Του Γιώργου Λεκάκη
Τον σίτο και το άροτρο εφηύρε ο Δαγών, και γι’ αυτό αυτός απεκλήθη Ζευς Αρότριος.[1] O Δαγών ή Σίτων ήταν υιός του Ουρανού και της Γης, αδελφός:
- του Ήλου Κρόνου,
- του Άτλαντος
και
- του Βαιτύλου.
Άπαντες εγεννήθησαν αφ’ ότου ο Ουρανός παρέλαβε την βασιλεία από τον πατέρα
του, Ύψιστο.
Η θεά
Δήμητρα εδίδαξε την γεωργία και πρώτα την σπορά σίτου στους ανθρώπους. Εξ ου
και Σιτώ και Δηώ[2] η Δήμητρα. Αυτό συνέβη στο
Ράριον[3]
πεδίον, την πεδιάδα της Ελευσίνος, όπου κατά πρώτον εσπάρη σίτος
υπό του Τριπτολέμου (του Κελεού[4]) και της Δήμητρος.[5] Εδώ η θεά εδίδαξε τα
μυστήρια (μυστικά) της, την άροση και την γεωργία του σίτου. Εδώ ο Τριπτόλεμος
έμαθε το συμφυές της γης, ότι δηλαδή άνθρωπος και γης είναι συμφυή και όχι
διφυή / διάφορα. Έκτοτε υπήρχαν δυο ιερά βόδια στην Ελευσίνα, που στις εορτές
αναπαρίσταναν την πρώτη σπορά. Ο επιμελητής αυτών ελέγετο Βουζύγης,
γιατί αυτό ήταν το επίθετο του Τριπτολέμου, ως πρώτου ξεύξαντος βόες. Αργότερα
ο Εύμηλος και ο Τριπτόλεμος "πέταξαν" και ίδρυσαν πόλη, την οποία κατέστησαν αρόσιμη, αφού
εδίδαξαν στους ανθρώπους την καλλιέργεια της γης και την σπορά του σιταριού,
μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος. Αυτή ήταν η τρίπυργος Αρόη[6].
Έτσι
προέκυψε ένα ρήμα, το σιτέω -ώ[7] που σημαίνει τρέφομαι με
σίτο / τρώω, αριστώ[8],
βιβρώσκω, βορώ > σιτεύω[9] (= τρέφω κάποιον με σίτο /
παχαίνω, πιαίνω, λιπαίνω) > σιτίζω[10] (= ψωμίζω), σιτηγέω,
σιτοφαγέω και τα σύνθετα: επισιτεύω, επισιτοδοτώ, επισιτώ.
Έφορος του
σιταριού ορίσθηκε μια των Οινοτρόπων ή Οινοτρόφων, η Σπερμώ. Οι
Οινοτρόπαι ήσαν τρεις θυγατέρες του βασιλέως της ιερής νήσου Δήλου, Ανίου (υιού
του θεού Απόλλωνος) και της Δωρίππης. Μαζί με τις άλλες αδελφές της (Οινώ και
Ελαΐδα, συμβολίζουσες τον οίνο, το σιτάρι, και το έλαιον) είχαν το χάρισμα από
τον θεό και προπάππο τους, Διόνυσο… «να μετατρέπουν το ύδωρ εις οίνον» και
«ποιείν εκ γης έλαιον. σίτον, οίνον»… Το ιδιαίτερο χάρισμα που είχαν όμως οι
Οινοτρόπες θυγατέρες, ήταν να κάνουν την γη να αποδίδει σιτάρι, οίνο και
ελαιόλαδο. Όταν οι Αχαιοί ξεκίνησαν για τον εμφύλιο πόλεμο κατά των Τρώων,
προσορμίσθηκαν στην Δήλο. Τότε, ο βασιλιάς Άνιος έθεσε τις θυγατέρες του στην
υπηρεσία της εκστρατείας, ενώ προφήτευσε, ερμηνεύοντας κάποιον χρησμό, πως ο
πόλεμος θα διαρκέσει 10 χρόνια και συνεπώς θα μπορούσαν να μείνουν τα 9 πρώτα
στην Δήλο, για να αποφύγουν τις σφαγές και οι θυγατέρες του θα προμήθευαν σε
όλο το στράτευμα σίτο, έλαιο και οίνο, αφού είχαν αυτό το χάρισμα να κάνουν την
γη να πλουταίνει εκ του μηδενός! Οι Αχαιοί αρνήθηκαν την πρόταση και
προσπάθησαν να αρπάξουν τις θυγατέρες με τις τόσο «μαγικές» και χρήσιμες
δυνατότητες. Τότε επενέβη και πάλι ο θεός Διόνυσος και για να τις σώσει τις
μετέτρεψε σε περιστέρες ή κλήματα αμπέλου…[11]
Εν Αθήναις ο
πρώτος που έζευξε βόες στο άροτρο ήταν ο Βουζύγης, γενάρχης του γένους
των Βουζυγών. Πρώτος αυτός καλλιέργησε αγρούς και έσπειρε σίτο στα ιερά της
Δήμητρος Χλόης και της Κουροτρόφου Γης. Γι’ αυτό και η Αθηνά του δώρισε το
ιερόν άροτρό της, το οποίο αυτός αφιέρωσε αργότερα στον ναό της! Αυτός έδωσε
τις πρώτες οδηγίες για την σπορά των δημητριακών καρπών. Οι σχετικές τελετές
λέγονταν Βουζύγειαι αραί. Το Βουζύγιον ήταν περιοχή των Αθηνών,
στους πρόποδες της Ακροπόλεως – όπου τα ιερά της Δήμητρος Χλόης και της
Κουροτρόφου Γης - μια εκ των τριών όπου γινόταν η τελετή των Ιερών Αρότρων.
Εδώ, όπου εκαλλιεργήθη το πρώτον η γη και εσπάρη το πρώτον ο σίτος εφύετο και ο
σίτος ο προωρισμένος για την λατρεία της θεάς Βουζυγίας Αθηνάς και - ίσως - και
του Πολιέως Διός.
Στην πόλη
των Αθηνών, την 13η του μηνός Ανθεστηριώνος[12] τελούνταν τα Υδροφόρια,
προς ανάμνηση των απωλεσθέντων ανθρώπων κατά τον επί Δευκαλίωνος κατακλυσμό.
Κατ’ αυτήν, εισήγαγαν ιεροτελεστικώς άρτους εκ σίτου, μετά μέλιτος, σε χάσμα
γης, στον περίβολο του Ολυμπιείου Διός, όπου το τέμενος της Ολυμπίας Γης. Από
αυτό το χάσμα, έλεγαν, εισέδυσαν τα νερά του κατακλυσμού κι έτσι απηλλάγησαν
από αυτά οι άνθρωποι.
Στην Κρήτη
έλεγαν πως πρώτος έζευξε βόες ο Επιμενίδης ο Κρης.
Η εφεύρεσις
και καλλιέργεια του σίτου είναι δείγμα ημέρου τροφής, σημείο που δείχνει ότι ο
άνθρωπος περνά από την ημιαγρία κατάσταση στον πολιτισμό. Με την άροση επήλθε
και η άρσις (του ανθρώπου, του πνεύματος, του πολιτισμού). Ο Λικνοφόρος
Διόνυσος εικονιζόταν βαστάζων τα μυστήρια λίκνα και επ’ αυτών σίτο.[13]
Ο Πλάτων καταναλώνει πολύ κείμενο για την παρασκευή άρτου, θέλοντας να δείξει πόσο σπουδαίο πράγμα είναι για μια κοινωνία να κατασκευάζει μόνη της τον άρτο της.[14]
Ετυμολογία
Ο σίτος
εκτός από το κοινό μας σιτάρι, σημαίνει και τα γεννήματα, το ψωμί, το φαγητό,
τις ζωοτροφές.[15]
Οι Αργείοι σίτο έλεγαν τον καρπό.
Ο σίτος
ετυμολογείται από του σέσεισται / σειστός, επειδή σείεται ευκόλως και > σίτος.
Λέγεται και πυρός και ακτή.
Ο Θεόφραστος
μας πληροφορεί πως η Όλυνθος και η Κήρινθος[16] είχαν τον ευγενέστερο
σίτο.
«Σιτούμενος
ώσπερ ιερείον, ιν’ όταν η καιρός, τυθής».[17]
Τα σιτηρά είναι όλα όσα ανήκουν στο σίτο, ή χρησιμεύουν ως σίτος, τα φαγησερά, τα εκ του είδους του σίτου σπαρτά, τα γεννήματα.[18]
Μονάδες μετρήσεως και επαγγέλματα σίτου
Αυτός που
μετρά τον σίτο είναι ο σιτομέτρης. Διοριζόταν υπό της διοικήσεως να
επιστατεί να πωλείται με σωστό μέτρο ο σίτος. Ο σιτομέτρης σιτομνημονεί.
Το δοχείο –
ή το μέρος - που χρησιμεύει για φύλαξη σίτου ή τροφών λέγεται σιτοδόκος
- αλλά έτσι λέγεται και η γαστήρ (κοιλία) ως τέτοια - ή σιτοδοχείο ή σιτοβόλιο
ή σητοθήκη ή σιτοφυλάκιο / σιτοφυλακείο ή σιτώνιο ή πρόβολος. Εκεί επιστατεί ο σιτοφύλαξ,
ο έφορος του σίτου. Οι σιτοφύλακες ήσαν άρχοντες διωρισμένοι να κρατούν
σημειώσεις εισαγομένου / δαπανωμένου σίτου και να επαγρυπνούν στην πώληση
γεννημάτων, αλεύρου και άρτου. Όταν ο επίτροπος (σιτοφύλαξ εν Αθήναις) δεν
εφρόντιζε ώστε να φάνε αρκετό σίτο οι σιτοδοτούμενοι (τα ορφανά και οι μητέρες
τους), περνούσε από «δίκην σίτου».
Όταν σπείρω
σίτο, θα σιτισθώ, θα επέλθει σίτησις (σίτημα). Αυτός που φροντίζει για
την σίτιση είναι ο σιτιστής. Ειδικότης πολύ γνωστή και αγαπητή στους
στρατιώτες μας. Ο επιτετραμμένος την προμήθευση (τροφοδοσία) σίτου στο
στράτευμα ή την πόλη, καλείται σιτάρχης ή σίταρχος ή σιτώνης,
ο ωνούμενος (αγοράζων) σίτο, κυρίως κατά παραγγελίαν ή για λογαριασμό της
κυβερνήσεως, για την τροφή των στρατευμάτων. Το αξίωμά του και το έργον του
είναι πολύ βασικό, και λέγεται σιταρκία / σιταρχία / σιτωνία /
σιτώνησις. Τα χρήματα για την σιτωνία ήταν τα σιτωνικά. Για την σιτωνία
χορηγείτο το αργύριο σιτώνιο. Το ειδικό ρήμα για την σιτωνία ήταν σιτωνώ.
Όταν παράγω
σίτο, σιτοδοτώ (= εφοδιάζω με σίτο, με τρόφιμα), γίνομαι σιτοδότης.
Έτσι γίνεται η σιτοδότησις / σιτοδοσία[22]. Η έκτασις που παράγει
πολύ σίτο είναι ο σιτοβολών (= γενικώς και μέρος –αμπάρι, μαγαζί,
αποθήκη – όπου βάλουν τον σίτο, τα γεννήματα). Η Θεσσαλία είναι ο σιτοβολών της
Ελλάδος. Σιτοβολών = ρογός > ρόγα, η σοδειά, το κέρδος. Τα χωράφια της είναι
σιτόσπορα (λάια, σπαρμένα με σιτάρι). Θεσσαλία, η σιτοφόρος γη
(«σιτοφόρα πεδία»[23], λήιον = το σιτοφόρο
χωρίο, γιατί λειαίνει την τροφή[24], ληΐα = η μερίδα σίτου
> ληστής = ο κλέβων σίτο > λήα, λεία) > Λήμνος, η σιτοφόρος. Και βαθυλήιος και
πολυλήιος, λοιπόν, η Θεσσαλία και αλωή και δαίσιος (σιτογόνος) > Δαίσιος ο
σιτογόνος μήνας κατά τους Μακεδόνες.[25] Αλλά σιτοφόρος καλείται
και η κάμηλος, επειδή χρησιμοποιείται να μεταφέρει σίτο. Και το αγγείο το
χρησιμεύον προς μετακόμισιν σίτου / τροφών, το καλάθι, άλλως κυψέλη. Τέτοια σκεύη
ήταν οι αχάναι (Βοιωτία), η σιπύα[26], κ.ά. Ο αγρός σίτου
καλείται σιτών, όπως και η αποθήκη αυτού.
Η όλη
εργασία για την καλλιέργεια και συγκομιδή σίτου καλείται σιτουργία. Οι
συλλέγοντες σιτάρι ελέγοντο αμημένοι. Ο σωρός σίτου ελέγετο άρουρα στην Κύπρο.
Το του σίτου
καλείται σιτικόν. Εξ ου και «θέρος σιτικόν».
Όταν φτιάχνω
άρτο / ψωμί εκ σίτου, σιτοποιώ[27] (= κατεργάζομαι τον σίτο,
παρασκευάζω ψωμί, είμαι αρτοποιός / αρτοπόπος / σιτοποιός / σιτουργός /
σιτοπόνος / δαιτροπόνος - «γυνή σιτοποιός» = αρτοκόπος, πέπτρια ή «μύλη
σιτοποιός»). Μάλιστα πηγαίνοντας το σιτάρι στον μύλο να σιτοποιήσουν, οι
Λάκωνες χόρευαν ειδικό χορό, τον σαρσίτη. «Ανάγκη και σιτοποιείσθαι και
κοιμάσθαι».[28]
Όταν αλώ (> αλέθω) το σιτάρι, το αλευροποιώ. Όταν πωλώ ή εμπορεύομαι άρτον,
είμαι σιτοπώλης / σιτοπράτης / πυροπώλης. Αγοράζοντας και πωλώντας σίτο,
σιτοκαπηλεύω. Αυτή, η σιτοκαπηλία, είναι δουλειά του σιτοκαπήλου.
Ο κλέπτης σίτου είναι σιτοκλέπτης. «Σίτον εκπέμπειν τακτόν και
μεμαγμένον»[29],
δηλ. έστειλαν σίτο, με τάξη (άρα σχηματοποιημένο) και ζυμωμένο[30].
Αυτός ο
οποίος σιτεύεται είναι ο σιτιστός / σιτευτός (ο «μόσχος ο
σιτευτός», η «σιτευτή όρνιθα» = ο παχύς, ο τρεφόμενος στον σταύλο, ο θρεμμένος
για σφάξιμο). Αυτός που έγινε για τροφή ανθρώπων και ζώων είναι ο σιτήγονος (σίτος+γέγονα).
Το τάισμα με σίτο (σιτεύειν) λέγεται σιτεία – και αφορά κυρίως ζώα.
Αυτός που τρώει τον σίτο (και τα γεννήματα) είναι ο σιτοβόρος /
σιτοφάγος. Η μερίδα σίτου που αρκεί, είναι η σιτάρκησις.
Και αυτός ο
οποίος κάνει για σίτευση, είναι σιτεύσιμος (το σιτεύσιμο αρνί ή χοιρίδιο
λέγεται και θρεφτάρι).
Αυτός που
εισάγει σίτο είναι ο σιτηγός (σίτος + άγω). Η πράξις της εισαγωγής
λέγεται σιτηγία («σιτηγώ Αθήναζε»). Ο μεταφέρων τον σίτο καλείται σιταγωγός.
Υπήρχε ειδική «σιταγωγός ναυς»[31]. Αυτός που έδινε σιτία
στα πλοία, ελέγετο σιτοδήρας. Τα φορτία σιτηρών ανεκομίζοντο στα πλοία
με ημίσχοινα.
Σιταγωγέω σημαίνει μεταφέρω σίτο και η
πράξις της μεταφοράς σιταγωγία. Και σιτοπομπία όταν πέμπεται ο
σίτος. Σιτοπομπός αυτός που τον στέλνει. Όταν συνάζω τον σίτο (κυρίως
τον δημόσιο) είμαι σιταγέρτης[32]. Όταν τον συλλέγω, σιτολογώ.
Όταν προμηθεύω το στράτευμα ή άλλο πλήθος με σίτο ή τροφές, όταν χορηγώ
αρκούντως τον απαιτούμενο σίτο, τροφοδοτώ με άλλα λόγια με σιτάρι έναν ολόκληρο
στρατό, τότε σιταρκέω / σιταρχέω / χειλεύω. «Τεχνιτών πλήθος
σιταρκούμενον δημοσία»[33]. Η πράξις αυτή ελέγετο σιταρκία
/ σιταρκεία. «Των στρατευμάτων παρητείτο τας σιταρκίας»[34].
Στον αρχαίο Πειραιά
υπήρχε ειδική τοποθεσία, το Δείγμα, όπου έδειχναν το σιτάρι και τα
όσπρια δια δείγματος, και γι’ αυτό προσηγορεύθη έτσι. Το κέντρο κάθε πόλεως, όπου διεξαγόταν η οικονομία του σίτου, έδωσε εκ της ελληνικής μια ακόμη παγκόσμια λέξη: city...
Αυτός που
μαγειρεύει ελέγετο και σιτοποιός και οψοποιός. Το ρ. αρτοσιτώ είναι το
αντίθετο του οψοφαγώ.
Όταν μου
δίνουν να φάω κάτι, απαραίτητα μαζί (συν) μου έδιναν και σίτο, μου έδιναν δηλ. συσσίτιο
/ συσκανία / φιδίτια. Τότε συσσιτώ (διατρέφομαι από συσσίτια ή στα
συσσίτια, δηλ. συντρώγω). Οι Έλληνες το συσσίτιο το έλεγαν και συντροφία,
εξ ης λέξεως προήλθε η σπουδαία λέξις συντροφιά (= αυτοί που συντρώγουν, που
συνέρχονται στο άριστον). Τα καθιέρωσαν οι Λακεδαιμόνιοι για τους στρατιώτες
τους, που λέγονταν σύσσιτοι. Οι Κρήτες τα συσσίτια τα έλεγαν ανδρεία. Οι
Ρωμαίοι στους ασθενέστερους έδιναν την ινγρουσία, ένα σιτίο ίσα-ίσα για
να ζουν, ούτε να αποθνήσκουν, αλλά ούτε και να παίρνουν τ’ απάνω τους…
Οι πρόγονοί μας όταν σιτίζονταν, άπλωναν κάτω δέρματα και καθισμένοι επί αυτών, έτρωγαν.
Ήταν γνωστό
πως μόνο με σίτο δεν διατρέφεται κανείς.
Σιτόκουρος (σίτος+κείρω) είναι ο εις μάτην
τρεφόμενος, ο χαλών του κάκου το ψωμί. Ο τρεφόμενος με σίτο / άρτο καλείται σιτοφάγος
(αρτοσιτώ). Αυτός που τρώει μαζί με εμένα, το ίδια με εμένα, και πλάι μου
είναι ωμόσιτος / ομόσιτος. Ο εαυτόν τρέφων, ο μισθωτός ή ο τρεφόμενος από
οίκο καλείται οικόσιτος (αυτότροφος). Ο ξένος, απόσιτος.
Ο
Αριστοτέλης μας παραδίδει, πως οι «μονοσιτούντες πικρότερα τα ήθη έχουσιν
μάλλον, ή οι δις τροφαίς χρώμενοι».
Το ψωμάκι, ο
μικρός άρτος, το φαγάκι ελέγετο σιτάριον, σιταράκι. «Τρέφει γαρ ούτος ο
αγρός ώσπερ αρρωστούντα με, σιτάρια μικρά προσφέρων».[35]
Η διανομή
σίτου λέγεται σιτοδαισία. Αυτός που διανέμει τον σίτο, είναι ο σιτονόμος.
Η έλλειψις σίτου (και τροφών) λέγεται σιτοδεία / σιτοδηΐη (= πείνα,
ολιγαρτία, ένδεια σίτου, αληία > λοιμός) > σιτοδέομαι = πάσχω από έλλειψη
τροφών.
Τον σίτο /
σιτάρι ο λαός μας τον λέει και στάρι. Και όταν δεν τον έχει, τότε καταλαβαίνει
ότι στερείται, ότι έχει στέρηση! Και ασιτά, παθαίνει ασιτία,
από την οποία μπορεί να επέλθει και ο θάνατος! Την ασιτία την έλεγαν και
αστυφία και αστυσία. Την ασιτία οι Αιολείς την έλεγαν άκμηνο. Καμμιά φορά όμως
η ασιτία ήταν συνειδητή – ένα είδος «απεργίας πείνης» θα λέγαμε σήμερα,
όπως αυτή που έκαμε ο Πυθαγόρας στις εορτές των επινικίων. «Τον πόλεμον
κατορθώσωσιν, ειστιώντο τα επινίκια και εορτήν μεγάλην ήγον. Μόνος δε αυτής ου
μετείχε Πυθαγόρας, αλλ’ άσιτος πόρρω εκαθέζετο μυσαττόμενος την κυαμοφαγίαν».[36]
Όποιος πάθει
ασιτία, θα είναι σιτόχροος (-ους), θα έχει το κιτρινωπό χρώμα του σίτου.
Από την ασιτία βρωμάει το στόμα. Αυτή λέγεται «νήστις οσμή» (πληθ.
νηστίδες, νήστεις οσμές). Αυτή «η εκ της ασιτίας του στόματος δυσωδία νοσεί τας
φρένας, νοσείν τον νουν, νοσείν την ψυχήν».[37] Τον άσιτο οι Κρήτες τον
έλεγαν αγλαφόρο! Επίσης, ελέγετο και άκμηνος και κληπικός.
Ο πεφρυγμένος σίτος λεγόταν δανδαλίδης ή ερικτός.
Το σιτάρι ονοματίζειτο πεπτικό σύστημα του ανθρώπου
Με τι τρώγω
τα σιτία, με τι τα τέμνω; Με το στόμα!
Με τι μασώ
τα σιτία; Με τις σιαγόνες (= «αυτές που σείονται περιαγόμενες ή παρά το
σιγάν»).
Μετά η τροφή
περνά από το σιτίωθος / στήθος που στέκει ασάλευτο-στερεό, και «δι’
αυτού τα σιτία διωθείται».
Πού
πηγαίνουν μετά αυτά; Στον σιτόμαχο / στόμαχο / στομάχι «δι’ ου
καταπίνομεν την υγράν και ξηράν τροφήν ή στόμα από των χεομένων ή ότι τα από
στόματος εις αυτόν χείται. Ή στόμαχος οίον σιτόμαχος, ο τοις σιτίοις μαχόμενος
τοις θλίβουσιν αυτόν. Ή ο θλίβων έμπαλιν αυτά, ίνα καταβιβασθή, Ή στόμαχος οίον
σιτίων μήχος και μηχανή, ώσπερ αλήθων αυτά».[38]
Τι βοηθά
στην πέψη και κατάποση των σιτίων; Ο σίαλος.
Και πού
καταλήγουν; Στο νήστι (= έντερο μεταξύ κοιλίας και στομάχου). Εξ ου και
όταν στερούμαι τον σίτο, νηστεύω (νη+εσθίω = στερούμαι σιτίων). Η νηστεία
ελέγετο και απαστία (στερούμαι παστών). Νηστιτής το κενό σιτίων. Νήστις, ο
άνθρωπος που νηστεύει, που έχει κενό έντερο, που δεν έχει γευτεί άρτο. Άνηστις,
ο άσιτος, ο απαστύς, ο εστερημένος σιτίων. Ο άνηστις / άνεστις δεν μπορεί να
αναστηθεί, γιατί δεν ίσταται, δεν έχει υπόσταση, δύναμη…
Η μάστιγα
της εποχής μας, η ανορεξία (αρχ. ασιτία) υφίστατο και κατά την αρχαιότητα. Ο
ανόρεκτος τροφής «αποκεκλείσθαι σιτίων».
Όποιος δεν
σιτίζεται μένει άτροφος / ατροφικός, δηλ. απόσιτος. Γι’ αυτός και ο
Ιπποκράτης καλούσε τα σιτία «προσάρματα», γιατί με αυτά μπορούσε κανείς να πάει
προς τα άρματα.
Έτσι, με τον
καιρό, ο σίτος κατέληξε να σημαίνει το στάρινο αλεύρι και την πάσα τροφή.
«Σιτιούνται δε τα μαλακά των προβάτων».[39] Το σίτιον ή η σιτία
είναι τα τρόφιμα, ο άρτος. Παν φαγώσιμο, ελέγετο σιτηρόν. Και η τροφή,
το ταγήνι, τα τρόφιμα, τα εφόδια και η μισθοτροφοδοσία (κυρίως στρατιωτών), σιτηρέσιον[40] (αλλαρία). Το χορηγούμενο
σιτηρέσιο, από τον σιτάρχη στον στρατιώτη, λέγεται σιτάρχημα. Το ρήμα
της πράξεως κάνει σιτηρεσιάζω. Για να εισέλθω σε κάποιον χώρο πληρώνω εισιτήριο.
Η λέξις έμεινε μνήμη από τότε που ακόμη πλήρωναν με είδος. Εισιτήρια ημέρα ήταν
στα αρχαία χρόνια η Πρωτοχρονιά, που θεωρείτο ιερά ημέρα.
Το στάρι το στέργω
(αγαπώ, εγκρίνω) και γι’ αυτό νοιώθω στοργή.
Για όλα τα
παραπάνω, το στάρι είναι μια στερεά (σταθερή) τροφή, στερέωμα
(θεμέλιο και βάση) για την συνέχιση της ζωής μας.
Οι ποιμένες
μας έχουν και ένα επιφώνημα, προς επίσπευση ή απόδιωξη των βοσκημάτων. Λένε: «Σίττα!»
ή «Σίττε!». Βαστάει από αρχαιοτάτων χρόνων: «Σίττ’ από τας κοτίνω και μηκάδες».[41]
Παρά τον
σίτο, βγαίνουν τα παράσιτα, οι δημοσία σιτούμενοι στο Πρυτανείο, οι
οικοτραφείς, οι μασύντες, οι μολοβροί, οι κοσσοτράπεζοι, οι τραπεζήες, οι
επιτραπεζίδιοι, οι άκλητοι, και οι κόλακες. Κάποιοι δε εξ αυτών συνήθιζαν κάθε
ημέρα να διατρέφονται από το Πρυτανείο. Ήσαν οι αείσιτες[42]. Αυτοί παρασιτούν και μας
είναι άχρηστοι…
Από τον σίτο > σίνω < ζίνω > σισάνιο / ζιζάνιο, αυτό που άνευ σποράς συμπαραφύεται. Αυτό που ιζάνει στον σίτο, σιτοΐζανο > σίζανο > ζιζάνιο.
Μέρη του σίτουΤο λεπτό
καλάμι του σίτου λέγεται άχνα. Εξ ου και η λαϊκή φράσις «μη βγάλεις
άχνα», δηλ. μην πεις τίποτε περιττό.
Οι φλοιοί
σίτων και κριθών λέγονται πίτυρα.
Την καλάμη
(κολύβη) του σίτου την χρησιμοποιούσαν για να γράφουν γράμματα. Και επειδή
αργότερα την χρησιμοποιούσαν μόνο οι πτωχοί, αυτοί έγραφαν και μάθαιναν
κολυβογράμματα.
Η κορυφή του
σίτου λέγεται σιταχύς / στάχυς / στάχυ («τον σίτον συνέχων ή στω στήκω
στήσω και εξ αυτού στάχυς»)[43].
Τον υδαρή
σίτο έλεγαν χυλάριο (> χυλό).
Ο μικρός
σίτος ελέγετο σίκχος.
Αυτά που
είναι ωφέλιμα, εκμεταλλεύσιμα, δηλαδή προς τον σίτο, είναι προσιτά (ευπρόσιτα),
τα άλλα απρόσιτα (ακυντά, απέλαστα, άπλητα, αχώρητα).
Τέλος, όσον
αφορά τους λαούς, οι πλέον πολύφαγοι θα πρέπει να ήταν οι Σαυρομάτες[44], οι οποίοι έτρωγαν σε μια
ημέρα όσα οι λοιποί σε τρεις ημέρες!
Πριν λοιπόν,
πούμε το ψωμί… ψωμάκι και τον σίτο… σιτάριον, όπως θα έλεγαν οι πρόγονοί μας,
καλόν είναι να επανέλθουμε στην σοφή παρακαταθήκη γνώσεων, διατροφής και αξιών
που μας άφησαν, έστω όσης εξ αυτής έχει διασωθεί, για να ξαναβρούμε την χαμένη
μας επαφή με την φύση: Και μην ξεχνάτε τον Πλάτωνα: Το πιο γλυκό ψωμί είναι
αυτό που μόνος σου ζυμώνεις και τρως…
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης
στην εφημ. «Βήμα Αιγιαλείας», 12 και 19.2.2006. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 20.2.2006.
[1] Ερένιος fragm.
[2] Δηώ < δήω = ευρίσκω, επειδή
αυτή εφηύρε τον σίτο. Αλλά και δηώ η γη, παρά το δαίω = κόπτω, γιατί η γη
κόπτεται κατά την άροση. Η Δηώ Δήμητρα διέκοψε την πορεία της γης, καθώς
αναζητούσε την θυγατέρα της. Οι Κρήτες λένε δηάδα την κριθή.
[3] Ονοματίσθηκε έτσι από τον
Ελευσίνιο Ράρο, τον υιό του Κραναού (ή τού Κελεού), πατέρα του Τριπτολέμου.
[4] ονομάσθηκε έτσι ως κελευσθείς
από την θεά Δήμητρα.
[5] Εξ ου και Ραρία η Δήμητρα.
[6] Η Αρόη (= αρόσιμη), ύστερον της
συνενώσεως με την Άνθεια και την Μεσάτιδα, από τον Αχαιό Πατρέα, απεκλήθη
Πάτραι (Παυσανίας Ζ 18,2 και 5,21,6 και 13). Εξ ης και Αροάνεια τα όρη και ο
ποταμός.
[7] Το ρ δεν απαντά σε όλους τους
χρόνους. (Όμηρος «Οδ.» Ω,209) Ηρόδ. (Ι,94).
[παρατ.
εσίτουν, μέλλ. σιτήσω, αόρ. εσίτησα, παρακ. σεσίτηκα, υπερσ. εσεσιτήκειν. Μέση:
σιτούμαι, παρατ. εσιτούμην, μέλλ. σιτήσομαι, παθ. αόρ. εσιτήθην, παρακ.
σεσίτημαι, υπερσ. εσεσιτήμην].
[8] Εξ αυτού το άριστον, το
μεσημεριανό φαΐ. Όσοι υπηρέτησαν στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού και της
Αεροπορίας ενθυμούνται το «προάριστον γεύμα», το δεκατιανό, που λέμε, που το
έπαιρναν προ του αρίστου.
[9] Το ρ. δεν απαντά σε όλους τους
χρόνους. (Ηρόδ. 7,119). [παρατ. εσίτευον (> ιων. σιτεύεσκον), μέλλ. σιτεύσω,
αόρ. εσίτευσα, παρακ. σεσίτευκα. Παθ.: σιτεύομαι (= λαρινεύομαι), παθ. αόρ.
εσιτεύθην, παρακ. σεσιτεύομαι].
[10] > σιτίζομαι = παχύνομαι,
χειλούμαι ή χιλούμαι (> ξεχειλώνω).
[11] Απολλόδωρος («Επιτ.» 3,10),
Οβίδιος («Μεταμ.» 13,650), κ.ά.
[12] Ήταν η τελευταία (γ΄) ημέρα των διονυσιακών Ανθεστηρίων, το τέρμα της εορτής των Χύτρων. Αντιστοιχεί περίπου με την σημερινή 1η Μαρτίου. Είναι σημαντικό πως τα Ανθεστήρια εορτάζονταν έως προσφάτως στην Αχαΐα, και δη στο Αίγιον - βλ. Γ. Λεκάκης «Από τα Ανθεστήρια στην Πρωτομαγιά: Τα παιδιά των λουλουδιών», στο "Γεωτρόπιο" της εφημ. "Ελευθεροτυπίας", 29.4.2005.
[13] Εικόνα που αντέγραψαν οι
ζωγράφοι για να αποδώσουν το λίκνο του Θείου Βρέφους των χριστιανών στην φάτνη.
[14] «Πολιτεία» β.
[15] Ενίοτε μεταφορικώς ο τόκος
χρημάτων. Ιατρικώς δε, τα περιττώματα.
[16] Πόλις στην Β Εύβοια.
[17] Φιλήμ. παρά Στράβ.
[18] Θεόφραστος, Ιπποκρ.
[19] εξ ου και κάβαισος ο άπληστος.
[20] Η λέξις κόρος προέρχεται «εκ της
εβραϊκής λ. χωρ, μονάδα η οποία ισούται με 30 μόδιους. Χωρ δε καλείται από το
φερώνυμο βουνό, γιατί εκεί χωρία καλούνται τα βουνία». Etymol. Guidianum.
[21] Μάλλον εκ της ρωμαϊκής λ.
μέδιουμ = μέσον. Τον μέδιμνο χρησιμοποιούσαν και οι Κύπριοι, αλλά διαφορετικά
από πόλη σε πόλη: Οι Σαλαμίνιοι καιοι Κωνσταντίνοι τον είχαν για 25 μόδια, οι
δε Πάφιοι και οι Σικελοί για το 1/4 του μοδίου (μοδ). Etymol. Guidianum.
[22] Ελέγετο και πύρνο, από το πυρό
της τροφής («πύρνο ψωμό») < πύρα.
[23] Πτολ.
[24] Απίων.
[25] Αντιστοιχούσε με τον νυν
Μάιο-Ιούνιο. Εξ αυτού το έδεσμα δαισάνη ή πτισσάνη, που αποτελείτο από εψημένο
σίτο. «Παρά το δαίσασθαι, την πρώτη γαρ τροφήν, προ της ευρήσεως των άρτων,
ούτως εποιούντο». (Ζωναράς). Δαις > δαίνυμι, δαινύω, δαιτός, μερίδιο κομμάτι
κρέατος, ευωχία, συμπόσιο, φιλικό τραπέζι, τροφή > δίαιτα.
[26] σιπύα ή σιπύη = η σιτοΰνη, η
αρτοθήκη, το κανίσκι.
[27] Το ρ. δεν απαντά σε όλους τους
χρόνους. (Ευρ. «Τρωάδες» 494). [παρατ. εσιτοποίουν, μέλλ. σιτοποιήσω, αόρ.
εσιτοποίησα, Μέση: σιτοποιούμαι].
[28] Ξεν.
[29] Θουκ. 4.
[30] μεμαγμένος < μάττω (μάξω,
μέμαχα, μέμαγμαι) = ζυμώ.
[31] Ξενοφών, Ηρόδοτος.
[32] Το δημόσιο αξίωμα επί
οθωμανοκρατίας, του ιστιρατζή.
[33] Στράβ.
[34] Πολύβιος.
[35] Φιλήμ. παρά Στράβωνα.
[36] Λουκ. «Διάφορες Ιστορίες», 2,24.
[37] Φρύνιχος Αττ.
[38] Ωρίων Γραμμ.
[39] Ηρόδ.
[40] Θουκ. (Ε,47).
[41] Θεόκριτος. Σίζω, σίξω, σίσω =
κάμνω σσς ή ζζζ, βουίζω σαν το πυρωμένο σίδηρο όταν το βουτούν στο νερό, κάμνω
σσς ερεθίζων τον σκύλο εναντίον κάποιου. «Σίξα δ’ υλακτείν νιν και τω κυνία»
(Θεόκριτος). Επίσης, κάμνω σσς να διώξω κάποιο ζώο.
[42] αεισιτεύω / διασιτεύω =
σιτεύομαι δια βίου, λαμβάνω σιτηρέσιον δια βίου.
[43] Etym.
Symeonis.
[44] Οι αρχαίοι κάτοικοι της
Σαρματίας, απόγονοι των Αμαζόνων, νομάδες και μάχιμοι. Η Σαρματία ήταν μέγα
μέρος της Β Ευρώπης και της Ασίας, εκτεινόμενο επί της Ευρώπης μεν από του
ποταμού Βιστούλα μέχρι του Τανάιδος, επί της Ασίας δε από του Τανάιδος μέχρι
του Βόλγα.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook