Του Γιώργου Λεκάκη
Από τον Όμηρο ακόμη
γνωρίζουμε ότι μῆλον(*) σημαίνει το πρόβατο η αιξ (αίγα), ή ο βους (βλ. Οδ. μ,301).
Το γνωστό μεγαλόσωμο μυρηκαστικό ζώο κάμηλος (> καμήλα), που φέρει έναν ή δύο ύβους[5], της οικογένεια camelidae το γνωρίζει όλος ο κόσμος με το ελληνικό του όνομα, αν και δεν είναι ζωο της ελληνικής πανίδας![1]
...«αἱ δὲ κάμηλοι ἴδιον ἔχουσι... τὸν καλούμενον ὕβον
ἐπί τῷ νώτῳ» - βλ. Αριστοτ. Για πρώτη φορά το όνομα αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (3.105)
και είτα από Αισχύλο (Ικέτ. 285), κ.ά. «Κάμηλος αμνός», ελέγετο το νεογνὸν της καμήλου,
το καμηλάκι – βλ. Αριστοφ. Όρν. 1559.
Με την γνωστή τροπή κ – γ – χ λέγεται και χάμηλος / χαμάλα και εξ αυτού προκύπτει και η ετυμολογία της χάριν της μοναδικής ιδιότητός της: Είναι το μόνο ζώον, που για να φορτωθεί και να ανέβει ο αναβάτης του, γονατίζει, χαμηλώνει!!! …«ότι χαμαί καθημένη αίρει το φορτίον». Γίνεται δηλ. χαμάλης…
Κάμηλος = το μήλον(*) που κατεβαίνει κάτω…
Λέγεται και κάμηρος, από το
κάμπτειν τους μηρούς εν τω καθέζεσθαι» (βλ. Μ. Ετυμ.).
Η καμήλα στα αρχαία ελληνικά
ελέγετο και ακάμανος, από το μη κάμνειν (επειδή δεν αποκάμει) ή ακάματος «πολύμοχθον
γαρ το ζώον» – επειδή δεν κουράζεται (βλ. Μεθόδιος, Ώρος, Λεξ. Μέγα Ετυμ.).
Ελέγετο και ερύγμηλος (= αυτός
που μουγκρίζει δυνατά)[2].
Κατά την παραπάνω τροπή λέγεται και γαμάλα, γαμάλ (βλ. Ησύχ.) [Γαυγάμηλα = καμήλου οίκος (Στρ. 16,1,3, Kretschmer KZ,31,287) > γκαμήλα > gamal (Χαλδαίοι, εβρ.), αρχ. ινδ. kramela, λατ. camelus, ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλ. camel, γερμ. Kamel, ισπ. camello), κλπ.
Η δρομάς (Camelus Dromedarius)
- επισήμως - εξημερώθηκε, για πρώτη φορά, από τον άνθρωπο, στην Σομαλία ή την
Νότια Αραβία, κατά την 3η χιλιετία π.Χ. Η βακτριανή (Camelus
Bactrianus), στην κεντρική Ασία περίπου το 2500 π.Χ. στην Shar-i Sokhta (Καμμένη
Πόλη) του νυν Ιράν.
Οι αρχαίοι Έλληνες εγνώριζαν
και την καμήλα δρομάδα[4] (ή αραβία / αραβική κάμηλος), η οποία έχει έναν ύβο, και ζούσε
κυρίως σε Αφρική, Αραβία και το ανατολικό άκρον της Ασίας, όσο και την καμήλα της
Βακτριανής, η οποία είχε δύο ύβους, και ζούσε στην Βακτριανή, την Κίνα έως και
την Μογγολία! Γράφει ο Ηρόδοτος: «Δεν είμαι εδώ για να περιγράψω την εμφάνιση
των καμήλων στους Έλληνες, γιατί την ξέρουν καλά» (βιβλίο γ’).
Την έχουν απεικονίσει μάλιστα σε διάφορα αρχαία ελληνικά κεραμεικά. Στις παραπάνω εικόνες βλεπετε κάποια από αυτά, με κύριο θέμα την καμήλα: ερυθρόμορφη πελίκη (480 π.Χ. περ.), που σώζεται στην Αγία Πετρούπολη, στο Ερμιτάζ, με μια καμήλα και έναν Αφρικανό. Άλλη ερυθρόμορφη πελίκη (440 π.Χ. περ.), στο Μουσείο Martin von Wagner του Würzburg Γερμανίας. Και άλλη ερυθρόμορφη λήκυθο (410 π.Χ. περ.), που εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο. Εικονίζει έναν Πέρση(4*) σατράπη να καβαλά μια καμήλα και να περιβάλλεται από άλλους Πέρσες(4*). Δείχνει τον δρόμο με το χέρι του. Άλλος, σε υψηλότερο επίπεδο, κυματίζει ένα ριπίδιον (> flabellum, βεντάλια). Οπίσω του, ένας άλλος Πέρσης(4*) κρατά μια αναμμένη δάδα.
Ο Οπίνικος ή Επίνικος ή Επίμαχος είναι ένα είδος γρύπα, που έχει σώμα και πόδια λιονταριού, κεφάλι, λαιμό και φτερά αετού, και ουρά καμήλας. Μερικές φορές απεικονίζεται χωρίς φτερά.
Ο Μέγας Αλέξανδρος έστειλε 30.000
ζωντανά, για να ευχαριστήσει τον Σισιμίθρη ή Χοριήνη, ύπαρχο της Παραιτακηνής,
για τις 2.000 καμήλες, καθώς και τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, που
του είχε παραδώσει την ώρα της ανάγκης των Μακεδόνων (Κούρτ. 8/6.19-20).
Οι Ρωμαίοι σε νομίσματά τους,
προσωποποιούσαν την Αραβία με καμήλα.
Στην Λαογραφία
Η κάμηλος ήταν το σύμβολο του πνεύματος της μαγείας / του μάγου (P IV 2305). Γι’ αυτό ο Ιωάννης (ο Χρυσόστομος), την κατηγόρησε ότι είναι το βιβλικό σύμβολο του Διαβόλου(*), στην ράχη της οποίας θα εμφανιστεί ο Αντίχριστος(***)[3]. Ο λαός δεν πείστηκε όμως και στην λαϊκή παράδοση, συμβολίζει είτε τον ερχομό του άη Βασίλη, είτε τους τρεις Πέρσες(4*) Μάγους, οι οποίοι επήγαν να προσκυνήσουν τον νεογέννητο Χριστό(***). Η δίυβος για τους χριστιανούς(***) είναι το έμβλημα της νηφαλιότητος, της ηρεμίας, της εγκράτειας, της βασιλικής εξουσίας, του μεγαλείου, της υπακοής, του σθένους - αλλά στο αρνητικό της δίπολο, σύμβολο της απληστίας και της έπαρση (ενώ η δρομάς μόνον της έπαρσης). Στο κυμάτισμα των ύβων, καθώς το ζώο τρέχει, βλέπουν το κυμάτισμα ερπετού - συμπεριφορά «tortuosa» (= όλο ελιγμούς) - (βλ. λατινικά κείμενα της Εκκλησίας). Την δίυβο βρίσκουμε σμιλεμένη και στον καθεδρικό ναό της Αμιένης. Σε αυτά η Υπακοή κρατά μια ασπίδα στολισμένη με μία καμήλα που γονατίζει. Κατά τον Ε. Male, η καμήλα, που γονατίζει για να δεχθεί το φορτίο αποτελεί σύμβολο ταπεινοσύνης και υποταγής. Ο R. Maur έλεγε ήδη: «Camelus autem Christi humilitatern significat» [«Η δε κάμηλος την ταπεινότητα σημαίνει του Χριστού»(***)]. Οι Μανδαίοι / Σαβαίοι ή «Χριστιανοί του Αγίου Ιωάννη», απομεινάρι των Γνωστικών, κατά τις ημέρες των εορτών ντύνονται με δέρματα καμήλας, κοιμούνται επάνω σε δέρματα καμήλας και τρώνε ακρίδες και μέλι, όπως έκανε και ο «πατέρας τους, ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής»(***), ο οποίος ντυνόταν με μαλλιά καμήλας.
Στους συμβολισμούς της αστρολογίας στις αντιστοιχίες μεταξύ των πλανητών και των ζώων η καμήλα αντιστοιχεί στον Κρόνο (βλ. Ο. Wirth «Αστρολογικός Συμβολισμός», 1937).
Στην Ασία, οι Αραβες λένε πως «ο θάνατος είναι μία μαύρη καμήλα, που γονατίζει εμπρός σε όλες τις πόρτες». Ο Ουάγκ Φου, συγγραφέας εποχής των Χαν, στην Κίνα, υποστηρίζει πως «ο κλασσικός δράκος(**) απεικονίζεται με κεφάλι καμήλας».
Το γράμμα που στα εβραϊκά ονομάζεται gimel εκ της καμήλας και συμβολίζεται με τον μακρύ λαιμό της, στον οποίο βλέπουν έναν όρθιο όφι - συνδέεται με το τρίτο ιερό θείο όνομα, το Ghadol ή Magnus (= Μεγάλος), η αριθμητική αξία του οποίου είναι ο αριθμός 4. Η παράδοση των ραβίνων των εβραίων, λέει πως ο όφις, ο οποίος παρέσυρε την Εύα ήταν καμηλόμορφος. «Διηγούνται», λέει ο Μαϊμονίδης, «πως ο όφις που ξεγέλασε τηv πρωτόπλαστη Εύα είχε μορφή καμήλας, την οποία καβαλούσε ένα δαιμόνιο ονόματι Σαμαελ, όνομα που δίνεται στον αρχηγό των γενεών του Σκότους ή τον Διάβολο(*)... Λέγεται πως ο Θεός, βλέποντας να φθάνει ο Σαμαέλ έτοιμος να ξεγελάσει την Εύα καβάλα σε ένα φίδι καμηλόμορφο, δεν μπόρεσε να μη γελάσει με τέτοιον καβαλάρη και τέτοιο υποζύγιο» (βλ. Dupuis «Religion universelle (Παγκόσμιος Θρησκεία)», τ. III σελ. 29). Φυσικά το όνομα του Σαμαέλ σχετίζεται με την Kamael / καμήλα. Το δε «Zohar» (καββαλιστικά εβραϊκά σχόλια επί των Γραφών) λέει πως το φίδι της Εδέμ ήταν ένα είδος «πτερωτής καμήλας» / «ιπτάμενης καμήλου». Και στην Avesta [ιερές γραφές του Ζωροαστρισμού των Περσών(4*)] υπάρχουν επίσης αντίστοιχες παρομοιώσεις. Ο Άσμογκ [Ζεντ] λ.χ. είναι Δράκοντας ή Όφις, ένα θηρίο με λαιμό καμήλας ένα είδος αλληγορικού Σατανά, που μετά την Πτώση «έχασε τη φύση του και το όνομά του». Προφανώς ανάμνηση ή παράδοση προϊστορικών ή προκατακλυσμιαίων θηρίων, που κατά το ήμισυ ήταν πουλιά και κατά το ήμισυ ερπετά.
Στα ακάθαρτα ζώα την κατατάσσει και ο Μωυσής, αλλά στον Παράδεισο του Μωάμεθ ζει και η καμήλα του προφήτη Σαλέχ…
Η καμήλα είναι μεταξύ των τεράτων που παίρνουν μέρος στις λιτανείες.
Ο ελληνικός λαός έχει και
δρώμενο με κωμική αναπαράσταση καμήλας στις γιορτές της Αποκριάς, κυρίως στην
Θράκη και στα χωριά των Θρακών.
Αλλά και στην Γαλλία, υπάρχει δρώμενο περιφοράς της. Κάνουν περιφορά της «καμήλας της Μπεζιέρ», την ημέρα της Αναλήψεως, για την εορτή της αγάπης. Ακολουθούσαν βοσκοί, που αναπαριστούσαν μία μάχη από «άγριους» ανθρώπους, καλυμμένους με κλάρες κουφοξυλιάς. Ακόμη και σήμερα γίνεται αυτή η περιφορά, όχι όμως για κάποια συγκεκριμένη εορτή. Πρόκειται για ένα μεγάλο αστείο κεφάλι, κατασκευασμένο από ξύλο και σκεπασμένο με φραμπαλάδες, από κηρωμένο ύφασμα, βελούδα και δαντέλλες. Φέρει ως επίγραμμα την φράση «Εx antiquitate renascor», / «ξαναγεννιέμαι από την αρχαιότητα». Οι «άγριοι», ντυμένοι με φύλλα και κελύφη σαλιγκαριών. Στους άστεγοι και τους επαίτες προσφέρεται έπειτα γεύμα. Η «καμήλα της Μπεζιέρ» είναι σίγουρα τέρας ανθρωποφάγο, καθώς διαθέτει μασέλες κινητές σαν του Ταράσκου (ενός δράκου(**) της πόλεως Ταρασκόνα της Προβηγκίας). Ονομάζεται όμως καμήλα του αγίου Αφροδίσιου, ενός ερημίτη λένε, που βρήκε καταφύγιο την εποχή των διωγμών του Νέρωνα σε μία σπηλιά της περιοχής. Η εορτή της Μπεζιέρ συνοδεύεται από την εναπόθεση ενός φαλλού στο άγαλμα του Pepezuc – βλ. J. Baumel «La Masque-Cheval» («Η Μάσκα-Άλογο»), 1953. F. Dezeuze. Και Φ. Ντιμόν.
Η καμήλα υπηρέτησε για πολλά
χρόνια τα καραβάνια – και τα ελληνικά.
Η καμήλα χρησιμοποιείται και
σε παροιμίες του ελληνικού λαού:
- (Αυτός) «διυλίζει τον κώνωπα
και καταπίνει την κάμηλο» για κάποιον άνθρωπο, δικαστή ή κριτή, που πιστεύει («καταπίνει»)
αμάσητα δύσκολα και μεγάλα ψέματα, ενώ τα μικρά και ανούσια τα εξετάζει και τα
αναλύει ενδελεχώς!
- «η καμήλα για έν' άσπρο, και
δε βγαίν' αγοραστής», όταν κάποιος ξεπουλά κάτι ακριβό, και δεν βρίσκεται
κανείς να το αγοράσει.
- «η καμήλα πήγε να της βάλουν
κέρατα, και της έκοψαν τ' αυτιά», όταν «πας για μαλλί και βγαίνεις κουρεμένος»,
όταν δηλ. συμβαίνει κάτι αντίθετο με το επιδιωκόμενο…
Η καμήλα χρησιμοποιείται και σε γλωσσοδέτες του ελληνικού λαού:
- καλημέρα καμηλιέρη, καμηλάρη καλημέρα!
Εκ της ελληνικής λέξεως
κάμηλος παράγονται πολλές σχετικές λέξεις:
καμήλειος, καμηλεύω,
καμηλίζω, καμηλικός, καμηλίτης, καμηλών, καμηλάριος, καμηλώδης, καμηλάρης, καμηλήσιος,
καμηλιέρης, καμηλό, καμηλωτή, καμηλέμπορος, καμηληλασία, καμηλάνθραξ,
καμηλάτης, καμηλοβάτης, καμηλοβοσκός, καμηλοπόδιον, καμηλοσφαγώ, καμηλοτρόφος, καμηλογόμαρον,
καμηλοειδώς, καμηλόκεντρον, καμηλοκόμος, καμηλοφορβός, καμηληλάτης,
καμηλόδερμα, καμηλόμαλλο, καμηλοπούλι, καμηλοτόμαρο, καμηλότριχα, καμηλόψωρα, ψηλογκαμήλα[6], κ.ά.
Και άλλα σχετικά ζώα: καμηλοπάρδαλη (καμηλοπάρδαλις), στρουθοκάμηλος, προβατοκάμηλος(*), κ.ά.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης «Λεξικον
παραδοσεων». «Ελληνικο λεξικο». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.4.2018.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Clebert J. P. "Βεστιάριο", εκδ. Αρχέτυπο.
- Erw. Ramsdell Goodenough "JEWISH SYMBOLS IN THE GRECO-ROMAN PERIOD" / "ΕΒΡΑΪΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ", εκδ. Pantheon Books, 1953.
ΔΕΙΤΕ και Θ. Κεφαλωνίτη στο «Αρχαιολογία»
[1] Οι καμηλίδες προέρχονται - επισήμως - από την Βόρειο
Αμερική. Εμφανίζονται κατά το Ηώκαινο, πριν 45.000.000 χρόνια. Ήταν γιγάντιες, και είχαν ύψος 3 μ. Απομεινάρι τους το λάμα. Ο πρόγονος των σύγχρονων καμήλων, η
Παρακάμηλος, μετανάστευσε (μέσω της τότε χερσαίας γέφυρας του
Βεριγγείου) στην Ασία, κατά το τέλος του Μειόκαινου, δηλ. πριν περίπου 7.000.000 - 6.000.000 χρόνια…
[2] Κυρίως αναφέρεται στον ταύρο «ταῦρον ἐρύγμηλον, μέγα
μυκώμενον» (Σχόλ. Ομ. Ιλ. Σ.580 > ἐρίμυκος, ερυγμή, ἐρυγεῖν, ερεύγομαι (> ρεύομαι).
[3] «Καμήλῳ πολλάκις παρεικάζει ἡ Γραφὴ τὸν διάβολον(*), διὰ τὸ πολύογκον καὶ πολύστρεβλον καὶ βαρυμήνιον. [...] ἀναβάτην καμήλου, τὸν ἐπ’ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν κατ’ ἐνέργειαν τοῦ διαβόλου(*) ἐπιφοιτῶντα τῷ κόσμῳ ἀντίχριστον(***)». (Εις τον Πρόδρομον, PG τ.59, 90, 491).
[4] Το όνομα απαντάται στον Πλουταρχο (Αλέξ. 31.2).
[5] Στους ύβους / καμπούρες της αποθηκεύει λίπος, το
οποίο «καίγεται» μέσα στον οργανισμό της και της δίνει το νερό που έχει ανάγκη.
Από την καύση 100 γραμμ. λίπους παίρνει 107 γραμμ νερού!
[6] Προσβλητική προσφώνηση άχαρης και ψηλής γυναίκας.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook