Η διάσωση της ελληνικής γλώσσας στην ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ, την Καλαβρία και την Απουλία (Σαλεντινή Ελλάδα) - του δρ. Χρ. Γ. Μαλτέζου

Η διάσωση της ελληνικής γλώσσας
στην ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ,
την Καλαβρία και την Απουλία
(Σαλεντίνη Ελλάδα)

Του δρ. Χρήστου Γ. Μαλτέζου, χημικού – συγγραφέα

   Οἱ Ἑλληνικὲς ἀποικίες διετηρήθησαν ζωντανὲς πολλοὺς αἰῶνες. Στὰ χρόνια τοῦ Στράβωνος (67 π.Χ. – 23 μ.Χ.) ἐσώζοντο ἀκόμη ὁ Τάρας, τὸ Ρήγιον καὶ ἡ Νεάπολις μὲ τὴν ἑλληνική τους ὑπόστασι, ὅπως φαίνεται στὰ «Γεωγραφικά» αὐτοῦ. Οἱ Λατῖνοι ἐπίσης συγγραφεῖς Τάκιτος, Ἀπουλήιος κ. ἄ., μᾶς βεβαιώνουν γιὰ τὴν ὕπαρξι τῶν Ἑλλήνων στὴν Ἰταλία.

   Ἀφοῦ ἡ ἕδρα τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους μετεφέρθη στὴν πόλι Βυζάντιο, ἐν μέσῳ ἑνὸς καθαροαίμου ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ὅπως οἱ Θρᾶκες, ἦταν ἑπόμενον ὁλόκληρος ἡ Ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ νὰ ἀναζήσει, ἐνῶ ἡ Ρώμη – καὶ μαζί της ὁ δυτικὸς κόσμος, νὰ χάσει ἕνα μέρος τῆς αἴγλης καὶ τῆς ζωτικότητος ποὺ εἶχε. Μὲ τὴν διανομὴ τῶν ἐδαφῶν τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ ἔκαναν οἱ διάδοχοι τοῦ «Μεγάλου» Κωνσταντίνου προεκλήθη μεγάλη ἀνωμαλία. Ὁ ἐσωτερικὸς πόλεμος κυριάρχησε καὶ συνεχίσθη ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ «Παραβάτου». Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοδοσίου τοῦ «Μεγάλου» (395) οἱ διάδοχοί του μοιράσθηκαν τὸ Κράτος τὸ ὁποῖο ἔτσι ἐχωρίσθη σὲ δύο τμήματα:

    - τὸ δυτικόν, μὲ ἕδρα τὴ Ρώμη (ποὺ ἔλαβε ὁ Ὀνώριος) καὶ

    - τὸ ἀνατολικὸν μὲ τὴν Κωνσταντινούπολιν (ποὺ ἐκράτησε ὁ Ἀρκάδιος).

Τὸ 476 τὸ δυτικὸν κράτος περιῆλθε στοὺς Γερμανούς.

   Τὸ Ἀνατολικὸν Κράτος, καὶ πέραν τῆς πρωτευούσης του Κωνσταντινουπόλεως, ἐξ αρχῆς ἑδράζετο κυρίως ἐπὶ τῶν ἑλληνικῶν χώρων καὶ πληθυσμῶν στὶς χερσονήσους τοῦ Αἵμου καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Καὶ οἱ χῶροι αὐτοὶ ἀνῆκαν σὲ μία Ἀνατολικὴ Μεσόγειο ποὺ ἔζη μὲ τὸν πολιτισμὸν τοῦ προσφάτου ἑλληνιστικοῦ της παρελθόντος. 

Δὲν ἦταν λιγώτερες οἱ περιπέτειες ποὺ πέρασε τὸ Ἀνατολικὸν Κράτος ἐξ ἐκείνων ποὺ δοκίμασε τὸ Δυτικόν. Οὔτε οἱ ἐχθροί ποὺ τὸ ἀπείλησαν ἦταν λιγώτερο φοβεροὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κατέλυσαν τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀρχαίας Ρώμης. Στὴν Ἀνατολή, ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐξουσία καὶ ὁ Ἑλληνικὸς Κόσμος συνεζεύχθησαν καὶ ἐπροστάτευσαν ἀλλήλους. Ἔτσι ἡ Ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία ποὺ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς καιροὺς Ἑλληνικὴ στὴν οὐσία καὶ στὸ πνεῦμα, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ρωμαϊκὴ στὴν παράδοσι καὶ δὲν παύει νὰ διεκδικεῖ τὴν Ρώμη, τὴν γηραιὰν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μαζὶ μ’ αὐτήν, τὴν Δύσιν καὶ τὴν ὁλοκλήρωσιν τῆς ἑνότητος τοῦ Ρωμαϊκοῦ κόσμου, ὅπως δηλ. ἦταν... στοὺς «παλαιοὺς καλοὺς καιρούς».

   Τὸ 535 (ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ) ὁ στρατηγὸς Βελισάριος ἀποβιβάστηκε στὴν Σικελία καὶ ἀγωνιζόμενος κατέκτησε τὴν Ἰταλία. Τὸ ἔργο τοῦ Βελισαρίου συνέχισε ὁ Ναρσῆς, ἀξιωματοῦχος τῆς Αὐλῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Τότε ἱδρύθη τὸ Ἐξαρχᾶτον τῆς Ραβέννης ὅπου σώζονται τὰ λαμπρὰ ψηφιδωτά ποὺ είκονίζουν τὸν Ἰουστινιανόν καὶ τὴν Θεοδώρα μὲ πρόσωπα τῆς Αὐτοκρατορικῆς τους Αὐλῆς.

   Ὁ Ἰουστινιανὸς ὑπῆρξεν ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ μὲ πίστιν στὴν ἀναβίωσι τῆς ἀρχαίας «Ρωμαϊκῆς Δόξης». Ἐπέτυχε νὰ ἐπαναφέρει τὸ Κράτος στὴν παλαιάν του αἴγλην καὶ ἡ Μεσόγειος ἔγινε πάλι «Ρωμαϊκὴ - δηλ. ελληνική - λίμνη». Τὰ ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας ἄρχιζαν ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες στῆλες καὶ τελείωναν στὶς μακρυνὲς χῶρες τῆς Ἀνατολῆς, ἐκεῖ ποὺ χύνεται ὁ Εὐφράτης καὶ ὁ Τίγρης.

   Ἡ ἀναβίωσις ὅμως αὐτὴ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἦταν καὶ τὸ κύκνειον ἆσμα του, γιατὶ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ Λογγοβάρδοι, λαὸς γερμανικός, ὅπως οἱ Φράγκοι καὶ οἱ Βουργούνδιοι, εἰσέβαλαν καὶ κατέκτησαν ὅλην τὴν βόρειον Ἰταλία (569). Σιγὰ-σιγὰ οἱ Λογγοβάρδοι προχώρησαν στὴ μέση Ἰταλία καὶ ἔφθασαν μέχρι τὸν κόλπον τοῦ Τάραντος. Οἱ Βυζαντινοὶ κατώρθωσαν νὰ διατηρήσουν ἐπ’ ὀλίγον τὴν Ραβέννα μὲ τὴν περιοχή της, τὴν Πεντάπολι καὶ Ρώμη καὶ μονιμώτερα τὴν Νεάπολι, καθὼς καὶ τὶς γειτονικὲς περιοχὲς τοῦ Ἀμάλφι καὶ Γαέτας, δηλ. διάφορα τμήματα τῆς Ἰταλίας ἐντελῶς κομματιασμένα καὶ δίχως συνέχεια, οὔτε μὲ συγκοινωνία μεταξύ τους ἄλλη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θάλασσα. Ὅμως οἱ Βυζαντινοὶ διατήρησαν σταθερὰ καὶ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τὴν Σικελία καὶ ἕνα μέρος ἀρκετὰ σημαντικὸν τῆς κάτω Ἰταλίας, ἰδίως τὴν Καλαβρία καὶ μερικὰ μέρη ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ὑδροῦντος. Τὰ κομμάτια αὐτὰ τῆς Ν. Ἰταλίας κατώρθωσαν οἱ Βυζαντινοὶ νὰ τὰ κρατήσουν περισσότερον, καὶ μάλιστα νὰ τὰ αὐξήσουν ἀργότερον, ἀφ’ ὅτου ἀπώλεσαν τὴν Σικελία.

   Στὰ μέρη αὐτά, ὅπου ἐγκατεστάθησαν μονίμως οἱ Βυζαντινοί. εὑρῆκαν πολλὰ καὶ σημαντικὰ λείψανα ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῶν ἀρχαίων ἀποικιῶν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος. Ἀκριβέστερα: βρῆκαν τὸν ἑλληνικὸν πληθυσμόν (ποὺ στὴν Σικελία, ὅπως εἴπαμε, ὑπερέβαινε τὸ 1/3 τοῦ συνολικοῦ της). Ἀποδεδειγμένα μάλιστα, κατὰ τὰ τέλη τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἡ Ἑλληνικὴ ἦταν ἡ μητρικὴ γλῶσσα αὐτοῦ τοῦ σημαντικοῦ μέρους τῶν κατοίκων καὶ διάφορα ἄλλα στοιχεῖα, ὅπως π.χ. οἱ ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς χριστιανικῶν τάφων στὶς κατακόμβες τῶν Συρακουσῶν, καθὼς καὶ κατάλογοι χωρικῶν μὲ ἑλληνικὰ ὀνόματα ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἑλληνικότητα τοῦ μεγάλου τμήματος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς νήσου. Στὰ λείψανα τῶν ἀρχαίων ἀποικιῶν τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος προσετέθησαν ὄχι μόνον οἱ Βυζαντινοὶ ὑπάλληλοι στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ οἱ Ἕλληνες τῆς Κυρηναϊκῆς καὶ γενικῶς τῆς Ἀφρικῆς, οἱ ὁποῖοι, μετὰ τὴν πλήρη κατάληψι τῶν Ἀφρικανικῶν κτήσεων τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, ἦλθαν ὅλοι πρόσφυγες στὴν Σικελία. Ἔτσι οἱ Ἕλληνες τῆς Σικελίας ἐπλήθυναν πάρα πολὺ καὶ ἡ μεγαλόνησος ἔγινε ἀκόμη μίαν φορὰν σπουδαῖον κέντρον Ἑλληνισμοῦ, ὅπως ἦταν καὶ στοὺς χρόνους τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητος.

Ἀλλ’ ἡ Βυζαντινὴ παρουσία στὴν Σικελία δὲν κράτησε ὅσον ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς ἰταλικῆς χερσονήσου (δηλ. τῆς Καλαβρίας), γιατὶ οἱ Ἄραβες πέρασαν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ στὴν Σικελία (τὸ 827), καὶ σιγὰ-σιγὰ κυρίευσαν ὅλην τὴ νῆσο. Τότε τὸ πλέον σημαντικὸν μέρος τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῆς Σικελίας ἠναγκάσθη νὰ τὴν ἐγκαταλείψει καταφεύγοντας στὴν Καλαβρία. Συνέβη λοιπὸν καὶ στὴν ἠπειρωτικὴ Ἰταλία ὅ,τι προηγουμένως στὴν Σικελία κοντὰ στοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσμούς, ποὺ ὑπῆρχαν ἀπὸ παλαιότερα, προσετέθησαν οἱ Ἕλληνες πρόσφυγες τῆς Σικελίας. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτούς, ἔφθασαν στὴν Ἰταλία καὶ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, μετὰ τοὺς διωγμοὺς στοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας (726 – 843). Ἐκεῖ κάτω στὴν Ν. Ἰταλία, οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ βρῆκαν ἐπιτέλους τὴν ἡσυχία τους μακρὰν τοῦ αὐστηροῦ ἐλέγχου τῶν Ἰουδαιοφρόνων δυναστῶν καὶ μποροῦσαν ἀπρόσκοπτα νὰ τηροῦν τὰ καθιερωμένα τῆς λατρείας τῶν ἁγίων εἰκόνων. Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἦταν ἱερωμένοι, καὶ ἄλλοι, ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄδικον καὶ φοβερὸν κατατρεγμὸν ποὺ ὑπέστησαν, ἔγιναν μοναχοί. Καὶ ἀκριβῶς ἀπὸ τότε κυρίως χρονολογοῦνται τὰ ἀμέτρητα ἐρημητήρια, οἱ κρῦπτες, οἱ λαῦρες καὶ τὰ μοναστήρια τῆς Ν. Ἰταλίας, ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἱστορία, καὶ τῶν ὁποίων πολλὰ καὶ ἀξιόλογα λείψανα ἔχουν διασωθεῖ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.

   Ἐν τῶ μεταξὺ οἱ Ἄραβες ἔκαναν προόδους. Ματαίως οἱ Βυζαντινοὶ τοὺς κατεπολέμουν καὶ μάταιες οἱ ἐπιτυχίες ὡς τὴν τελευταία στιγμὴ μὲ τὸν στρατηγὸν Μανιάκη (1030). Κύριοι τῆς Σικελίας οἱ Ἄραβες ἀπείλησαν καὶ τὴν ἄλλην Ἰταλία, ἀκόμη καὶ τὴν Ρώμη καὶ τὴν Βενετία, οἱ δὲ στόλοι τῶν Σαρακηνῶν κυριάρχησαν σὲ ὁλόκληρη τὴν Μεσόγειον καὶ κατετρόμαξαν τοὺς πληθυσμοὺς τῆς Ἰταλίας.

   Παρὰ τὴν ἀραβικὴν πίεσι οἱ Βυζαντινοὶ κατόρθωσαν νὰ κρατηθοῦν στὴν Καλαβρία καὶ στὴν Ἀπουλία καὶ μάλιστα ηὔξησαν τὸ ἔδαφος τῶν κτήσεών τους παίρνοντας τὸν Τάραντα καὶ τὸ Μπάρι μὲ τὶς γύρω περιοχές. Ἔτσι ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912) οἱ βυζαντινὲς κτήσεις στὴν Ν. Ἰταλία ἀποτελοῦντο ἀπὸ δύο γενικὲς διοικήσεις, ἢ θέματα:

        α΄) τὸ θέμα τῆς Λογγοβαρδίας, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομα του ἀπὸ τοὺς πρώτους του κατόχους, μὲ πρωτεύουσα τὸ Μπάρι καὶ μὲ ἔκτασι τὴν πέριξ περιοχὴν μέχρι τοῦ Τάραντος, δηλ. τὴν Ἀπουλίαν, τὴν Λουκανίαν καὶ τὴν Σαλεντινὴν χερσόνησο, καὶ

        β΄) τὴν Καλαβρία, ἤτοι τὴν περιοχὴν τοῦ Ρηγίου (Reggio Calabria) μέχρι τοῦ κόλπου τοῦ Τάραντος. Ἡ Καλαβρία ἀνῆκε διοικητικῶς στὸ θέμα Σικελίας, μετὰ ὅμως τὴν ἀραβικὴν εἰσβολήν, ὁ στρατηγὸς διοικητὴς τῆς Σικελίας μετέφερε τὴν πρωτεύουσά του στὸ Ρήγιον περιμένοντας ματαίως τὴν ἀνάκτησιν τῆς μεγαλο-νήσου. Στὰ 1016 πρωτοεμφανίζονται στὴν Σικελία οἱ Νορμαννοὶ καὶ στὰ 1040 οἱ υἱοὶ τοῦ Νορμαννοῦ ἱππότου Τανκρέδου ντ’ Ὡτεβὶλ ἐγκαθίστανται ὁριστικῶς στὴ νῆσο καὶ ἀρχίζουν πόλεμον κατὰ τῶν Ἀράβων. Ἀπὸ τυχοδιῶκτες καὶ μισθοφόροι τῶν Βυζαντινῶν οἱ Νορμαννοὶ δὲν ἀργοῦν νὰ γίνουν οἱ κύριοι τοῦ τόπου (1060). Ἔτσι ὁ μικρότερος ἀπὸ τοὺς δύο ἀδελφούς, ὁ Ρογῆρος Ὡτεβὶλ κατακτᾶ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὴν Σικελία, τῆς ὁποίας γίνεται μέγας κόμης μὲ τὸν τίτλο Ρογῆρος ὁ Α΄ καὶ ταυτοχρόνως ἱδρυτὴς τοῦ Σικελονορμαννικοῦ κράτους, ποὺ ἔλαμψε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἄφησε μέχρι σήμερον σπουδαῖα μνημεῖα τέχνης. Ὁ Ροβέρτος – ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ρογήρου (ὁ ἐπιλεγόμενος Γυϊσκάρδος) - κατέκτησε τὰ ἄλλα μέρη τῆς κάτω Ἰταλίας, γίνεται δούκας τῆς Καλαβρίας – τὴν ὁποίαν ἀποσπᾶ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, καὶ διεκδικεῖ ὄχι μόνον τὶς ὑπόλοιπες Βυζαντινὲς κτήσεις, δηλ. τὸ θέμα τῆς Λογγοβαρδίας, ἀλλὰ καὶ ὅλην τὴν Βυζαντινὴν αὐτοκρατορία, μὲ τὴν ὁποία εὑρίσκεται σὲ διαρκῆ πόλεμο.

   Ἡ ἐγκατάστασις τῶν Νορμαννῶν στὴν Σικελία καὶ στὴν κάτω Ἰταλία εἶναι ἔνα ἀπὸ τὰ πλέον σημαντικὰ γεγονότα τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου κατὰ τὴν μεσαιωνικὴ περίοδον καὶ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἱδρυθῆ τὸ Βασίλειον τῶν Δύο Σικελιῶν τῆς Νεαπόλεως, ποὺ περιῆλθεν ὕστερα στοὺς Γερμανοὺς Hohenstaufen καὶ κατόπιν σὲ διαφόρους ἄλλους δυνάστες Ἀνδεγαυούς, Ἀραγονέζους, Αὐστριακούς, Βουρβόνους, κλπ., μέχρις ὅτου τελευταία ἑνώθηκε καὶ ἡ περιοχὴ αὐτὴ μὲ τὸ Σαρδικὸ Βασίλειο καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ σημερινὸ Ἰταλικὸν κράτος. Αὐτὰ ὅλα ὅμως, εἶναι μεταγενέστερα. 

Γυρίζοντας πίσω στὴν μεσαιωνικὴ περίοδο, βλέπομε ὅτι μὲ τὴν ἐγκατάστασι τῶν Νορμαννῶν στὴ Ν. Ἰταλία οἱ Βυζαντινοὶ περιωρίσθηκαν ἀρχικῶς σὲ κάτι ἄκρες γύρω στὸ Μπρίντεζι καὶ τὸ Μπάρι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ μέρη τὰ ἔχασαν τὸ 1071. Οἱ βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου κατέβαλαν κάθε προσπάθεια προκειμένου νὰ ἐπανακτήσουν τὰ ἐδάφη τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, ἰδίως ὁ Μανουὴλ Α΄ Κομνηνός (1143 – 1180). Ἔπειτα ἀπὸ τὴν βασιλεία ἐκείνου, ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία διέκοψεν ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴν ἰταλικὴ χερσόνησο. Ἄφησε ὅμως ἐκεῖ κάτω ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη της μὲ τὰ διάφορα μνημεῖα τέχνης καὶ πολιτισμοῦ καὶ πρὸ παντὸς τοὺς ἑλληνοφώνους πληθυσμούς, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν κυριωτέραν καὶ ζῶσαν μαρτυρίαν τῆς διαβάσεώς της. Μετὰ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1453, τὸ ρεῦμα τῶν Ἑλλήνων προσφύγων πρὸς τὴν Ἰταλία προσέλαβε νέαν ἔντασιν ἰδίως ἐπὶ Βησσαρίωνος, καθὼς καὶ νέες κατευθύνσεις. Πολλοὶ Ἕλληνες ἰδίως λόγιοι καὶ ἀστοί, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ κατέφυγαν σὲ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα ὡς ἡ Ρώμη, ἡ Βενετία, ἢ τὸ Λιβόρνο, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνα τοῦ ἰταλικοῦ Νότου ὅπως ἡ Μεσσήνη, ἡ περιοχὴ τῆς Καλαβρίας, ἡ Απουλια / Πούλια καὶ γενικώτερον τὸ Βασίλειον τῆς Νεαπόλεως. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν Πελοποννήσιοι.

   Ἀφ’ ὅτου ἐξέλειπε ἡ βυζαντινὴ κυριαρχία ἐπὶ τῆς Ἰταλικῆς χερσνήσου καὶ ἰδίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Νορμαννοὶ συνεβιβάσθησαν μὲ τὴ Ρώμη, ὑπῆρξε καὶ μεταβολὴ στὰ θρησκευτικὰ πράγματα καθὼς ἄρχισε ἡ ἀπορρόφησις τῶν Ἰταλιωτῶν στὸ Ρωμαιοκαθολικὸ Δόγμα. Ἤδη ἀπὸ τὸν13ον αἰῶνα τὸ Βατικανὸ - ποὺ μέχρι τότε δὲν ἀσχολεῖτο μὲ τοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσμούς, ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ σχέδιο συστηματικοῦ προσηλυτισμοῦ τους ἀπὸ ἕνα νέον κλῆρον ἑλληνοφώνων προπαγανδιστῶν ποὺ προηγουμένως ἐδημιούργησε. Ἔτσι οἱ παντελῶς ἀφημένες στὴν τύχη τους - ἐπὶ δύο αἰῶνες - ἑλληνικὲς μᾶζες, πέρασαν σὲ θρησκευτικὸ ἐκλατινισμὸ ποὺ ἔφερε τὸν ἐξιταλισμό τους. Μολαταῦτα οἱ συνειδητοὶ Ἕλληνες δὲν ἦταν ὀλίγοι - ἰδίως μέσα στοὺς πληθυσμοὺς τῆς Μεσημβρινῆς Καλαβρίας καὶ τῆς Σαλεντινῆς. Αὐτοὶ ἄντεξαν μέχρι τὸν 17ον αἰῶνα ὡς Ἑλληνόρρυθμοι καθολικοί, δηλ. διατήρησαν τὸ τυπικὸν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας

Οἱ Ἀρβανῖτες, φυγάδες ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἐγκαταστάθηκαν στὴν Ἰταλία ἦταν καὶ αὐτοὶ ὀρθόδοξοι ἀρχικῶς, ὑπαγόμενοι στὴν δικαιοδοσία τοῦ Οικουμενικου Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Στὶς δικές τους κοινότητες ἔφθαναν πολλοὶ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ποὺ χειροτονοῦσαν ἐντοπίους ἱερεῖς καὶ ξαναβάπτιζαν ὡς Ὀρθόδοξα τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ποὺ προηγουμένως εἶχαν βαπτίσει στὸ Ρωμαιοκαθολικὸ Δόγμα οἱ λατῖνοι ἱερεῖς! Ἔτσι συνεμείχθησαν οἱ ἑλληνόφωνοι μὲ τοὺς ἀρβανιτόφωνους Ὀρθοδόξους.. Ὅμως οἱ νεοφερμένοι «Ἀλβανῖτες» προκειμένου νὰ τύχουν ἀσύλου καὶ ἀδείας παραμονῆς στὴν Ἰταλία ἀπὸ μέρους τῶν Βασιλέων τῆς Νεαπόλεως, ὤφειλαν ἐκκλησιαστικὴν συμμόρφωσιν πρὸς τὸ Πρωτόκολλον τῆς Φλωρεντίας. Ἔτσι ἀπὸ Ὀρθόδοξοι ἔγιναν Καθολικοὶ Ἑλληνόρρυθμοι.

   Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ ἱστορία τῶν Ἑλληναλβανῶν τῆς κοινότητος Badessa. Ἦταν οἱ μόνοι στὴν Ἰταλία ποὺ ἔμειναν Ὀρθόδοξοι καὶ ἔγιναν Καθολικοὶ Ἑλληνόρρυθμοι μόλις τὸν περασμένο αἰῶνα. Μέρος ἀπὸ τοὺς Ἑλληναλβανοὺς αὐτοὺς – καμμιὰ εἰκοσαριὰ οἰκογένειες – ζήτησαν καὶ ἦλθαν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν Ἑλλάδα τὸ 1875. Ἐψηφίσθη μάλιστα τότε καὶ ἰδιαίτερος νόμος, ὁ «Περὶ συνοικισμοῦ ἐν τῶ δήμῳ Βουπρασίων τῆς Ἠλείας Ἑλληναλβανικῶν ἐξ Ἰταλίας ἀφιχθεισῶν οἰκογενειῶν», δυνάμει τοῦ ὁποίου παρεχωροῦντο 30 στρέμματα γῆς καὶ 400 δρχ. σὲ κάθε οἰκογένεια. Χαρακτηριστικὸν εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Ἀλβανόφωνοι Ἕλληνες τῆς Ν. Ἰταλίας ἔλεγαν γιὰ τοὺς Ἰταλοὺς: «οἱ Φράγκοι». Τὸ ἴδιο οἱ Ἑλληνόφωνοι` ἔλεγαν: «οἱ Λατῖνοι». Ὑπάρχει μάλιστα καὶ ἕνα λαϊκὸ σονέττο στὴν Ἑλληνοσαλεντινὴ γλῶσσα ποὺ ἀρχίζει ἔτσι:


Ἤθελα νὰ σοῦ μάθω ἕνα σονέττο

Γρῆκο, νὰ μὴ τό φσέρουν οἱ Λατῖνοι.

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ

ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΜΙΚΡΟΥΛΑ

Ώρια μου πιτσουλίνα τσε (γ)καλάντα      Ὡραία καὶ χαριτωμένη μου μικρούλα

χαιρούμενη που πάντα                               ποὺ πάντα εἶσαι χαρούμενη

Ε πάει γελώντα,                                             Καὶ πᾶς γελώντας,

χαιρούμενη που πάντα                             ποὺ πάντα εἶσαι χαρούμενη

πάει γελώντα νινέλλα!                               πᾶς γελώντας μικρή μου!


Εμμοιάτζει το καρόφεddο τη κιάντα     Μοιάζεις μὲ τὸ γαρύφαλλο τὸ φυντάνι,

πουddάι τη πριμαβέρα                               (μὲ) πουλάκι τῆς ἄνοιξης

Ε πάει πετώντα,                                        Καὶ πᾶς πετώντας,

πάει πετώντα νινέλλα!                               πᾶς πετώντας μικρή μου!


Εβώ σε κάνω ντέκα κρόνου πάντα      Ἐγὼ σ’ ἐπιθυμῶ συνέχεια 10 χρόνους

τσε ντε σατσιάμου μάι                            καὶ δὲν σὲ χορταίνω ποτέ

Σε κανονώντα,                                         Κοιτάζοντάς σε,

τσε ντε σατσιάμου μάι                           καὶ δὲν σὲ χορταίνω ποτέ

σε κανονώντα νινέλλα!                             κοιτάζοντάς σε μικρή μου!


ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Τιτί τιτί τιτί                                  Τιτί τιτί τιτί

ντε τ’ εν ώριο είττο παιντί.        δὲς πόσο ὡραῖο εἶν’ αὐτὸ τὸ παιδί.

Εν ώριο εμίσσεια μέρα                Εἶν’ ὄμορφο τὸ μεσημέρι

τσ’ έναι ώριο όλη εμέρα.              κι εἶν΄ ὄμορφο ὅλην τὴν ημέρα.

Τοτό τοτό τοτό                           Τοτό τοτό τοτό

πόσο πάει τσε σε πελεκῶ,          λίγο ἀκόμα καὶ θὰ σὲ δείρω,

τσέ ντόπου σε πελεκήσω          καὶ ἀφοῦ σὲ δείρω,

μένα γκίζει να σε μουττήσω.       θὰ σὲ κάμω νὰ σωπάσεις.


Να να να                                        Να να να

Να να να                                        Να να να

ε κιατέρα μου τρώει τ’ αγκουά,     ἡ θυγατέρα μου τρώει τ’ αὐγά,

ε μάνα της τὰ φτήννει                    κι ἡ μάνα της τὰ ψήνει

τσε κιατέρα μου τα ρουφά.        κι ἡ θυγατέρα μου τὰ ρουφᾶ.


Τόνι τόνι τόνι                             Τόνι τόνι τόνι

ε μάνα του το πλώννει                ἡ μάνα του τὸ βάζει νὰ κοιμηθεῖ.

Μα τίνο κάνει νάννα;                     Μὲ ποιὸν θὰ κάνει νάνι;

Μα το τσιούρη τσε μ’ η μάνα.       Μὲ τὸν κύρη καὶ μὲ τὴ μάνα.


Νινέddα – νινέddα – νινέdda       Νινέλα νινέλα νινέλα

όττ’ ε μάλη φαίνει κουτέddα,     όταν θὰ μεγαλώσει θὰ ὑφαίνει,

τσέ φαίνει το παννί                       θὰ ὑφαίνει τὸ πανὶ

να κά(ν)ει τ’ αμμάι του τάτα τη.  νὰ κάνει τὸ πουκάμισο τοῦ τάτα[3] της.


Νινάνου τσε νινάνου                                     Νινάνου καὶ νινάνου

τούο ε’ να φιούρο απού σταίη απάνου,        αὐτὸ εἶν’ ἕνα λουλούδι ἀνθισμένο,

(α)σ’ όλη την γκετονία                                   σ’ ὅλη τὴν γειτονιά

σεκούντου η κέτσα μου εν έχει καμμία.      σὰν τὴ μικρή μου δὲν εἶν’ καμμιά.


Τόμπι τόμπι τόμπι                     Τόμπι τόμπι τόμπι

κανονώντα μου κορντώνει,                κοιτάζοντάς μου χορταίνει.

μου κορντώνει ντόπου π(ι)εί               Μοῦ χορταίνει ἀφοῦ πιεῖ,

κανονώντα το γυαλί,                         κοιτάζοντας τὸ γυαλί / καθρέφτη.

κορντώνει ντόπου φάει                   Μοῦ χορταίνει ἀφοῦ φάει

κανονώντα το γυαλάι,                    κοιτάζοντας τὸ καθρεφτάκι.


ΚΛΑΜΑ ΤΟΥ ΕΜΙΓΚΡΑΝΤΟΥ

ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΟΥ

Ώρια μου ροντινέdda                   Ὡραῖο μου χελιδόνι

a πούτε στε τσε στάζει,                 ἀπὸ ποῦθε ἔρχεσαι καὶ φτάνεις,

πλέα τάλασσα σ’ αγκουάddει     ποιὰ θάλασσα σὲ βγάζει

με τούτο καλό καιρό;                   μὲ τοῦτο τὸν καλὸ καιρό;

Άσπρο βαστά το πέττο              Ἔχεις ἄσπρο τὸ στῆθος,

μαύρε βαστά τες άλε,                   μαῦρα τὰ φτερά,

ο σταυρί κολόρ ντι μάρε             τὴν ράχη στὸ χρῶμα τῆς θάλασσας

με τη κούντα λιο νοιττή.             καὶ τὴν οὐρὰ λίγο ἀνοιχτή.

Αρώτησα τη μάνα μου               Ρώτησα γιὰ τὴ μάνα μου

την πλέον αγαπημένη               τὴν πολυαγαπημένη,

έχει τόσο κα με μένει                ἔχει τόσο καιρὸ ποὺ μὲ περιμένει

πούρου νάχει να με δει.              κι ἄλλο τόσο νὰ μὲ δεῖ.

Αρώτησα το τσιούρη μου        Ρώτησα γιὰ τὸν κύρη μου

τσε σ’ όλη τη γκετονία               κι ὅλη τὴ γειτονιά,

τσε αν είχε ομιλία                       καὶ ἂν εἶχες ὁμιλία

πόσα είχε να μου πει!                πόσα θά’χες νὰ μοῦ πεῖς!

Καΐτζ’ αμπρό στη τάλασσα       Κάθομαι μπρὸς στὴ θάλασσα

πάντα σένα κανονώ,                καὶ πάντα σένα κοιτάζω,

λίον γκέρνει, λίο καλέει,         λίγο γέρνεις, λίγο κατεβαίνεις,

λιον εγκίτζει το νερό.            λίγο ἀγγίζεις τὸ νερό.

Μα σου τίπο μου λέει,           Μὰ τίποτα δὲν μου λες

για πόσα σε ρωτώ,                  για ὅλα αὐτὰ ποὺ σὲ ρωτώ,

 

ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ

Ὥρηα γλῶσσα, ποὺ σημαίνει

σὰν τραβούδιν εἰς τ’ αὐτί,

ἀφτωχή, λησμονημένη

κακοσύρνεις τὴ ζωή.


Σχόλαι ἔν ἔχεις, δὲ βιβλία

τῶν παλαίω, τῶν καιρῶ,

μόνη σοῦ ’μεινε δροσία

τ’ ἅγιο γάλα τῶν μαννῶ.


Ὥρηα γλῶσσα, ποὺ σημαίνεις

εἰς τ’ αὐτία μου σὰν ἀχό,

τῆς μανέλλα ἀγαπημένη,

ποὺ μὲ κούνιζε μικρό.


Στὴν ξενία ποὺ μὲ κραταίνει

ἡ κλωστέλλα μου εἶσαι σοὺ

καὶ μὲ δένει καὶ μὲ δένει

στὴν Γρηκία[1] τοῦ Δερεντοῦ[2].

 

Οἱ δε Ἀλβανόφωνοι τῆς Καλαβρίας λέγουν καὶ μερικὰ παραδοσιακὰ τραγούδια τους στὴν Ἑλληνική. Τὸ πλέον γνωστὸ ἀπὸ αὐτά, εἶναι:

Μάννα μου μαννούλα μου

τὸν Τοῦρκο δὲν τὸν παίρνω.

Περδικούλα γίνομαι

καὶ στὶς πλαγιὲς πηγαίνω.

 

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.9.2024.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

        - Λεκάκης Γ. "Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις" / ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.

        - Μεταξάς Ν. Π. «Μεγάλη Ελλάς (Magna Grecia, Θεσσαλονίκη, 2010. 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Γρηκία (< Γραικία) = ἡ περιοχὴ τοῦ Σαλέντου.

[2] Δερεντοῦ = τοῦ Ὑδροῦντος (τοῦ Ὄτραντο στὴν σαλεντινὴ διάλεκτο).

[3] τάτας = πατέρας.


διασωση ελληνικης γλωσσας ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ, Καλαβρια Απουλια Σαλεντινη Ελλαδα Μαλτεζος ελληνικες αποικιες Στραβων Ταρας, Ρηγιον Νεαπολις Ταραντας, Ρηγιο Νεαπολη ελληνικη υποστασις, Γεωγραφικα Λατινοι συγγραφεις Τακιτος, Απουληιος ελληνες ιταλια εδρα ρωμαικο κρατος πολις Βυζαντιο, ελληνικος πληθυσμος Θρακες, θρακη εανατολη Ρωμη δυτικος κοσμος, αιγλη εδαφη αυτοκρατορια διαδοχοι Μεγας μεγαλος αγιος Κωνσταντινος ανωμαλια εσωτερικος εμφυλιος πολεμος ιουλιανος Παραβατης Θεοδοσιος 4ος αιωνας μχ 395 διαδοχος Κρατος δυτικο ονωριος ανατολικο Κωνσταντινουπολις Κωνσταντινουπολη αρκαδιος 5ος 476 Γερμανοι πρωτευουσα ελληνικες χωρες χερσονησος αιμου αιμος Μικρα Ασια ανατολικη Μεσογειος πολιτισμος ελληνιστικος εχθροι εξουσι ααρχαια Ρωμαικη ελληνικος Κοσμος αυτοκρατορια ρωμαιοι παραδοση ρωμαικος 6ος 535 ιουστινιανος στρατηγος Βελισαριος Βελισσαριος αποβιβαση Σικελια αγωνας Ναρσης, αξιωματουχος Αυλη εξαρχατον της Ραβεννης εξαρχατο της Ραβεννας Ραβεννα ψηφιδωτο Θεοδωρα αυτοκρατορικη αυτοκρατωρ αναβιωση ηρακλειες στηλες γιβραλταρ Ευφρατης Τιγρης ποταμος αναβιωσις Λογγοβαρδοι, λαος γερμανικς, Φραγκοι Βουργουνδιοι, Βουργουνδοι Βουργουνδια εισβολη κατακτηση βορεια 569 Λογγοβαρδια μεση κολπος του Ταραντος Βυζαντινοι Ραβενα Πενταπολις Πενταπολη Νεαπολις, ναπολι νεαπολη αμαλφι Γαετας, γαετα θαλασσα Βυζαντινος κατω υδρουντας υδρους οτραντο Νοτια Βυζαντιο Βυζαντινοι ελληνικοι πληθυσμοι αρχαιοι αποικοι μητρικη γλωσσα κατοικοι ελληνικη επιγραφη χριστιανικος ταφος κατακομβη Συρακουσες καταλογος χωρικοι ελληνικα ονοματα ελληνικοτητα νησος αρχαιες αποικιες υπαλληλος στρατιωτικος πολιτικος οικογενειες Κυρηναικη κυρηνη λιβυη Αφρικη καταληψη αφρικανικες κτησεις αραβες,προσφυγες μεγαλονησος ελληνισμος κλασσικη αρχαιοτητα μεσημβρινη ιταλικη 9ος 827 νησι ηπειρωτικη ελλας διωγμοι εικονομαχια 8ος 726 – 843 αυστηρος ελεγχος ιουδαιοφρονοι ιουδαιοι εβραιοι δυναστες λατρεια αγια εικονα ιερωμενος κατατρεγμος μοναχος ερημητηριο κρυπτη λαυρα μοναστηρι μονη ιμ ιστορια, Μανιακης 11ος 1030 απειλη Βενετια, στολος Σαρακηνοι απουλια Μπαρι βαριον βαριο βασιλεια Λεων ΣΤ Σοφος 886 – 912 10ος Λουκανια Σαλεντινα Ρηγιο Reggio Calabria θεμα Σικελίας, αραβικη Νορμαννοι Νορμανοι Νορμανδοι 11ος 1040 Νορμαννος ιπποτης Τανκρεδος ντ’ ωτεβιλ οτεβιλ τυχοδιωκτες μισθοφοροι Νορμανδος 1060 Ρογηρος κομης ιδρυτης Σικελονορμαννικο Σικελονορμανδικο μνημειο τεχνη Γυισκαρδος δουκας δουξ πολεμος εγκατασταση μεσαιωνας βασιλειον των δυο Σικελιων Σικελιες Νεαπολεως, Γερμανια χοχενσταουφεν Hohenstaufen δυναστης Ανδεγαυοι Ανδεγαβοι αραγονεζοι αυστριακοι Βουρβονοι σαρδικο ιταλικο Μπριντεζι βρενδησιο 1071 βασιλεις επανακτηση Μανουηλ Α΄ Κομνηνος 12ος 1143 1180 μνημεια τεχνης ελληνοφωνοι ελληνοφωνα χωρια ελληνοφωνια Τουρκοι 15ος 1453, προσφυγας Βησσαριωνας, Βησσαριων λαοι αστικο κεντρο Λιβορνο, Μεσσηνη, Πουλια Πελοποννησιοι Πελοποννησος θρησκεια ιταλιωτες Ρωμαιοκαθολικο Δογμα 13ος Βατικανο συστηματικος προσηλυτισμος κληρος ελληνοφωνος προπαγανδα μαζα θρησκευτικος εκλατινισμος εξιταλισμος συνειδητοι Σαλεντο 17ος ελληνορρυθμοι καθολικοι τυπικο αρβανιτες, φυγαδες Τουρκια ορθοδοξοι Οικουμενικο Πατριαρχειο Κωνσταντινουπολεως κοινοτητα ορθοδοξος επισκοπος χειροτονια ιερεας βαπτιση ορθοδοξια παιδια καθολικη εκκλησια λατινος ιερευς αρβανιτοφωνοι αλβανιτες ασυλο αδεια παραμονης εκκλησιαστικη συμμορφωση Πρωτοκολλον της Φλωρεντιας Πρωτοκολλο Φλωρεντια ελληνορρυθμος ελληναλβανοι μπαντεσσα μπαδεσσα μπαντεσα μπαδεσα βαδεσσα βαδεσα Badessa ελληναλβανος 19ος 1875 νομος, Περι συνοικισμου εν τω δημω Βουπρασιων της ηλειας Ελληναλβανικων εξ ιταλίας αφιχθεισων οικογενειων γη αλβανοφωνοι λαικο σονεττο σονετο ελληνοσαλεντινη γρηκο, γκρικο ωρια πιτσουλινα γκαλαντα καλαντα ωραια χαριτωμενη μικρουλα χαιρουμενη χαρουμενη γελωντα, γελωντας, νινελλα εμμοιατζει καροφεddο καροφελλο κιαντα μοιαζω γαρυφαλλο φυντανι, πουddαι πουλλαι πριμαβερα πουλακι ανοιξη πετωντα, πετωντας, νινελα μικρη εβω κανω ντεκα κρονου επιθυμω δεκα χρονια σατσιαμου μαι χορταινω κανονωντα, κοιταζοντας σατσιαμου κανονωντα κοιτω ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ Τιτι ειττο παιντι ωραιο παιδι εμισσεια μερα ομορφο μεσημερι εμερα ημερα τοτο πελεκω δερνω, ντοπου πελεκησω γκιζει μουττησω σωπαινω σιωπη νανανα κιατερα τρωω αγκουα, θυγατερα τρωγω αυγο μανα φτηννω ψηνω ρουφω τονι πλωννω κοιμαμαι τινο ναννα ποιος νανι τσιουρης κυρης κυριος νινεddα μαλη φαινω κουτεddα, κουτελλα, μεγαλωνω υφαινω παννι πανι αμμαι τατας πουκαμισος πατερας νινανου φιουρο απου σταιη απανου, φιορο λουλουδι ανθισμενο, γκετονια γειτονια σεκουντου κετσα τομπι κορντωνω χορταινω ντοπου γυαλι καθρεφτης γυαλαι, καθρεφτακι ΕΜΙΓΚΡΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ροντινεdda ροντινελλα ροντινελα χελιδονι πουτε σταζω πουθε ερχεσαι φτανω ταλασσα αγκουαddω αγκουαλλαω θαλασσα καιρος ασπρο βαστά πεττο στηθος, μαυρε αλε, μαυρα φτερα σταυρι κολορ ντι μαρε ραχη χρωμα κουντα λιο νοιττη ουρα ανοιχτη αρωτησα Ρωτησα αγαπημενη πολυαγαπημενη, μενω περιμενω πουρου τσιουρης κυρης ομιλια καιτζω αμπρο καθομαι κανονω, κοιταζω, λιον γκερνει, λιο καλεει, λιγο γερνω, κατεβαινω εγκιτζει νερο αγγιζω τιπο τιποτα αποκρινομαι ρωτω ρωταω, ωρηα σημαινει τραβουδιν τραγουδι αυτι αφτωχη, φτωχη λησμονημενη κακοσυρνω ζωη σχολειο σχολη βιβλιο παλαιω καιρω δροσια αγιο γάλα μαννω μανες αυτια αχός μανελλα αγαπημενη, κουνιζε ξενια κραταινει κλωστελλα σου δενει δενω Γρηκια Δερεντου αλβανια παραδοσιακα τραγουδια μαννα μαννουλα Τουρκος παιρνω νυφη γαμος γαμπρος περδικουλα περιδικα πλαγια Μεταξας Γραικια υδρους νινι νιννι συνοικισμος δημος Βουπρασιοι ηλεια Βουπρασιο ελληναλβανιτες ελληναρβανιτες
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ