δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Το πρώτο παιδί που γέννησε η στυγερή και φοβερή Έριδα ήταν ο Πόνος.
Μέχρι σήμερα οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται κοπιάζουν, μοχθούν και υποφέρουν από διάφορες ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες από την ημέρα που γεννήθηκε ο Πόνος. Ο υιός της΄Εριδος Πόνος ο οποίος δεν απόκτησε ποτέ χαρακτηριστικά κάποιου προσώπου ούτε ποτε απεικονίσθηκε με αυτά. Όμως δημιουργεί στους ανθρώπους ταλαιπωρίες και δυσκολίες.
Ησίοδος:
Θεογονία (226-232) - Απόδοση – Στ. Γκιργκένη
Και η στυγερή η Έριδα γέννησε
τον οδυνηρό τον Πόνο,
τη Λήθη, το Λιμό και τα γεμάτα δάκρυα Άλγη,
τις Μάχες, τους Πολέμους, τους Φόνους, τις Αντροφονίες,
τις Φιλονικίες, τα Ψεύδη, τα Λόγια, τις Αντιλογίες,
230την Ανομία και την Άτη, που φίλες μεταξύ τους είναι,
τον Όρκο, που απ᾽ όλα πιο πολύ τους ανθρώπους που ζουν πάνω στη γη
τους βλάπτει, όταν τυχόν κανείς εκούσια ορκιστεί ψεύτικο όρκο.
Αρχαίον κείμενον
Ἔρις στυγερὴ τέκε μὲν Πόνον ἀλγινόεντα Λήθην τε Λιμόν τε καὶ Ἄλγεα δακρυόεντα Ὑσμίνας τε Μάχας τε Φόνους τ᾽ Ἀνδροκτασίας τε Νείκεά τε ψευδέας τε Λόγους Ἀμφιλλογίας τε Δυσνομίην τ᾽ Ἀάτην τε, συνήθεας ἀλλήλῃσιν, Ὅρκον θ᾽, ὃς δὴ πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους πημαίνει, ὅτε κέν τις ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσῃ.
Ο Πόνος κατά τον Ησίοδο
είναι η ταλαιπωρία και οι δυσκολίες
Ησίοδος
Έργα και Ημέραι (469-471) - Απόδοση: Απ. Ε. Γονιδέλλη
Κι από πίσω
ο μικρός υπηρέτης σου κρατώντας δικράνι, ας ταλαιπωρεί τα πουλιά σκεπάζοντζας
καλά-καλά τον σπόρο
Αρχαίον Κείμενον
ὁ δὲ τυτθὸς ὄπισθε δμῷος ἔχων μακέλην πόνον ὀρνίθεσσι τιθείη σπέρμα κατακρύπτων
Ο λέξη Πόνος παράγεται από το ρήμα πένομαι,(εργάζομαι
προς εξοικονόμηση των προς το ζήν,κουράζομαι,μοχθώ,κοπιάζω), και σήμαινε την
επίπονη, βαρειά εργασία.
Ο Ησίοδος μας αναφέρει για τις
ταλαιπωρίες των στρατιωτών που πολεμούσαν για πολύ καιρό έχοντας βαρύ οπλισμό
Ησίοδος- Θεογονία (629-634) - Απόδοση: Στ. Γκιργκένη
Γιατί καιρό πολέμαγαν κι είχανε πόλεμο που θλίβει την ψυχή,
ενάντια μεταξύ τους σε μάχες κρατερές,
630οι θεοί Τιτάνες κι όσοι απ᾽ τον
Κρόνο γεννηθήκανε,
οι ένδοξοι Τιτάνες από την Όθρη την ψηλή,
κι από τον Όλυμπο οι θεοί, των αγαθών οι χορηγοί,
αυτοί που η Ρέα γέννησε σαν πλάγιασε με τον Κρόνο.
Κι εκείνοι πολέμαγαν μεταξύ τους συνεχώς για δέκα ολόκληρα χρόνια
κι είχανε μάχη που θλίβει την ψυχή.
Αρχαίον κείμενον
δηρὸν γὰρ μάρναντο πόνον θυμαλγέ'
ἔχοντες ἀντίον ἀλλήλοισι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο, οἱ μὲν ἀφ' ὑψηλῆς Ὄθρυος Τιτῆνες ἀγαυοί, οἱ δ' ἄρ' ἀπ' Οὐλύμποιο θεοὶ δωτῆρες ἐάων οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνῳ εὐνηθεῖσα.
Τον πόνο δεν μπορούσαν να τον αποφύγουν
ούτε οι θεοί
Απόδοση: Στ..
Γκιργκένη
Αφού οι μακάριοι θεοί τον πόλεμο τελειώσανε
και με τη βία κέρδισαν απ᾽ τους Τιτάνες τ᾽ αξιώματα,
παρότρυναν, με συμβουλές της Γης, τον Ολύμπιο Δία το μακρύβροντο
να βασιλέψει και να κυβερνήσει τους αθάνατους.
Κι εκείνος τους μοίρασε καλά τα αξιώματα.
Αρχαίον
κείμενον
αὐτὰρ ἐπεί ῥα πόνον μάκαρες θεοὶ ἐξετέλεσσαν, Τιτήνεσσι δὲ τιμάων κρίναντο βίηφι, δή ῥα τότ᾽ ὤτρυνον βασιλευέμεν ἠδὲ ἀνάσσειν Γαίης φραδμοσύνῃσιν Ὀλύμπιον εὐρύοπα Ζῆν ἀθανάτων· ὁ δὲ τοῖσιν ἐὺ διεδάσσατο τιμάς.
Οι Άνθρωποι τιμούν αυτούς που μοχθούν
Τιμούν κάποιους για την αρετή, και ειδικά όσους δεν υπολογίζουν έξοδα και
κόπους για να την αποκτήσουν και να την διαδηλώσουν στο περιβάλλον τους.
Πίνδαρος: Ίσθμια - Απόδοση: Απ. Ε. Γονιδέλλη
Αν κάποιος
βάζει όλες του τις ψυχικές δυνάμεις για να κερδίσει την αρετή, χωρίς να
σκέφτεται τα έξοδα και τους κόπους, πρέπει να τον τιμήσουμε με μεγαλοπρέπεια,
χωρίς κανένας φθόνο στο μυαλό.
Αρχαίον κείμενων
εἰ δ' βαρετά κατά κείται πάσαν
όργανά, αμφότερων δαπάνες τε καί πόνους, χρέη νινί εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ
φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις
Οι πρόγονοί μας είχαν βρει το γιατρικό
για τους πόνους της ψυχής,
ήταν η ευφροσύνη
δηλαδή η χαρά, η
ευθυμία και η αγαλλίαση
Pandarus Llyr., Nemea Ωδη 4, 1 - Απόδοση: Δ.
Συμεωνίδη
Ο καλύτερος
ιατρός στους πόνους είναι η χαρά
Αρχαίον κείμενον
Άριστος ευφρόσυνα πόνων κεκριμένων ἰατρός·
Έχουμε και τον πόνο του τοκετού
που τον σταματά η θεά Ειλειθυΐα
θεά
της γέννησης και των πόνων του τοκετού)
Ορφικοί
Ύμνοι (2) ΙΙ Προθώρακάς Θυμίαμα, στύρακα.
Είσαι η Ειλειθυΐα που λύεις
τους πόνους, σε φοβερές ανάγκες. Διότι μόνον εσένα προσκαλούν οι λεχώνες για
ανακούφισιν της ψυχής των. Διότι κάνεις τις γυναίκες να λησμονήσουν τις
στεναχώριες από τους τοκετούς. Ω Άρτεμι Ειλειθυΐα και σεβαστή Προθυραία, άκουσέ
με μακαρία.και δίδε απογόνους , και να είσαι βοηθός καί να διασώζης καθώς εκ
φύσεως εγεννήθης και είσαι πάντοτε η σωτηρία όλων.
Ορφικοί
Ύμνοι (2) ΙΙ Προθυραίας Θυμίαμα, στύρακα.
Εἰλείθυϊα, λύουσα πόνους δειναῖς ἐν ἀνάγκαις· μούνην γὰρ σὲ καλοῦσι λεχοὶ ψυχῆς ἀνάπαυμα· ἐν γὰρ σοὶ τοκετῶν λυσιπήμονές εἰσιν ἀνῖαι, Ἄρτεμις Εἰλείθυϊα, [καὶ ἡ] σεμνή, Προθυραία. κλῦθι, μάκαιρα, δίδου δὲ γονὰς ἐπαρωγὸς
ἐοῦσα καὶ σῶζ', ὥσπερ ἔφυς αἰεὶ
σώτειρα προ πάντων.
Οι μόνοι που είχαν γλιτώσει από τα βάσανα,
τους κόπους και τα γηρατειά,
ήταν οι άνθρωποι που ανήκαν στο Χρυσό γένος
Ησίοδος: Έργα και Ημέραι (109-115) - Απόδοση: Στ. Γκιρκγένη
Πρώτο απ᾽ όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
110έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα
Ολύμπια τα δώματα κατέχουν.
Κι έζησαν τούτοι τον καιρό του Κρόνου, τότε που ήταν βασιλιάς
στον ουρανό.
Ζούσανε σαν θεοί κι είχανε την καρδιά τους δίχως θλίψεις,
από κόπους μακριά και δυστυχίες. Κι ούτε τα ελεεινά
τα γηρατειά σ᾽ αυτούς υπήρχαν, μα πάντα ανάλλαχτοι στα πόδια και
τα χέρια
χαίρονταν σ᾽ ευωχίες, έξω απ᾽ όλα τα κακά.
Αρχαίον
κείμενον
Χρύσεον μὲν
πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων 0ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες. οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷ ἐμβασίλευεν· ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον, ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες, νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
Dictionary of Standard Modern Greek
πόνος ο [pónos] Ο18:
1. (έντονα) δυσάρεστο αίσθημα, που προκαλείται σε σημείο, σε περιοχή ή σε όργανο του σώματος από αρρώστια, χτύπημα, τραυματισμό ή από άλλες βλάβες και αιτίες: Ξαφνικός / ισχυρός / οξύς / αφόρητος / αβάσταχτος / περαστικός / επίμονος / σωματικός / ρευματικός ~. Aίσθημα / αισθητήριο / σημείο / ένταση / κραυγή / ουρλιαχτό πόνου.
2α. βαθειά ψυχική θλίψη, στενοχώρια, λύπη: Ψυχικός ~. Ο ~ του έρωτα / της καρδιάς δε γιατρεύεται εύκολα. Δάκρυα οργής και πόνου. Mε την ψυχή / την καρδιά γεμάτη πόνο. Πνίγω τον πόνο μου, δεν τον εκδηλώνω. Ο ~ κι η χαρά είναι μέσα στη ζωή.
β. μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, βάσανο: Έζησε με πόνους και με βάσανα. Λέω τον πόνο μου. Mην παίζεις με τον πόνο μου
γ. οίκτος, συμπάθεια, συμπόνια: Ένιωθε πόνο για την ανθρώπινη δυστυχία. Δεν έχεις πόνο μέσα σου; (έκφρ.) με παίρνει / πιάνει (ο) ~ για κπ. ή για κτ., (ειρ.) προσποιούμαι, δείχνω ότι νιώθω συμπόνια, συμπάθεια για κπ. ή για κτ.: Tώρα σε έπιασε / πήρε ο ~ για τους φτωχούς; πονάκι το YΠΟKΟΡΟΣΤΙΚΟ.
[αρχ. πόνος (αρχική σημ.: `σκληρή δουλειά,
καταπόνηση΄)]
LIDDELL & SCOTT - Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
πόνος, ὁ (πένομαι)
I. 1. εργασία, ιδίως, κοπιαστική εργασία, Λατ. labor, σε Όμηρ.· συνήθως λέγεται για πόλεμο, μάχης πόνος, ο κόπος της μάχης, και πόνος (μόνος του), = μάχη, πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ Μηδικὸς πόλεμος, ο πόλεμος με τους Μήδους, σε Ηρόδ.· οἱ Τρωικοὶ πόνοι, στον ίδ. 2. γενικά, κόπος, μόχθος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. λέγεται για σωματικές ασκήσεις, εξάσκηση, σε Ευρ., Ξεν.· ἐνάλιος πόνος, δηλ. αλιεία, σε Πίνδ. 4. έργο, εργασία, ασχολία, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγεν, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. 5. εργαλείο για χειρωνακτική εργασία, απόθεμα για εμπόριο, σε Θεόκρ.· πόνος ἐστὶ θάλασσα, η θάλασσα είναι το εργαστήριό τους, σε Μόσχ.
II. οι συνέπειες του κόπου, δυστυχία, στενοχώρια, πόνος,
άλγος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. III. οτιδήποτε παράγεται με εργασία, έργο, τρητὸς μελισσᾶν πόνος, λέγεται για μέλι, σε Πίνδ.· τοὺς ἡμετέρους πόνους,
καρποί των κόπων μας, σε Ξεν. IV.Πόνος, μυθολογικό πρόσωπο, γιος της Έριδας, σε Ησίοδ.
Όλα τα δημιουργήματα υφίστανται πόνο,
όπως και οι μέλισσες με πολύ κόπο φτιάχνουν την κηρύθρας τους,
όπως μας λέει ο Πίνδαρος
Pindarus Lyr., Pythia Ωδη 6,54
μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον
LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
πένομαι, αποθ., χρησιμ. στον ενεστ. και παρατ., I.
1. αμτβ., δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο· γενικά, μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω, σε Όμηρ.
2. είμαι φτωχός ή πάμφτωχος, σε Σόλωνα, Ευρ. κ.λπ.
3. με γεν., είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι, σε Αισχύλ., Ευρ. II. μτβ., δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω,
ετοιμάζω, δαῖτα πένοντο, σε Ομήρ. Οδ.· τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι, στο ίδ.
LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
ἄλγος, -εος, τό, I.
1. σωματικός πόνος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. ψυχικός πόνος, θλίψη, λύπη, σε Όμηρ. II. οτιδήποτε
προκαλεί πόνο, σε Βίωνα, σε Ανθ.
LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
ὀδύνη[ῠ], ἡ,
1. σωματικός πόνος, άλγος, Λατ. dolor, σε Όμηρ., Αττ.
2. ψυχικός πόνος,
λύπη, θλίψη, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀδύνη τινός, λύπη, καημός γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.
LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
δηλέομαι, Δωρ. δᾶλ-, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐδηλησάμην, παρακ. δεδήλημαι, συγχρόνως με Ενεργ. και Παθ. σημασία· απόθ.
I. λέγεται για πρόσωπα, βλάπτω, πληγώνω, εξαπατώ, σε Όμηρ.· μή με δηλήσεται (Επικ. αντί -ηται), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στον Ηρόδ.· βλάπτω με μαγικά φίλτρα, σε Θεόκρ.
II. λέγεται για πράγματα, καταστρέφω,
ξοδεύω, σπαταλώ, καρπὸν ἐδηλήσαντ', σε Ομήρ. Ιλ.· γῆν
δηλησάμενος, σε Ηρόδ.· ιδίως,
στη φράση, ὅρκια δηλήσασθαι, παραβιάζω μια ανακωχή, σε Ομήρ. Ιλ. 2. απολ.,
εξαπατώ, είμαι βλαπτικός, σε Όμηρ. (αμφίβ.
προέλ.).
Greek
(Liddell-Scott)
ποινή: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) κυρίως, χρηματικὴ ἱκανοποίησις χυθέντος αἵματος,
τὸ πρόστιμον τὸ
πληρωνόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τοὺς συγγενεῖς τοῦ φονευθέντος, ὅπερ ἀπήλλαττεν αὐτὸν παντὸς διωγμοῦ,
(πρβλ. τὸ ἀρχαῖον Ἀγγλ.
were-gild) τὴν αὐτὴν ἔχον σημασ.)˙ μετὰ γεν. προσ., δῶχ’ υἷος ποινήν, ἔδωκεν ἀντέκτισιν,
δωρεάν, Ἰλ. Ε. 266˙ ἵνα μή τι κασιγνητοιό γε π. δηρὸν ἄτιτος ἔῃ Ξ. 483˙ ποινὴ
δ’ οὔτις παιδὸς ἐγίγνετο
τεθνηῶτος Ν. 659, πρβλ. Ι. 633˙ ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου
Σ. 498˙ - καθόλου χρήματα πρὸς ἱκανοποίησιν
διδόμενα, ἱκανοποίησις, ἀνταπόδοσις, τιμωρία, Λατ. poena, Κύκλωψ ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων Ὀδ.
Ψ. 312˙ δυώδεκα λέξατο
κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο Ἰλ. Φ. 28˙ πολέων δ’ ἀπετίνυτο ποινήν Π. 398, Ἡσ. Ἔργ.
κ. Ἡμ. 747, 753˙ τῶν ποινήν, ὡς ἀνταπόδοσιν διὰ ταῦτα, Ἰλ. Ρ. 207˙ - οὕτω καὶ ἀνελέσθαι ποινὴν
τῆς Αἰσώπου ψυχῆς, λαβεῖν ἐκδίκησιν διὰ τὴν ψυχὴν τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 7. 134˙
ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, νὰ δώσωσιν εἰς τὸν Ξέρξην ἰκανοποίησιν
διὰ τὸν θάνατον τῶν κηρύκων του, ὁ αὐτ. 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 543, Σοφ. Ἠλ.
564, Ἀντιφῶν 120. 25˙ ποινῆς εἵνεκα, ὡς τιμωρίαν, χάριν τιμωρίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3797d˙ - ἀλλὰ
παρ’ Ἀττ. ὁ πληθ. εἶναι συνηθέστερος, Αἰσχύλ. Πρ. 268, Εὐμ.
464, κτλ.˙ ποινὰς τίνειν, τῖσαι, δοῦναι, δοῦναι δίκην, Πινδ. Ο, 2. 106, Αἰσχύλ. Πρ. 112, Εὐρ. Ι. Τ.
446, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 11˙ λαμβάνειν, δίκην λαμβάνειν, Εὐρ. Τρῳ. 360˙ πρβλ. ἄποινα. - Σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἀνθ’ οὗ
ἡ συνήθης λέξις εἶναι δίκη. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀμοιβὴ διά τι πρᾶγμα, τινος Πινδ. Π. 1. 113, Ν. 1˙ 108 εὐχὰς
ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινὰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 626˙ ποινὴν εὐσεβίης Συλλ. Ἐπιγρ. 6281. 3) ὡς ἀποτέλεσμα τῶν λύτρων, ἀπολύτρωσις, ἄφεσις, Πινδ. Π. 4. 112. ΙΙ. προσωποποιεῖται ὡς θεότης τῆς ἐκδικήσεως κατέχουσα τὴν αὐτὴν τάξιν
μετὰ τῆς Δίκης καὶ Ἐρινύος˙ μᾶτερ, ἅ μ’ ἔτικτες... ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσι ποινὰν
Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 199, Αἰσχίν. 27. 7˙ ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 24.
8, 3, κτλ. (Πρβλ. ἄποινα Λατ. p ena, penitet, punio˙ - ὁ Pott ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν
√pu (purum facere), ὅθεν patare (καθαρίζειν ἐντελῶς
Varro καὶ Cato), amputare (ἀποκόπτω τὰ περιττὰ ἢ ἐπιβλαβῆ, κλαδεύω), purus˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ.
373. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ποινή˙ ἀντέκτισις ἡ ὑπὲρ φόνου διδομένη, καὶ ἡ δωρεά, καὶ τὰ διδόμενα χρήματα ὑπέρ τινος ἀνῃρημένου
τοῖς αὐτοῦ οἰκείοις»
Ετυμολογικό Λεξικό On Line - Μετάφραση από τα
Αγγλικά από τον Δ. Συμεωνίδη
πόνος (n.)
τέλη 13c., peine, "η αγωνία που
υπέστη ο Χριστός" από το 1300, "τιμωρία", ειδικά για ένα
έγκλημα, "νομική τιμωρία κάθε είδους" (συμπεριλαμβανομένων των
προστίμων και των χρηματικών ποινών). Επίσης «κατάσταση που νιώθει κάποιος όταν
πληγώνεται, αντίθετη από την ευχαρίστηση», συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής ή
συναισθηματικής ταλαιπωρίας, θλίψης, αγωνίας. από τα παλαιά γαλλικά peine «δυσκολία, αλίμονο,
ταλαιπωρία, τιμωρία, μαρτύρια της κόλασης» (11γ.), από τα λατινικά poena «τιμωρία, ποινή,
ανταπόδοση, αποζημίωση» (στα υστερολατινικά επίσης «μαρτύριο, κακουχία,
ταλαιπωρία»), από τα ελληνικά poine "αντίποινα, ποινή,
παραίτηση-χρήματα για χυμένο αίμα," από το PIE *kwei- "να πληρώσω, να
εξιλεωθώ, να αποζημιώσω" (βλ. ποινική).
Η πρώιμη έννοια της «τιμωρίας» στα
αγγλικά επιβιώνει σε φράση για τον πόνο του θανάτου. Επίσης από το 1300 η λέξη
χρησιμοποιήθηκε για τα βασανιστήρια της αιώνιας καταδίκης μετά το θάνατο. Η
αίσθηση της «προσπάθειας, προσπάθειας» είναι από τα τέλη του 14ου αιώνα. πόνοι
"μεγάλη προσοχή (για κάποιο σκοπό), προσπάθεια ή κόπο να γίνει
κάτι" καταγράφεται από το 1520.
Η
φράση δίνω (σε κάποιον) πόνο «να είναι ενοχλητικό και ερεθιστικό» είναι από το
1895. ως ουσιαστικό, που εντοπίζεται ως πόνος στον αυχένα (1924) και πόνος στον
κώλο (1934), αν και αυτό το τελευταίο μπορεί να έχει περάσει για πολύ καιρό
ακαταγραμμένο και να είναι η αρχική έννοια και οι άλλοι ευφημισμοί. Η πρώτη
καταγραφή του παυσίπονου "φάρμακο ή βότανο που μειώνει τον πόνο"
είναι το 1845.
επίσης από τα τέλη του 13ο αιώνα.
πόνος (v.)
Από το. 1300, peinen, "να ασκεί ή να καταπονεί τον εαυτό του, αγωνίζεται, προσπαθεί", από τα παλαιά γαλλικά pener (v.) "να βλάψει, να προκαλέσει πόνο", από το peine, και από τη μέση αγγλική peine (n.); βλέπε πόνος (ν.). Η μεταβατική σημασία "προκαλώ πόνο, προκαλώ πόνο" είναι από τα τέλη του 14ου αιώνα. Αυτό του «να προκαλέσεις θλίψη, θλίψη ή δυστυχία» είναι επίσης από τα τέλη του 14ου αιώνα. Στα Μέσα Αγγλικά επίσης «να τιμωρήσει για ένα αδίκημα ή σφάλμα· να βασανίσει, να βασανίσει». Σχετικά: Πονώ; πόνος. - Eπίσης από το 1300.
On Line Etymology Dictionary
pain (n.)
late 13c., peine,
"the agony suffered by Christ;" c. 1300, "punishment,"
especially for a crime, "legal punishment of any sort" (including
fines and monetary penalties); also "condition one feels when hurt,
opposite of pleasure," including mental or emotional suffering, grief,
distress; from Old French peine "difficulty, woe,
suffering, punishment, Hell's torments" (11c.), from Latin poena "punishment,
penalty, retribution, indemnification" (in Late Latin also "torment,
hardship, suffering"), from Greek poinē "retribution,
penalty, quit-money for spilled blood," from PIE *kwei- "to
pay, atone, compensate" (see penal).
The early "punishment"
sense in English survives in phrase on pain of death. Also
c. 1300 the word was used for the torments of eternal damnation after death.
The sense of "exertion, effort" is from late 14c.; pains "great
care taken (for some purpose), exertion or trouble taken in doing
something" is recorded from 1520s.
Phrase give (someone) a pain "be annoying and irritating" is by 1895; as a noun, localized as pain in the neck (1924) and pain in the ass (1934), though this last might have gone long unrecorded and be the original sense and the others euphemisms. First record of pain-killer "drug or herb that reduces pain" is by 1845. - also from late 13c.
pain (v.)
c. 1300, peinen, "to exert or strain oneself, strive; endeavor," from Old French pener (v.) "to hurt, cause pain," from peine, and from Middle English peine (n.); see pain (n.). Transitive meaning "cause pain; inflict pain" is from late 14c. That of "to cause sorrow, grief, or unhappiness" also is from late 14c. In Middle English also "to punish for an offense or fault; to torture, to torment." Related: Pained; paining. - also from c. 1300
Ετυμολογικό
Λεξικό Γαλλικών Λέξεων που Προέρχονται
από την Ελληνική
Μετάφραση
από τα Γαλλικά από τον Δ. Συμεωνίδη
PEINE, s. f. από την ποινή (poine, δωρικά ποινά (poina), στα λατινικά poena, τιμωρία για έγκλημα, εκδίκηση, μισθός, ικανοποίηση.
Εγκληματικός, επίθ. προέρχεται από αυτό. Αλλά ο πόνος, η εργασία, η κούραση, η
λύπη, προέρχεται από το πένομαι, δούλεψε, μείνε απασχολημένος. εξ ου και το
ρήμα Peiner; επώδυνος, επίθ. και PENAUD, που σημαίνει ντροπιασμένος,
ντροπιασμένος, απαγορευμένος και που αντικαθιστά την παλιά λέξη peneux, που ειπώθηκε με την ίδια έννοια.
Παλαιά λέγαμε Peineux για επώδυνο, χρησιμοποιείται πλέον μόνο στα θηλυκά σε
αυτήν την πρόταση, η κοπιαστική εβδομάδα, για να πούμε, η ιερή εβδομάδα.
Dictionnaire Étymologique Des
Mots François Dérivés Du Grec
PEINE, s. f. de ποινή (poine, dorique ποινά
(poina), en latin pοεna,
punition d’un crime, vengeance, salaire, satisfaction. Pénal, adj. en vient. Mais peine, travail,
fatigue, chagrin, vient de πένομαι , travailler,
s’occuper. d’ou l’on afait le verbe Peiner; Pénible, adj. et PENAUD,qui signifie embarrassé honteux,
interdit, et qui remplace l’ancien mot peneux, qu’on disoit dans le même
sens. On disoit anciennement Peineux pour pénible; il n’est plus d’usage qu’au féminin
dans cette phrase, la semaine peineuse, pour dire, la semaine sainte.
ΠAΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ:
- μπρος στα κάλλη τι είν΄ ο πόνος
- παίρνω κάτι επί πόνου = με απασχολεί πολύ, με στενοχωρεί περισσότερο από το φυσιολογικό, το κανονικό.
- 12 Aπόστολοι καθ' ένας με τον πόνο του.
- (πληθ.) οι ωδίνες του τοκετού, της γέννα.
ΠΗΓΗ:
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.9.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γονιδέλλης Απ. "Η Γένεση κατά του Αρχαίους Έλληνες", μέρος στ΄, Τα τέκνα της Έριδος, εκδ. "Πύρινος Κόσμος".
Ησίοδος:
Θεογονία (226-232).
Ησίοδος
Έργα και Ημέραι (469-471).
Πίνδαρος: Ίσθμια.
Πίνδαρος : Νέμεα.
Ορφικά, εκδ. Εγκυκλοπαιδεια «Ηλίου».
Dictionary of Standard Modern
Greek.
LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης.
On Line Etymology Dictionary.
Dictionnaire Étymologique Des Mots François Dérivés Du Grec.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook