Συμπληρώνονται σήμερα 80
χρόνια από την θλβερή ημέρα του χαμού του κορυφαίου βαλκανιονίκη και ολυμπιακού
αθλητή του Μεσοπολέμου, Γιάννη Σκιαδά, που άφησε την τελευταία του πνοή μόλις
στα 31 χρόνια του, νικημένος από μιάν απροδόκητη νεφρική ανεπάρκεια.
Ήταν στις 7 Σεπτεμβρίου του
1944, έναν μήνα πριν δει την απελευθέρωση της πατρίδας του από το ναζιστικό
ζυγό, δουλεύοντας έως την τελευταία ώρα γιά την περίθαλψη των θυμάτων της
φυματίωσης και της κατοχικής πείνας…
Με δεκάδες πανελλήνια και διεθνή μετάλλια στον δρόμο μετ' εμποδίων, αθλητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 και δυό φορές χρυσός βαλκανιονίκης το 1939.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Ο
πατέρας του Ιωάννης Π. Σκιαδάς σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Το 1922
εγκαθίσταται με την μητέρα του Αθηνά Δ. Χούντα στην Παιανία. Ύστερα από τις
εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο Κορωπίου εργάζεται στο οικογενειακό
αρτοποιείο στην περιοχή Κουκάκι της Αθήνας ενώ παράλληλα συμμετέχει σε
διάφορα αγωνιστικά αθλητικά προγράμματα στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Ήταν επίσης λάτρης του
φωτογραφικού φακού το δε ιστορικό υλικό του φωτογραφικού αρχείου του
χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για τη φωτογραφική κάλυψη δημοσιευμάτων του τύπου
και την διοργάνωση εκθεσιακών γεγονότων.
Το 1932 εγράφεται στον
Παναθηναϊκό ως αθλητής των εμποδίων 110 μ. και 400 μ. και από τον επόμενο χρόνο
μέχρι το 1935 κατακτά τις πρώτες του πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες.
Ο Γιάννης Σκιαδάς. Καλλιτεχνική χαλκογραφία του 1935.
Το 1936 συμμετέχει στην ελληνική αθλητική αποστολή των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου όπου και σημείωσε τον τιμητικό χρόνο των 55.3 στα 400 μ. εμπόδια.
Στα 1937 - 1940 κατακτά:
- δύο χρυσά μετάλλια στα «Βενιζέλεια»,
- τρία χρυσά στους Ελληνοαιγυπτιακούς Αγώνες (1938) και Διασυλλογικούς Ελληνο-ουγγρικούς Αγώνες (1939) και
- δύο αργυρά στους Β΄
Τετραεθνείς Αγώνες Αιγύπτου (1940).
Το 1939 στέφεται χρυσός
βαλκανιονίκης στα 400μ. εμπόδια και στη σκυταλοδρομία 4 Χ 400 μ.
Το 1941, επιστρέφοντας από το Αλβανικό Μέτωπο, όπου πολέμησε σαν απλός οπλίτης, ανοίγει ένα μικρό ταβερνείο στο Παγκράτι μαζί με τον φίλο του Μπάμπη Σταματόπουλο για την επιβίωση μέσα στην γερμανική Κατοχή. Πουλά ρετσίνα, που παράγει ο ίδιος από τα αμπέλια της μητέρας του στην Παιανία.
ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Το 1942 πρωταγωνιστεί στην ίδρυση της Ένωσης Ελλήνων Αθλητών, μαζί με τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Ρένο Φραγκούδη, τον Ηλία Μισαηλίδη, τον Γιώργο Θάνο, τον Γιώργο Καραγιώργο, τους ποδοσφαιριστές Κλεάνθη Μαρόπουλο, Βαγγέλη Χέλμη και πολλούς ακόμα συναθλητές τους, αλλά και απλούς φιλάθλους.
Η Ε.Ε.Α. διοργανώνει ποδοσφαιρικούς και
παλαιστικούς αγώνες για την οικονομική στήριξη των κατοχικών συσσιτίων και των
ασθενών αθλητών και εκδίδει την δισεβδομαδιαία αθλητική εφημερίδα «Αθλητικά
Νέα» με διευθυντή τον Γιάννη Σκιαδά.
Διευθυντής ο Ιωάννης Σκιαδάς.
Πέθανε από νεφρική ανεπάρκεια και κηδεύτηκε στην Παιανία με τιμητική δαπάνη του Παναθηναϊκού.
Ήταν
νυμφευμένος με την ηθοποιό Κούλα Αγαγιώτου με την οποία χώρισε λίγο πριν το
θάνατό του.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΙΜΗΣ,
1950-2003
Το 1950 ο Παναθηναϊκός ιδρύει στην Παιανία το θεσμό των ετήσιων πανελλήνιων αγώνων ανωμάλου δρόμου και ποδηλασίας, «Εις μνήμην Ιωάννου Σκιαδά» που διήρκεσαν 54 χρόνια και αποτέλεσαν ένα από τα σημαντικότερα αθλητικά γεγονότα της εποχής, με τη συμμετοχή κορυφαίων πρωταθλητών, βαλκανιονικών και ολυμπιακών / olymbians.
Επανασυστάθηκαν ωστόσο οι αγώνες το 2015 ως
«Σκιάδεια» με την διοργάνωση του Δήμου Παιανίας, αλλά ως τοπική πλέον αθλητική
γιορτή των νέων.
Στην δεκαετία του 1990 ο Δήμος Παιανίας τοποθέτησε στην πόλη την μαρμάρινη προτομή του Γιάννη Σκιαδά, έργο του γλύπτη Νικόλαου Παυλόπουλου (Νικόλα).
ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗ
ΑΝΑΨΕ...
Ήταν ο τίτλος της βιογραφικής
πραγματείας του Ευάγγελου Ανδρέου, που έφερε γιά πρώτη φορά στο φως της
ιστορικής και λαογραφικής αθλητικής βιβλιογραφίας τον λησμονημένο πρωταθλητή
και ανθρωπιστή Σκιαδά προκαλώντας πλήθος κριτικών δημοσιευμάτων στον ελληνικό Τύπο.
Ο καθηγητής Θ. Πελεγρίνης: "Το εξαιρετικό έργο του Ευ. Ανδρέου, η μυθιστορηματικής υφής αφήγηση της ζωής και των άθλων ενός μεγάλου αθλητού, του εμποδιστή Γ. Σκιαδά, έρχεται να ανταποκριθεί σε μια διττή αναγκαιότητα, η οποία κατά την εποχή μας προβάλλει φλέγουσα και άμεση: Μας φέρνει σε επαφή με μια σελίδα του λαμπρού παρελθόντος του ελληνικού αθλητισμού, με την εποχή της αγνότητας και του ευ αγωνίζεσθαι, τότε που η ανταμοιβή παρέμενε ακόμη ένας απλός κότινος, όταν ο αθλητής στεκόταν μόνος μπροστά στο σκοπούμενο επίτευγμα, χωρίς υποστηρικτικές ομάδες γύρω του, δίχως να προσβλέπει στην υλική ανταμοιβή ή, χειρότερα, στην εξαργύρωση του όποιου επιτεύγματός του, χωρίς να εναποθέτει μέρος των ελπίδων του – ή και το σύνολο αυτών – στα σκοτεινά επιτεύγματα της ιατρικής φαρμακολογίας. Αυτό υπήρξε ο Γ. Σκιαδάς, ένας έφηβος που στάθηκε μόνος με θάρρος μπροστά στο όνειρό του και, ξεπερνώντας τον εαυτό του, τελικώς το κατέκτησε. Ενάντια σε κάθε αντιξοότητα, με πενιχρή υποστήριξη από το περιβάλλον του, σε καιρούς χαλεπούς, με τους ανέμους του επερχόμενου πολέμου να πνέουν στην ήδη καθημαγμένη Ευρώπη, προτού καν σβήσει ο αχός των κανονιών του πολέμου που προηγήθηκε. Το γεγονός πως τελικώς αγκάλιασε το όνειρό του στεφόμενος δις Βαλκανιονίκης και πεντάκις πρωταθλητής Ελλάδος, μικρή σημασία έχει. Ας μου επιτραπεί να θεωρώ πολύ σημαντικότερο το γεγονός πως τόλμησε να ονειρευτεί και δεν δίστασε να προσπαθήσει. Αν κάποια πρέπει να είναι η παρακαταθήκη ενός μεγάλου ανδρός, σε ό,τι αφορά τον Γ. Σκιαδά η δική του ας είναι αυτή. Η αντίληψή μου αυτή, οδηγεί την σκέψη μου στην δεύτερη αναγκαιότητα που το βιβλίο του εξαίρετου φίλου μου, του Ευ. Ανδρέου, θεραπεύει: την προβολή υγιών προτύπων, ινδαλμάτων. Δεν ανήκω σε εκείνους που αρέσκονται στις κοινοτοπίες. Ωστόσο, το πυκνό πέπλο που σκεπάζει όλο και βαρύτερο την κοινωνία μας και τις ψυχές μας, απειλώντας να καλύψει κάθε σπίθα ελπίδας, κάθε πνοή δημιουργίας, την ίδια συνολικά την δυνατότητά μας να ονειρευόμαστε, να θέτουμε, δηλαδή, στόχους πέρα από την εξασφάλιση του επιούσιου και την απλή επιβίωση, είναι ιδιαιτέρως ελπιδοφόρο που και που να διαρρηγνύεται. Και η γνωριμία μας με την ζωή και τα επιτεύγματα του Γ. Σκιαδά αυτό ακριβώς μας χαρίζει: την βεβαιότητα πως μπορούμε, αρκεί να θέλουμε. Την αίσθηση πως, ακόμη και σε καιρούς ου μενετούς, η αποφασιστικότητα και η προσήλωση σε έναν στόχο, εγγυώνται την επίτευξή αυτού. Την γνώση πως το ζην δεν επαρκεί, αλλά η ύπαρξή μας νοηματοδοτείται μόνον από στόχους που μας υπερβαίνουν και μας χαρίζουν την ευλογία του ευ ζην. Την ελπίδα πως, όσο και εάν πολλές φορές το αντίθετο φαίνεται βέβαιο, τελικώς umbra non velat diem".
ΠΗΓΗ: EUARCE, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 6.9.2024.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook