Της δρ. Βάντας Παπαευθυμίου
Το τραπεζοφόρο[1] με τον Διόνυσο και τον Πάνα, που παρουσιάζεται εδώ, αποτελείται από έναν ορθογώνιο πεσσό, τοποθετημένο επάνω σε βάση, που φέρει στο πρόσθιο μέρος του το περίτεχνο σύμπλεγμα τριών αγαλματίων, του Διονύσου, του Πάνα και ενός σατυρίσκου.
Η σκηνή διαδραματίζεται στην φύση, ο θεός Διόνυσος στέκεται όρθιος
και περιβάλλεται από μια μεγάλη κληματαριά με σταφύλια. Αποδίδεται ως γυμνός,
αγένειος νέος με πλούσια μακριά μαλλιά, που πέφτουν κυματιστά πάνω στο στήθος
του. Είναι στεφανωμένος με κληματίδες, σταφύλια και άνθη κισσού, και στρέφει το
κεφάλι του προς τα αριστερά, κοιτάζοντας τον μικρότερο σε διαστάσεις Πάνα στο
πλάι του, που κρατά λαγωβόλο[2].
Στο δεξί του χέρι, το οποίο ακουμπά στο κεφάλι του τραγοπόδαρου Πάνα, ο
Διόνυσος κρατά ρυτό[3], το άνω
τμήμα του οποίου καταλήγει στο σώμα ενός πάνθηρα (ιερό ζώο του Διονύσου).
Μπροστά τους υπάρχει μια μισάνοιχτη κυλινδρική κίστη, από την οποία ξεπροβάλει
ένα φίδι. Ένας μικρός Σάτυρος σκαρφαλώνει πίσω από τον Πάνα στην κληματαριά για
να κόψει σταφύλια, κρατώντας δρεπάνι. Από τον κορμό της κληματαριάς κρέμονται
ένα λαγωβόλο, μια σύριγγα (το μουσικό όργανο του Πάνα) και δορά κατσίκας.
Ίχνη κόκκινου και κίτρινου χρώματος σώζονται σε διάφορα σημεία του
συμπλέγματος των γλυπτών.
Το μάρμαρο του τραπεζοφόρου προέρχεται από το Δοκίμειο(*) της Μ. Ασίας,
που αποτελούσε σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο παραγωγής και εξαγωγής γλυπτών και
σαρκοφάγων στα ρωμαϊκά χρόνια. Ένα ακόμα παράδειγμα τραπεζοφόρου με διονυσιακό
θέμα, αυτήν την φορά αττικού εργαστηρίου, εικονίζει τον Διόνυσο μεθυσμένο, να
υποβαστάζεται από έναν Σάτυρο[4].
Ο Διόνυσος είναι ο θεός της βλάστησης και μαζί με τον θίασό του,
προστάτες των γονιμοποιών δυνάμεων, συμβολίζουν την αναπαραγωγική δύναμη της
φύσης. Σε αυτόν αποδίδεται η διάδοση της αμπελουργίας, της παρασκευής οίνου και
της οινοποσίας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Διόνυσος επισκέφθηκε τον τοπικό ήρωα
Ικάριο, στο ομώνυμο ιερό του στον σημερινό Διόνυσο Αττικής, για να διδάξει
στους κατοίκους της Αττικής την καλλιέργεια της αμπέλου και την παραγωγή του
κρασιού. Ο μύθος αυτός απηχείται στο διονυσιακό ανάγλυφο Γ 5147[5],
το λεγόμενο ανάγλυφο του Ικαρίου. Σε ερυθρόμορφο κρατήρα, που χρονολογείται
γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., εικονίζονται Σάτυροι να μεταφέρουν
και να πατούν σταφύλια σε πατητήρι, παρουσία του Διονύσου. Επίσης, σε ανάγλυφη
πλάκα επένδυσης βωμού των ελληνιστικών χρόνων εικονίζονται δύο Σιληνοί να
πατούν σταφύλια, ενώ δύο Σάτυροι, στο κέντρο της παράστασης κουβαλούν έναν
καλυκόσχημο κρατήρα γεμάτο κρασί. Όπως είναι γνωστό ήδη από την αρχαιότητα ο
«οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» και αποδιώχνει τις έγνοιες.
Το εν λόγω τραπεζοφόρο ευρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο / Συλλογή
Έργων Γλυπτικής, αρ. ευρ.: Γ 5706, έχει ύψος: 1,275 μ. Χρονολόγηση: Ρωμαϊκή
περίοδος, γύρω στο 170 μ.Χ. Χώρος έκθεσης: Αίθουσα 32.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, έκθεμα του μήνα Φεβρ. 2024. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 15.2.2024.
Βιβλιογραφια:
- Ν. Καλτσάς, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τα Γλυπτά, Αθήνα 2001, 349,
αρ. κατ. 739, 361 αρ. κατ.773, 362-364 αρ. κατ.776-777.
- Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Τραπεζοφόρα με πλαστική διακόσμηση. Η αττική
ομάδα (1993) 42 σημ.100, 45 σημ. 116, 47 σημ.131, 48, 56 σημ. 226, 57 σημ. 234.
- Ε. Pochmarski, Das Bild des Dionysos in der Rundplastik der klassischen
Zeit Griechenlands, Graz Αυστρίας, 1969.
(*) Το Δοκίμειον / Δοκίμαιον / Δοκίμιον / (η) Δοκιμία κώμη, ήταν αρχαία μακεδονική πόλις της Φρυγίας Μικράς Ασίας, στον 38ο παράλληλο [38°52′0″N 30°45′0″E], με περίφημα λατομεία μαρμάρου.
Τα νομίσματά της φέρουν τις επιγραφές Δήμος ή Ιερά Σύγκλητος Δοκιμέων
Μακεδόνων. Οι κάτοικοι της πόλεως ονομάζονταν Μακεδόνες. Ιδρυτής της πόλεως
φέρεται ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αντίγονος Δόκιμος (τέλη του 4ου
αιώνα π.Χ.), διοικητής Φρυγίας για λογαριασμό του Αντιγόνου Μονοφθάλμου.
Ο Στράβων την τοποθετεί χωρίον κοντά στα Σύνναδα: η πεδιάδα των
Συννάδων έχει 60 στάδια μήκος και πιο πέρα είναι το Δοκίμειον. Το Δοκίμειον ευρίσκεται
στην οδό που συνδέει τα Σύνναδα με το Δορύλαιον, κατά τον Πευτιγγεριανό πίνακα.
Από το λατομείο του εξάγονταν οι πολύτιμοι λίθοι «συνναδινοί» ή «δοκιμίτες»
και «δοκιμαίοι λίθοι». Οι κόκκινες ραβδώσεις τους οφείλονταν στον θνήσκοντα φρυγικό
θεό Άττι. Εξάγονταν προς την Ρώμη τεράστιες τέτοιες στήλες λίθων (ποιότητος
αλαβαστρίτη > φρυγικό αλάβαστρο).
Στον αρχαιολογικό χώρο του Δοκιμείου έχουν ανακαλυφθεί και χριστιανικές επιγραφές - η πιο ύστερη της εποχής του Κωνσταντίνου. Πολλοί επίσκοποι είναι γνωστοί από το 344 - 879 μ.Χ. Η επισκοπή της πόλεως υπαγόταν στην μητρόπολη των Συννάδων της Φρυγίας Σαλουταρίας.
Η Επισκοπή του Δοκιμίου (diocesi
di Docimio /
Docimensis) της εκκλησιαστικής επαρχίας του Αμορίου είναι ακόμη μια
τιμητική επισκοπή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Σήμερα επάνω στην αρχαία ελληνική πόλη είναι κτισμένο το İscehisar της επαρχίας Ακροϊνού (νυν Afyonkarahisar).
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης "Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις".
[1] στήριγμα ενός μονόποδου τραπεζιού.
[2] κυνηγετικό ραβδί.
[3] τελετουργικό αγγείο.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook