Άλλο ένα λάθος του Μπαμπινιώτη
Του Δημήτρη
Συμεωνίδη JP
δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Τι σημαίνει Πύργος και τι σημαίνει Κάστρο
Dictionary of Standard Modern Greek
πύργος, ο: 1α. υψηλό
οικοδόμημα αμυντικού χαρακτήρα συνήθως κυκλικό ή τετράπλευρο. β. το καθ' ένα
από τα τέσσερα κομμάτια του σκακιού που μοιάζουν με πύργο και τοποθετούνται
στις γωνίες της σκακιέρας. 2. κατοικία
οχυρωμένη έτσι που να μοιάζει με πύργο. 3. κατασκευή,
ιδίως οικοδόμημα, με πολύ μεγάλο ύψος, ουρανοξύστης. πυργίσκος ο. υποκορ.
> αρχ. πύργος, τύρσις > γαλλ. tour, > αγγλ. turret, κλπ.
κάστρο, το: 1. τείχη με τα οποία οχύρωναν οικισμό, πόλη ή θέση που είχε στρατηγική σημασία και με επέκταση, πόλη ή τοποθεσία που περιβάλλεται από τείχη· (πρβ. φρούριο), οχυρωμένη κατοικία φεουδάρχη· 2. χώρος από όπου ασκείται ισχυρή αντίσταση σε εξωτερικές πιέσεις ή επιδράσεις, οχυρό. καστράκι το, υποκορ.
> μσν. κάστρον, πληθ. κάστρα < λατ. castra, castrum
Greek (Liddell-Scott)
τύρσις: ἡ, γεν. -ιος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808, Ξεν. Ἀν. 7.8,12· αἰτ.
τύρσιν Πίνδ., Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν.· ἀλλ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. τύρσεις, γεν.
έων, δοτ. εσι Ξεν. Ἀν. 4 4,2, Ἑλλ. 4.7,6, Κύρ. 7.5,10· αἰτιατ. πληθ.
τύρσιας Λυκόφρ. 834· - μεταγεν. τύρρις, ὡς τὸ Λατ. turris. Πύργος, Πινδ. Ο. 2.127, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μάλιστα ὁ ἐπὶ τοῦ τείχους πύργος,
Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προμαχών. Ἰωσήπ. Ἰουδ.
Πόλ. 5.4.2 κἑξ.· - ὡσαύτως, τετειχισμένη πόλις, ὠχυρωμένη οἰκία,
κλπ., Νικ. Ἀλεξιφ. 2. ― Καθ’ Ἡσύχιον: «τύρρις· πύργος, ἔπαλξις, προμαχὼν».
Τα αγγλικά λεξικά
αναφέρουν ότι ή λέξη Tower (Πύργος) είναι λατινική και δεν λένε ότι είναι
η αρχαία Ελληνική λέξη Τύρσις (πύργος). Επίσης λένε ίσως προ-ινδοευρωπαϊκή!!!
Ο δε κ. Μπαμπινιώτης λέει ότι η λέξη Πύργος είναι αγνώστου ετύμου ή ότι είναι γερμανική λέξη ή ινδοευρωπαϊκή.
Αγνοεί τους αρχαίους λεξικογράφους και τα λατινικά λεξικά. Ούτε καν αναφέρει
την αρχαία Ελληνική Λέξη Τύρσις.
Γεωργίου Δ . Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ερμηνευτικό Ετυμολογικό, β΄ έκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, 2002:
πύργος
(ο) 1. υψηλό και οχυρό οικοδόμημα με περισσότερους τού ενός ορόφους και
περιορισμένο πλάτος, που χρησίμευε παλαιότ. για την ενίσχυση τής άμυνας των
τειχών πόλεως. τη ν προάσπιση φρουρίου και την ασφάλεια των μαχητών που
παρέμεναν στο εσωτερικό του·
[ΕΤΥΜ. αρχ.. αβεβ. ετύμου. Ίσως πρόκειται για δάνειο από γερμ. τεχνοδομικούς όρους (λ.χ. γοτθ. baurgs «πόλη, πύργος», αρχ. γερμ. burg > γερμ. Burg), μέσω τής μακεδονικής διαλέκτου. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. πύργος ανάγεται σε *bhrgho-, συνεσταλμ. βαθμ. τού I.E. *bbergh- «ύψος. ψηλά», και συνδ. με το τ οπωνύμιο Πέργαμος, καθώς και με το γερμ. Berg «βουνό», εκδοχή που θα δικαιολογούσε τις «γλώσσες» τού Ησυχίου φύρκος· τείχος και φύρκορ· οχύρωμα. Προεκτείνοντας την εκδοχή αυτή. ένας ερευνητής υπέθεσε ότι ο I.E. τ. αποτελεί μικρασιατικό δάνειο, πβ. χεττ. parku- «ψηλός», parkeSSar «ύψος». Τέλος, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. αποτελεί προελλην. δάνειο. Μεταφρ. δάνειο αποτελούν ορισμένες φράσεις. πυργόσπιτο (το) (παλαιότ.) οικοδόμημα που είχε τη μορφή πύργου. πυργώνω ρ. μετβ. {πύργω-σα, -θηκα, -μένος} 1. περιβάλλω (χώρο) με πύργους 2. (μτφ.) καθιστώ (κάτι) ψηλό σαν πύργο.
«ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε απ' το Πήλιο ώς την Όσσα
κι αν το πυργώσουμε ώς τον έβδομο ουρανό...»
(Α. Σικελιανός)
ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ανυψώνω, επισωρεύω. — πύργωμα (το) [αρχ. .|. [ετυμ. < αρχ. πυργώ (-όω) <
πύργος (βλ.λ.)]. πυργω τός, -ή, -ό [μτγν.] 1. αυτός που έχει σχήμα πύργου: ~
κτίσμα / οικοδόμημα συν. πυργοειδής 2. (για οχυρωματικό έργο) αυτός που διαθέτει πύργο ή πύργους
On Line Ετυμολογικό Λεξικό - Μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δημήτρη
Συμεωνίδη
πύργος (n.1)
Ξενάγηση
στην μέση αγγλική γλώσσα, "κτίζοντας υψηλό σε αναλογία με το πλάτος της
βάσης", συνήθως ανεξάρτητο, που χρησιμοποιείται συχνά ως οχύρωση ή φυλακή,
από τα παλαιά αγγλικά torr "tower, watchtower",
από το λατινικό turris "a tower, citadel, high structure"
(επίσης πηγή παλαιών γαλλικών tor, 11ο αιώνα, Modern French tour·
ισπανικά, ιταλικά torre "tower"), που είναι ίσως από μια προ-ινδοευρωπαϊκή
μεσογειακή γλώσσα.
Η
λέξη στα αγγλικά επεκτάθηκε σε οποιονδήποτε υψηλό σωρό ή μάζα μέχρι τα μέσα του
14ου αιώνα. Είναι επίσης πιθανώς εν μέρει, από την παλαιά γαλλική tur. Η
σύγχρονη αγγλική ορθογραφία με -w- μαρτυρείται
από το 1400.
Συχνά αναφέρεται συγκεκριμένα στον Πύργο του Λονδίνου, ο οποίος ήταν ο Πύργος το 1100. Ως τύπος υψηλής κόμμωσης που φορούσαν οι γυναίκες, το 1600 (αλλά το ίδιο το πράγμα πιο δημοφιλές στα τέλη εκείνου του αιώνα). Επίσης από τον 11ο αιώνα.
On Line Etymology
Dictionary
tower (n.1)
Middle English tour,
"building lofty in proportion to its base width," usually
free-standing, often used as a fortification or prison, from Old English torr "tower,
watchtower," from Latin turris "a tower, citadel,
high structure" (also source of Old French tor, 11c., Modern
French tour; Spanish, Italian torre "tower"),
which is perhaps from a pre-Indo-European Mediterranean language.
The word in English was
extended to any lofty pile or mass by mid-14c. It is also probably in part,
from Old French tur. The modern English spelling with -w- is
attested from c. 1400.
Often it is in specific reference to the Tower of London, which was The Tower by 1100. As a type of high headdress worn by women, c. 1600 (but the thing itself most popular at the end of that century). also from 11c.
LIDDELL & SCOTT - Λεξικό
της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
τύρσις, ἡ, γεν. τύρσιος, αιτ. τύρσιν· αλλά ονομ. και αιτ. πληθ. τύρσεις, γεν. τυρσέων, δοτ. τύρσεσι· πύργος, Λατ. turris, σε Πίνδ., Ξεν.
Στ.
Κουμανούδη, Λεξικόν Λατινοελληνικόν
Turris ,is, Θ, τύρρις,τύρσις,πύργος
Ι.
Σταματάκου, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης:
Τύρσις-ἰος,η αἰτ. τύρσιν Ησυχ. Τύρσος, « τὸ ἐν ὕψει οἰκοδόμημα» «τύρρις, πύργος, έπαλξις, προμαχών» > τὸ λάτ. Turris, τὸ γέρμ. Turri εἶναι δάνεια ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς.
Αρχαίες Πηγές
Γαληνός, στο Hippocratis librum de articulis et Galeni in eum commentarii iv “Claudii Galeni opera omnia, vol. 18.1”, επιμ. Kühn, C.G. εκδ. Knobloch, Λειψία, 1829, επανέκδ. 1965, Volume 18a, page 519, 11:
ὅτι δὲ καὶ ἡ τύρσις πύργον σημαίνει μάρτυς ἀξιόπιστος καὶ ὁ Διοκλῆς
ὁ Καρύστιος ταύτην τὴν νῦν εἰρημένην λέξιν παραφράζων ἐν τῷ περὶ ἐπιδέσμων
βιβλίῳ κατὰ τόνδε τὸν τρόπον ἔγραψεν· ἀνέλκειν δὲ τὴν κλίμακα πρὸς πύργον ὑψηλὸν
ἢ οἰκίας δετόν.
Ερωτιανός Fragmenta “Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis”, επιμ. Nachmanson,
E., εκδ. Eranos, Göteborg, 1918. Fragment 51,2:
τί ἔστι τύρσις· ἢ πύργος ἢ προμαχών.
Ι. Τζέτζης, Σχόλια στον Λυκόφρωνα (scholia vetera et
recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae) “Lycophronis Alexandra, vol. 2”, επιμ. Scheer, E. εκδ. Weidmann, Βερολίνο, 1958. Scholion 717,13a:
Τύρσις δὲ τὸ τεῖχος, διότι παρὰ τοῖς Τυρσηνοῖς
πρῶτον ἐπενοήθη τεῖχος.
τύρσις τὸ τεῖχος, ὅτι Τυρσηνοὶ πρῶτον τειχοποιίαν εὗρον.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.11.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Dictionary of Standard
Modern Greek
- On
Line Etymology Dictionary
- Θησαυρός
Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
- Κουμανούδης Στέφ. Λεξικόν Λατινοελληνικόν
- LIDDELL & SCOTT
- Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης Γ. Δ ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ερμηνευτικό Ετυμολογικό, β΄ έκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, 2002.
- Σταματάκος Ιω. Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook