Από
τον 19ον αιώνα η λέξη «διαλώπιον» ετυμολογούσε την ντουλάπα. Δηλαδή:
ΔΙΑ μέσου λώπων: των παλτώ έβαζες τα ενδύματά σου. Ατυχώς αν και είναι η ηχητική
σύμπτωση ταιριάζει. Οι φιλόλογοι δεν πρόσεξαν τι σημαίνει ντολάπ στα
τουρκικά. Ψάχνοντας να ετυμολογήσω την φάκα από την φακή αφού τότε αντί τυρί: ακριβό,
έβαζαν φακές (φτηνές) βρήκα στα τουρκικό λεξικό: φακ, ντολάπ, τουρζάκ για την
παγίδα που πιάνουμε τα τρωκτικά: ποντικούς κλπ. Ξέροντας ότι η απλούστερη
ΠΑΓΙΔΑ, γίνεται με ένα κουτί γεμάτο νερό, όπου καλύπτεται με σκέπασμα όμοιο με ζυγαριά:
τραμπάλα. Πάνω στο σκέπασμα και στο κέντρο του, έβαζαν το οποιοδήποτε δόλωμα, που
όταν το θύμα: ποντίκι π.χ. ανέβαινε να το φάει, το καπάκι με το βάρος του έγερνε
και το έρριχνε στο νερό να πνιγεί. Είπα: άρα ο ΔΟΛΟΣ είναι το ντολάπ των Τούρκων.
Είπα την γνώμη μου στον Απ. Τζαφερόπουλο, γνώστη της τουρκικής, και
εκείνος μου απαντησε: "Φτου, να πάρει η οργή. ΠΩΣ και δεν το βρήκα εγώ αυτό που
ξέρω την γλώσσα αφού στα τουρκικά ντολαπζή (> ντουλαπτζής), θα πει ΔΟΛΙΟΣ και ΟΧΙ κατασκευαστής ντουλαπών. Να, λοιπόν, όποιος κάνει συνειρμούς ΣΩΣΤΩΝ
σκέψεων, βρίσκει την απάντηση. Το αρχικό κουτάκι της παγίδας μεγάλωσε σε
κασελάκι > σε μπαούλο > σε ντουλάπα. Όσον αφορά το ντο, εμείς με παραφθορά
-ου, δώσαμε και κατάληξη.
Β. Γεωργιάννης[1], καθηγητής Αρχιτεκτονικής «Μικρή Εγκυκλοπαίδεια».
Στην αρχαιότητα δεν είχαν ερμάρια, αλλά κιβώτια:
ΞΕΝΟΦΩΝ, Anabasis, “Xenophontis opera omnia», vol. 3,7,5,14,2, επιμ. Marchant E. C., εκδ. Clarendon Press, 1904, επανέκδ.
1961:
ἐνταῦθα ηὑρίσκοντο πολλαὶ μὲν κλῖναι, πολλὰ δὲ κιβώτια, πολλαὶ δὲ
βίβλοι γεγραμμέναι, καὶ τἆλλα πολλὰ ὅσα ἐν ξυλίνοις τεύχεσι ναύκληροι ἄγουσι.
Τα κιβώτια δεν έλειπαν από τα σπίτια των Αθηναίων και αντικαθιστούσαν τις ντουλάπες. Χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση ρούχων, ειδών καλλωπισμού, κοσμημάτων και διαφόρων αντικειμένων. Η ποικιλία των κιβωτίων σε μέγεθος και μορφή ήταν ανάλογη με τη χρήση τους. Άλλα ήταν αρκετά μεγάλα, αλλά υπήρχαν και μικρά σε μέγεθος για την τοποθέτηση κοσμημάτων και μικροαντικειμένων. Μεγάλα και μικρά μπαουλάκια είχαν την ίδια μορφή και την ίδια τεχνοτροπία κατασκευής. Έκλειναν με βαρειές κλειδαριές και συχνά ήταν στολισμένα με κεντίδια, γεωμετρικά σχήματα κ.α. Η τοποθέτηση κίτρων μέσα στα κιβώτια για αρωματισμό ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Επίσης μια σπάνια κατηγορία ήταν οι αλαβαστροθήκες για την αποθήκευση αλαβάστρων. Τα μπαούλα με τέσσερα πόδια, απλές πλευρές και οριζόντιο καπάκι, εμφανίστηκαν στην αγγειογραφία από την αρχαϊκή περίοδο.
Λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα: ερμάριον, ιματιοθήκη
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
συρτάρι ή ράφι. [μσν. ερμάριον < αρμάριον με τροπή [a > e]
ίσως από επίδρ. του [r]· μσν. αρμάρι(ν) < αρμάριον < λατ. armar(ium) -ιον].
ἱματιοθήκη, ιματιοθήκη, ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική ἱμάτιον + θήκη (< τίθημι)
Ελ. Δημελά "Τα Τούρκικα επιθετικά δάνεια στις διαλέκτους της Μικράς Ασίας. Μια πρώτη προσέγγιση", στο κεφάλαιο «Τα δεδομένα Κυδωνιών και Μοσχονησίων» διαβάζουμε:
Στην Μικρασιατική διάλεκτο Κυδωνιών και Μοσχονησίων απαντούν αρκετοί επιθετικοί δάνειοι τύποι, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονται απ' ευθείας από τύπους με αντίστοιχη σημασιολογική λειτουργία στην τουρκική.
(1) α. ζαμπούν(ης) [zabúɲs] > zabun = ισχνός, αδύνατος.
β. ναμκιόρ(ος) -(ι)σσα -(ι)κου [namciόrs] > namkör = αχάριστος.
γ. νταμαχιάρ(ης) -(ι)σσα -(ι)κου [damaçiárs] > tamahkâr = ζηλιάρης.
Από τα παραδείγματα στο (1) προκύπτει πως τόσο ο δάνειος τύπος της γλώσσας-στόχου, όσο και ο τύπος της γλώσσας-πηγής, αναφέρονται σε οντότητα με ίδια χαρακτηριστικά. Πολλά από αυτά τα χωριά κατοικούνταν από Έλληνες και Τούρκους, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι διάλεκτοι να έχουν δεχτεί επιρροές και από την ελληνική και από την τουρκική γλώσσα. Η τουρκική επιρροή είναι μεγαλύτερη στις διαλέκτους Ουλαγάτς και Σεμέντερε, καθώς στα αντίστοιχα χωριά ζούσε μεγάλος αριθμός Τούρκων. Η μελέτη των προφορικών πηγών, λόγω της ειδίκευσης του θέματος, υπήρξε στοχευμένη και ενδεικτική. Τα προφορικά δεδομένα αντλήθηκαν εξ ολοκλήρου από την Βάση Δεδομένων του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Διαλέκτων του Πανεπιστημίου Πατρών. Τα τουρκικά επιθετικά δάνεια στις διαλέκτους της Μικράς Ασίας 99 χαρακτηριστικά. Μάλιστα, τα περισσότερα δάνεια επίθετα αποτελούν χαρακτηρισμούς που αποδίδονται σε έμψυχα όντα, καθώς λιγοστά είναι τα παραδείγματα επιθετικών σχηματισμών που μπορούν να συνδυάζονται με βάση που έχει το χαρακτηριστικό [- έμψυχο].
(2) Η τζιτζιρές ήταν μπακιρένιους = Η κατσαρόλα ήταν χάλκινη. Δομές σαν αυτή του (2) είναι σπάνιες, και για έναν άλλο λόγο, καθώς αποτελούν δευτερογενείς σχηματισμούς, παράγωγες λέξεις από δάνεια ουσιαστικά:
(3) α. μπακιρένιους -α-ου
> μπακίρ ‘χάλκινο σκεύος’ > bacir β. σαμνταντάν(ης) -(ι)σσα (Μοσχ.) ‘κρεμανταλάς’
> σαμντάν(ι) (Αϊβ. / Μοσχ.) ‘κηροπήγιο’ > samdan. Η
προϋπόθεση της σημασιολογικής συνάφειας του τύπου ανάμεσα στην γλώσσα-στόχο και
την γλώσσα-πηγή πληρούται σχεδόν σε κάθε περίπτωση, καθώς η αντιστοιχία είναι
εμφανής, έστω και σε μεταφορικό επίπεδο, όπως καθίσταται φανερό στα ακόλουθα
παραδείγματα:
(4) α. τσουλπάς ‘βρωμιάρης’ > çolpa ‘αδέξιος, αριστερόχειρος’
β. μπουρσούκ(η)ς ‘κατσουφιασμένος’ > buruşuk ‘ρυτιδωμένος, τσαλακωμένος’
γ. ντουλαπτσής (ο)
‘τεμπέλης, χαραμοφάης’ > dolapçi ‘δόλιος’
Λεξικό
Τριανταφυλλίδη
ντουλάπα η:
1.μεγάλο έπιπλο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου, που ανοίγει με πόρτα και που εσωτερικά είναι κατάλληλα διαρρυθμισμένο για να τοποθετούν ρούχα, σεντόνια κτλ.
2. (μτφ., μειωτ.) χαρακτηρισμός πολύ χοντρού ανθρώπου, κυρίως γυναίκας > ντουλαπίτσα, η, YΠΟΚΟΡ.
Ο Ιωάννης Σωτ. Μποζίκης παρ’ όλο που
γεννήθηκε στην Τουρκία στο εγχειρίδιόν του Ελληνικό ερμηνευτικό εγχειρίδιο
λέξεων Τουρκικής ετυμολογίας μας λέει:
Ντουλάπι (το) ους, τουρκ - dolap > ειδικό έπιπλο φορητό ή εντοιχισμένο για τοποθέτηση σκευών, τροφίμων, φαρμάκων.
Μάλιστα σε αυτό το
εγχειρίδιον βρήκα λέξεις που είναι Ελληνικές και όχι τούρκικες
Μέχρι και ο Διζικιρίκης μας δίδει λανθασμένη ετυμολογία της λέξης και λέει: Ντουλάπα ή Ντουλάπι (= αρμάρι, μεσάντρα) - βλ. Γ. Διζικιρίκης "Να ξετουρκέψουμε την Γλώσσα μας".
Ο Γ. Μπαμπινιώτης
μας λέει ως συνήθως τις δικές του ετυμολογικές ερμηνείες. Στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Ερμηνευτικό
Ετυμολογικό, β΄ έκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, 2002.
ντουλάπα (η) {δύσχρ. ντουλαπών}
1.το ψηλό έπιπλο, το οποίο κλείνει με πόρτα ή πορτόφυλλα και χρησιμοποιείται κυρ. για τη φύλαξη ρούχων. ΣΥΝ. ιματιοθήκη
2.(μτφ.) η χοντρή και άχαρη γυναίκα. - (υποκ.)
ντουλαπίτσα (η) (σημ. ). ντουλάπι (το) {ντουλαπ-ιού | - ιών} το ξύλινο ή
μεταλλικό έπιπλο, το οποίο κλείνει με πορτάκι και στο οποίο τοποθετούνται
τρόφιμα, σκεύη κ.ά., ερμάριο. - (υποκ.) ντουλαπάκι (το). [ετυμ. <
τουρκ. dolap < περσ. dolab = τροχός -
αποθήκη.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 25.11.2024.
[1] Ο αείμνηστος Βασίλης Γεωργιάννης, καθηγητής Αρχιτεκτονικής, στην "Μικρή Εγκυκλοπαίδεια", που έχει αφιερώσει μερικά τεύχη του περιοδικού, που εξέδιδε, καθώς επίσης σε κάθε περιοδικό, έβαζε κάτω από το πλαστικό επικάλυμμα μία μικρή σελίδα με την ονομασία "Μικρή Εγκυκλοπαίδεια", όπου είχε διάφορες ετυμολογίες. Για χρόνια εξέδιδε το περιοδικό «ΤΟ ΚΑΡΟΥΧΑΡΕΙΟΝ». Ήταν η ψυχή του Φιλοσοφείου και βοηθούσε τους πάντες. Όταν πέθανε το 2021 στην κηδεία του πήγαν μόνο μερικά άτομα. Μέχρι σήμερα δεν σκέφθηκε κανένας φίλος να αφιερώσει ένα φιλολογικό μνημόσυνο στον άνθρωπο που έχει αφήσει ένα τεράστιο συγγραφικό έργο. Εύχομαι κάποιοι να ενδιαφερθούν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Μ. Βερόγκου «Σπίτια - Έπιπλα στην Αρχαία
Αθήνα».
- Β. Γεωργιάννης «Μικρή Εγκυκλοπαίδεια- Η
Ντουλάπα λέξη Ελληνική και δεν είναι το Διαλώπιον».
- Ελ. Δημελά «Τα Τούρκικα επιθετικά δάνεια στις
διαλέκτους της Μικράς Ασίας. Μια πρώτη προσέγγιση».
- Ι. Διζικιρίκη «Να Ξετουρκέψουμε την Γλώσσα μας», Αθήνα, 1975.
- LIDDELL & SCOTT «Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας».
- Γ. Δ. Μπαμπινιώτη «Λεξικό της Νέας Ελληνικής
Γλώσσας. Ερμηνευτικό Ετυμολογικό», β΄έκδ., εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, 2002.
- Ι. Σωτ. Μποζίκης «Ελληνικό Ερμηνευτικό
Εγχειρίδιο λέξεων Τουρκικής Ετυμολογίας».
- Τριανταφυλλίδη Λεξικό.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook