Της δρ. Καλλιόπης Μπαϊράμη
Το Ηραίον Άργους υψώνεται
σε χαμηλό λόφο μεταξύ Άργους και Μυκηνών. Ο περίπτερος δωρικός ναός του 420 - 410
π.Χ. χτίστηκε από τον Αργείο αρχιτέκτονα Ευπόλεμο σε αντικατάσταση του
παλαιότερου του 7ου αι. π.Χ. Σήμερα σώζεται η θεμελίωση και τμήματα της
ανωδομής και του γλυπτού διακόσμου. Από την ανωδομή του ναού της Ήρας
προέρχονται αρκετά τμήματα της μαρμάρινης σίμης (υδρορρόη), η οποία χρησίμευε για
την απορροή των ομβρίων υδάτων της στέγης. Ορισμένα από αυτά φυλάσσονται στο
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο[1].
Το μέτωπο της σίμης έχει
μορφή κυρτού κυματίου και πλαισιώνεται -κάτω- από ταινία, η οποία έφερε γραπτό
μαίανδρο σε λευκό και γαλάζιο χρώμα. Το κυρτό μέτωπο κοσμείται με ανάγλυφο
φυτικό διάκοσμο από εναλλασσόμενα ανθέμια και άνθη λωτού, με βλαστόσπειρες
ανάμεσά τους. Ζεύγη κούκων κάθονται σε μίσχους και άνθη άκανθας, που εκφύονται
από τις βλαστόσπειρες. Το βάθος του κυρτού μέλους ήταν γαλάζιο ενώ οι
βλαστόσπειρες και τα άλλα ανάγλυφα φυτικά κοσμήματα ήταν στο χρώμα του λευκού
μαρμάρου ως αντίθεση με το σκούρο φόντο. Κρουνοί σε σχήμα ολόγλυφων
λεοντοκεφαλών, διακόπτουν κατά διαστήματα τα φυτικά κοσμήματα και πλαισιώνονται
από ημιανθέμια. Πιθανότατα τα κεντρικά ακρωτήρια του ναού αποτελούνταν επίσης
από ανθέμια και έλικες που εκφύονταν από κάλυκα άκανθας.
Η φυτική σύνθεση με τα
ανθέμια που εκφύονται από βλαστούς άκανθας και την εναλλαγή τους με άνθη λωτών
ή λωτόσχημων κρίνων, αποτελούν κοινό τόπο στην αρχιτεκτονική και την γλυπτική,
όπου εμφανίζονται είτε ως συνεχής διακοσμητική αλυσίδα ή ως κορύφωση αετωμάτων
και επίστεψη επιτυμβίων στηλών και μνημείων. Ρόδακες, «καμπανούλες»,
μπουμπούκια και άνθη λωτών ή κρίνων, πλαισιώνουν τα ανθέμια στην περίτεχνη επίστεψη
του επιτυμβίου μνημείου από το Δημόσιο Σήμα για τους επιφανείς νεκρούς ιππείς
στις μάχες της Κορίνθου και της Κορώνειας.
Οι καλλιτέχνες εμπνέονται από
τη φύση στην προσπάθειά τους να ζωντανέψουν τα γεωμετρικά διακοσμητικά θέματα
στην τέχνη (αρχιτεκτονική, γλυπτική, μεταλλοτεχνία, αγγειογραφία). Αν και το
ανθέμιο δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο φυτό, η άκανθα ευδοκιμεί στον ελλαδικό
χώρο από την αρχαιότητα. Από τον κυλινδρικό στέλεχος του φυτού φυτρώνουν κατά
διαστήματα οδοντωτἀ φύλλα με δικτυωτή νεύρωση. Η ανώτερη δέσμη των φύλλων της
άκανθας αγκαλιάζει τα άνθη ως κάλυκας. Η φυτική βλάστηση με τους εύχυμους,
ελικοειδείς βλαστούς από όπου εκφύονται πλατειά φύλλα και η ποικιλία των
σχημάτων και των χρωμάτων των λουλουδιών συνέβαλαν στην ζωντάνια του
αρχιτεκτονικού διακόσμου. Πέρα από τον καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα, τα φυτά
με τις θεραπευτικές, αρωματικές και καλλυντικές ιδιότητες αποτελούσαν πηγή
χαλάρωσης, τέρψης, καθαρμού και ίασης των ανθρώπων της αρχαιότητας.
Η παρουσία των μικρών πτηνών
στη σίμη μετουσιώνει τον τυπικό φυτικό διάκοσμο με τον πολύπλευρο συμβολισμό,
σε απεικόνιση του φυσικού περιβάλλοντος.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, έκθεμα του μήνα Νοεμβρίου 2024. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.12.2024.
Βιβλιογραφια:
Για την σίμη και τα ακρωτήρια
του ναού της Ήρας:
Pfaff, Christopher A., The Argive Heraion, 1. The architecture of the classical temple of Hera, Princeton, New
Jersey: American School of Classical Studies at Athens, 2003, σ. 121-143, 185-189, 256-303.
Γ. Μοστράτος, Οι αετωματικές συνθέσεις των Πελοποννησιακών ναών του 4ου αι. π.Χ., Διδ. Διατριβή ΕΚΠΑ 2013, σ. 17, 85-88.
Για την εξέλιξη του φυτικού
διακόσμου στην αρχαία ελληνική τέχνη:
Έ. Βλαχογιάννη, Βοιωτικές
ανθεμωτές επιτύμβιες στήλες, Διδ. Διατριβή ΕΚΠΑ 2003, σ. 39-69.
Dictionnaire des antiquités grecques et romaines d’après les textes et
les monuments. Ouvrage rédigé par une société d’écrivains spéciaux,
d’archéologues et de professeurs sous la direction de Ch. Daremberg et Edm.
Saglio, Paris 1877–1917, λ. Acanthus, σ. 12-14 (Ε. Guillaume).
Ν. Καλτσάς, Πήλινες διακοσμημένες
κεραμώσεις από τη Μακεδονία, Αθήνα 1988, σ. 68κε.
Ι. Ε. Πετρόχειλος, Ανθεμωτές επιτύμβιες στήλες με λουτροφόρους, Αρχαιολογική Εφημερίς 142, 2003, σ. 99-114.
Για τον κούκο και την
απεικόνιση πτηνών σε αρχιτεκτονικά γλυπτά:
G. Wissowa, Paulys Real Encyclopaedie der Classischen
Altertumwissenschaft τ. 21, 1921, στ. 2099-2103, λ. Kuckuck
[Gossen-Steier]
Έ. Richards-Μαντζουλίνου, Η
φυτική διακόσμηση των κλασικών χρόνων, ΑΑΑ 14, 1981, σ. 208-229.
Ι. Θ. Κακριδής (επιμ.),
Ελληνική Μυθολογία, Οι θεοί, Αθήνα 1986, σ. 90-94.
Η. Μοebius, Attische Architekturstudien, Mitteilungen des
Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung 52 (1927), σ. 162-196.
J. Pollard, Birds in Greek life and myths, London 1977, σ. 176-177.
Για την χρήση των φυτών κατά
την αρχαιότητα:
Αγγ. Λιβέρη, Η χρήση των
αρωματικών φυτών και βοτάνων για την παρασκευή αρωμάτων και καλλυντικών στην
ελληνική αρχαιότητα, στο Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά, Ζ’ Τριήμερο Εργασίας,
Κύπρος, Παραλίμνι, 21-25.3.1997, σ. 56-82.
[1] Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο - Συλλογή Έργων
Γλυπτικής, αρ. ευρ. 1579-1583, 3973-3975, 3979A, 4400-4404. Προέλευση: Άργος. Διαστάσεις:
Ύψος 30,5 - 36 εκατ. Χρονολόγηση: 420 - 410 π.Χ. Χώρος έκθεσης: Αίθουσα 17
[2] Του μεγάλου καλλιτέχνη ή ενός ύστερου ομώνυμου;
[3] Ελλάδος Περιήγησις 2.17.4: κόκκυγα δὲ ἐπὶ τῷ σκήπτρῳ
καθῆσθαί φασι λέγοντες τὸν Δία, ὅτε ἤρα παρθένου τῆς Ἥρας, ἐς τοῦτον τὸν ὄρνιθα
ἀλλαγῆναι.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook