ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦIΕΣ: Της Ελευθερίας Ανδρειωμένου,
από τα αναφερόμενα Μουσεία
Λύχνος,
ήδη ομηρική λέξη, από την ρίζα λυκ- / φῶς (λατ. lux), λυκαυγές, λυκόφως, λύκη,
αμφιλύκη, λύκος (λατ. lupus).
Χρησιμοποιώ τον όρο από την ετυμολογική του πλευρά «πολυέλαιος» (ο περιέχων πολύ + έλαιον), διότι ο πολύμυξος[1] λύχνος χρησιμοποιεί πράγματι μεγαλύτερες ποσότητες ελαίου!!!
«Με το λύχνο του άστρου, στους ουρανούς εβγήκα»....
τραγουδά ο ποιητής, Οδ. Ελύτης.
Μα σαν το
λυκόφως προχωρήσει και πριν ανάψουν οι λύχνοι των άστρων, στον νου μας έρχονται
οι «ποιητές» των λύχνων του οίκου.
Τα
τέχνεργά τους, από απλά έως εξαίσια, στόλιζαν και φώτιζαν φτωχόσπιτα ή
αρχοντικά.
Ποτέ
προχειροφτιαγμένα, μα πάντα προσεγμένα και πάντα με τους κανόνες του ωραίου.
Του ωραίου στο πρόταγμα της κάθε εποχής, που για τον τότε Έλληνα υπηρετούσε την
ωφελιμότητα, συνάμα και την ευχαρίστηση τής όρασης.
Από την Παλαιολιθική κιόλας εποχή εμφανίστηκαν
οι πρώτοι λύχνοι μέσα σε κοχύλια και κοίλα οστρακόδερμα.
Μιμούμενοι
την Φύση, οι τεχνίτες κατασκεύαζαν από πηλό, λαξευτό μάρμαρο ή πέτρα, μέταλλα ή
κράματα τους λύχνους, που τα βράδυα συντρόφευαν τους ανθρώπους παρατείνοντας
ισχνά το φάος της ημέρας.
Με τον καιρό, οι πήλινοι λύχνοι
κατασκευάζονταν πλέον σε μαζική παραγωγή από έτοιμες μήτρες. Αποτελούνταν από
το σώμα ως χώρο για το λυχνέλαιο και τον μυκτήρα που έφερε το φιτίλι.
Εκτός από
την οικιακή χρήση, ο λύχνος βρισκόταν πάντα μέσα σε ναούς ως ιερό φως
εξυπηρετώντας δραστηριότητες λατρείας, ή τοποθετούνταν σε μνημεία θανόντων. (το
μετέπειτα καντήλι των τάφων).
Ο ΛΥΧΝΟΣ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
- Στην
Οδύσσεια (τ,34) συναντούμε τον λύχνο της Αθηνάς με το λαμπρό του φως:
πάροιθε δὲ
Παλλὰς ᾽Αθήνη
χρύσεον
λύχνον ἔχουσα
φάος
περικαλλὲς ᾽εποίει.
Κι εμπρός τους η Αθηνά Παλλάδα
με φως
λαμπρό τους έφεγγε, χρυσό κρατώντας λύχνο.
- Ο
Αριστοτέλης, στο έργο του «Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν» αναφέρει ότι το σώμα τού
αχινού μοιάζει με «λύχνο», λόγω τού σφαιρικού κελύφους, δηλαδή, τής κλειστής
κάψας που σχηματίζεται από τα πέντε συμμετρικά πινάκια που ενώνονται μεταξύ
τους.
Βιβλίο 4,
Κεφ. 5, p 113
«Κατὰ μὲν οὖν τὴν ἀρχὴν καί τελευτὴν συνεχὲς τὸ σῶμα τοῦ ἐχίνου ἐστί, κατὰ δὲ τὴν ἐπιφάνειαν οὐ συνεχὲς ἀλλ ̓ ὅμοιον λαμπτῆρι μὴ ἔχοντι τὸ κύκλῳ δέρμα».
- Ο
Ηρόδοτος στο βιβλίο του VII-215 (Πολύμνια) αναφέρει : «Ξέρξης δὲ περιχαρής
γενόμενος ῎επεμπε Υδάρνεα. ὁρμέατο δὲ περὶ λύχνων ἁφὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου. τὴν
δὲ ἀτραπὸν ταύτην ἐξεῦρον» ...
όρμησαν
από το στρατόπεδο όταν σουρούπωνε.
Η έκφραση «περὶ λύχνων ἁφάς», στο λυχνάναμμα,
σήμαινε για τα σπιτικά πως την ώρα της αμφιλύκης, έπρεπε ήδη να έχουν ανάψει το
φιτίλι.
- «Λύχνοι», ονομαζόταν και το μέρος της Αρχαίας Αγοράς όπου επωλούντο οι λύχνοι
από τους λυχνοποιούς.
ΟΝΟΜΑΣΤΟΙ ΛΥΧΝΟΙ
1) Στο Ανάκτορο του Νέστορος βρίσκουμε έναν από τους αρχαιότερους μαρμάρινους λαξευτούς λύχνους. Ανάγεται, δηλαδή, στην εποχή του Τρωικού Πολέμου, περί το 1200 π.κ.χ. Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας Πύλου, όπου και όλα τα ευρήματα από το Ανάκτορο.
2) Στον 7ο
αι π.κ.χ. ανήκει και ο έξοχος μαρμάρινος λύχνος από το Αρχαιολογικό Μουσείο
Σάμου.
3) Κατά το ήμισυ σώζεται ο πολύμυξος μελανόμορφος λύχνος του Μουσείου Ακρόπολης Αθηνών, που χρονολογείται στο 500 - 425 πκχ. καθώς και η χάλκινη λυχνία σε σχήμα πολεμικού πλοίου (τέλους 5ου αι, π.κ.χ.) - πρώτη φωτογραφία - που βρέθηκε στο Ερέχθειο. Σύμφωνα με την χαραγμένη επιγραφή, «ΙΕΡΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ» αφιερώθηκε στην Αθηνά Πολιάδα, που λατρευόταν στο ανατολικό τμήμα του Ερεχθείου.
4) Έξοχος ο μεταλλικός λυχνούχος, του ΑΜΘ Θεσσαλονίκης!!! Στηρίζεται σε τριποδική βάση. Έχει ύψος 0,293 μ., διάμετρο χείλους 0,115 μ. και διάμετρο βάσης 0,14μ. Ακέραιος με μικρές αποκρούσεις. έχει έντονα ίχνη διάβρωσης στην κοιλιά και μικρές φθορές στο χείλος. Οι λαβές και η βάση είναι χυτές. Οι δίδυμες τοξωτές κινητές λαβές, έχουν ορθογώνια διατομή και απολήγουν στα αγκιστροειδή άκρα τους σε κλειστό άνθος. Οι επιφάνειες προσαρμογής είναι χυτές και έχουν την μορφή ανεστραμμένου κισσόφυλλου με έλικες και εγχάρακτο ρομβοειδή πυρήνα ανθεμίου. Το σώμα είναι ωοειδές με επάλληλες σειρές διαμπερών οπών, που καλύπτουν τα 3/4 του αγγείου. Στο μέσον τού σώματος κοσμείται με εγχάρακτο κλαδί αμπέλου με φύλλα και τσαμπιά, καθώς και στικτά άνθη λωτού και σπειρομαίανδρο. Πυκνές κατακόρυφες ραβδώσεις κοσμούν την στεφάνη της βάσης, που στηρίζεται σε τρία συμφυή λεοντόποδα. Βρέθηκε στον τάφο Α στο Δερβένι και χρονολογείται στα τέλη 4ου αιώνα π.κ.χ.
5) Εντυπωσιακός
και ο από πηλό πολύμυξος[1] λύχνος,
που βρέθηκε σε αποθέτη[2] του
Ολούντος[3] και σήμερα
κοσμεί το μουσείο του Αγίου Νικολάου. Διαθέτει 70 μυκτήρες σε δύο σειρές,
εσωτερική και εξωτερική. Θα έλεγε κανείς, ένας επιτραπέζιος πολυἐλαιος.
6) Από το
Μουσείο της Δήλου και αυτός ο μελανόμορφος «πολυέλαιος» με τους 22 μυκτήρες και
τον φυτικό του διάκοσμο από φύλλα και άνθη στην περιφέρεια.
7) Κατά την
ελληνιστική περίοδο οι λύχνοι άρχισαν να είναι κάτι περισσότερο από κοινά
οικιακά αντικείμενα. Διακοσμούνται με περίτεχνους ανθρωπόσχημους ή ζωόσχημους
μυκτήρες όπως ο μεσαίος, από την εικονιζόμενη τριάδα των πήλινων λύχνων, του
Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου Κρήτης.
8) Λύχνοι
από την Κνίδο και την Έφεσο, του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, αποτελούν
κομψοτεχνήματα της Ελληνιστικής Εποχής. Κοσμούν τις προθήκες του Μουσείου Αγίου
Νικολάου Κρήτης.
9) Τέλος, ένας ερωτικός λύχνος ρωμαϊκής εποχής, από το ίδιο, όπως παραπάνω Μουσείο. Στο μετάλλιο φέρει παράσταση της Λήδας και του κύκνου σε ερωτική περίπτυξη, θέμα αγαπητό κατά την αρχαιότητα.
ΤΑ ΠΙΚΑΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ
«Λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαΐς».
Η φράση
ανήκει στον κυνικό Διογένη, όταν η διάσημη κορίνθια εταίρα χολωμένη επειδή δεν
τής έδινε σημασία, δέχθηκε να κοιμηθεί μαζί του, υπό τον όρο ότι θα υπήρχε
απόλυτο σκοτάδι στο δωμάτιο. Στην συνέχεια τον εξαπάτησε, δίνοντάς του την
άσχημη και ηλικιωμένη υπηρέτριά της. Όταν όμως ο Διογένης ξεστόμισε την φράση
«Στο σκοτάδι, όλες σαν την Λαΐδα είναι», η Λαΐς κατάλαβε και παραδέχθηκε το οξύ
πνεύμα του και αποφάσισε να τού χαρίσει μια αληθινή βραδιά μαζί της.
Ο ευπατρίδης
Ποιητής μας και λαμπρό πνεύμα, Γεώργιος Δροσίνης, εξαίρει το ταπεινό λυχνάρι που
δίνει όμως φλόγα και ανέσπερο φως:
«Τι θέλω»
Δεν θέλω
του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα
αναστυλώματα δεμένο
Ας είμαι
ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο
ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δεν θέλω
του γιαλού το λαμπροφέγγισμα,
που γίνετ’
άστρο με του ήλιου τη χάρη.
Θέλω να
δίνω φως από τη φλόγα μου,
κι ας
είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 20.8.2024.
[1]
μύξα, ἡ = η φιτιλήθρα του λύχνου, το στόμιο από
όπου εξέρχεται η άκρη από το φιτίλι.
[2]
αποθέτης = χώρος όπου οι αρχαίοι απέθεταν ή
αποθήκευαν αντικείμενα που θεωρούνταν ιερά ή είχαν κάποιου είδους αξία, αλλά
πλέον δεν χρησιμοποιούνταν.
[3]
Η σημερινή Ελούντα. Αρχ., ο Ολούς στον Νομό Λασυθίου Κρήτης.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook