Στην Τούμπα Θεσσαλονίκης, σε
κτήριο της ύστερης Εποχής του Χαλκού (1220-1150 π.Χ.), ήρθε στο φως ένα σπάνιο
εύρημα: δέκα κατώτερα τμήματα (στοματικά ανοίγματα) θαλάσσιων οστρέων (κοχύλια)
και τέσσερις λίθινες χάντρες ενός περιδέραιου βρέθηκαν κατά χώρα (in situ) για
πρώτη φορά σε έναν οικισμό αυτής της εποχής στην Μακεδονία (αρ. ευρ.: TO KE 535).
Ο τεχνητός λόφος της Τούμπας,
αποτέλεσμα των επάλληλων στρωμάτων κατοίκησης, δέσποζε στο ανοιχτό τοπίο της
εποχής μεταξύ μιας σειράς χαμηλών λόφων και βαθειών ρεμάτων, τα οποία εξέβαλλαν
από το όρος Χορτιάτη προς τον Κόλπο της Θεσσαλονίκης. Η δαντελωτή ακτογραμμή
βρισκόταν σε απόσταση 1,5 περίπου χλμ. Σε αυτό το περιβάλλον με τις ποικίλες
οικολογικές ζώνες οι κάτοικοι της Τούμπας ασχολούνταν, κυρίως, με τη γεωργία
και την κτηνοτροφία. Η περισυλλογή μαλακίων και η αλίευση στα θαλάσσια και
εκβολικά οικοσυστήματα υπήρξε, επίσης, σταθερή καθ' όλην την διάρκεια ζωής του
οικισμού, ενώ εντατικοποιήθηκε κατά την ύστερη εποχή του χαλκού.
Οι λίθινες χάντρες γκρίζου
χρώματος είναι φτιαγμένες από ταλκικό σχιστόλιθο, ένα τοπικό πέτρωμα, κοινό στα
ρέματα της περιοχής. Οι φυσικά επίπεδες επιφάνειές του και το γεγονός ότι είναι
αρκετά μαλακό το έκαναν κατάλληλο για επεξεργασία και χρήση.
Πιθανοί λόγοι της επιλογής
των δύο πρώτων υλών ήταν, πιθανόν, το χρώμα, η δυνατότητα κατεργασίας, η
προέλευση, καθώς και η σχέση τους με άλλες κοινοτικές δραστηριότητες (π.χ. ο
προσπορισμός λίθινων πρώτων υλών, η περισυλλογή-κατανάλωση τροφής, η παραγωγή
πορφύρας και άλλων εργαλείων ή αντικειμένων). Ο συνδυασμός τους σε περιδέραιο,
έγινε στο πλαίσιο των οικοτεχνικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνταν στα
νοικοκυριά του οικισμού. Τα φυσικά διάτρητα τμήματα οστρέων δεν χρειάστηκαν
άλλη κατεργασία. Η ανάρτησή τους σε φυτικό ή δερμάτινο νήμα τεκμηριώνεται από
σχετικά ίχνη φθοράς στις οπές, τα οποία είναι ορατά στο μικροσκόπιο. Αντίθετα,
ο/η τεχνίτης/τρια έδωσε δισκοειδές σχήμα και γυαλιστερή υφή στις λίθινες
χάντρες, μετά από την άσκηση τριβής και διάνοιξε οπή με μυτερό εργαλείο στο
κέντρο της κάθε μιάς.
Τι αντιπροσώπευε το περιδέραιο σε συμβολικό επίπεδο; Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ως προσωπικό αντικείμενο, είναι πιθανόν να διαπραγματευόταν:
- ψυχολογικές (αντίληψη της ομορφιάς),
- αισθητηριακές (αίσθηση της λειασμένης επιφάνειας, χρώματα),
- κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες (δήλωση του φύλου, της ηλικίας, της θέσης / ρόλου του ατόμου/ομάδας στην κοινότητα) και
- κοσμολογικές αντιλήψεις
(πιθανές μεταφυσικές συνδέσεις γύρω από τις πρώτες ύλες) αλληλεπιδρώντας μεταξύ
φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος.
Μπορείτε να δείτε το
περιδέραιο στην μόνιμη έκθεση του μουσείου «5.000, 15.000, 200.000 χρόνια πριν…
Μια έκθεση για την ζωή στην Προϊστορική Μακεδονία», προθήκη 17Α.
ΠΗΓΗ: ΑΜΘ, 1.12.2024. ΑΡΧΕΙΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.12.2024.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook