Ο προβλήτας, ή η προβλήτα; Αρσενικό ή θηλυκό; - του Δ. Συμεωνίδη

Ο προβλήτας, ή η προβλήτα;
Αρσενικό ή θηλυκό;

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JPdsymeonidis@outlook.com

δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

 

Μετά την «τεχνική καθέλκυση» της φρεγάτας ΝΕΑΡΧΟΣ (F602), δηλαδή την έξοδο από τη στεγασμένη δεξαμενή όπου και ναυπηγήθηκε, θα πραγματοποιηθεί και η τελετή της «καθέλκυσης» στον προβλήτα των ναυπηγείων ...

Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο στάθηκε το παραπάνω δημοσίευμα που χρησιμοποιεί την λέξη στον προβλήτα και που το επανέλαβε και ένας δημοσιογράφος της ΕΡΤ που τον άκουσα προχθές στις ειδήσεις. Μου προξένησε εντύπωση και έκανα έρευνα να βρω την αλήθεια.

Στην αρχαία Ελληνική, απ’ όπου ξεκίνησε, η λέξη προβλής, προβλῆτος σήμαινε «προεξέχων, προβάλλων» και χρησιμοποιήθηκε ως επίθετο με δύο γένη, αρσενικό (ὁ προβλής) και θηλυκό (ἡ προβλής): ως θηλυκό σε χρήσεις όπως προβλῆτες ἀκταί, προβλῆτες στῆλαι, προβλής ἔπαλξις και ώς αρσενικό σε χρήσεις όπως προβλῆτες ὀδόντες, προβλῆτες πύργοι, προβλῆτες λίθοι.

Παλαιότερη και συχνότερη φαίνεται ότι ήταν η χρήση τού θηλυκού γένους (απαντά ήδη στον Όμηρο).

Κυρίως από τη συνεκφορά με τη λέξη ακτή (προβλής ἀκτή) επικράτησε τελικά το θηλυκό γένος τής λέξης στη νεότερη χρήση της ως ουσιαστικού.

Έτσι, σήμερα λέμε η προβλήτα.

 

Ετυμολογία

προβλήτα < αρχαία ελληνική προβλής < προβάλλω < πρό + βάλλω

 Ουσιαστικό

προβλήτα θηλυκό

(ναυτικός όρος) προεξοχή ενός λιμανιού, εκεί που δένουν τα καράβια

Άλλες μορφές

προβλήτας (αρσενικό)

Επίσης: αποβάθρα, λιμάνι, μόλος, ντόκος, προκυμαία.

 

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

προβλής, -ῆτος, ὁ, ἡ (προβάλλω), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· προβλῆτες, χωρίς ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.

 

Dictionary of Standard Modern Greek

προβλήτα η [provlíta]: στενόμακρο τμήμα ξηράς, φυσικό ή τεχνητό, που εισχωρεί στη θάλασσα (σε λίμνη ή σε ποταμό) και διευκολύνει κυρίως το πλεύρισμα των πλοίων· (πρβ. μόλος).

[λόγ. < αρχ. προβλής ἡ (& ὁ) αιτ. -ῆτα (ελνστ.: και για τεχνητό)]

προβλήτας ο [provlítas]: (σπάν.) η προβλήτα.

[λόγ. < αρχ. προβλής ὁ (& ἡ) αιτ. -ῆτα (ελνστ.: και για τεχνητό)]

 

Ευ. Κ. Κοφινιώτη: Ομηρικόν Λεξικόν

Προβλής, δότ προβλῆτι,, πλ .προβλῆτες, ας προξέχων.σκόπελος, προβλῆτι, πέτρη , ἀκταί. Στήλας. Μ 259 ἀκροτάτας ἀντηρίδας

 

Etymologicum Gudianum - “Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”, επιμ. Sturz, F.W. Λειψία, εκδ. Weigel, 1818, Repr. 1973.

 περὶ ὧν ἐν τοῖς περὶ ναυστάθμου διαλέγεται·

 στήλας δὲ προβλήτας, ἀντὶ τοῦ τοὺς προκαταβεβλημέ νους θεμελίους.


Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. β΄ έκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2002:

προβλήτα (η) κατασκευή σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό με την μορφή τεχνητής προεκβολής τής ξηράς, η οποία χρησιμοποιείται για το πλεύρισμα των πλοίων, την φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων, την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών κλπ. ΣΥΝ. λιμενοβραχίονας, μόλος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. προβλής, -ήτος < προβάλλω, μέσω θ. βλη- (πβ. αόρ. έβλή-θην τού ρ. βάλλω)]. προβοδίζω ρ. μετβ. {προβόδισ-α, -τηκα. - μένος} (λαϊκ.) συνοδεύω (κάποιον που αναχωρεί) για λίγο, τον βγάζω ώς την πόρτα ΣΥΝ. ξεπροβοδίζω, ξεβγάζω, κατευοδώνω. Επίσης προβοδώνω. — προβόδισμα κ. προβόδωμα (το). [F.TYM. < μεσν. προβοδώ, πιθ. < *προ-ευοδώ (πβ. μτγν. κατευοδώ) < προ- + εύ- + -οδώ (< οδός). Λιγότερο πιθ. η άποψη ότι το ρ. ανάγεται στο μεσν. πρόβοδος «οδηγός» < λατ. providus < ρ. provideo «προβλέπω, προνοώ».

 

Σχόλιο

Εδώ και αιώνες δηλαδή, όλοι λέμε η προβλήτα. Μόνο μερικά άτομα που θέλουν να κάνουν τους έξυπνους επαναλαμβάνουν μαργαριτάρια πολιτικών, ότι στα αρχαία χρόνια το όνομα ήταν αρσενικό: ο προβλής, του προβλήτος, τον προβλήτα. Όμως με την πάροδο των αιώνων η λέξη διαμορφώθηκε σε άλλο γένος και με άλλη κατάληξη όπως συνέβη και με πολλές άλλες. Δηλαδή να λέμε στο εξής «η υπόνομος» «η γύψος » ;

Και γιατί ο προβλήτας και όχι ο προβλής; Πρέπει να γνωρίζουν ότι ο προβλής είχε άλλη σημασία στην αρχαιότητα. Δηλαδή ώς αρσενικό είχε την έννοια προβλῆτες ὀδόντες, προβλῆτες πύργοι, προβλῆτες λίθοι. (Ομηρικό Λεξικόν)

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 25.9.2024.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

        - Σταματάκος Ι. «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας».

        - Κοφινιώτης Ευ. Κ. «Ομηρικόν Λεξικόν».

        - LIDDELL & SCOTT
        - Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

        - Dictionary of Standard Modern Greek

        - Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG).

προβλητας, προβλητα Αρσενικο θηλυκο Συμεωνιδης προβλης
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ