Ανθολογία: Παραδοσιακά της Ρούμελης: Το όνειρο του τσοπάνου

Το όνειρο του τσοπάνου

Παραδοσιακό δημοτικό της Ρούμελης

Επιγραφή του 6ου αι. π.Χ. σε μπρούντζο που βρέθηκε στην Ναύπακτο
και με βουστροφηδόν γραφή ορίζει το θέμα της νομής των βοσκοτόπων!
(Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)

Ήθελα να ’μουν Λιάκουρα[1], στου Παρνασσού τον ώμο,
να ζήσω χρόνια αμέτρητα, να ζήσω και μιλιούνια,
να `χω το μάτι του αητού και του λαγού το άκου,
να διαλαλώ το τι θα δω χειμώνα-καλοκαίρι
εδώ ψηλά στον Παρνασσό, εδώ ψηλά στο χιόνι!

Ήθελα και να γνώριζα των αγριμιών την γλώσσα,
των σταυραετών, των γκιώνηδων, της άσπρης γερακίνας,
να κρένω μ’ όλα τα στοιχειά, κατεβατούς, βοριάδες,
και με τ’ αγριολούλουδα του Παρνασσού στολίδια.

Να δέχομαι στις πλάτες μου το παγωμένο χιόνι,
να νταγιαντάω[2] στον βοριά, σ’ όλα τα μοχλοβόρια[3].

Να στήνω στον Καράχαλη[4] ταμπούρι ατσαλένιο
και ν’ αγναντεύω τα χωριά, τους κάμπους, την Αθήνα,
να λέπω[5] τον Ελλήσποντο, της Πόλης το μπουγάζι[6],
τον ήλιο με τα κάλλη του, σαν βγαίν’ απ’ την φωλιά του.

Ν’ ακούω τον γερο-έλατο, πώς σκάζει και βογγάει,
σαν τον χτυπάει ο βοριάς και τα στοιχειά της φύσης,
πώς νταγιαντάει κι ύστερα με δίχως κλαπατάρια[7],
πώς σέρνει απ’ την ρίζα του στης μαύρης γης το χώμα.

Βοσκός στον Ορχομενό Βοιωτίας το 1926 (Αρχ. Βιβλιοθήκης Κογκρέσου ΗΠΑ).

Να βλέπω τσοπανόπουλα, να βλέπω τσελιγκάδες
την άνοιξη σαν έρχονται από τα καμποχώρια,
πώς φτιάχνουν τα γιατάκια[8] τους, πώς φτιάχνουν τα κονάκια[9],
πώς στένουνε[10] τ’ απόσκια τους, πώς στένουν τους σταλούς[11] τους,
τσελιγκοπούλες λυγερές, πώς παίζουν στα ρουμάνια[12]
μ’ όμορφα τσελιγκόπουλα τα ξένοιαστα παιχνίδια.

Να δω τον γέρο τσέλιγκα στην στρούγκα πώς αρμέγει,
να δω πώς πήζει το τυρί, πώς φτιάχνει ξηροτύρια,
πώς φτιάχνει με ξινόγαλο την νόστιμη μυτζήθρα.

Κι ύστερα στο γιατάκι του με κοφτερούς σουγιάδες,
πώς φτιάχνει κλειδοπίνακα[13] και ξύλινες κουτάλες.

Να δω τον γέρο τσέλιγκα σαν βγαίνει το φεγγάρι,
την τσελιγκίνα δίπλα του, τους γιους του, τις νυφάδες[14],
πώς κάθεται στον έλατο μ’ αγγόνια[15] και ξαγγόνια[16],
και λέει τραγούδια κλέφτικα, κλέφτικα παραμύθια,
να ’μολογάει για στοιχειά, για λάμνιες[17] για θηρία,
κι όλοι να ακουρμάζονται[18] με πόθο και λαχτάρα.

Κι απάνω στ’ ομολόγημα τα βλέφαρα πώς κλείνουν
και πώς όλοι πλαγιάζουνε στο μαλακό γιατάκι.

Ήθελα να ’μουν Λιάκουρα, στου Παρνασσού τον ώμο
και να `βλεπα και να `λεγα, ποτέ να μην τα σώνω…

ΠΗΓΗ: ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΚΑΚΗ «Μεγάλη ανθολογία ελληνικής ποιήσεως: Του έρωτα, του θανάτου και της Ελλάδος - ΤΑ ΔΥΣΔΙΑΚΡΙΤΑ ΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΑΣ - Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ», με λαογραφικές, ιστορικές, ετυμολογικές και λεξικογραφικές σημειώσεις, ΜΕ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΙΗΤΩΝ (υπό έκδ.).


Βοσκοί στον Παρνασσό (φωτ. Fred Boissonnas -1903).



[1] Η Λιάκουρα είναι μια από του υψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, και κατά μια ερμηνεία της Μυθολογίας μας, εκεί που άραξε η λάρνακα του Δευκαλίωνα, μετά τον κατακλυσμό!
[2] νταγιαντίζω, νταγιαντώ = υπομένω, υποφέρω, υπερμέτρως ανέχομαι, βαστώ.
[3] μοχλοβόρι = άνεμος βοριάς, που κτυπάει σαν μοχλός, σαν ράβδος/λοστός.
[4] Ποιητική προσωδία του Καρά-αλή > Καραλή.
[5] λέπω = βλέπω.
[6] μπουγάζι, μπογάζι = δίαυλος, πορθμός, δίοδος, δερβένι, ρεύμα αέρος.
[7] κλάπα, κλαπατάρι = έλασμα, ξύλο, στρόφιγγα.
[8] γιατάκι = κλινοστρωμνή, πρόχειρο κατάλυμα.
[9] κονάκι = ενδιαίτημα, κατάλυμα, οικία ιδιοκτήτη τσιφιλικιού.
[10] στένω = στήνω.
[11] σταλός, στάλος, σταλίστρα = μάνδρα αγέλης.
[12] ρουμάνι = πυκνή λόχμη, δάσος.
[13] κλειδοπίνακας, κλειδοπινάκιο = ξύλινο πλατύ και βαθύ πινάκιο, με επικάλυμμα, για την μεταφορά του φαγητού.
[14] νυφάδες = νύφες.
[15] αγγόνι = εγγόνι, έκγονος.
[16] ξαγγόνι = δισέγγονος.
[17] λάμνια, λάμια = τερατόμορφος γυνή, κακή και αδηφάγος της ελληνικής παραδόσεως.
[18] ακουρμαίνομαι, ακουρμάζομαι = ακροάζομαι, ακούω μετά προσοχής.
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ