahne γερμανιστί από το αρχ. πήνος όπου το Π άλλαξε σε Φ, και
αποδόθηκε με δασεία και αλλαγή του Η σε Α.
Η συμβολή της
βλάχικης γλώσσας, που τόσο σθεναρά βάλλεται, συμβάλλει επίσης στο παιχνίδι των
αναγραμματισμών. Το σημερινό γερμ. παράθυρο είναι Fenster, αλλά έχει την ρίζα του
στο βλχ. φερετσεν< feretesen, που με την σειρά του σε πιο αρχ. ρίζα, περιγράφει την
ουσία, αυτού που /παρα-τεθεν, από το παράθεση/ δίπλα στην θύρα, είναι
τοποθετημένο. Πολύ σωστά οι Νεοέλληνες περιγράφουν το άνοιγμα προς το μπαλκόνι…
μπαλκονόπορτα. Η έννοια παράθυρο,
ετυμολογικώς ορθή είναι μόνο για τζάμι δίπλα σε πόρτα.
Ας δούμε και μερικά ρήματα:
Αρχικά η ίδια η
λέξη για τον ρηματικό τύπο έχει ελληνική ρίζα. Ένας τρόπος για να αποδώσει
κανείς στα Αρχαία Ελληνικά το ρήμα λέγω, είναι ερέω. Από αυτή την ρίζα σήμερα έχουμε την έννοια ρητός, ρήμα, κατά
τα ρηθέντα. Με μια απλή προσθήκη διγαμμάτων/δασειών F, δημιουργείται το λήμμα <αρχ. FερέFω, όπου με τροπές σε V-B, έχουμε το
αγγλογερμανικό Verb.
Το ελληνικό ρήμα αρμέγω, αποδίδεται ως melken στην σύγχρονη Γερμανική.
Η ρίζα της λέξης είναι στον αρχ. τύπο άρμεγον, του Αορ.Β, όπου μια σειρά τροπών
δημιουργούν το λήμμα έλμεκον και ένας
απλός αναγραμματισμός τον τύπο εμελκον,
από όπου και οι Γερμανοί παράγουν και το γάλα τους, ως Milch.
Ξεκάθαρη
αντιστοιχία έχουμε στο λήμμα stellen από την αρχ. ρίζα του στέλλω,
που δηλώνει θέση. Αποστέλλω λέμε λχ σήμερα, δηλώνοντας το σημείο έναρξης και
την διαδικασία. Ανάλογα, από την ρίζα του αρχ. τρέπω, με δασυνόμενη προφορά στο Π…γίνεται Β, και δημιουργεί το
γερμ. ρήμα treiben που σημαίνει κάνω. Μετά από τόσες πολλές καθημερινές
δραστηριότητες ας το ρίξουμε στο πλέξιμο, όπου ο Γερμανός λέει το ρήμα weben από την ρίζα του αρχ. υφαίνω. Είδος δεσίματος παράγει και το
ρήμα zwingen από το αρχ. σφίγγω, που στην σύγχρονη Γερμανική
γλώσσα περιγράφει τον εξαναγκασμό.
Το αρχαίο ρήμα
της ρίψης, με δασεία είναι Fεριπτειν, όπου εμφανίζεται ποιοτικώς και στην Νεα
Ελληνική, αλλά και ως werfen στα Γερμανικά. Αλλά πόση σημαντική πληροφορία μπορεί να
περιγράφει ο γερμανικός όρος wollen που ο Γερμανός όταν το χρησιμοποιεί περιγράφει κάτι που
έχει πάρει απόφαση να το κάνει… ο κόσμος να χαλάσει. Δεν είναι παρά η ρίζα του
αρχαίου ρήματος βούλομαι, από όπου
σχηματίζει και την θεϊκή Wille/ Βουλή.
Το ελληνικό ρήμα
φθείρω αποδίδεται στην Γερμ. Γλώσσα και ως ahnden. Είναι από το αρχ.
ααδειν που σημαίνει ακριβώς το ίδιο
πράγμα. Να βάλουμε και κάτι στο στόμα μας; Να το θέσουμε εντός; Οι Γερμανοί
σήμερα περιγράφουν την διαδικασία αυτή με το ρήμα Essen από το αρχ. εσθίω, περιγραφικά εις θέτω! Και για εκλεπτυσμένες γεύσεις, επιλέγουμε σήμερα τα Delikatessen! Ακόμη και όταν, όμως,
ξεχάσουμε κάτι, η γερμ. λογική περνά στο ρήμα της το λήμμα vergessen, και κρύβει έντεχνα στην ετυμολογία της λέξης, το
ελληνικό χνώτο, που περιγράφει το εσωτερικό της στοματικής κοιλότητας, αφού ver-ge-essen, δηλώνει πως ξέ/χνάω, αυτό που έχω μέσα μου. Και αυτό το
ΓΕ της αρχ. γλώσσας, στον Παρακείμενο, βλ γράφω/γεγραφα, αποτελεί βασικό
συστατικό όλων των ρημάτων στον Παρακείμενο της Γερμανικής…ως GE.
Για την
μετακίνηση με Χ μέσο χρησιμοποιείται στην Γερμ. γλώσσα ο όρος fahren ως
πάω από το αρχ. Fάρω με δασεία, βλέπε σύγχρονη απόδοση: «άρει την αρίδα σου
και περιπάτει» !
Και εκείνη η
ελπίδα, που πεθαίνει τελευταία, με δασεία σχηματίζει το λήμμα helfen! Και μετά στα Αγγλικά το
F αλλάζει σε P.
Να πάμε και σε πιο
ιδιαίτερες και απαιτητικές λέξεις, ιατρικής φύσεως:
Από την αρχ.
ελλην. ήτωρ, έχουμε Ader στα σύγχρονα Γερμανικά… την καρδιακή φλέβα! Και Angst από το άγχος. Το ωραιότατο
στήθος, ανθρώπινο ή κοτόπουλου, είναι στα Γερμανικά η λέξη Brust! Είναι αδύνατον κανείς να φανταστεί την σχέση με το αρχ.
πρήθω, που αποδίδει την έννοια αυτή ή να αναζητήσει την λέξη Darm για το έντερο,
προερχόμενο από την αρχ. λέξη τάρμις.
Η βοηθητική μαμμή, η τροφός/μαία, είναι Hebamme στα Γερμανικά,
προερχόμενο από την αρχ. αμμία. Η σύγχρονη μύτη μας, αποδίδεται γερμανιστί ως Nase, αλλά με σχετική
δυσκολία βρίσκει κανείς την ρίζα στην αρχ. λέξη ρις, που σε γενική πτώση γίνεται ρινός, από όπου και
δανείζεται η λέξη. Για αυτό άλλωστε όταν επισκεπτόμαστε τον σχετικό γιατρό τον
αποκαλούμε Ωριλά, και όχι Μυτολόγο! Ανάλογα, η λέξη Träne είναι το δάκρυ από το αρχ.
θρύων, καθώς και μια αυξητική τάση, το «μεγάλωμα» του παιδιού, που περιγράφει
το… κατά τα άλλα γερμανικό, ρήμα wachsen με ρίζα στο αρχ. αύξειν!
Πλήθος άλλων
εννοιών καθημερινής χρήσης και λειτουργίας τεκμηριώνει με στοιχεία και
αποδείξεις το προφανές: Τα Ελληνικά
γονιμοποιούν την Γερμανική σε βάθος. Και αν η «μαμά» Γερμανική μεταφέρει γονιδιακά
σε άλλες γλώσσες/παιδιά της, όπως Αγγλικά, Ολλανδικά, Σκανδιναβικά, κλπ, η
φαντασία μπορεί να οργιάσει, με την καλή έννοια. Πάμε και για άλλες λέξεις:
Από την αρχ. ρίζα
περατός, που σήμερον λέμε… «έφερα εις
πέρας», δημιουργείται γερμανιστί η έννοια Fertig!
Η περιγραφή του
γλιστρήματος, από το αρχ. γλίττω,
είναι Gleiten στα Γερμανικά.
Κατά το λεξικό
Ησυχίου, από την αρχ. ρίζα γλύκκα,
έχουμε την έννοια της Τύχης, που γίνεται Glück γερμανιστί, και φυσικά luck στην Αγγλική γλώσσα.
Από το αρχ.
κέρας, τα γνωστά του ταράνδου, της Αμάλθειας, χρησιμοποιείται στην Γερμανική η
περιγραφική έννοια Ηirsch για την απόδοση του ελαφιού. Και μιας και αναφερθήκαμε σε
πανίδα, ας δούμε και το αρχ. κόνικλος, που λατινιστί γίνεται cuniculus, και το γνωστό κουνελάκι καταλήγει στα Γερμανικά ως Kanichen,
όπου το 1ο συνθετικό είναι αναγραμματισμός της λατ. λέξης, ενώ η
κατάληξη -chen,
γερμ. επίθεμα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ουδέτερο και μικρό.
Επίσης η γερμ. λέξη Aal είναι
το χέλι, προερχόμενο από την σκανδιναβική/σουηδική λέξη: E(h)el, που προέρχεται από την αρχ. ελλ. λέξη: έγχελις
Από το σύγχρονο
ελληνικό κρασί, αν και λάθος στα Νεοελληνικά, καθώς κρασί είναι το προϊόν
κράσης/ανακατέματος νερού και οίνου, αποδίδεται γερμανιστί ως Wein, από το αρχ. λήμμ Fοίνος με δασεία, όπου η τροπή το F σε W εμφανίζεται και στα Λατινικά ως vino, στα Γαλλικά vin, και από το γερμ. λήμμα
περνά και στην Αγγλική ως wine.
Αν και η γερμ.
λέξη για τον πίνακα γραφής είναι Tafel, η περιγραφή που κρύβει
η έννοια ανάγεται στο υλικό κατασκευής, μια τάβλα,
επίπεδη δηλαδή επιφάνεια. Από την αρχ. λέξη κένκω,
που σημαίνει πεινώ στα σύγχρονα Ελληνικά, προκύπτει με τροπή συμφώνων η γερμ. Hunger/πείνα.
Όταν κάτι φτάνει
στο κατώτατο σημείο, δεν λέμε ελληνιστί, την έννοια ναδίρ; Αυτή είναι από την ρίζα νήδυμος
στα αρχαία, από όπου και πέρασε και ως nieder στην Γερμανική. Για αυτό και οι «κάτω» χώρες ονομάζονται
Niederlanden.
Το μοίρασμα σε
μερίδες με διαίρεση αποδίδει από το αρχαίο διελλείν/διαιρείν, η γερμ. λέξη: teilen.
Το αφρόγαλα, ή
ανθόγαλα βρίσκει την ρίζα του στην αρχ. λέξη Fάχνη, με δασεία, από όπου και
οι Γερμανοί παράγουν την έννοια Sahne.
Είναι, όμως, κάπως δύσκολο να φανταστεί κανείς την ρίζα του νεοελληνικού
σταφυλιού στην γερμ. λέξη Trauben, αν πρωτίστως δεν γνωρίζει την αρχ. λέξη βότρυς. Ή την προέλευση της λέξης Wachs/κερί, από το
αρχ. φάσκος. Ανάλογα, από το ελληνικό
αλσος με τροπες να δημιουργείται η
γερμ. λέξη Wald, ή ο κόσμος ως πλήθος, να λέγεται γερμανιστί die Welt, όπως και η
ομώνυμη εφημερίδα, αλλά χωρίς γνώση της αρχ. λέξης άλδομαι, που περιγράφει την δημιουργία πλήθους, η σύνδεση δεν θα
ήταν εφικτή.
Σημαντικότατη
επιρροή στην εξέλιξη της Γερμανικής γλώσσας έχει παίξει σαφέστατα ρόλο και το
θρησκευτικό στοιχείο, αποδίδοντας στην γλώσσα κυρίως μεταφορικές σημασίες.
Ένα χαρακτηριστικότατο παράδειγμα τέτοιας γλωσσικής
παρερμηνείας μεταξύ Γερμανικών και Ελληνικών είναι λχ η λέξη ΕΛΕΟΣ/ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ. Στα αρχ. ελληνικά εκφράζει «το να δίνω σε κάποιον συγχώρεση ή να παύω να
τον κακομεταχειρίζομαι, επειδή βρίσκεται στο έλεος μου/υπό την κυριαρχία μου».
Η λέξη αποδόθηκε στα Λατινικά ως ΑLEMOSINA και σημαίνει το ίδιο πράγμα. Όταν
χρόνια μετά οι χριστιανοί δανείστηκαν το λήμμα, η σημασία ενισχύθηκε με το «βοηθώ κάποιον που έχει ανάγκη, προσφέρω ανακούφιση»,
σε Ελληνικά και Λατινικά, αλλά αποδόθηκε γερμανιστί ως ALMOSEN, αγγλιστί ALMS, μόνο με την 2η
σημασία! Είναι προφανές πως άλλες έννοιες αποδίδει ο ελληνόφωνος και εντελώς άλλη
ο γερμανόφωνος, ειδικά σε περιπτώσεις μεταφράσεων! Ανάλογα η πρωτογενής έννοια
-ελλ-, δήλωνε την φωτεινότητα στον αρχ. Κόσμο, hell- στα γερμανικά σήμερα σημαίνει φωτεινός, αλλά στην Αγγλική είναι η κόλαση.
Ένα ακόμη παράδειγμα μετατροπής εννοιών είναι η
έννοια του μπάνιου, ως χώρος και όχι
σαν λειτουργία. Στην αρχαία εποχή γινόταν διαχωρισμός μεταξύ: λουτήρ
(για τα πόδια), νιπτήρ (για τα χέρια ή πρόσωπο), καταιονιστήρ (το σημ.
ντους, λέξη στην οποία κρύβεται επιμελώς και σημαντικότατη επιστημονική γνώση,
καθώς το υγρό στοιχείο ιονίζεται όταν υπάρχει πίεση, δηλαδή εφαρμογή Φυσικής
επιστήμης), και η έννοια βαλλανείον (το γενικό ξεβρωμιτήριο,
σημ. χαμάμ). Στην λατινική Ιταλία (ετυμ: ίθι+αλς, δλδ: κοντά στην θάλασσα), οι
Λατίνοι υιοθετούν μόνο το βαλλανείο,
το οποίο και αποδίδουν λατινιστί ως ballagneum. Από αυτήν την ρίζα θα προκύψει
το μεταγενέστερο bagneum με σημασία χώρου και δράσης και
σήμερα η έννοια bagno, από όπου την παίρνουμε και
εμείς ως αντιδάνειο και φτιάχνουμε το μπανιο του σπιτιού μας, το οποίο
επισκεπτόμαστε, για να κάνουμε «μπάνιο», με την ίδια λογική που βρεχόμαστε και
στην θάλασσα. Από το λατινογενές bagneum, το παίρνουν οι γερμανόφωνοι και
το αλλάζουν αρχικά σε baddeum και μετά σε baden. Ακόμη και σήμερα είναι γνωστή η περιοχή με τα
πολλά λουτρά στην Γερμανία που ονομάζεται Baden Baden, ενώ οι βρετανοί το απέδωσαν ως bath. Από την ρίζα/επίθεμα –deum, με αναγραμματισμό σχηματίζουν και την έννοια dome/doma, το ελληνικό δώμα, από όπου θα
λειτουργήσει και ως Dome, για τους ναούς και της
εκκλησίες τους, οπότε και η λέξη μεταδίδει και νόημα ψυχικής κάθαρσης.
Οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι μιλούν πρωτογενή Ελληνικά
και δεν το ξέρουν. Εμείς, που τα μιλάμε με παραλλαγές, πάλι δεν το ξέρουμε. Αν
«βλέπαμε» τις ξένες γλώσσες από αυτήν την προοπτική θα μας ήταν παιχνιδάκι να
τις μάθουμε, υπό την προϋπόθεση ότι θα μιλάμε σωστά τα Ελληνικά μας. Όχι
μεταφορικά. Για αυτό η λέξη ΞΕΝΟΣ στα Νεοελληνικά σημαίνει διαφορετικός, ενώ η ουσία της είναι συγγενής από άλλο τόπο! Τα Γερμανικά ΕΙΝΑΙ σε ένα μεγάλο ποσοστό
αρχ. Ελληνικά με παραλλαγές. Εμείς δεν χρειάζεται να μάθουμε αρχαία Ελληνικά,
αλλά να είμαστε λίγο πιο ρεαλιστές όταν σκεπτόμαστε, και κάπως πιο περήφανοι
για την ντοπιολαλιά μας, λχ τα βλάχικα. Δείτε γιατί: όταν κάποιος χωρικός θέλει
να πει «με έπνιξε με την συμπεριφορά του, με έφερε ΩΣ ΕΔΩ (δείχνει λαιμό!)»
χρησιμοποιεί το λήμμα απηύδησα. Οι
περισσότεροι Νεοέλληνες το θεωρούμε πολύ χωριάτικο αυτό. Αν πάμε, όμως, στην
ρίζα της λέξης… από + αυδή, όπου ΑΥΔΗ στα αρχαία είναι η φωνή, εξ ου και ο
άφωνος σήμερα λέγεται και άναυδος, ενώ η σύγχρονη «φωνή» είναι η ένταση ήχου
(εξ ου και το: «μη φωνάζεις!»), το «αυδή», γίνεται στα λατινικά aude… και από αυτό έχουμε την λέξη audio, που φιγουράρει στις περισσότερες ακουστικές συσκευές παγκοσμίως ως
αρχείο…ήχου. Είπατε τίποτε;
Κλείνοντας να σημειώσουμε
εκφράσεις ελληνικές που καθιερώθηκαν στην Γερμανική από την Αναγέννηση και έπειτα:
Das A und O/το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος, Unter der Ägide/υπό την αιγίδα, Danaidenfass/Πίθος των Δαναΐδων,
Trojanisches Pferd/Δούρειος Ίππος, eine Gelegenheit beim Schopf packen/αρπάζω την ευκαιρία από τα μαλλιά, Pyrrhussieg/Πύρρειος νίκη, Sisyphusarbeit/Σισύφειο έργο, Tantalusqualen/τα μαρτύρια του Ταντάλου, Zankapfel/μήλο της Έριδος…
Με τόσες πολλές ελληνικές
λέξεις, προφορές και λεκτικές τεχνοτροπίες στην γερμανική Γλώσσα, άνετα μπορεί
κάποιος ομιλητής, μελετητής και σπουδαστής να αναφωνήσει, ότι ….das kommt mir alles griechisch vor! Μου φαίνονται όλα ελληνικά!
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
12.9.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γραμμόζης Αρ.-Στ. "Οι Αρειμένιοι Βλάχοι και η κρυμμένη
αλήθεια", τ. Α: Οι Έλληνες, Αθήνα, Εκδ. Αιγηις, 2014. ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Αρ. Γραμμόζη: "ΚΑΙ οι Γερμανοί μιλούν ελληνικά: Η ελληνική λέξη «άττα» (= πατέρας) έγινε Fater, κλπ.", ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 11.9.2021.
Καρμιράντζος Κ. "Γερμανική γλώσσα – Ελληνική διάλεκτος", Αθήνα, αυτοέκδοση, 2014.
Προκοπίδης Χ. "Τα Ελληνικά στην Γερμανική Γλώσσα", Αθήνα, εκδ. Κάκτος, 1994.
Τζιροπούλου-Ευσταθίου Ά. "Ο Εν την Λέξη Λόγος", εκδ. Γεωργιάδης, Αθήνα, 2009.
Τζιροπούλου-Ευσταθίου Ά. "Αρχιγένεθλος Ελληνική Γλώσσα – Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον Παγκόσμιο Λόγο", εκδ. Γεωργιάδης, Αθήνα, 2011.
Jahuda J. "Hebrew is Greek", εκδ. Becket Publications, Οξφορδη, 1982.
Kinne Th. "Sprechstunde
– Gedanken über Sprache, Menschen und die Welt" β΄ αναν. εκδ. Αμβουργο, 2021.
Pfeifer W. κ.ά. "Etymologisches Wörterbuch des Deutschen", 1993, digitalisierte und von Wolfgang Pfeifer überarbeitete Version im Digitalen Wörterbuch der deutschen Sprache, dwds.
Wahrig-Burfeind R. "WAHRIG Deutsches Wörterbuch, Mit einem Lexikon der Sprachlehre", εκδ. Gütersloh, Μοναχο, 2011.
[1] Ist all Greek to me!
[2] Στο βιβλιο του Joseph Yahuda λχ Hebrew Is Greek, διατείνεται ο εβραίος γλωσσολόγος ότι τα Εβραϊκά και τα Αραβικά έχουν ελληνική προέλευση.
Cain < Ka-en < Κα ην < Γα ην < Γήινος και από το ελλ. όλον, αραβική كل (kull: όλα) + واحد (wāḥid: ένα) (< πρωτοσημιτική *waḥad-), η γνωστή ρήση: κουλουβάχατα.
[3] Η λέξη Frisante, εμφανίζεται κυρίως στην
Βαυαρία/Μόναχο, ενώ στην Ελβετία χρησιμοποιείται ευρέως η έννοια Sprudelwasser. Αντίθετα στην
«κανονική» Γερμανική είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος ο περιγραφικός όρος Wasser mit Kohlensäuren.
[4] Τα Λατινικά είναι η γλώσσα εκείνη, που ξεκίνησε ως διάλεκτος της ελληνικής στην περιοχή της Εύβοιας. Όταν Έλληνες άποικοι μετέβησαν στο Λατιο / Latio / Lazio της Ιταλίας, μετέφεραν μαζί τους και την τοπική τους διάλεκτο σε ιταλικό έδαφος, και την προσάρμοσαν
με την τοπικά ομιλούμενη γλώσσα, ενώ κάποιοι άλλοι την διατήρησαν στο γλωσσικό ιδίωμα greco / grico στην Σικελία, όπου ομιλείται
ακόμη
και σήμερα!
[5] Στα Ελληνικά, κάποιος που κατάγεται από τον ίδιο ΧΩΡΟ / ΧΩΡΑ χαρακτηρίζεται
εγχώριος. Ή αν είναι από τον ίδιο ΤΟΠΟ γίνεται εντόπιος / ντόπιος. Στον Όμηρο, η
έννοια του χώρου ή τόπου είναι ΔΑΠΑ, σήμερα λχ λέμε ημεΔΑΠΟ κάποιον που είναι
από την ίδια χώρα με μας, ενώ αλλοΔΑΠΟ, όποιον είναι από άλλη χώρα. Σήμερα
λέμε… «δάπεδο», συνεχίζοντας να
μιλάμε ομηρικά, αλλά ακόμη και λχ στο υπέδαφος χρησιμοποιείται η έννοια ΑΡΟΥΡΑ,
και οι σύγχρονοι Έλληνες όταν αναφέρονται στο ζώο που κατοικεί εκεί λένε,
αρουραίος, ή για το βάρος της Γης λέμε σήμερα άχθος αρούρης, και το εργαλείο σκαψίματος άροτρο! Στην ελληνική μυθολογία, που δεν αποτελεί παραμυθάκι, αλλά
κωδικοποιημένη Ιστορία υπό το πρίσμα συμβολισμών, αναφέρεται το έθιμο της φιλοξενίας! Του φιλέματος προς τον
«δια-βάτη ΞΕΝΟΝ» που περνά από τον κοινό χώρο/δάπα. Η φιλοξενία ήταν ανέκαθεν
έθιμο από Έλληνες για Έλληνες και μόνο, και όχι για αλλοδαπούς. Έλλην
θεωρούνταν όποιος είχε κοινή γλώσσα, ήθη και έθιμα, θρησκεία και
φιλοσοφία/τρόπο ζωής. Ήταν αδιανόητο να δώσει κάποιος Έλληνας στην αρχαιότητα
βοήθεια παντός τύπου σε κάποιον αλλοδαπό! Βλ. και: «ω ξείν' αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τηδε
κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι…!» - Η προσφώνηση στους διαβάτες των
Θερμοπυλών, αν αναφερόταν σε κάποιον αλλοδαπό θα έπρεπε να είναι γραμμένη σε
άλλη γλώσσα, πχ Αραβικά, Κινέζικα. Ανάλογα λχ σήμερα βλέπουμε τον σταθμό μετρό Panepistimio, γραμμένο σε λατινική γραφή, που σε καμία όμως γλώσσα
δεν σημαίνει κάτι! Μπορεί να διαβαστεί μόνο από όσους ξέρουν ελληνικά, ενώ για
τους τουρίστες θα είχε νόημα να αναγράφεται University! Αντίστοιχα τότε, η φράση «ω ξειν» προερχόμενη
ετυμολογικά από την ριζα <ξυν-, κσοιν-, κοιν-> και μάλιστα σε Πρωτοελληνική,
γινόταν αυτόματα κατανοητή από όλους όσους είχαν κοινό γένος, γλώσσα και έθιμα.
Η ελληνική, μας, γλώσσα «θυμάται» ότι οι «ξένες γλώσσες», είναι κοινές γλώσσες,
που χρησιμοποιούνταν σε άλλα σημεία. Όχι… αλλοδαπές γλώσσες. Για αυτό και
εμείς, πηγαίνουμε σε φροντιστήρια «ξένων γλωσσών», όχι αλλοδαπών!
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook