Του Δημήτρη
Συμεωνίδη JP
δημοσιογράφου
/ ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση
Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Τὸ τουρκικὸ gem
(= χαλινὸς) ἐλήφθη ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ.
γκέμι
[ἐτυμολογία]
κημὸς / κεμὸς
> τὸγ κεμὸν > τὸ γκέμι.
Ὑπάρχει καὶ
δωρικὸς τύπος "καμός".
Ἡ λέξις ἀνάγεται
εἰς τὴν ϝρίζαν √Καμ- τοῦ κάμνω, ἧς ἐκτεταμένη εἶναι ἡ √Καμ-Π- τοῦ
"κάμπτω".
Περαιτέρω,
συγγενεῖς εἶναι αἱ λέξεις "χάβος" (ὁ "κημός" «φίμωτρο,
κάλαθος, παγίς, ταγάριον» καὶ χαμὸν/ χαβὸν (καμπύλον), ἐκ τῆς ρίζης ὧν παρήχθη ἡ λέξις χάμουρα (ἡ)
(ἱπποσαγή).
Ἐνδεχομένως, ὑπάρχει ἐπιῤῥοὴ καὶ ἀλληλεπίδρασις καὶ ἐκ τῆς ρίζης √Καπ- το κάπτω, ἐξ οὗ καὶ τὸ χάφτω / χάβω.
Ετυμολογία
χαλινάρι < ελληνιστική χαλινάριον < αρχαία ελληνική χαλινός.
Ουσιαστικό
χαλινάρι ουδέτερο
1. τα εξαρτήματα που τοποθετούνται στο κεφάλι και το στόμα του ιπποειδούς (αλόγου ή γαϊδουριού) προκειμένου να βοηθούν τον αναβάτη με λουριά να κατευθύνει το ζώο
2. (μεταφορικώς) ο έλεγχος και η συγκράτηση ορμών, παθών, ενστίκτων, κλπ.
LIDDELL & SCOTT, Λεξικό
της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:
κημός, ὁ,
φίμωτρο, που βάζεται σε άλογο, σε Ξεν., Ανθ. II. το ανώτατο μέρος της κάλπης
στα Αθηναϊκά δικαστήρια που έμοιαζε με χωνί (κάδος, καδίσκος), μέσω του οποίου
ρίχνονταν οι ψήφοι (ψῆφοι), σε Αριστοφ.
Ι.
Σταματάκου: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής
ΚΗΜΟΣ, (ο) . πλέγμα ἢ φίμωτρον τιθέμενον περὶ τὸ στόμα τοῦ ἵππου διὰ νὰ μὴ δάκνη, 2) τὸ ἐν εἴδει χωνίου ἄνω μέρος τῆς κάλπης (κάδου ἢ κα δίσκου ἕν τους Ἀθηναϊκοῖς δικαστηρίοις, δι οὗ ἐρρίπτοντο οἱ ψῆφοι.
Τα λεξικά μας λένε ότι η λέξη γκέμι (gem) είναι τουρκικής
προέλευσης. Λάθος. Η λέξη είναι η αρχαία Ελληνική λέξη κημός που σημαίνει
χαλινάρι ή τα ηνία.
Το
ίδιο μας λέει ο Ι. Σωτ. Μποζίκης στο Ελληνικό ερμηνευτικό εγχειρίδιο
λέξεων Τουρκικής Ετυμολογίας:
Γκέμι(το)
ους. < τουρ. Gem >
χαλινάρι
Το
ίδιο κάνει και ο Γ. Μπαμπινιώτης και μας λέει ότι η λέξη γκέμι είναι τουρκικής
ετυμολογίας στο Λεξικό της
Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ερμηνευτικό Ετυμολογικό β΄ έκδ. Κέντρο Λεξικολογίας,
2002:
γκέμι (το) (γκεμ-ιού | -ιών} 1. (συνήθ στον πληθ.) το χαλινάρι για τη συγκράτηση και την καθοδήγηση τού αλόγου 2. (μτφ) η επιβολή, η κυριαρχία σε κάποιον, η συγκράτηση και χαλιναγώγηση των παθών ή η αποτροπή ενεργειών που ξεφεύγουν από το μέτρο, κρατάει [ΕΤΥΜ. < τουρκ. gem]
Dictionary of Standard
Modern Greek
γκέμι
το [gémi] Ο44 (συνήθ. πληθ.): το χαλινάρι [τουρκ. gemι].
Η
εκκλησία χρησιμοποιεί την σωστή φρασεολογία
Ὁ
Δαβίδ «Ψαλτήρι» (Βιβλίο ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὶς
λειτουργικὲς ἀνάγκες ἡ χριστινική Ἐκκλησία), Ψαλμὸς 31 στίχος 9:
Μὴ
γίνεσθε ὤς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἰς οὐκ ἔστι σύνεσις· ἐν κημὼ καὶ χαλινῷ τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαι, τῶν μὴ ἐγγιζόντων
πρὸς σέ. Πολλαὶ αἱ μάστιγες τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὸν δὲ ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον ἔλεος
κυκλώσει. Εὐφράνθητε ἐπὶ Κύριον καὶ ἀγαλλιᾶσθε, δίκαιοι καὶ καυχᾶσθε, πάντες οἱ
εὐθεῖς τὴ καρδία.
Οι αρχαίες πηγές μας εξηγούν την σημασία της
λέξης κημός
Αρχαίες
Πηγές:
Αιλιος
Ηρωδιανος «De prosodia catholica», 3,1,168,10:
καὶ τοῖς ἵπποις δὲ
περιτιθέμενος οὕτως ἐκαλεῖτο κημός ὁ καλούμενος φιμός, ὡς Ξενοφῶν ἐν τοῖς
περὶ ἱππικῆς (10, 8)
Ιωαννης Χρυσοστομος «Interpretatio in Danielem prophetam» 56,246,10:
Ὥσπερ κημός τις καὶ χαλινὸς κατεῖχεν ἐκεῖνα.
Φώτιος, 161,12:
Κημός: εἶδος χαλινοῦ· ἢ φιμός
Ησύχιος 554,1:
φίμα· κημός, παραστόμιον, φιμός
Etymologicum Gudianum, 320,50:
Κημὸς, εἶδος χαλινοῦ, παρὰ τὸ κάμπτω, τῆς θέσεως μακρᾶς
τραπείσης εἰς φύσει μακρὰν, οὗ ὁ μέλλων κάμψω, ὁ
παρακείμενος παθητικὸς κέκαμμαι, καὶ ἐξ αὐτοῦ καμὸς
καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς η κημός· ὁ τοὺ σκληροὺς αὐχένας
κάμπτων τῶν ἵππων· τὸ κούρκουμον ἢ φιμός.
ΠΗΓΗ:
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 19.11.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Θησαυρός
Ελληνικής Γλώσσας (TLG).
- LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας.
- Σταματάκος
Ι. Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής.
- Μπαμπινιώτη
Γ. Δ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ερμηνευτικό Ετυμολογικό β΄έκδ. Κέντρο Λεξικολογίας,
2002.
- Dictionary of Standard Modern Greek.
- Δαυΐδ Ψαλμοί.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook