Ο Ζεύξις με καταγωγή από την αποικία των Μεγάρων Αττικής, Ηράκλεια του Πόντου, ήταν ένας από εκ των πλέον περιωνύμων ζωγράφων του αρχαίου κόσμου, του οποίου το όνομα ετιμάτο ιδιαιτέρως στην ιστορία της αρχαίας ζωγραφικής.
Η ακριβής χρονολόγηση του Ζεύξιδος έχει γίνει αντικείμενο
αμφισβήτησης, η οποία δημιουργήθηκε από τα ασαφή γραφόμενα του Ρωμαίου
συγγραφέα του 1ου αιώνα μ.Χ., Πλίνιου
του Πρεσβύτερου, ο οποίος είναι
η κύρια πηγή πληροφοριών για την ζωή του καλλιτέχνη. Ο Πλίνιος στο έργο του «Naturalis Historiae»
(Φυσική
Ιστορία) αναφέρει πως: «Τις πύλες της
τέχνης, που άνοιξε ο Απολλόδωρος των Αθηνών, τις διάβηκε ο Ζεύξις της Ηράκλειας
κατά το 4ο έτος της 95ης Ολυμπιάδας».
Όμως,
με την καταγραφή «κατά το 4ο έτος της 95ης Ολυμπιάδας» δηλαδή 400 - 399 π.Χ., δεν
αποσαφηνίζεται αν είναι η χρονολογία που ο Ζεύξις
είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας του, ή είχε μόλις ξεκινήσει να αναπτύσσεται.
Πάντως αρκετοί μελετητές του βίου του ορίζουν το απόγειο της δόξας του το 410
π.Χ. Ήταν τότε που άρχισε να δωρίζει τα έργα του, γιατί, όπως πίστευε, καμία
αμοιβή δεν ήταν αντάξιά τους.
ΣΠΟΥΔΕΣ
Το σίγουρο είναι ότι νέος ήρθε στην
Αθήνα για να σπουδάσει. Από τον Πλίνιο
μαθαίνουμε ότι ήταν μαθητής του Δημόφιλου
ή του Νησέα της Θάσου. Σε κάθε περίπτωση ανήκε σε σχολή ζωγραφικής, της οποίας τα
κυρίαρχα χαρακτηριστικά ήταν η ακρίβεια της αναπαράστασης. Ο Ζεύξις φαίνεται, επίσης, να επηρεάστηκε
κατά την περίοδο που βρισκόταν στην Αθήνα και από τον Αθηναίο ζωγράφο Απολλόδωρο, ως προς την απόδοση του φωτός και της σκίασης.
Σπουδαίος για την εποχή του, κατάφερε να δοξάσει τα πινέλα του και να αποκτήσει πολύ χρήμα και δόξα. Η τέχνη του ξεπέρασε όλους τους ζωγράφους της εποχής του, εκτός από τον Παρράσιο, και συγκρινόταν σε καλλιτεχνική ολοκλήρωση με καλλιτέχνες, όπως ο Φειδίας και ο Θάσιος Πολύγνωτος.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
Ο Ξενοφών στα «Απομνημονεύματά» του, θαυμάζει μόνον αυτόν «επί ζωγραφία». Ο δε Αμερικανός συγγραφέας W. Durant στο πολύκροτο έργο του «Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού», μας πληροφορεί ότι ο Ζεύξις έγινε η υπέρτατη φυσιογνωμία της ζωγραφικής στην εποχή του. Εκτός από αυτούς πολλοί άλλοι σπουδαιότατοι συγγραφείς αρχαίοι. Έλληνες και Λατίνοι, ακόμα και κατά τους μετά Χριστό χρόνους, αναφέρουν επαινετικά σχόλια και κρίσεις γι’ αυτόν.
Η ζωγραφική του ήταν τολμηρή, τα δε έργα του διακρίνονται για τη φυσικότητά τους, τις φωτοσκιάσεις και τα χρώματά τους. Πρώτος αυτός πρόσθεσε στην ζωγραφική το φως στην επισκίαση και προτιμούσε την λεπτή διαβάθμιση του χρώματος. Χαρακτηριστική είναι η ελευθερία του απέναντι στον μύθο, που οφειλόταν στους νεωτερισμούς που είχε εισάγει στην μυθολογία ο Ευριπίδης με τις τραγωδίες του.
Ήταν πολύ πειθαρχημένος και τελειομανής στην δουλεία και αργούσε πολύ στο ζωγράφισμα. Όταν τον κατηγόρησαν για την αργοπορία του, χωρίς διόλου να ταραχθεί απάντησε: «Ζωγραφίζω εν πολλώ χρόνω, αλλά και εις πολύ». Η ωραία αυτή απάντηση σήμαινε ότι η ταχύτητα της κατασκευής δεν δίνει στο έργο μόνιμη βαρύτητα και ακρίβεια καλλονής, και ότι ο χρόνος που χάνει ο καλλιτέχνης για την καλή επεξεργασία την κερδίζει σε δύναμη και σε διαιώνιση του έργου του. Η Σικελία, η Έφεσος, η Μακεδονία, ίσως η Σάμος, αλλά κυρίως η Αθήνα όπου βρισκόταν ο μεγαλύτερος αριθμός των έργων του, ήταν οι πόλεις της επαγγελματικής δραστηριότητας του ζωγράφου.
ΕΡΓΑ
Περίφημο έργο του Ζεύξιδος ήταν ο πίνακάς του «Παις φέρων σταφυλας» που το μνημονεύει ο Πλίνιος λέγοντας πως τα σταφύλια ήταν τόσο φυσικά ζωγραφισμένα, που τα πουλιά πετούσαν τριγύρω τσιμπώντας τα, θέλοντας να τα φάνε. Αυτό εξόργισε τον καλλιτέχνη γιατί θεώρησε ότι δεν είχε αποδώσει πειστικά το παιδί του οποίου η αληθοφανής παρουσία θα απέτρεπε την έφοδο των πουλιών.
Σπουδαίο είναι και το έργο του «Η Ελένη της Τροίας» που βρισκόταν στον
ναό της Ήρας Λακινίας στον Ακράγαντα (ή σύμφωνα με άλλες
παραδόσεις, στον Κρότωνα της Καλαβρίας). Για να κάνει αυτόν τον πίνακα ο Ζεύξις ζήτησε από την πόλη πολλές
γυναίκες, και από αυτές διάλεξε πέντε τις πιο ωραίες, παίρνοντας ως πρότυπο ό,τι
ωραιότερο είχε η κάθε μια. Το έργο αυτό θεωρούνταν ως ένα από τα ωραιότερα του Ζεύξι και μια από τις τελειότερες
αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος, μια και χρησιμοποίησε το πιο όμορφο
σημείο του σώματος της κάθε κοπέλας για να ολοκληρώσει το έργο του. Ο Ρωμαίος συγγραφέας
και δάσκαλος της ρητορικής, Κλ.
Αιλιανός, μας πληροφορεί ότι, πριν ο πίνακας αφιερωθεί στον ναό, ο Ζεύξις την εξέθεσε σε κοινή θέα έναντι
αμοιβής, κερδίζοντας έτσι αρκετά χρήματα.
Στο κάτω μέρος του πίνακα είχε γράψει τον στίχο του Ομήρου που ανέφερε, ότι, δίκαια είχαν υποστεί οι Έλληνες και οι Τρώες τόσα δεινά, για μια γυναίκα, που έμοιαζε αληθινά στο πρόσωπο με τις αθάνατες θεές. Τον πίνακα αυτό μετέφερε ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος στην Αμβρακία και όταν η Αμβρακία έπεσε στους Ρωμαίους εκλάπη για την Ρώμη.
Αξεπέραστος είναι και ο πίνακας «Ο Ηρακλής νήπιο» με τον Ηρακλή βρέφος να πνίγει τα δυο φίδια. Η
κύρια δύναμη της συνθέσεως του έργου συνίστατο στον τρόμο και την αγωνία στα
πρόσωπα της μητέρας του Αλκμήνης και
του θετού του πατέρα Αμφιτρύωνος, οι
οποίοι παρακολουθούν την πάλη.
Διάσημο ήταν και έργο του «Η Γυνή Ιπποκένταυρος» το οποίο
περιγράφει ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς που είχε δει ένα αντίγραφο
αυτού του έργου στην Αθήνα, καθ’ ότι το αυθεντικό είχε χαθεί σε ναυάγιο στο
ακρωτήριο του Μαλέα, κατά την μεταφορά στην Ρώμη, από τον Ρωμαίο δικτάτορα Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα. Ο πίνακας
απεικόνιζε μια ειρηνική και ευτυχισμένη ομάδα Κενταύρων, όπου η μητέρα που θήλαζε το μικρό της, ερχόταν σε όμορφη
αντίθεση με το αθλητικό και γεροδεμένο παράστημα του πατέρα Κενταύρου, ο οποίος
ήταν μερικώς ορατός σε ένα ύψωμα πίσω από τη μητέρα και το μικρό, κρατώντας ένα
σκύμνο (νεαρό λιοντάρι) για να φοβίζει τους μικρούς κενταύρους. Ο αρσενικός
Κένταυρος, αν και χαμογελαστός, διέθετε μια αγριότητα και σκληρότητα, ενώ η
θηλυκή Κένταυρος συνδύαζε αρμονικά την ομορφιά της γυναικείας μορφής στο πάνω
μέρος, με αυτές του αλόγου στο κάτω μέρος, με τόση δεξιοτεχνία, όπου ήταν
αδύνατο να εντοπιστεί το συγκεκριμένο σημείο, όπου γινόταν η μετάβαση από την
ανθρώπινη στην ζωώδη μορφή.
Τα έργα του είχαν μεγάλη ζήτηση κι
έγινε πολύ πλούσιος. Από τα πλούτη που απέκτησε, μεγάλωσε η μεγαλομανία και η
επιδειξιμανία του. Κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες έκανε επίδειξη των ενδυμάτων
του και περιφερόταν με πολύχρωμη χλαμύδα επί της οποίας το όνομά του ήταν
κεντημένο με χρυσά γράμματα. Ο Πλίνιος,
μάλιστα, αναφέρει πως όταν πήγαινε ο Ζεύξις
στην Ολυμπία, διακρινόταν η σκηνή
του από την πολυτελή της εμφάνιση ή επειδή έγραφε απ’ έξω το όνομά του με
καθαρό χρυσάφι.
Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΡΑΣΙΟ
Την εποχή που μεσουρανούσε ο Ζεύξις είχε μόνο ένα αντίπαλο. Τον εξ’
ίσου μεγάλο ζωγράφο τον Παρράσιο από
την Έφεσο, του οποίου η δύναμη της
έκφρασης και η φυσικότητα των έργων του ήταν παροιμιώδης. που ήταν το ίδιο
ματαιόδοξος. Ο Παρράσιος που
συναγωνιζόταν σε έπαρση και ματαιοδοξία τον Ζεύξι, φορούσε χρυσό στέμμα στο κεφάλι του και ονόμαζε τον εαυτό
του «πρίγκηπα των ζωγράφων». Η
μεγάλη αντιζηλία έφερε τους δυο άνδρες σε δημόσιο διαγωνισμό. Ο Ζεύξις ζωγράφισε ένα πίνακα με σταφύλια
με τόση φυσικότητα, ώστε τα πουλιά όρμησαν να τα φάνε. Οι κριτές ενθουσιάστηκαν
με την εικόνα και ο Ζεύξις βέβαιος
για την νίκη του προέτρεψε τον Παρράσιο
να σύρει το παραπέτασμα, το οποίο έκρυπτε την εικόνα του πίνακα που έφερε για
τον διαγωνισμό. Αλλά το... παραπέτασμα απεδείχθη ότι ήταν μέρος της... εικόνας. Ήταν
τόση η φυσικότητα, ώστε και ο μεγάλος αυτός ζωγράφος ξεγελάστηκε. Τότε κάποιος
από την παρέα είπε: «Ο Ζεύξις γέλασε τα
πουλιά και ο Παρράσιος τον Ζεύξιν». Φυσικά ο Ζεύξις παραδέχθηκε την ήττα του και ζήτησε να αποδοθεί το βραβείο
του φοίνικα στον αντίπαλό του. Υπάρχει πλήθος αναφορών στον Ζεύξι κατά τη
διάρκεια όλης της αρχαιότητας και έπειτα ως και την Αναγέννηση, και εξακολουθεί
να αποτελεί πηγή έμπνευσης στην σύγχρονη εποχή.
Ο Ιερώνυμος, πολυγραφότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας του 4ου αιώνα, αναφέρει πως τα λουτρά του Ζεύξιππου στην Κωνσταντινούπολη πήραν το όνομα τους από τον Ζεύξι, έργα του οποίου κοσμούσαν τις εγκαταστάσεις.
Ο κορυφαίος Ολλανδός ζωγράφος του 17ου
αιώνα, Ρέμπραντ, ζωγράφισε μια
αυτοπροσωπογραφία του βασισμένη στον Ζεύξι,
ο οποίος σύμφωνα με τον μύθο γέλασε μέχρι θανάτου, όταν ζωγράφιζε την
προσωπογραφία μιας άσχημης γριάς που του παρήγγειλε να την απεικονίσει ως Αφροδίτη.
Σήμερα υπάρχει μία προτομή του Ζεύξιδος στην περιοχή Πίντσιο της Ρώμης
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 29.9.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Αιλιανός
Κλ. ΠΟΙΚΙΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
- Λουκιανός
ΖΕΥΞΙΣ Ή ΑΝΤΙΟΧΟΣ
- Ξενοφών
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
- Πλίνιος
Γάιος Σεκούνδος NATURALIS HISTORIAE
- Γεωργακόπουλος Κ. ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΕΤΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ, εκδ.
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ.
- Νατσούλης
Τ. ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ εκδ. ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ.
- Durant W. ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, τ. Β΄ ΕΛΛΑΣ.
- Πηλίλης
Ιάκ. (Γεώργιος), επίσκοπος Κατάνης, ΑΙ ΚΑΛΑΙ ΤΕΧΝΑΙ ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΑΡΧΑΙΟΙΣ ΕΛΛΗΣΙΝ, εκδ.
ΠΑΠΑΔΗΜΑ.
- ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ
ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ
- ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ
ΛΕΞΙΚΟ ΗΛΙΟΥ
- ΛΕΞΙΚΟ
ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ εκδ. ΔΟΜΗ
- περ.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ, τ. Μαίου – Ιουνίου 1995
- Βικιπαίδεια,
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook